Ο ένας ήταν ντυμένος γυναίκα με ψεύτικα βυζιά, που φρόντιζε να επιδεικνύει πρόστυχα, μέχρι και την εξόφθαλμη πλαστική ρώγα μέσα από το ντεκολτέ. Τσιτσιολίνα επιρροή. Φορούσε μια περούκα με μαύρο κορακί μαλλί και γόβες με ψηλό τακούνι. Μακιγιάζ εξτραβαγκάντζα. Φρόντιζε να κάνει αισθησιακούς μορφασμούς, έβγαζε τη γλώσσα και την περιέφερε χαϊδεύοντας τα σαρκώδη χείλη του, την πίεζε εσωτερικά στο μάγουλο για τον προφανή σεξουαλικό συνειρμό. Μέχρι και ελιά στο μάγουλο είχε ζωγραφίσει για να παραστήσει τη φαμ φατάλ. Σαν πόρνη με σινιέ φουστάνι. Σειόταν και λυγιόταν στα τσιφτετέλια σαν μαούνα σε φουρτούνα. Βιτάλη, Αλεξίου, Στανίση, Λίτσα Διαμάντη, Ρίτα Σακελλαρίου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Αντύπας, Κοντολάζος, Άντζελα Δημητρίου. Όλο το λαϊκοπόπ ρεπερτόριο της δεκαετίας του '80 σε κασέτες TDK στο στερεοφωνικό. Του έφτανα κάπου στη μέση. Δεν ήταν γίγαντας, εγώ ήμουν το μικρό ανιψάκι του, που για την περίσταση ήμουν ντυμένη Χαβανέζα: μαύρο κορμάκι, ψάθινη φούστα, πλαστικά λουλούδια σε περιδέραιο και σε στεφάνι στα μαλλιά. Τον κοιτούσα με δέος, πώς μεταφορθώθηκε έτσι, γιατί φερόταν τόσο παλαβά. Και γελούσα με τα φερσίματά του. Ήταν αναπόσπαστο μέρος ενός έξαφνου θίασου. Ο πατέρας μου ήταν ντυμένος παπάς, έκανε κι αυτός κάτι πρόστυχες χειρονομίες ευλογώντας τάχα. Η μάνα μου δε θυμάμαι, κάτι έξαλλο θα ήταν κι αυτή. Αλλά οι περισσότεροι άντρες της παρέας ήταν μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες.
Ο άλλος ήταν επίσης ντυμένος γυναίκα. Φορούσε ένα φόρεμά μου μαύρο, μάλλον αμπιγιέ, που είχα για γάμους και βαφτίσεις, δαντελένια γάντια κι ένα τουρμπάνι στα μαλλιά, ελλείψει περούκας, σαν καλλονή ελευθερίων ηθών της δεκαετίας του ΄20. Παχύ μολύβι στα μάτια και μικρά σφιγμένα χείλη, πολύ θεατράλε. Επιρροή βωβός κινηματογράφος. Του έφτανα κάπου στη μύτη. Δεν ήταν ψηλός, αλλά εγώ ψηλό τον έβλεπα πάντα γιατί τον θαύμαζα και τον αγαπούσα αυτόν τον φίλο μου. Ήταν μονίμως μασκαρεμένος ψηλός δηλαδή. Εγώ είχα ντυθεί πειρατής, τζιν με τα μπατζάκια μέσα σε μαύρες μπότες, άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στη μέση -κάποια θηλυκότητα έπρεπε να διατηρηθεί- και το κόκκινο λαχουρέ μαντήλι κάλυπτε τα μαλλιά μου. Είχα ραμμένο ένα λούτρινο παπαγαλάκι στον ώμο, η πιο ευφάνταστη πινελιά στην αυτοσχέδια αποκριάτικη αμφίεση. Χορέψαμε ό,τι έπαιζε από το itunes στο λάπτοπ, δηλαδή από ρέγκε και λάτιν μέχρι ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά. Και ήπιαμε ό,τι επίνετο. Και καπνίσαμε ό,τι εκαπνίζετο. Και το βράδυ, πού να τρέχεις με τo night bus στην άλλη άκρη του Λονδίνου, την πέσαμε όσοι χωρέσαμε στα πατώματα -με τις μοκέτες ευτυχώς- και σκεπαστήκαμε με τα μπουφάν μας. Κι εγώ, ξέρεις, που με πειράζει το ποτό και ο καπνός -έχω έναν οργανισμό πολύ καθωσπρέπει που με εκδικείται την επομένη της κραιπάλης με ημικρανίες κι εμετούς- εκείνο το πρωί ξύπνησα κι αισθανόμουν σαν πουλάκι, ανάλαφρη, κεφάτη με ευεξία που θα ζήλευε και η τελευταία μαντάμ στα spa και στα τάι- μασάζ. Γιατί είχα περάσει τέλεια.
Ανάμεσα στα παραδέκα του αποκριάτικου γλεντιού των μεγάλων και στα παρά τριάντα του masquerade party, των δικών μου μεγάλων, μεσολάβησαν απόκριες και απόκριες, αξέχαστες, σχεδόν διονυσιακές. Που σχεδόν τις κυνηγούσα ίσως γιατί σ’ αυτή τη γιορτή έβρισκε διέξοδο όλη μου η τρολιά, που αναγκάζομαι να καταπιέζω παριστανοντας -με επιτυχία θα έλεγα- την σοβαρή τον υπόλοιπο χρόνο ώστε να υποδυθώ τους άλλους ρόλους που απαιτούνται. Και ντύθηκα κρητίκαρος, γρια, πουτάνα, κουρσάρος ως σχεδόν μεγάλη πια, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στα φοιτητικά χρόνια. Και ντύθηκα χαβανέζα, σέξυ κλόουν -έτσι την έλεγαν τη στολή-, κοκκινοσκουφίτσα, και κυρία των τιμών -έτσι λέγανε τη στολή, λέμε. Αλλά ποτέ πριγκίπισσα. Σιχαινόμουν από παιδί το ροζ, μάλλον γιατί είχα μια φυσική έφεση στη μπάλα, στη δράση και στη διαολιά. Κι αν δεν υπήρχαν αυτά, τότε διάβασμα με πάθος. Αλλά πριγκίπισσα ποτέ. Μπλιαχ δηλαδή. Γι' αυτό μη σου κακοφαίνεται που δυσκολεύομαι να έχω ομαλές σχέσεις με τις πριγκίπισσες τριγύρω. Μου είναι ανυπόφορες.
Αλλά πιο αφόρητοι είναι πια οι άνδρες που φορούν αυτή τη στολή τη μάτσο, την μπρουτάλ, που όταν τη φοράς όλο τον χρόνο, ως και στον ύπνο σου, πασχίζοντας όμως να μένει ατσαλάκωτη, κάποια στιγμή μποχίζει, βρωμάει μασχαλίλα, ποδαρίλα, ζέχνει η πουτάνα η τεστοστερόνη, δεν αντέχεται τόση αρρενωπότητα, είναι άκαμπτος ο ανδρισμός, στην τσίτα σ’ έχει, είναι σκληρός σαν πέος και αντιμάχεται το μαλακό,τον κόλπο, πολύ μάτσο, βρε παιδί μου, σιγά μη σκίσετε κανένα καλσόν, σιγά μην πέσετε από τις γόβες στιλέτο, σιγά, γιατί τα στιλέτα είναι όρθια, καρφωμένα στο δάπεδο, σιγά. Σιγανά και ταπεινά, βρε μαλάκες.
Παρενδυτικοί. Walk into my shoes, λένε οι αγγλοσάξονες για να σου πούνε νιώσε με ρε, μπες λίγο στη θέση μου, έλα περπάτα με τα παπούτσια μου να δω κατά πού θα κάνεις, ποια θα είναι εσένα η πορεία σου, με τα δικά μου υποδήματα. Έλα και φόρεσε το κραγιόν και τα σουτιέν μου, φόρα να δεις τη γλύκα. Να δεις τη γλύκα. #Diplis. Παράστησε τη Γυναίκα, όχι για να ξορκίσεις μόνο το κακό διακωμωδώντας το αλλά για να αποθησαυρίσεις κάτι από την αισθαντικότητα, λίγη συμπόνια, λίγη τρυφερότητα, μια στάλα ενσυναίσθηση, μια τζούρα διαίσθηση, κάτι από αυτό που σου λείπει. Εμένα μου έλειπε να ήμουν αγοράκι μάλλον και να τρολάρω. Ντυνόμουν. Εσένα που δεν το απεκδύεσαι ποτέ το ρολάκι, τι σου λείπει.
Γυμνός κανένας, χωρίς αμφίεση, με έκθετα τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του φύλου, πιο λίγο άντρας είναι ο άντρας, πιο λίγο γυναίκα η γυναίκα. Πιο άνθρωποι πάντα μοιάζουμε γυμνοί. Χωρίς τα αποκριάτικα που φοράμε όλο τον χρόνο.