24/2/14

Η Κατερίνα Μάτσα παρουσιάζει "Τα φώτα στο βάθος" στη Locomotiva

Η συγγραφέας, ψυχίατρος και επιστημονικά υπεύθυνη του "18 ΑΝΩ", 
κ. Κατερίνα Μάτσα, 
παρουσιάζει "Τα φώτα στο βάθος"
 αυτή την Παρασκευή 28 Φλεβάρη στις 7μμ 
στο βιβλιοκαφέ- μπαρ Λοκομοτίβα (Σολωμού και Μποτάση 7, Εξάρχεια).





23/2/14

«Σκασμός λοιπόν, μιλάει ο Υπουργός!»

Στις 20 Φλεβάρη, ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Πάνος Παναγιωτόπουλος ως πρώτος εισηγητής του του συνεδρίου «Χρηματοδοτώντας τη δημιουργικότητα» που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, με τον παροιμιώδη στόμφο του αναπτύσσει από το βήμα το επιχείρημα ότι οφείλουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί όπως την οικονομία της Κίνας, καθώς το κόστος εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο είναι εξαιρετικά υψηλό.  Ας γελάσω…
Στη φράση μάλιστα «να αναζητήσουν εναλλακτικές διαδικασίες παραγωγής, που να έχουν τον χαρακτήρα της ανταγωνιστικότητας» που εκφράζεται από τα υπουργικά χείλη, και δη στο άκουσμα «της ανταγωνιστικότητας», του όρου τοτέμ της αγοράς, το γκονγκ της σάτιρας ηχεί και ένα βαθύ, πομπώδες, καγχαστικό ανδρικό γέλιο δίνει το παράγγελμα ώστε το ακροατήριο να ξεσπάσει σε επευφημίες, χάχανα και χειροκροτήματα.
Όμως ο ομιλητής υψώνει αμέσως τον τόνο της φωνής του, ακούγεται ακόμα πιο στομφώδης κι από το επιτηδευμένο γέλιο που έδωσε το έναυσμα πριν, σαν ένα ντουέτο που υποδύεται τον ίδιο χαρακτήρα: έναν αλαζόνα εξουσιαστή που εκφωνεί μία ομιλία με περίσσιο κομπασμό και οίηση, με φανερή περιφρόνηση για τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, περιχαρακωμένος στην ατσαλάκωτη πραγματικότητα της ελίτ που εκπροσωπεί.
Ο ένας όμως είναι ηθοποιός, είναι ένας από τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην Κίνηση Μαβίλη, και ο άλλος είναι Υπουργός Πολιτισμού, ένας από αυτούς που συμμετέχουν στην ολέθρια μνημονιακή συγκυβέρνηση. Ο ηθοποιός μιμείται εκπληκτικά τον εξεζητημένο τόνο της ρητορείας του υπουργού, και ο υπουργός σαν συντονισμένος στην πρόκληση του ηθοποιού που καγχάζει με χάχανο βαρύτονο, συνεχίζει την ομιλία του με περισσότερη ζέση και έπαρση, στον ίδιο τόνο, επικυρώνοντας πλήρως την μίμηση. Είναι δηλαδή σαν ο υπουργός να υποδύεται με υπερβάλλοντα ζήλο τον ρόλο του σολάροντας τη μνημονιακή παρλάτα ενώ ένα εσωτερικό σαρδόνιο γέλιο τον υπονομεύει. Μια μεγαλειώδης αντίφαση και συμπλευση σε ένα απροσδόκητο κι απολαυστικό ντουέτο.
Η παρέμβαση της Κίνησης Μαβίλης ήταν ίσως η πιο πρωτότυπη, ευφάνταστη και εύστοχη ακτιβιστική δράση του τελευταίου καιρού, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, αποσιωπήθηκε από τα συμβατικά ΜΜΕ. Χαρακτηρίστηκε ως καζούρα, ρεζίλεμα, γιουχάισμα, φιάσκο κ.λ.π. Νομίζω κανένας από τους χαρακτηρισμούς δεν μπόρεσε να εμπεριέξει το ευθύβολο όπλο της σάτιρας με το καίριο πολιτικό μήνυμα σε μια άρτια κωμική περφόρμανς αυτοσχεδιασμού.
Το δεκάλεπτο κλιπάκι που προέκυψε από την καλλιτεχνική –περί αυτού πρόκειται- παρέμβαση της Κίνησης Μαβίλη, προσφέρει πολλαπλά νήματα. Από τον αποτροπιασμό του Παναγιωτόπουλου για τον συνδικαλισμό συνολικά, κι από την ασφαλίτικη στάση του στο κοινό («σας βλέπω κύριε»), μέχρι την αυθαίρετη μομφή του στα κόμματα της Αριστεράς ως υποτίθεται σκιώδεις διοργανωτές της αναπάντεχης φαρσοκωμωδίας στην οποία, είπαμε, συμπρωταγωνίστησε με επιτυχία, πρόσφερε πλούσιο υλικό ο Υπουργός για αρθρογραφία. Γράφτηκαν ήδη αρκετά για το θέμα αν και αξίζει να πάρει κι άλλη δημοσιότητα.
Όμως εδώ το ζητούμενο είναι να συμμετέχουμε στο γέλιο. Η διακωμώδηση είναι σοβαρή πράξη αντίστασης. Η ειρωνεία είναι σοβαρή βολή κατά της καθεστηκύιας τάξης πραγμάτων. Γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στο δοκίμιο «Τα γελαστά ζώα» (εκδόσεις Καστανιώτης) πως «άνθρωπος που δεν «χαρίζει γέλιο, που δεν επιτρέπει στη μουτσούνα του να σπάσει κατ’ ελάχιστο, κρατάει πολεμική απόσταση». Και η υπουργική μουτσούνα δεν φάνηκε καθόλου να το διασκεδάζει, όπως ήταν αναμενόμενο, και το τονίζει ο Παπαγιώργης ως σύνηθες: Το θύμα της φάρσας, αυτός που γίνεται αντικείμενο της χλεύης, δε συμμετέχει στο γέλιο της πλατείας. Όμως εδώ δε μας ενδιαφέρει να κάνουμε κοινωνό του γέλιου μας τον υπουργό-πολέμαρχο. Αυτό που έχει σημασία, για να κουοτάρω πάλι τον συγγραφέα, είναι πως «η γενική θυμηδία ταυτίζεται με προεξοφλημένη ομοψυχία». Κι αυτή την ομοψυχία του γέλιου νομίζω κάπου την έχουμε χάσει. Να μην τη χάσουμε. Γιατί ο λόγος του ποιητή –που του έχουμε αλλάξει τα φώτα τελευταία, αλλά στοιχηματίζω πως θα μειδιούσε στις κωμικές παραφράσεις των στίχων του- επανέρχεται δραματικά επίκαιρος:
«Σκασμός ,σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!
Τα γάντια χειροκροτούν,
οι φαντάροι παρουσιάζουν όπλα,
οι τράπεζες χωνεύουν τη λεία τους,
δυο αστυνόμοι τρέχουν.
Ποιος είναι;
Τίποτα, τίποτα.
Ποιος είναι;
Ένας άνεργος λιποθύμησε. Τίποτα.
Μπορεί και να πέθανε. Τίποτα.
Σκασμός! Σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός!»
Τάσος Λειβαδίτης
Όχι, δε θα μας κόψετε και το γέλιο. Θα σας περιγελάσουμε όπου σας πετύχουμε. Είναι το ύστατο όπλο. Γιατί, είπαμε, «ένα γέλιο θα σας θάψει».

19/2/14

"δε μας ένιωσε, καρδιά μου, δε μας ένιωσε"



Ο ένας ήταν ντυμένος γυναίκα με ψεύτικα βυζιά, που φρόντιζε να επιδεικνύει πρόστυχα, μέχρι και την εξόφθαλμη πλαστική ρώγα μέσα από το ντεκολτέ. Τσιτσιολίνα επιρροή. Φορούσε μια περούκα με μαύρο κορακί μαλλί και γόβες με ψηλό τακούνι. Μακιγιάζ εξτραβαγκάντζα. Φρόντιζε να κάνει αισθησιακούς μορφασμούς, έβγαζε τη γλώσσα και την περιέφερε χαϊδεύοντας τα σαρκώδη χείλη του, την πίεζε εσωτερικά στο μάγουλο για τον προφανή σεξουαλικό συνειρμό. Μέχρι και ελιά στο μάγουλο είχε ζωγραφίσει για να παραστήσει τη φαμ φατάλ. Σαν πόρνη με σινιέ φουστάνι. Σειόταν και λυγιόταν στα τσιφτετέλια σαν μαούνα σε φουρτούνα. Βιτάλη, Αλεξίου, Στανίση, Λίτσα Διαμάντη, Ρίτα Σακελλαρίου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Αντύπας, Κοντολάζος, Άντζελα Δημητρίου. Όλο το λαϊκοπόπ ρεπερτόριο της δεκαετίας του '80 σε κασέτες TDK στο στερεοφωνικό. Του έφτανα κάπου στη μέση. Δεν ήταν γίγαντας, εγώ ήμουν το μικρό ανιψάκι του, που για την περίσταση ήμουν ντυμένη Χαβανέζα: μαύρο κορμάκι, ψάθινη φούστα, πλαστικά λουλούδια σε περιδέραιο και σε στεφάνι στα μαλλιά. Τον κοιτούσα με δέος, πώς μεταφορθώθηκε έτσι, γιατί φερόταν τόσο παλαβά. Και γελούσα με τα φερσίματά του. Ήταν αναπόσπαστο μέρος ενός έξαφνου θίασου. Ο πατέρας μου ήταν ντυμένος παπάς, έκανε κι αυτός κάτι πρόστυχες χειρονομίες ευλογώντας τάχα. Η μάνα μου δε θυμάμαι, κάτι έξαλλο θα ήταν κι αυτή. Αλλά οι περισσότεροι άντρες της παρέας ήταν μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες.



Ο άλλος ήταν επίσης ντυμένος γυναίκα. Φορούσε ένα φόρεμά μου μαύρο, μάλλον αμπιγιέ, που είχα για γάμους και βαφτίσεις, δαντελένια γάντια κι ένα τουρμπάνι στα μαλλιά, ελλείψει περούκας, σαν καλλονή ελευθερίων ηθών της δεκαετίας του ΄20. Παχύ μολύβι στα μάτια και μικρά σφιγμένα χείλη, πολύ θεατράλε. Επιρροή βωβός κινηματογράφος. Του έφτανα κάπου στη μύτη. Δεν ήταν ψηλός, αλλά εγώ ψηλό τον έβλεπα πάντα γιατί τον θαύμαζα και τον αγαπούσα αυτόν τον φίλο μου. Ήταν μονίμως μασκαρεμένος ψηλός δηλαδή. Εγώ είχα ντυθεί πειρατής, τζιν με τα μπατζάκια μέσα σε μαύρες μπότες, άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στη μέση -κάποια θηλυκότητα έπρεπε να διατηρηθεί- και το κόκκινο λαχουρέ μαντήλι κάλυπτε τα μαλλιά μου. Είχα ραμμένο ένα λούτρινο παπαγαλάκι στον ώμο, η πιο ευφάνταστη πινελιά στην αυτοσχέδια αποκριάτικη αμφίεση. Χορέψαμε ό,τι έπαιζε από το itunes στο λάπτοπ, δηλαδή από ρέγκε και λάτιν μέχρι ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά. Και ήπιαμε ό,τι επίνετο. Και καπνίσαμε ό,τι εκαπνίζετο. Και το βράδυ, πού να τρέχεις με τo night bus στην άλλη άκρη του Λονδίνου, την πέσαμε όσοι χωρέσαμε στα πατώματα -με τις μοκέτες ευτυχώς- και σκεπαστήκαμε με τα μπουφάν μας. Κι εγώ, ξέρεις, που με πειράζει το ποτό και ο καπνός -έχω έναν οργανισμό πολύ καθωσπρέπει που με εκδικείται την επομένη της κραιπάλης με ημικρανίες κι εμετούς- εκείνο το πρωί ξύπνησα κι αισθανόμουν σαν πουλάκι, ανάλαφρη, κεφάτη με ευεξία που θα ζήλευε και η τελευταία μαντάμ στα spa και στα τάι- μασάζ. Γιατί είχα περάσει τέλεια.



Ανάμεσα στα παραδέκα του αποκριάτικου γλεντιού των μεγάλων και στα παρά τριάντα του masquerade party, των δικών μου μεγάλων, μεσολάβησαν απόκριες και απόκριες, αξέχαστες, σχεδόν διονυσιακές. Που σχεδόν τις κυνηγούσα ίσως γιατί σ’ αυτή τη γιορτή έβρισκε διέξοδο όλη μου η τρολιά, που αναγκάζομαι να καταπιέζω παριστανοντας -με επιτυχία θα έλεγα- την σοβαρή τον υπόλοιπο χρόνο ώστε να υποδυθώ τους άλλους ρόλους που απαιτούνται. Και ντύθηκα κρητίκαρος, γρια, πουτάνα, κουρσάρος ως σχεδόν μεγάλη πια, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στα φοιτητικά χρόνια. Και ντύθηκα χαβανέζα, σέξυ κλόουν -έτσι την έλεγαν τη στολή-, κοκκινοσκουφίτσα, και κυρία των τιμών -έτσι λέγανε τη στολή, λέμε. Αλλά ποτέ πριγκίπισσα. Σιχαινόμουν από παιδί το ροζ, μάλλον γιατί είχα μια φυσική έφεση στη μπάλα, στη δράση και στη διαολιά. Κι αν δεν υπήρχαν αυτά, τότε διάβασμα με πάθος. Αλλά πριγκίπισσα ποτέ. Μπλιαχ δηλαδή. Γι' αυτό μη σου κακοφαίνεται που δυσκολεύομαι να έχω ομαλές σχέσεις με τις πριγκίπισσες τριγύρω. Μου είναι ανυπόφορες.



Αλλά πιο αφόρητοι είναι πια οι άνδρες που φορούν αυτή τη στολή τη μάτσο, την μπρουτάλ, που όταν τη φοράς όλο τον χρόνο, ως και στον ύπνο σου, πασχίζοντας όμως να μένει ατσαλάκωτη, κάποια στιγμή μποχίζει, βρωμάει μασχαλίλα, ποδαρίλα, ζέχνει η πουτάνα η τεστοστερόνη, δεν αντέχεται τόση αρρενωπότητα, είναι άκαμπτος ο ανδρισμός, στην τσίτα σ’ έχει, είναι σκληρός σαν πέος και αντιμάχεται το μαλακό,τον κόλπο, πολύ μάτσο, βρε παιδί μου, σιγά μη σκίσετε κανένα καλσόν, σιγά μην πέσετε από τις γόβες στιλέτο, σιγά, γιατί τα στιλέτα είναι όρθια, καρφωμένα στο δάπεδο, σιγά. Σιγανά και ταπεινά, βρε μαλάκες.



Παρενδυτικοί. Walk into my shoes, λένε οι αγγλοσάξονες για να σου πούνε νιώσε με ρε, μπες λίγο στη θέση μου, έλα περπάτα με τα παπούτσια μου να δω κατά πού θα κάνεις, ποια θα είναι εσένα η πορεία σου, με τα δικά μου υποδήματα. Έλα και φόρεσε το κραγιόν και τα σουτιέν μου, φόρα να δεις τη γλύκα. Να δεις τη γλύκα. #Diplis. Παράστησε τη Γυναίκα, όχι για να ξορκίσεις μόνο το κακό διακωμωδώντας το αλλά για να αποθησαυρίσεις κάτι από την αισθαντικότητα, λίγη συμπόνια, λίγη τρυφερότητα, μια στάλα ενσυναίσθηση, μια τζούρα διαίσθηση, κάτι από αυτό που σου λείπει. Εμένα μου έλειπε να ήμουν αγοράκι μάλλον και να τρολάρω. Ντυνόμουν. Εσένα που δεν το απεκδύεσαι ποτέ το ρολάκι, τι σου λείπει.

Γυμνός κανένας, χωρίς αμφίεση, με έκθετα τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του φύλου, πιο λίγο άντρας είναι ο άντρας, πιο λίγο γυναίκα η γυναίκα. Πιο άνθρωποι πάντα μοιάζουμε γυμνοί. Χωρίς τα αποκριάτικα που φοράμε όλο τον χρόνο.



4/2/14

Το γλύκαπωλείον

Η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες. Κι εγώ θα ανοίξω ένα μαγαζάκι. Θα είναι ένα ισόγειο διαμέρισμα, με ένα υπνοδωμάτιο και έναν μικρό κήπο. Και θα πουλάω γλύκα. Απέξω θα είναι μια ταμπέλα ξύλινη ζωγραφιστή που θα γράφει με καλλιγραφικά γλύκαπωλείον, έτσι με δυο τόνους, τι μας νοιάζει, και το όνομα θα το γράφεις εσύ με κιμωλία. Μπορεί να το λέμε Μια μέρα ή παππού Λευτέρη, μπορεί να το λέμε Φιλί ή Καραμέλα, μπορεί να το λέμε Δυο γελαστά σκίτσα ή Ένα χρώμα ή Σε θέλω πάλι. Όπως θες. 

Θα σου προσφέρω βανίλια υποβρύχιο αν έχει λιακάδα, ή ένα ποτήρι ζεστό γλυκό κρασί με κανέλα και γαρύφαλλα, αν έχει κρύο. Και θα μυρίζει όλο το μαγαζάκι λεμονανθούς και αμυγδαλιά και τα αρωματικά μου βότανα, και θα σου βάζω κάτω από τη μύτη κλωνάρια θυμάρι, ατσιού και θα γελάμε, και θα σου έχω ψωμί στον φούρνο να στροβιλίζεται η μυρωδιά σ' όλο το μαγαζάκι, και θα σου μαγειρεύω το πιο αγαπημένο σου φαγητό, και θα ποτίζουμε τα λουλούδια στην αυλή, κι αν ζεσταίνεσαι θα σε μπουγελώσω να ξέρεις και θα κυνηγιόμαστε ξυπόλητοι κι αν σε τσακώσω θα σε ρίξω κάτω και θα γαργαλάω, πρόσεχε, αλλιώς, αν δεν έχει ζέστη, αν έχει λίγο ζέστη μόνο, θα σου χώνω πασχαλίτσες στη χούφτα, και θα κοιτάμε τις πεταλούδες που θα βυζαίνουν με την τοσοδούλα προβοσκίδα τους τη γύρη και θα μυρίζουμε τα ρόδα όσο ανθούν, και θα σε γαργαλήσω με ένα πούπουλο όσο σκύβεις πάνω από τον βασιλικό, και θα σε παίρνω από το χέρι, και θα παίξουμε τυφλόμυγα και κρυφτό και τρίλιζα και πρόσωπο-ζώο-πράγμα, και θα σου κόβω το ψωμί και θα σου αλείφω μέλι, και θα σου στήνω μια αιώρα να διαβάσεις, και θα είναι νύχτα, αν θες, ξαφνικά, θα τραβώ τις βαριές κουρτίνες και θα αναβοσβήνουν φωτάκια χριστουγεννιάτικα και στο ταβάνι θα έχω αστεράκια που φωσφορίζουν, κι ένα καρουζέλ που χωράει στη χούφτα σου με ξύλινα αλογάκια που γυρνάνε γύρω-γύρω, και θα ξεφυλλίζουμε τόμους ιλλουστρασιόν με πίνακες ζωγραφικής ή κόμικς, αν προτιμάς, και χρατς χρουτς βινύλια οι μουσικές που αγαπάς κι από το ταβάνι θα πέφτουν σεκάνς του Φρανκ Κάπρα και του Βιτόριο ντε Σίκα σαν χιονάκι σε κάρτ ποστάλ, κι ένα βρεφικό γέλιο θα κυλάει γάργαρο και θα εχω δρέψει τη μυρωδιά των μωρών, κάπως σαν τον Γκρενουίγ στο Άρωμα, αλλά καλός, και θα πλημμυρίσει τον χώρο, και δε θα μιλάμε καθόλου, πολλά είπαμε, θα συνθέτουν μια μελωδία το τικ-τακ του ρολογιού, ο χρόνος το δώρο που μας δόθηκε, ο ήχος από τη βροχή στο τζάμι, η φύση το άλλο δώρο της φύσης που μας δόθηκε, το γουργουρητό μιας γάτας, το τιτίβισμα κάποιου πουλιού έξω στη νεραντζιά, οι άλλοι φίλοι που μας δόθηκαν, και να σου στρίβω τσιγάρο με μια κούπα αχνιστό καφέ και μια γάτα να γουργουρίζει, κι αγκαλιές άμα θες, και θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά, και θα σου βάζω έναν ποιητή να απαγγέλλει σε μια γλώσσα που δεν μιλάς γρι και θα καταλαβαίνεις κάθε λέξη, κάθε παύση, γιατί θα έχουμε επιστρέψει σε αυτό που είναι για τα καλά χαμένο. 


 Κι όταν θα φεύγεις, θα σηκωθώ στις μύτες και θα σε φιλήσω στο μέτωπο, και μόλις ανοίξεις το στόμα να πεις τι σου χρωστάω, τι σας οφείλω, πόσο κάνει, θα στο σφραγίσω με τον δείκτη και θα σου χαμογελάσω και δε θα πεις τίποτα παρά ίσως μου ανταποδώσεις το χαμόγελο και το βλέμμα. Και θα έχουμε κι οι δυο πληρωθεί. Για τα καλά.