28/2/16

Συνέντευξη για το "Ανκόρ" στο TVXS

Φωτεινή Λαμπρίδη

Τη γνώρισα μέσα απ’τη μπλογκόσφαιρα . Έσπευσα να διαβάσω το πρώτο της της βιβλίο  μια συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους με τίτλο "Τα φώτα στο βάθος", που εκδόθηκε υπό το διαδικτυακό της ψευδώνυμο Niemands Rose. Ήμουν έτοιμη για όλα αφού δεν ήταν απαραίτητο να με αφορά ο λογοτεχνικός της εαυτός επειδή διαπίστωνα μια ταύτιση απόψεων.

Βρέθηκα όμως απέναντι σε μια συγγραφέα με μια γλώσσα φρέσκια , ορμητική απαλλαγμένη από φορμαλιστικές ευκολίες αλλά και την επιτήδευση που χαρακτηρίζει συχνά τους πολυδιαβασμένους συγγραφείς της γενιάς μας. Στο πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο Ανκόρ (Εκδόσεις Καστανιώτης), η Πέλα Σουλτάτου φέρνει  τα διαχρονικά υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο να συναντηθούν στο εδώ και το τώρα, στο παρόν με κοινωνικά ζητήματα και εν τέλει βαθιά ιδεολογικά. Όλα αυτά όχι υπό το βάρος μιας κοινωνικοπολιτικής αφήγησης αλλά μέσα από τον αλλόκοτο χορό των ανθρώπινων σχέσεων, μέσα από φαινομενικά αταίριαστους ανθρώπους που είναι ίσοι στον παρονομαστή . Ίσοι μπροστά στη ζωή και τον θάνατο.

Η δράση εκτυλίσσεται μέσα σε ένα νοσοκομείο. Εκεί που η οσμή του θανάτου δίνει άλλο νόημα στον καθημερινό παφλασμό μας. Στην καρδιά ενός τραυματισμένου συστήματος υγείας τα επί μέρους τραύματα μεγενθύνονται. Άλλοτε ξορκίζονται με σαρκασμό αλλά πάντοτε αποτελούν ένα πιόνι του ντόμινο. Ένα ομαδικό γλυπτό που πάλλεται μέσα στο τραύμα. Το παλιό, το απωθημένο, εκείνο που κυοφορείται το τραύμα του διπλανού , του απέναντι. Το τραύμα που δε γνωρίζαμε που δεν ψηλαφήσαμε, το τραύμα του πατέρα, του μετανάστη, του ηλικιωμένου. Η Σουλτάτου βάζει τους ήρωές της να καθρεφτίζουν ο ένας στον άλλον την πληγή. Τους νιώθει όταν προσπαθούν να τ’αποφύγουν, όταν γκρεμίζουν πόρτες για να δραπετεύσουν, όταν αποκαλύπτουν και αποκαλύπτονται.

Και μέσα από την πάλη του ανθρώπου ενάντια στο θάνατο συναντάμε την πάλη του ανθρώπου ενάντια στην “πολιτική” ενσάρκωση του θανάτου, το φασισμό που δεν μπορεί παρά να ηττηθεί όπως λέει στο tvxs.gr η συγγραφέας γιατί “δεν έχουμε άλλη επιλογή. Θα είμαστε υπόλογοι όλοι αν αφήσουμε να κυριαρχήσει και πάλι.”

Επιλέξατε ως χώρο δράσης στο Ανκόρ ένα νοσοκομείο .  Διευκόλυνε για κάποιο λόγο την αφήγηση ή η επιλογή έχει σχέση περισσότερο με τον συμβολισμό πίσω από τον χώρο (τραύμα, ασθένεια, θάνατος κλπ);

Έχω την αίσθηση πως, παρά το ότι έχω μεταβεί εδώ και δέκα χρόνια από τον στίχο στον πεζό λόγο, εξακολουθώ να αφορμώμαι από το ασήμαντο και το αχαρτογράφητο. Εννοώ πως δεν επέλεξα με έλλογο και συνειδητό τρόπο ως πλαίσιο δράσης το νοσοκομείο. Ανέκυψε μέσα από επάλληλα σκαριφήματα αφηγημάτων και ήρθε να περιβάλλει την πλοκή. Ωστόσο, όπως σωστά διακρίνατε, πρόθεσή μου δεν ήταν να εγκλωβιστώ στον ωμό ρεαλισμό της καθημερινότητας στο δημόσιο σύστημα υγείας. Μολονότι ενυπάρχει και αυτό το στοιχείο, το νοσοκομείο χρησιμοποιείται ως μία αλληγορία για την οριακή κατάσταση, την ασθένεια, το τραύμα, τον θάνατο αλλά ταυτόχρονα τη δύναμη που αναβλύζει από μέσα μας, την ομοψυχία ενάντια στο κακό, την κοινή επίγνωση του ότι είμαστε θνητοί.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ανθρωπογεωγραφία του νοσοκομείου. Ποιο ήταν το κριτήριο της επιλογής των ηρώων σας;

Όπως το πλαίσιο δράσης, και οι χαρακτήρες του βιβλίου εμφανίστηκαν ο ένας μετά τον άλλο μπροστά μου χωρίς κανένα προσχέδιο. Έγραφα κι εκείνοι έπαιρναν μορφή. Ωστόσο δεν έχουν παρά ελάχιστες αναφορές σε υπαρκτά πρόσωπα. Τώρα τους γνώρισα κι εγώ... Είναι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, αρκετά ετερόκλιτοι, ένας «ανομοιογενής θίασος» όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο. Αλλά όπως επεσήμανε και ο Μηνάς Βιντιάδης στην πρώτη παρουσίαση του «Ανκόρ», χαρακτηρίζονται όλοι από αγνότητα.

Δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας. Η αναρχοκουμουνιστική μου παιδεία δε μου το επιτρέπει να έχω μπροστάρηδες. Από την άλλη, η βαθιά αποστροφή που μου προκαλεί ο ναζισμός αντιμάχεται το δέος του δυτικού πολιτισμού για την επιτυχία, την τελειότητα, την ρωμαλεότητα, την αποθέωση της ομορφιάς και της νεότητας. Ήθελα να φτιάξω μια χάρτινη συντροφιά από δυστυχείς, αδύναμους, γέρους, άσχημους, ζορισμένους ανθρώπους αλλά χωρίς την εξτραβαγκάντζα του περιθωριακού.  Θέλησα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, να συνθέσω μια ανθρωπογεωγραφία που θα θυμίζει πεζοδρόμιο στο κεντρο της Αθήνας, λερό, φθαρμένο, γκρίζο. Οι δρόμοι έχουν ονομασίες, όχι τα κράσπεδα. Όμως εκεί περπατάς, δεν έχει γκάζια, κάπου πηγαίνεις, παίρνεις μυρωδιά την άνοιξη και τους περαστικούς τριγύρω, μπορεί να σταθεί και καμιά πεταλούδα στον ώμο σου.

Το πρώτο σας βιβλίο “Φώτα στο Βάθος” εστίαζε περισσότερο στη σχέση του ατόμου με την κοινωνία . Διαπιστώνει κανείς όμως ότι η σχέση αυτή με έναν άλλο τρόπο διαπερνά και τη νέα σας ιστορία χωρίς να είναι αυτό το κεντρικό θέμα. Είναι αναπόφευκτο ή προσωπική εστίαση;

Θα μου επιτρέψετε να πω ότι πρόκειται για εξαιρετική παρατήρηση. Κι αυτό γιατί «Τα φώτα στο βάθος» ήταν πράγματι μία συγκομιδή από τα χρόνια που ακόμα δεν είχα ξανοιχτεί στο πέλαγο της μητρότητας. Πλέον, γράφοντας το «Ανκόρ», είχα γίνει μαμά για δεύτερη φορά, είχε εμπεδωθεί πια ο ρόλος, δεν ήταν πρωτόγνωρο το αίσθημα. Το βίωμα αυτό ήρθε να φωτίσει και από μία άλλη προοπτική το προσκήνιο. Η «μητέρα» συνέχει με έναν άδηλο τρόπο τις ιστορίες, από τη μητέρα του Αμούρ αλλά και του άντρα με το τραύμα στην πλάτη, κι από το ρουμάνικο αηδονάκι που παίρνει τη μορφή της τροφού κι ως την μητρική γλώσσα που γίνεται ξένη και απεχθής στο στόμα κάποιων, από την «μαμά- πατρίδα» και τελικά ως τη ζωή που μας γεννά, η μορφή της μητέρας διατρέχει όλη την αφήγηση.

Το Ανκόρ θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα - σπουδή στο τραύμα και στη διαπραγμάτευση με τον θάνατο. Βλέπουμε τους ήρωες σας άλλοτε να επιμένουν για μια τζούρα ζωής ακόμα να δηλώνουν αχόρταγοι μπροστά στο θαύμα της ζωής , άλλοτε να θέλουν να δραπετεύσουν από το “ρατζομάνι”, άλλοτε να κάνουν χιούμορ και να δέχονται στωϊκά το παρόν και συχνά να μετέχουν σ’έναν χορό σουρεαλιστικών σκηνών.

Είναι μια μικρογραφία του κόσμου μας τελικά; 

Είναι ο ακροβατικός χορός ανθρώπων, πραγμάτων, ζώων, δέντρων και ανθέων σε ένα τεντωμένο νήμα.

“Το κακό δεν μπορεί παρά να ηττηθεί “ λέτε . Γιατί;

Το κακό εδώ νοείται ως ο ολοκληρωτισμός. Και λέω πως δε μπορεί παρά να ηττηθεί γιατί ο ευσεβής μου πόθος είναι να δημιουργήσουμε μία αφήγηση νίκης ενάντια στην προέλαση του φασισμού και του ναζισμού. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Θα είμαστε υπόλογοι όλοι αν αφήσουμε να κυριαρχήσει και πάλι. Οι προϋποθέσεις για ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχουν δημιουργηθεί. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα έχει κατισχύσει στην οικονομία και στην πολιτική στον ανεπτυγμένο κόσμο και προωθείται σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων με πολλαπλούς τρόπους η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, η απανθρωπιά, με μια λέξη η ακροδεξιά.

Εάν ως αντίρροπη δύναμη στο τέρας που γιγαντώνεται δεν ομονοήσουμε και δεν προσχωρήσουμε όλοι σε ένα ενιαίο λαϊκό αντιφασιστικό μέτωπο, θα φέρουμε ευθύνη για ό,τι θα συντελεστεί. Και η Αριστερά δεν έχει περιθώριο πια για άλλες διασπάσεις, πρέπει να αναζητήσει και να επινοήσει τρόπους επαναπροσέγγισης και επανένωσης.  Ακόμη, η βολική θέση του αμέτοχου φιλήσυχου κεντρώου μικροαστού ή του απολίτικου χαζοβιόλη μόνο να επικουρήσει στην άνοδο του φασισμού μπορεί.

Πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που προσεγγίζουμε τα βαθιά υπαρξιακά ζητήματα στην εποχή μας; Ποια είναι η σχέση του δικού μας πολιτισμού με τη ζωή και το θάνατο κατά τη γνώμη σας;

Ορδές κατατρεγμένων που σώθηκαν από τη θηριωδία του πολέμου, που άντεξαν την οδύσσεια του οδοιπορικού από τις χώρες του αραβικού κόσμου ως την κεντρική Ευρώπη συμβολίζουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη νίκη ενάντια στο κακό, την πίστη στη γαμημένη τη ζωή. Κι ωστόσο το Αιγαίο έχει γεμίσει πτώματα. Κι ωστόσο ο φασισμός δολοφονεί. Ο θάνατος δεν είναι φιλοσοφική έννοια πια, έχει όνομα, τον λένε Αϋλάν, τον λένε Παύλο Φύσσα, τον λένε Σαχτζάτ Λουκμάν. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω... Το βιολογικό φαινόμενο είναι ανίκητο. «Είμαστε φθαρτοί, ας ζήσουμε» όπως είχε πει ο Τζαβάρας. Υπάρχει όμως και η ενσάρκωση του θανάτου, τα πολλαπλά πρόσωπα του φασισμού που οφείλουμε να δούμε και να αντιμετωπίσουμε. Κι αυτό θα συμβεί, οφείλουμε νομίζω να βρούμε τρόπο να συμβεί, παρά το ότι η πραγματικότητα μας έχει τσακίσει.

19/2/16

Συνέντευξη στο Popaganda

Η Πέλα Σουλτάτου απεχθάνεται τον διδακτισμό αλλά όταν υποκύπτει σε αυτόν φροντίζει να κουνάει χαριτωμένα το δάκτυλο
Η συγγραφέας του «Ανκόρ» αυτοχαρακτηρίζεται Τρολστόι που απολαμβάνει να τσαλακώνεται.

Μας συστήθηκε ως Niemands Rose το 2007 όταν ξεκίνησε το blog της ενώ βρισκόταν ακόμη στην Αγγλία. Έχει άνεση στη γραφή, αυτό ήταν φανερό από τα πρώτα κιόλας κείμενα που δημοσίευσε στο διαδίκτυο. Πριν δύο χρόνια εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» πάλι χρησιμοποιώντας το ίδιο ψευδώνυμο ενώ φέτος αποφάσισε να μας συστηθεί με το κανονικό της όνομα υπογράφοντας ως Πέλα Σουλτάτου το «Ανκόρ» της. Από την Κρήτη στο Λονδίνο και τώρα στην Αθήνα, από την κοινωνιολογία έως την δημόσια υγεία και από τη λογοτεχνία έως την μητρότητα η Πέλα ξέρει, τουλάχιστον, να αυτοσαρκάζεται χωρίς δεύτερη σκέψη «Εντάξει όσο και να βελτιωθώ ξέρω ότι έχω πεπερασμένες δυνατότητες και δεν πρόκειται ποτέ να γίνω Τολστόι, Τρολστόι όμως ναι».

Πώς ξεκίνησες να γράφεις; Είναι το κλασικό που συμβαίνει στους Έλληνες δηλαδή αυτό που είμαστε σχεδόν όλοι γραφομανείς και καλά κάνουμε δηλαδή. Το πρώτο μου γραπτό ήταν ένα ποίημα όταν ήμουν εννιά χρονών. Είχα δει στις ειδήσεις ότι υπήρξε ένας νεκρός σε κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα κι αυτό με είχε συγκλονίσει. Κλείστηκα λοιπόν στη σάλα του σπιτιού, ξέρεις αυτή που άνοιγε μόνο στις γιορτές, απομονώθηκα εκεί, έγραψα το ποίημα, το διάβασα, τρόμαξα και το έσκισα. Μετά επειδή είχα μια κλίση στον στίχο στο σχολείο έγραφα σαχλοτράγουδα τύπου Καρβέλας, Βίσση και βάζαμε όλοι μαζί οι συμμαθητές μουσική και τα τραγουδάγαμε. Έτσι από τα εννιά μου μέχρι τα είκοσι εννιά έγραφα ποίηση αλλά κάποια στιγμή ήρθε -ευτυχώς- η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαι καλή ποιήτρια. Έτσι σταμάτησα συνειδητά να γράφω ποίηση. Μου είχε μείνει, όμως, η κεκτημένη ταχύτητα του γραψίματος κι έτσι δοκίμασα μετά να κάνω γυμνάσματα στον πεζό λόγο, στο blog μου. Αυτό έτυχε να έχει μια απήχηση, το είδαν πέντε άνθρωποι, τους άρεσε, τους ενδιέφερε, ακούστηκε και μετά από μια παραγωγή γραπτών από το 2007 έως το 2012 με έπεισε ένας φίλος επιμελητής εκδόσεων, ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος, να κάνω μια ανθολογία και να τη στείλω σε εκδοτικούς. Έτσι προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» από την Απόπειρα.

Πώς είχες πάρει την απόφαση να εκτεθείς λογοτεχνικά αρχικά μέσω του blog σου; Είχε συνείδηση αυτής της έκθεσης ή επειδή δεν υπήρχε, ακόμη, το τυπωμένο βιβλίο προχωρούσες μα άγνοια κινδύνου; Το ξεκίνησα πολύ αυθόρμητα γιατί ήμουν ακόμη στο Λονδίνο, συνεπώς είχα τον χρόνο και πολλές προσλαμβάνουσες και ήταν ιδανικές οι συνθήκες για να γράψω. Έτσι λοιπόν αυθόρμητα που το ξεκίνησα και χωρίς να το πολυσκεφτώ μετάνιωσα αργότερα τον τίτλο Niemands Rose, γιατί δεν ήταν σωστό να οικειοποιηθώ τον στίχο του Paul Celan, του κορυφαίου μεταπολεμικού ποιητή και ομολογώ ότι είμαι λίγο ενοχική ως προς αυτό. Έφτιαξα λοιπόν το blog για να εκφράζομαι αλλά από την άλλη ποτέ δεν είχα πρόβλημα να εκτεθώ, από πιτσιρίκι ακόμη. Πάντα ήμουν ενεργή στα κοινά, στο μαθητικό κίνημα ενώ πριν από το blog έγραφα σε εφημερίδες και περιοδικά. Έτσι συνεχίζω και θεωρώ ότι είναι σημαντικό να παραμείνω έτσι. Άλλωστε ήμουν και είμαι ανένταχτη πολιτικά και αυτό μου δίνει πολύ μεγάλο βαθμό ελευθερίας.

Όπως περιγράφεις το πώς κινούσουν μέσω του blog σου μου θυμίζει το πώς κινούνται άλλοι στα social media. Είναι ένα βήμα ελευθερίας όμως από την άλλη γίνεται μήπως ένα πεδίο ασυδοσίας; Περπατούν, όσοι εκφράζονται στα social media, σε τεντωμένο σκοινί; Έτσι είναι. Όταν το μέσο δεν υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες και δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη αρχή τότε εξελίσσεται σε μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Ε, αυτό το πράγμα έχει και τα θετικά του και τα ντεσού του, τα ζητήματα που πρέπει να διαχειριστεί. Ακριβώς επειδή είναι αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα εγώ έχω την ελπίδα ότι αυτοί που για χ, ψ λόγους δεν κάνουν τότε από μόνοι τους θα αποβληθούν μέσα από κάποιες διαδικασίες και το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει. Πάντως ομολογώ ότι ειδικά στο facebook κι εγώ κινούμαι σα να έχω άγνοια κινδύνου.

Στη λογοτεχνία διατηρείς αυτή την αίσθηση;Ακόμη περισσότερο καθώς εκεί μιλάει περισσότερο το ασυνείδητο. Κι ευτυχώς που συμβαίνει αυτό. Πιστεύω ότι απ’ όλα τα γραπτά μου εκεί που είμαι πιο πηγαία, γνήσια και ειλικρινής είναι στα λογοτεχνικά γιατί εκεί δεν υπάρχει κανένας περιορισμός από πουθενά. Δεν με απασχολεί αν θα δυσαρεστήσω, εκνευρίσω ή αν θα εκτεθώ. Έτσι νομίζω ότι πρέπει να λειτουργούμε. Σε σχέση με τις ασυνείδητες διαδικασίες που σε φέρνουν στο να κάνεις λογοτεχνία φέρνω το παράδειγμα του βιολιστή, του χαρακτήρα που υπάρχει μέσα στο Ανκόρ. Δεν ξέρω πώς προέκυψε είναι η πρώτη επιπόλαιη απάντηση αλλά αν κάτσω να το δω αναδρομικά προφανώς υπάρχουν κάποιες αναφορές μέσα στο κεφάλι μου. Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί έβαλα μέσα στο μυθιστόρημα έναν αόρατο βιολιστή που συμβολίζει τον θάνατο κατέληξα ότι έχω κάνει μια αναφορά στο ποίημα του Χρήστου Μπράβου, που το έμαθα από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και λέει «κι όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος» και σε έναν πίνακα  του Bocklin που δείχνει τον θάνατο στο σβέρκο του καλλιτέχνη. Επιπλέον μου λέει μια φίλη από το αντιφασιστικό κίνημα, η Μαργαρίτα, ότι της θύμισε τον Βάγκνερ που έβαζαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πότε σταματάς να διορθώνεις το κείμενό σου, πότε νιώθεις ότι περαιτέρω επεξεργασία μπορεί να το καταστρέψει; Στο πρώτο βιβλίο επειδή ήταν γυμνάσματα γραφής κι επειδή ήμουν πολύ πιο απελευθερωμένη για το τι θα γράψω γιατί είχα το ψευδώνυμο τα κείμενα ήταν πολύ ακατέργαστα. Ήταν ευτυχές γεγονός ότι τα δέχτηκαν καλά. Το κείμενο του Ανκόρ είναι πολύ περισσότερο επεξεργασμένο κι έχουν γίνει πολλαπλές επιμέλειες όμως αυτό που έλεγα και στον υπεύθυνο της ελληνικής λογοτεχνίας του Καστανιώτη, τον Δημήτρη Ποσάντζη, ειναι ότι δεν μου αρέσει σαν ήχος γιατί νιώθω ότι αλλού το ακούω δυνατά κι αλλού χαμηλά. Κι ακόμη δεν είμαι απολύτως ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα γιατί θα ήθελα να υπάρχει πιο ενιαίο ύφος αλλά από την άλλη είχα πάρει μια συνειδητή απόφαση να μιλήσω σαν τον νεκροθάφτη, και σαν τη διανοούμενη ζωγράφο και σαν τη νοσοκόμα με την ηπειρώτικη προφορά.

Ποιους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες ξεχωρίζεις; Της γενιάς μου; Α, υπάρχουν πολλοί που είναι εξαιρετικοί. Λοιπόν ο  Γιάννης Παλαβός, ο Γιάννης Τσίρμπας, ο Νίκος Μάντης, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, η Λένα Κιτσοπούλου, ο Ιερώνυμος Λύκαρης, ο Λένος Χρηστίδης, ο Γιώργος Μήτας και σίγουρα ξεχνάω κάποιους. Ο ένας είναι καλύτερος από τον άλλο και παρότι μπορεί να υπάρχει ενός είδους ανταγωνισμός εγώ νιώθω πολύ περήφανη που ανήκω σε αυτή τη γενιά.

Άρα θεωρείς ότι υπάρχει τώρα σε εξέλιξη μια λογοτεχνική γενιά; Ναι, υπάρχει. Δεν βλέπω που ακριβώς έγκειται η ομοιογένεια της αλλά υπάρχει λόγω ηλικίας αλλά και κοινών αναφορών. Μέσα στις συνθήκες βαθιάς οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης αναγκαστικά έχουμε όλοι κοινές προσλαμβάνουσες.

Άρα κάθε έργο που γράφεται μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ανεξάρτητα αν αναφέρεται άμεσα σε αυτές, θα αποτελέσει στο μέλλον ένα αποτύπωμα της εποχής του μέσω του οποίου θα ερμηνευτεί από τους επόμενους ό,τι ζούμε τώρα; Δεν ξέρω αν είναι αναπόφευκτο. Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο τα λογοτεχνικά έργα που γράφουμε τώρα να κινούνται αναγκαστικά γύρω από τον άξονα της ύφεσης και της κρίσης. Θα μπορούσε να είναι όπως το «Σπίτι» του Μήτα, που είναι αλληγορία και μιλάει για πολύ βαθιά πράγματα που δε μπαίνουν στο  χωροχρονικό πλαίσιο του σήμερα. Δεν είναι ανάγκη να παράγουμε λογοτεχνία που αφορά μόνο τη κρίση. Και στο δικό μου μυθιστόρημα προσπάθησα να αποφύγω λέξεις όπως μνημόνιο που αισθητικά, τουλάχιστον, απεχθάνομαι και που είναι στενά συνδεδεμένες με την επικαιρότητα κι έτσι γίνεται κατά κάποιο τρόπο λίγο άχρονο.

Τι δεν σου αρέσει καθόλου σε ένα βιβλίο; Δεν μου αρέσει κάτι που, ορισμένες φορές, το βλέπω και σε μένα: ο διδακτισμός. Προσπαθώ, τουλάχιστον, να κουνώ το δάκτυλο με έναν τρόπο πιο χαριτωμένο. Ο Βukowski είναι από τους αγαπημένους μου γιατί στο έργο του δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού. Συμβαίνει να μη μου αρέσουν πράγματα που αναγνωρίζω και στα δικά μου γραπτά. Δεν μου αρέσει ο βερμπαλισμός και στον Ανκόρ δεν μπόρεσα να τον αποφύγω. Επίσης, δεν μου αρέσουν τα άνευρα, τα γλυκανάλατα, τα μελό. Αυτά δεν τα εντοπίζω στα κείμενά μου, ίσως βέβαια κάποιοι άλλοι το κάνουν. Επίσης δεν μου αρέσουν αυτοί που δεν παίρνουν θέση. Πάρε θέση, τσαλακώσου και λίγο, δεν πειράζει. Όλοι οι καλλιτέχνες που αγαπώ ήταν αυτοί που έπαιρναν θέση.

Ποιους καλλιτέχνες αγαπάς; Τη γενιά beat με Βukowski, Κerouac, Burroughs ενώ στη νεοελληνική λογοτεχνία κορυφαίος για εμένα είναι ο Μάριος Χάκκας, που ήταν και αδικημένος και τσαλακωμένος. Διάβαζα από Tim Robbins μέχρι George Orwell, με αυτά μεγάλωσα, διαβάζοντας τους ανθρώπους που δεν είχαν comme il faut. Να αυτό απεχθάνομαι: τον καθωπρεπισμό και την έλλειψη χιούμορ.

4/2/16

Συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών για το "Ανκόρ"

Συντάκτης: 
Αθηνά Μιχαλακέα

Την Πέλα Σουλτάτου τη γνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια με «Τα φώτα στο βάθος» ως Niemands Rose. Τώρα επανέρχεται με το μυθιστόρημα «Ανκόρ», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η πάλη του ανθρώπου με τον θάνατο. Αλλά πέρα από τον βιολογικό θάνατο υπάρχει και η πολιτική έκφρασή του. «Το μίσος για τη ζωή είναι στον πυρήνα του φασισμού», θα σημειώσει η ίδια μιλώντας για το βιβλίο της στις «Νησίδες».

Αφανείς ήρωες που οι προσωπικές τους ιστορίες συνδέονται με φόντο το τραύμα, «συντροφιά με αδέσποτα ζώα, χρυσόψαρα, πεταλούδες, πουλιά, γάντια που χειρονομούν, ασανσέρ μαλωμένα με κάδους, καρέκλες που θέλουν να δραπετεύσουν… συνθέτοντας ένα ασπρόμαυρο μουσικό παραμύθι». Αυτός είναι ο καμβάς του «Ανκόρ»

Σε γνωρίσαμε ως Niemands Rose με «Τα φώτα στο βάθος», συλλογή κειμένων-μικρών ιστοριών από το μπλογκ σου. Με το «Ανκόρ» περνάς πια στη μεγάλη φόρμα. Πόσο διαφορετικό είναι αυτό για εσένα;

Η μετάβαση στη μεγάλη φόρμα συνέβη αβίαστα, ίσως γιατί έχει τύχει να δοκιμαστώ σε διάφορα είδη λόγου. Για παράδειγμα, ασχολήθηκα με την ποίηση και τον στίχο για μια εικοσαετία. Είχα γράψει και κάποια παραμύθια για ενήλικα παιδιά.

Αργότερα εγκατέλειψα την ποίηση –ευτυχώς για εκείνη- και πέρασα στο πεζογράφημα και πιο συγκεκριμένα στη μικρή φόρμα. Παράλληλα ασκούμουν στον ακαδημαϊκό λόγο συγγράφοντας επιστημονικές δημοσιεύσεις και τη διατριβή μου, ενώ ταυτόχρονα αρθρογραφούσα. Αργότερα καταπιάστηκα με το μπλόγκιν. Εχω γράψει κι ένα θεατρικό.

Οταν ξεκίνησα να γράφω το «Ανκόρ» δεν είχα πρόθεση να το αναπτύξω οπωσδήποτε σε μυθιστόρημα. Απλώς συνέβη. Θέλω να πω ότι μου φαίνεται φυσικό να μεταβαίνω από το ένα είδος στο άλλο. Ωστόσο έχω πάντα την αγωνία αν το πέρασμα πέτυχε...

Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η πάλη του ανθρώπου με τον θάνατο, γι' αυτό κι επιλέγεις ως κύριο πλαίσιο της δράσης ένα νοσοκομείο. Τι στάθηκε αφορμή γι' αυτό;

Σε κάποιο σημείωμά μου είχε ξεπηδήσει το εξής: «Ιατρική επίσκεψη. Φάκελοι ξέχειλοι από έγγραφα. Χειρόγραφα ιστορικών ξεπροβάλλουν από τις σχισμές των φακέλων σαν γλώσσες, μιλούν για τα χούγια των αρρώστων, ενώ την ίδια ώρα τούς βγάζουν τη γλώσσα». Τυχαία διάλεξα το νοσοκομείο ως πλαίσιο δράσης.

Με την ευκαιρία, παρατηρώ πως η λογοτεχνία έχει αποφύγει να αναπτύξει αφηγήσεις στο συγκεκριμένο σκηνικό. Ακόμα και στις λιγοστές περιπτώσεις που το έχει κάνει δείχνει σαφή προτίμηση στις ψυχιατρικές κλινικές, όπως στο «Κόκκινο Λουλούδι» του Γκάρσιν ή στον «Θάλαμο αρ.6» του Τσέχοφ.

Ομως το νοσοκομείο είναι ένα πλούσιο σε συμβολισμούς οικοσύστημα, ταυτόχρονα δυστοπικό και θαυμαστό, καθώς πάλλεται μεταξύ ασθένειας και ίασης, ενώ το διαπερνά η επιθυμία της επιβίωσης.

Ετσι έστησα ένα σχεδόν θεατρικό σκηνικό, σε μια πτέρυγα ενός δημόσιου νοσοκομείου, όπου αναδύονται ιδιωτικοί βίοι, οι ιστορίες ξεδιπλώνονται σε ντουέτα. Το δραματικό στοιχείο λειτουργεί συμβιωτικά με το υπερβατικό και το κωμικό στοιχείο.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι ανομοιογενείς μεταξύ τους, αλλά συνδέονται μέσα από τον πόνο και την ασθένεια. Θα μας πεις λίγα πράγματα για τον καθένα;

Στο «Ανκόρ» δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιράζεται ένας θίασος ανθρώπων με διαφορετική προέλευση, υπόβαθρο, χαρακτηριστικά.

Στην αρχή γνωρίζουμε ένα ερωτευμένο νεαρό ζευγάρι, τον Αμούρ και τη Σουίτι, πλάι σε ένα ηλικιωμένο αγαπημένο ζευγάρι, τη γυναίκα με το Π και τον άνδρα με το Ι και κάτω από ένα ζευγάρι... παπαγαλάκια.

Το επόμενο ντουέτο είναι ο κηπουρός που καταδιώκει μια αδέσποτη γάτα. Να πω σ’ αυτό το σημείο πως από το ζωικό βασίλειο συμμετέχουν επίσης μυρμήγκια, περιστέρια, μία χελώνα, μία κότα, δύο χρυσόψαρα, μία πεταλούδα κι ένα κοράκι. Ισως πρόκειται για επιρροή από τις ταινίες του Κουστουρίτσα.

Στο πρώτο κεφάλαιο εισάγεται και το υπερβατικό στοιχείο του μυθιστορήματος με τον αόρατο βιολιστή, ο οποίος κοσμεί και το εξώφυλλο, που το θεωρώ αριστουργηματικό. Εμμεση αναφορά στον στίχο του Χρήστου Μπράβου «Κι όμως το πιο γλυκό βιολί/ το παίζει ο θάνατος» και την αυτοπροσωπογραφία με τον θάνατο βιολιστή του Αρνολντ Μπέκλιν.

Ακολουθούν γάντια που χειρονομούν, ένας χιονάνθρωπος από μπόγους κλινοσκεπασμάτων, μια καρέκλα που θέλει να ξεχυθεί σαν τετράποδο στους κήπους, το ρολόι που σταματάει στο φασιστικό πογκρόμ, ασανσέρ μαλωμένα με κάδους σκουπιδιών... Μάλλον είμαι επηρεασμένη από τον κινηματογράφο του Βιτόριο ντε Σίκα και του Φρανκ Κάπρα.

Ο βιολιστής εισάγει το σουρεαλιστικό στοιχείο αλλά και τη μουσική, η οποία περιβάλλει όλη την αφήγηση, από Κλοντ Ντεμπισί μέχρι Ρίτα Σακελλαρίου.

Στην κεντρική σκηνή, στην κλινική δηλαδή, συναντάμε πρώτα τον ασπρομάλλη με τα άφιλτρα, έναν παππού εξαϋλωμένο από την αρρώστια αλλά ανυποχώρητο υπερασπιστή των επιθυμιών του, εκείνων ακριβώς που τον κατέστρεψαν, μαζί με την κόρη του, το ξωτικό.

Εμφανίζεται ο πανεπιστημιακός γιατρός με την κουστωδία του. Περνοδιαβαίνει μία καλτ φιγούρα, ο τηλεορασάς ή αλλιώς καουμπόι. Γνωρίζουμε και τον κουρέα με το ποντικομουστακάκι, έναν καλοσυνάτο και χωρατατζή γεράκο. Εχω εσκεμμένα τοποθετήσει κάποια ήσσονα πρόσωπα ώστε να αντισταθμίζεται η δραματικότητα του τόπου και του θέματος.

Στους επόμενους θαλάμους συναντούμε τον ηλικιωμένο με τους καταρράκτες και το αηδονάκι με το ρουμάνικο τραγούδι, την εργάτρια που τον φροντίζει. Στο ίδιο δωμάτιο νοσηλεύεται το χλομό πρόσωπο, ένας μοναχικός και παραιτημένος άνθρωπος, η συντροφιά του οποίου είναι η τηλεόραση.

Στον διάδρομο ανταμώνουμε κομπάρσους, άλαλους κλινήρεις ασθενείς. Κι ακόμη έναν μετανάστη από το Μπανγκλαντές που επικοινωνεί με παντομίμα με τον καουμπόι.

Σε άλλα δωμάτια περιθάλπονται μία διανοούμενη μητέρα, η ασθενής με τα πολλαπλά εγκεφαλικά, δάνεια μορφή από το «Αμούρ» του Χάνεκε, στη δύσκολη σχέση με την κόρη της. Επειτα το νυχτοπούλι, ένας νεαρός αντιφασίστας που έμελλε να μαχαιρωθεί πισώπλατα από τον παλιό του συμμαθητή.

Η νοσοκόμα με την ηπειρώτικη προφορά, με τη γλύκα και τη γενναιότητά της. Στο τέλος, ο νεκροθάφτης «Σοπενχάουερ» οδηγεί έναν υπέργηρο ναζί στην τελευταία του κατοικία. Το κοινό νήμα ανάμεσα στους ετερόκλητους ήρωες του βιβλίου είναι η μάχη ενάντια στο θάνατο, όποια μορφή κι αν παίρνει.

Εκτός του βιολογικού θανάτου, αναδύεται και η πάλη με την ιδεολογική/πολιτική ενσάρκωση του θανάτου, τον φασισμό...

Ακριβώς. Ο βιολογικός θάνατος είναι η μία όψη, η άλλη είναι η ιδεολογία που τον ενσαρκώνει. Η Σούζαν Σόνταγκ είχε προσφυώς χαρακτηρίσει τον ναζισμό ενσάρκωση του θανάτου. Στρέφεται κατά πάντων και τελικά κατά του ίδιου του εαυτού.

Η επιθυμία του θανάτου ενυπάρχει σε κάθε γνώρισμά του, από την προγονολατρία, όπου δεν μπορεί να λατρέψει παρά το μη ζωντανό, μέχρι την ομοιομορφία και την τελειότητα στην τέχνη, που θυμίζει νεκρική ακαμψία.

Στον πυρήνα του φασισμού είναι το μίσος για τη ζωή. Ακόμα κι αν κάποιος δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αντιφασίστας ή δεν είναι πολιτικά συνειδητοποιημένος, όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ των αμοιβαίως αποκλειόμενων, στο δίπολο αγάπη-μίσος, ζωή-θάνατος, αν εμφορείται από έρωτα για τη ζωή, η επιλογή θα είναι πηγαία.

 Το «Ανκόρ» είναι ένα παραμύθι, με αρκετά στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Κυριαρχούν ο πόνος, η αγάπη, το μίσος, ο θάνατος, αλλά εν τέλει το κακό ηττάται. Θεωρείς ότι ο στόχος της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα πρέπει να είναι η παραμυθία;
Η τέχνη μπορεί να είναι και παρηγορητική, μπορεί να αποτελεί λόγο παραμυθίας. Ωστόσο ο βασικός σκοπός της τέχνης είναι να συνεχίσει να υπάρχει.



Ιnfo: Η παρουσίαση του «Ανκόρ» θα γίνει την Πέμπτη 11/2 στις 7.30 μ.μ. στο Polis Art Café (Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς Βιβλίου, Αθήνα)