28/10/10

ΟΧΙ άλλες ευκαιρίες χαμένες

Επειδή είμαι φιλόζωη, θέλω να βοηθήσω τα νεοφιλελεύθερα υπανθρωποειδή θηλαστικά στην εξέλιξη του είδους. Κρίμα να μένουν στάσιμα αναμασώντας εδώ και χρόνια την ίδια ατάκα "αν δεν είχε πέσει ο Μητσοτάκης το '93 τώρα δε θα είχαμε φτάσει στην κρίση". Θα μπορούσαν να επεκτείνουν τη λογική τους ως εξής: "Αν το '40 είχαμε επιτρέψει ως έθνος να μπει να κάνει τη δουλειά του ο Άξονας, τώρα δε θα είχαμε φτάσει στη βαθιά οικονομική κρίση". ΟΧΙ άλλες χαμένες ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη. Λεφτά-λεφτά-λεφτά να ταϊσουμε τα νεολίμπεραλ malakus-malakus και ανέργους κοψίδια στα κάρβουνα.

13/10/10

όχι άλλο βασιλόπουλο

Όχι άλλα άχρηστα ψώνια από τον Βασιλόπουλο και το κάθε σούπερ μάρκετ.


Όχι άλλες ψωνάρες που περιμένουν το βασιλόπουλο και τον κάθε βλάκα με λεφτά.



Όχι άλλο ψώνιο με τη μπάλα και τον κάθε Βασιλόπουλο για μία κούπα αδειανή, μια Εθνική.




Ήλιε μου, ήλιε μου βασιλιά μου...

Ήλιε θεέ, πάρε την ΠΑΕ, πάρε και τη γκόμενα, πάρε και πατέ.


9/10/10

προσελήνωση

Εδώ είναι η μαμά. Ψωνίζει σε ένα μανάβικο. Είναι Παρασκευή απόγευμα. Έχουμε βγει οι τρεις μας μια βόλτα στην καινούργια μας γειτονιά. Είχα ξεμείνει από σέληνο, για τη συνταγή με το χοιρινό, κι είπα να κάνουμε μια στάση. Εσύ φαίνεσαι στο βάθος με τον μπαμπά. Είστε έξω, στο πεζοδρόμιο. Φοράς την κουκούλα του μπουφάν σου και γαντάκια γιατί έχει αρχίσει να χειμωνιάζει. Συμφωνώ, φαίνεται σαν η πολλή η πρασινάδα στον πάγκο να είναι το κεντρικό θέμα της εικόνας. Δεν ήξερα πόσο ακριβώς χρειάζομαι. Η κοπέλα πολύ εξυπηρετική, αυτή με το αμάνικο μπουφάν και τα αθλητικά ρούχα, με ρώτησε για τι φαγητό το θέλω κι έπειτα πήρε τηλέφωνο την πεθερά της, που της μιλούσε μάλιστα στον πληθυντικό- ευγενέστατη, για να μου πει ποια είναι η αναλογία χοιρινού-σέληνου. 1 κιλό χορτάρι, 1/2 κιλό κρέας, για να ξέρεις. Οι άλλες σακούλες, πάντα χάρτινες, ε, ελπίζω να το πρόσεξες, έχουν φασολάκια, καρότα και μπανάνες για σένα. Ο γέρος που καπνίζει πίσω από το ταμείο δε ξέρω ποιος είναι και πώς σχετίζεται με την κοπέλα. Φαντάστηκα πως είναι ο ιδιοκτήτης του μανάβικου αλλά από τα λεγόμενά τους δεν πρέπει να είναι. Ο ψηλός κύριος, με τα γκρίζα μαλλιά και τα σκούρα ρούχα είναι ένας άνεργος οικοδόμος. Έτσι μας συστήθηκε. Μπήκε στο μανάβικο, στάθηκε μακριά από τα ταμείο, μην τον πάρουν και για ληστή, αφού για πελάτης δε προοριζόταν, και ζήτησε από την κοπέλα και το γέρο πίσω από τον πάγκο με μια ευγενική φωνή, όχι ψεύτικη σαν πωλητής, αν μπορούν να του δώσουν κάτι. Είμαι άνεργος οικοδόμος, είπε, μήπως έχετε κάτι να μου δώσετε. Δε μπήκα να κλέψω. Έχω παιδιά... Ούτε πουλούσε χαρτομάντηλα, να κλάψει κανένας, ούτε αναπτήρες, να βάλει φωτιά στο γαμημένο κόσμο μας. Ούτε είχε κρεμάσει καμιά ταμπέλα να λέει πως είναι αόμματος, πως έχει επιληψία, πως έχει 12 παιδιά να θρέψει. Ήταν άνεργος οικοδόμος. Δεν ήταν ένας γραφικός ζητιάνος. Ένας κανονικός άνθρωπος ήταν. Ένας άνεργος οικοδόμος. Ένας άνεργος οικοδόμος. Η κοπέλα του εξήγησε πως δουλεύει σ' αυτό το μαγαζί, δεν είναι δικό της και δε τα έχει πληρώσει εκείνη για να μπορεί να του δώσει. Μήπως μπορούσε τότε να του δώσει πενήντα λεπτά, να πάρει ένα γάλα, κάτι; Του έδωσε πενήντα λεπτά πολύ βιαστικά. Ο άνθρωπος έκανε μεταβολή κι έφυγε, ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ. Ο γέρος αποσβολωμένος, όπως κι εγώ, κοιτούσε μόνο. Μετά η κοπέλα πηγαίνοντας για την αποθήκη για να μου φέρει έξτρα σέληνο, που ήταν πολύ πιο φρέσκο από τα μαραμένα που ήδη βρίσκονταν στη ζυγαριά και που θα αγόραζα σε λίγο, στάθηκε στο παραπέτασμα πριν την αποθήκη λέγοντάς μου ειρωνικά, δε μπορεί να πάει να δουλέψει ο κύριος...Κι εγώ μετακινήθηκα από τη θλίψη στο θυμό. Άνεργος είναι μωρή. Ανεργία, you know? Πού ζεις; Στη σελήνη; Φέρ'τα σέληνα να τελειώνουμε. Όχι, τελικά δε τα παίρνω όλα. Πολλά είναι. Θα βάλω μέσα και πράσσα, δε μου χρειάζεται τόσο κωλοσέληνο. Δε με νοιάζει η συνταγή της πεθεράς σου που της μιλάς και στον πληθυντικό, μη χέσω. Παράτα με σου λέω. Δε θέλω άλλο σέληνο. Μην επιμένεις, γιατί θα παρατήσω όλες τις σακούλες εδώ πάνω και θα φύγω. Ναι, σοκαρίστηκα από τον κυνισμό σου. Όχι, πιο πολύ σοκαρίστηκα από τον άνθρωπο, τον κανονικό άνθρωπο, όχι το σκεβρωμένο τζάνκι, όχι τον επαγγελματία ζήτουλα, που ήρθε και ζητούσε λαχανικά ή πενήντα cents έστω. Έλα, τελείωνε. Τα ρέστα μου. Τι μου φταις κι εσύ να σε βρίζω από μέσα μου; Πωλήτρια σε μανάβικο είσαι, δεν είσαι και ο Στρος Καν. Αλλά μη λες να πάει να δουλέψει. Δε τα λέμε αυτά, κορίτσι μου. Πώς να στο πω; Έχεις κακή άμυνα. Η δική μου είναι καλύτερη. Γίνομαι χάλια μέσα μου. Δε μιλιέμαι, καταπίνω πικρό σάλιο. Θυμώνω και μ' όσους δε θλίβονται με την αδικία, τη φτώχεια, το να γυρνά ένας άντρας άνεργος στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Μη ρωτάς γιατί. Πες πως ξέρω τι πάει να πει αυτό. Πες πως κι ο δικός μου ο πατέρας, όταν αυτή η λουμπίνα ο Μητσοτάκης και η αλητοπαρέα του αποφάσισαν να κάνουν την Ελλάδα Αργεντινή και βάλανε λουκέτο στις προβληματικές επιχειρήσεις, ήταν απ' αυτούς που βρέθηκαν στο δρόμο. Και πες πως υπάρχουν ομορφότερες εμπειρίες στον κόσμο από το να δεις τον πατέρα σου να κλαίει και να είναι σε απόγνωση. Ναι, μπόρεσε να ξαναβρεί δουλειά μετά από μήνες που έμοιασαν αιώνες, μετά από χρόνια που δούλευε ημιαπασχόληση, δούλεψε οχτάωρο. Δε βγήκε να ζητάει μελιτζάνες και πατάτες γιατί είχαμε ένα σπίτι δικό μας, κάποια εισοδήματα από χωράφια, δούλεψε η μαμά. Τα καταφέραμε τελικά. Ανοίξαμε μαγαζί με τα λεφτά της αποζημίωσης, πήραμε οικόπεδα μετά. Τα αδέρφια μου πρόκοψαν. Ο μεγάλος μου αδελφός, δουλεύει ως και στον ύπνο του. Αλλά εντάξει έχει ακριβό αυτοκίνητο, μεζονέτα, iphone και blackberry. Εγώ σπούδασα, έκανα μεταπτυχιακό και διδακτορικό σε καλό πανεπιστήμιο στο εξωτερικό, με υποτροφία, πώς αλλιώς, τα λεφτά ποτέ δε περίσσευαν, γνώρισα πολλούς ευκατάστατους γκόμενους στο εξωτερικό αλλά με συγκίνησε ο πιο καλόκαρδος, τον παντρεύτηκα και ζούμε με την κόρη μας στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Αλλά αυτό δε πάει να πει πως αυτά τα χοντρόπετσα γουρούνια οι νεοφιλελεύθεροι, που θα τους κάνουμε λουκάνικα να τα πετάμε στα αδέσποτα στην παγκόσμια επανάσταση, έχουν τα δίκια τους. Η κρίση δε δημιουργεί ευκαιρίες. Δεν υπάρχει ύφεση, υπάρχει ένας άντρας που γυρνάει σπίτι μ' άδεια χέρια. Αυτό μόνο.


6/10/10

στάση facebook

Αν είστε γλειφτρόνι αλλά σας αρέσει όμως και να σας γλείφουν κάντε 69 φίλους στο Facebook.

Αν είστε γλύφτες και σας αρέσει να στήνετε ανδριάντες, γίνετε φίλοι κάποιου ματαιόδοξου πεινασμένου για αποθέωση βαμπίρ-celebrity στο Facebook.

Αν πιστεύετε πως κόλακας κολάκου μάτι δε βγάζει, είστε ήδη εγγεγραμμένοι χρήστες του Facebook.

Αν αντί να πείτε "τι μαλακίες λες, ρε φίλε;" ή "πώς είσαι έτσι μωρή;" σας έρχεται να κάνετε thumb up, ή like, ή ++ ή respect ή wow, τότε είστε τζάνκια του FB.


Αν συμφωνείτε πως η συναίνεση είναι μια ένεση συμφωνίας με την ηλιθιότητα τότε είστε bloggers και φαίνεστε.



2/10/10

ένα λευκό γιατί

Είχα μια γάτα μια φορά που μου' κανε πέντε γατιά. Ωραίο. Κάνει και ρίμα. Είχαμε μια αποθηκούλα πίσω στην αυλή που είχαμε υπόψη πως είχε υπόψη της. Είχαμε και εμείς υπόψη τον τοκετό, στρώσαμε μια κούτα, ένα παλιό ρούχο και περιμέναμε. Κι ενώ περίμενα άλλα πράγματα, 23 χρονών κοπέλα, έγινα πολύτεκνη γιαγιά. Γατογιαγιά. Η κορούλα μου, που όποιος είχε λίγο ανοιχτά τα μάτια του έβλεπε καθαρά πως είχαμε ίδιο βλέμμα, και όποιος δε φρέναρε το στόμα του (κάτι παλαβιάρηδες φίλοι) μου το΄λεγε κιόλας πως μοιάζουμε για να φουντώνει πιο πολύ εντός μου η μητρότητα για το τετράποδο αιλουροειδές. Η μοναχοκόρη μου, που την υιοθέτησα μωρό το τελευταίο έτος που σπούδαζα στην Αθήνα και την κατέβασα σουβενίρ των φοιτητικών χρόνων, μαζί με το πτυχίο, στα πάτρια εδάφη. Όταν γέννησε τα πέντε της γατιά, το ένα ήταν μαύρο, το άλλο άσπρο και τα τρία ήτανε ριγέ σαν εκείνη. Ριγέ με φουντωτή ουρά, καθώς είχε πατέρα Πέρση, και άσπρο κεφαλάκι. Και βλέμμα, άσε μη τα ρωτάς. Ήταν και λίγο κουτσομπόλα. Όποτε πιάναμε την κουβέντα στο πίτσι πίτσι, στηνόταν καμαρωτή και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον, γυρνώντας πάντα το κεφάλι κατά τον ομιλητή. Τελικά, όταν γέννησε τα μούλικα, τέκνα κάποιου αλητάμπουρα ασφαλώς, τα φύλαξε κάπου μες στην αποθήκη, εκτός από ένα. Το άσπρο. Το βούταγε από το σβέρκο με τις δονταρίνες της και το πήγαινε στα πόδια του πατέρα μου. Μετά το ξαναπήγαινε πίσω με τα άλλα. Μετά του το ξαναέφερνε. Καινούργιο μου καλάθι και πού να σε κρεμάσω. Τα άλλα τέσσερα τα είχε ελαφρώς παραμελημένα. Τότε δεν ηταν χωμένες βιντεοκάμερες στα κινητά, κι ούτε κυκλοφορούσαν οι ντίτζινταλ οι φωτογραφικές σαν τσιχλόφουσκες για να βιντεοσκοπούσαμε το φαινόμενο, κι έτσι απέμεινε μόνο αυτή η μνήμη: η γάτα μας που είχε ξεχωρίσει το άσπρο της γατάκι και το περιέφερε σαν τρόπαιο απιθώνοντάς το στα πόδια του αρχηγού της οικογενείας, ή τελοσπάντων του ογκωδέστερου ανθρώπου από όλους όσους ζούσαν στο σπίτι που την φιλοξενούσε.

Χτες κατέληξα με νεύρωση στομάχου στο γιατρό, αφού μου είχε πέσει η πίεση υπό του μηδενός, είχα γίνει κάτωχρη σαν την κουρτίνα του παθολόγου -για να δανειστώ την παρομοίωσή του-, αφού είχε τουμπανιάσει η κοιλιά μου και πονούσα έξι ώρες σερί. Ήταν μια μέρα πριν πάει η μικρή μου στον παιδικό σταθμό γα πρώτη φορά. Δεν έχω άλλο παιδάκι εγώ, κυρά γάτα. Ένα όλο κι όλο. Αλλά το βλέπω και εγώ σαν το ασπράκι σου. Είναι το καλύτερό μου, συγκρινόμενο με το άπειρο. Όμως, πρέπει κι εγώ να το αφήσω κάπου για να βγω στη γύρα για την τροφή μας. Μόνο που εσύ στη φιγούρα του πατέρα μου βρήκες τον προστάτη του εκλεκτού τέκνου σου, ενώ εγώ, επιστρέφοντας στην πόλη που γνωριστήκαμε, γατούλα μου, δεν έχω κανέναν να εναποθέσω τις ελπίδες μου για "προστασία". Ούτε θεό, ούτε κράτος, ούτε επαγγελματίες, ούτε οικογένεια, ούτε τα κοινωνικά μου δίκτυα. Είμαι λίγο σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, μόνο που έχω και ένα κοριτσάκι μαζί. Βλέπεις, ο άντρας σου εσένα μπορεί να μην έδινε δεκάρα για τα μωρά σας, αλλά ο δικός μου δίνει. Και μάλιστα για να δίνει πιο πολλές δεκάρες θα δουλεύει σα σύγχρονο μισθωτό σκλαβάκι 9 με 9 αλλά όμως δε θα πειράζει γιατί έτσι κάνουν όλοι στον ιδιωτικό τομέα. Και θα το μεγαλώσω κι εγώ κάπως μόνη μου το ασπράκι, σαν εσένα αγαπημένη μου. Και θα το παραδώσω σε κάποιους επαγγελματίες, κάποια νταντά, κάποια βρεφοκόμο, να μου το μεγαλώνουν όσο εγώ θα είμαι στη γύρα για να ταϊζω αυτές που είναι στη θέση μου όσο εγώ είμαι στη γύρα για να τις ταϊζω. Ρε γατούλα μου, μήπως έχουμε χάσει εντελώς το νόημα; Εσύ που ψάχνεις στα σκουπίδια, άμα το βρεις, θα μας το φέρεις; Ξέρεις, σαν θήραμα, στα πόδια μας μπροστά. Σ' αγαπώ και σε θυμάμαι αν και σίγουρα δε ζεις πια. Κι έτσι το νόημα θα μείνει για πάντοτε χαμένο.