26/11/09

κατά μόνας ομορφιές

Λίγο πριν το τέλος της παιδικής μου ηλικίας την έχασα. Η Παρθενία, που την φωνάζαμε Θένια, μετακόμισε σε άλλη γειτονιά. Με την μαμά και τον μπαμπά της. Αδέρφια δεν είχε. Μοναχοκόρη.

Η αλήθεια είναι πως δε μου έλειψε και τόσο. Εκτός από μονάκριβη θυγατέρα, όπως συμβαίνει στα παραμύθια της γιαγιάς, ήταν και πολύ όμορφη. Πράγμα που δεν εκτιμώ στα ζωντανά θηλυκά. Το γυναικείο κάλλος το προτιμούσα ανέκαθεν όταν περιορίζεται στο μάρμαρο του γλύπτη, στον καμβά του ζωγράφου, στο αλφάβητο του ποιητή. Μόνο.

Η απουσία της Θένιας από τα περίχωρα ελευθέρωσε ακόμα περισσότερο έδαφος για εμάς τις ομορφούλες, αλλά όχι και πριγκίπισες, να προχωράμε χωρίς σπουδαίο ανταγωνισμό στο κούρσεμα των αρσενικών καρδιών. Μεταξύ των τυφλών, ο μονόφθαλμος.

Έστω όμως και με το ένα μάτι, ως μονόφθαλμη και πειρατίνα, είδα ξανά το πρόσωπο της Παρθενίας μετά από χρόνια. Μια φίλη την έχει φίλη ανάμεσα στους 587 φίλους πού’ χει. Στο φατσοβιβλίο. Η Παρθενία, που τη λένε κάπως αλλιώς, αλλά παντού χωράει μια μεταφορά, είναι πια στα πρώτα -άντα και είναι ίδια η μάνα της. Ίδιο κραγιόν, ίδια βαφή, ίδιο βλέμμα, ίδιο ρουζ, ίδια φράντζα. Το ίδιο όμορφες. Αλλά μονήρεις.

Μόνο που μας τέλειωσαν οι ανταγωνισμοί. Για λίγο. Για λίγο καιρό ξέρω πως θα είμαι η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Για ένα πλάσμα. Μόνο. Τη δική μου μοναχοκόρη. Και με τη σειρά της εκείνη θα είναι για μένα η επιτομή της ομορφιάς. Για πολύ. Και όταν ακόμα θα έχει το ίδιο βλέμμα, το ίδιο χαμόγελο, την ίδια οδοντοστοιχία και θα θέλει να πιστεύει πως τίποτα ίδιο δεν έχει με την έκπτωτη πια τότε από τον θρόνο της ομορφιάς μητέρα. Κι όμως θα' ναι μόνο δική μου κόρη. Όπως κι εγώ είμαι εκείνης που τρομάζω όταν της μοιάζω. Μοναχά όταν κοιτιέμαι σε έναν άδειο από την ψυχή μου καθρέφτη.

23/11/09

μπλιάχ νιουζ

Πολλά και πολύ bliah news κυκλοφορούν.
Νέα τάξη πραγμάτων, νεοφιλελευθερισμός, νέα δημοκρατία, νεορθόδοξοι, νεοσυντηρητισμός, νεομαρξισμός, νέα τεχνολογία, νέα γρίπη κλπ
Ευτυχώς που υπάρχει και η Νέα Σμύρνη να προτιμήσουμε για να μη μας πούν και παλιακούς.

15/11/09

και στα δικά μας

Ο χειρότερος ιός είναι της ηλιθιότητας. Δε γεννιέσαι ηλίθιος. Γίνεσαι. Είναι μεταδοτικό.
Ο εμπορικότερος ιός είναι ο εργαστηριακός. Δεν υπάρχει. Γίνεται. Είναι μεταλλασσόμενος.
Είναι ωραίος τύπος. Η1Ν1. Ηλίθιος και εμπορικός. Just like our fucking civilization.
Ας το γιορτάσουμε, τώρα που επιτέλους η πανδημία έφτασε στη χώρα.

Χάπι Ράμσφελντ του ιού
Χάπι Ράμσφελντ του ιού
Χάπι Ράμφσελντ και εμβόλιο
Χάπι Ράμσφελντ Ταμιφλού

3/11/09

άρον

Κι αφού φτάσαμε ένα δρόμο κάτω απ' το σπίτι και καθόλου κίνηση δε συναντήσαμε καθ' οδόν, και γι΄αυτό θα έπρεπε να σταυροκοπηθούμε, εάν πιστεύαμε, ένα πούλμαν είχε κλείσει το δρόμο. Κόβει ταχύτητα και σταματάει πίσω από το πούλμαν, αλλά δείχνει εκνευρισμένος. Και οι οδηγοί ταξί όταν εκνευρίζονται βγάζουν το κεφάλι έξω απ΄το παράθυρο για να ακουστούν οι φωνές σε μη πελατικά αυτιά. Δε πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του. Ο άλλος εκπαιδευμένος στη σημειολογία οδηγός, σχολικού λεωφορείου, που παρκαρισμένος στα δεξιά μας καθάριζε το παρμπρίζ με ένα πανάκι του κάνει νόημα που δε χρειάζεται να είσαι άσος στη νοηματική για το εννοήσεις: χαλαρά, ηρέμησε, κούλαρε. Αλλά ο ταξιτζικός εγκέφαλος το επεξεργάστηκε αλλιώς και κόρναρε. Ίσως να μην το επεξεργάστηκε καν. Ίσως είναι εξαρτημένο αντανακλαστικό το κορνάρισμα για τους ταξιτζήδες. Ο έτερος επαγγελματίας οδηγός:

"Σιγά ρε φίλε, αφού βλέπεις ότι υπάρχει πρόβλημα..."
"Τι πρόβλημα υπάρχει ρε φίλε; "
"Έλα, μιλάς κι από πάνω που εσείς κλείνετε το δρόμο όποτε σας την... άντε τώρα."
"Τι δρόμους κλείνουμε εμείς; Τι λες τώρα;"
"Όπου θέλετε σταματάτε και δεν υπολογίζετε..."
"Καλά, καλά..."

Δυο άνθρωποι πλησιάζουν την πόρτα του πούλμαν, κάτι λένε γρήγορα στον οδηγό και ξαναγυρνάνε πίσω. Επιστρέφουν με έναν τρίτο που τον σπρώχνουν να μπει. Τον πάνε σηκωτό σχεδόν. Αντιστέκεται έντονα χτυπώντας χέρια- πόδια στον αέρα. Ο πατέρας, η μητέρα και ο γιος γυρίζουν τις πλάτες στο λεωφορείο και επιστρέφουν στο σπίτι. Ο γιος με το κεφάλι πολύ σκυμμένο. Τόσο πολύ εμείς που δεν είμαστε καθυστερημένοι αλλά βιαστικοί για νά 'μαστε στην ώρα μας, δε το σκύβουμε. Το παιδί που δε θέλει να πάει στο ίδρυμα, στον ξενώνα, στο όπως διάολο το λένε και οι γονείς που θέλουν, πρέπει -όπως θες πες το- να το στείλουν οπωσδήποτε. Επιστρέφει στο σπίτι με το έτσι θέλω. Και οι γονείς με κάποιο θέλω κάπου τριών δεκαετιών, τώρα έτσι. Τα οχήματα βάζουν πρώτη και ξεκινούν. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Οικογένεια. Έτσι πρέπει να σκέφτομαι. Έτσι δε θέλω.