31/10/12

λοτταρία

Είχε διαβάσει κάπου ένα ποίημα που πήγαινε περίπου έτσι: I'll meet the one, near Christmas, around evening in some laundrette. Και τέλειωνε λέγοντας πως θα επλεναν μαζί ό,τι τους λέρωνε, να βγουνε έπειτα αγκαλιά στους στολισμένους δρόμους.
Έτριψε το βρώμικο τζην του στο γόνατο που ακουμπούσε στο στήθος του, έτσι όπως καθόταν στο τσιμεντένιο δάπεδο. Έτριψε ξανά το τζην ώσπου εμφανίστηκε ένα τζίνι. «Θέλω να με πας πίσω στο χρόνο». Μια mercedes έκανε όπισθεν καθώς αποχωρούσε με δυο πελάτες από το Savoy. Το τζίνι έτριψε λίγο το καραφλό κεφάλι του, τον κοίταξε με απορία σηκώνοντας τους ώμους και μετά, τσουπ, ξαναχωθηκε στο μαγικό ρουθούνι του.
Την επόμενη στιγμή ένα ακόμη λευκό σύννεφο ινδικής κάνναβης έβγαινε από τη μύτη του και σχημάτιζε συννεφάκια σκέψης που έγραφαν με κεφαλαία: Χιλιες και μία νύχτες. Ε;
Το έψιλον και το ερωτηματικό ήταν τυπογραφικό λάθος γιατί δεν είχε καμία ερωτηση κατά νου. Ήταν όλα κάπως απαντημένα. Ακόμα και το μεγάλο ερωτηματικό: ήταν αυτός ή κάποιος άλλος;
Το πολυκατάστημα πίσω του άρχισε να παίζει Brahms. Τα συννεφάκια της σκέψης τα έκαναν μαξιλάρι κάποια παχουλά γυμνά αγγελάκια που μετά έγιναν χερουβείμ του Ραφαέλο Σάντσιο, κι έπειτα τσάντες, κούπες, μπρελόκ, αυτοκόλλητα, ατζέντες και τετράδια.
Η ίδια μελωδία, με ίδια όργανα, όπως ακριβώς το νανούρισμα που ακολουθούσε το τράβηγμα ενός κορδονιού από την Μάμμυ. From organs to orphans. Τον εγκατέλειπε μέσα στις νότες. Κι  από την αγκαλιά της, τον παρέδιδε στην αγκαλιά του Μορφέα. Όμως αυτός θα πρέπει να ήταν ο πιο υπουλος molester στο Manchester. Όνειρα φριχτά.
Όπως αυτό το δίπατο κόκκινο αλλά ξεσκέπαστο λεωφορείο που κουβαλούσε τουρίστες από τη Leicester Square προς το Waterloo στην ονειρεμένη μητρόπολη του East End που η μπόχα του πάντα θα αναδίδεται από το ξεφύλλισμα της Ιστορίας.
Εκείνος καθόταν στο πεζοδρόμιο, με δυο πλαστικα κυπελλάκια. Το ένα για νομίσματα. Το αυτί μιας χαρτόκουτας έγραφε με μαρκαδόρο hunger απ' τη μια όψη, ενώ απ' την άλλη κάποιοι μεθυσμένοι πιτσιρικάδες χτες στον υπόγειο του έγραψαν με στυλό hungover.
Τράβηξε από την κωλότσεπη ένα δελτίο από τη χτεσινή λοτταρία και έφτυσε μια χλέπα.
Αυτό το τζην κάποτε το έβαλε μπουγάδα σε κοινόχρηστα πλυντήρια. Όταν το πήρε σπίτι βρήκε ένα φθαρμένο χαρτί στην τσέπη του παντελονιού. Το πέταξε. Θα πρέπει να είχαν περάσει χίλιες και μία νύχτες από τότε. Ήταν ένα λαχείο που' χε αγοράσει. Τους αριθμούς τους είχε καταπιεί ο κάδος της καθαριότητας. Δεν ήξερε: ήταν αυτός ή κάποιος άλλος; Αυτός ήταν ο υπερτυχερός εκείνου του τζακ ποτ, που ποτέ δε βρέθηκε. Καλύτερα. Στο άλλο κύπελο είχε ακόμα αχνιστό τσάι.




21/10/12

Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα

Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα. Πώς λέγονται οι γυναίκες που σιχαίνεσαι; Σιχαινόμουνα.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα, εκτός αν είχαν αλλάξει όνομα ή φύλο. Ή και τα δύο.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα. Γιατί όταν ήμουν παιδί είναι ένα τραγούδι που λέει ο Φραγκούλης που ερμηνεύει σα να παίζει σε τσόντα. Χωρίς συναίσθημα μόνο με επίδειξη αντοχής και προσόντων.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα. Είχα μια θειά που τη λέγανε Κυριακή και μια φορά, παιδί όταν ήμουνα, είχα βρει μια τρίχα στα μπιφτέκια, κοντή, χοντρή και σκουρόχρωμη, ίδια η θειά μου.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα. Είναι τραγούδι των Αφών Κατσιμίχα, και, avanti Mario: όταν ήμουν παιδί, είχα βρει μία τρίχα, όταν ήμουν παιδί, άκουγα Κατσιμίχα.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα. Δεν ξέρω αν σας το είπα.

16/10/12

η παρήχηση του "τ"


Τσιγγανάκι, τυφλό εκ γενετής. Πράσινα μάτια και ξανθά μακριά μαλλιά. Με προβλήματα, στην κίνηση, στην ομιλία. Λεπτό, ασθενικό, αμίλητο, με ασταθές περπάτημα. Σαν μικρή γοργόνα.
Δούλευα στην ψυχοθεραπευτική ομάδα. Είχα παει επίσκεψη στο σχολείο τυφλών, όπου παρακολουθούσε, μίλησα με όσους μπορούσα. Με τη διευθύντρια, τους εργοθεραπευτές, τις παιδαγωγούς, την μουσικό.
Πρόσθεσα πινελιές από το σχολείο στο ιατρικό ιστορικό. Που έμοιαζε γρίφος. Δύσκολο να υπερβούμε τις εσχατιές του πώς μάθαμε ώστε να καταλάβουμε τι λέει αυτή η γιαγιά που ήταν η αρχηγός της οικογένειας, οι δυο γονείς, οι σμπαραλιασμένοι από το πρόβλημα, από υπηρεσία υγείας σε υπηρεσία πρόνοιας και πάλι πίσω, κι ένα παιδάκι σχολικής ηλικίας που βύζαινε το δάχτυλό του.
Βρήκα το σχολείο, το μοναδικό για τυφλά παιδιά, νομίζω, υπό διάλυση. Περικοπές προσωπικού, επίσχεση εργασίας. Κι έβλεπες μπροστά στα μάτια σου να καταρρέει ό,τι είχαν φτιάξει με μεράκι. Και μπροστά στα μάτια σου έβλεπες τα μάτια των τυφλών παιδιών.
Περισσότερο κι από την αναπηρία της τυφλότητας, μου έπεφτε βαριά η διάλυση. Μα θα αφήσουν αυτόν τον οργανισμό να διαλυθεί; Ποιος υπογράφει τις καταδίκες; Δεν θα κριθεί ποτέ κανένας. Δεν φυλακίστηκαν ούτε καν οι βασανιστές της Χούντας, θα τιμωρηθούν όσοι έδωσαν εντολή να κλείσει το σχολείο των τυφλών παιδιών; Είναι οι σωτήρες μας. Μας γλιτώνουν από έξοδα. Μυρίζει πολύ Καιάδας. Χρυσαυγίτης και γκρεμός για τους αμέα.
Ρωτούσα λίγα, μου έλεγαν πολλά. Ανάμεσα στα άλλα, μου είπαν ότι το κοριτσάκι χόρευε εκπληκτικά και πως της άρεσε πολύ η μουσική. Αποτραβηγμένο καθώς ήταν, αυτό το στοιχείο μας ήταν χρησιμο για να το προσεγγίσουμε.
Την επόμενη μέρα θα του βάζαμε μουσική και θα βλέπαμε με τα μάτια μας πώς ένα παιδί τυφλό από πάντα ήξερε αλήθεια να λυγίζει τη μέση του και να κουνιέται στο ρυθμό του χορού της κοιλιας όπως μόνο οι ρομά μπορούν.
Αν είσαι τυφλός από μίσος, μπορείς και να επιβληθείς βρώμικα στο παιχνίδι με μπουνιές, κλωτσιές, βρισιές και μαχαιρώματα. Αν είσαι τυφλός, βλέποντας μόνο το κέρδος, μπορείς να γίνεις κυρίαρχος στο παιχνίδι, διαλύοντας με υπογραφές υγεία, πρόνοια, εκπαίδευση και περισσότερο ό,τι προσφέρεται στους ανήμπορους. Τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τόν τε νοῦν...
τά τ' ὄμματα εἶ....Το τσιγγανάκι γεννήθηκε τυφλό, αλλά είχε ομορφιά μέσα του. Ο Χάμεντ τυφλώθηκε από το ξύλο που του 'ρίξανε, αλλά είχε το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.
Η επιδημία της τυφλότητας ξεπηδά μέσα από το βιβλίο του Σαραμάγκου και δες τι ωραία που απλώνεται. Εμείς εδώ γράφουμε πια με τυφλό σύστημα. Και μόνο γράφουμε και γράφουμε...

13/10/12

σάκος του (ιν)μποξ

Γυρνάει σπίτι του εξουθενωμένος. Κάνει log in στο Twitter. Είναι τυχερός. Στον πενταψήφιο αριθμό αυτών που ακολουθεί, μαίνεται κάποια μάχη. Συμμετέχει και κάποιο avatar που αντιπαθούσε από παλιά. Κάτι λέει που δεν του αρέσει. Του επιτίθεται. Ο άλλος αντεπιτίθεται. Ο καυγάς φουντώνει. Στα αυτιά της εκατέρωθεν συμμορίας ηχεί σα σφύριγμα το τελευταίο tweet. Χώνονται κι άλλοι. Γίνεται μπάχαλο. Κάποιοι γιουχάρουν τη συμπλοκή. Άλλοι πετάνε λεμονόκουπες, καγχάζουν. Οι δυο μονομάχοι αποσύρονται. Είναι έτοιμοι να αλληλομπλοκαριστούν. Να εξαλείψουν ο ένας το εχθρικό πρόσωπο  του άλλου. Όμως πριν από αυτό, ο  ένας μονομάχος γράφει στον άλλο με το  αντιπαθητικό avatar: «Δεν έχω κάτι προσωπικό μαζί σου. Συγνώμη αν φάνηκε έτσι». Ο άλλος απαντάει ψυχρά: ΟΚ. Και ο πρώτος συνεχίζει: «Mόλις είχα γυρίσει σπίτι από το μνημόσυνο της μητέρας μου».  Αποσιωπητικά. Ο άλλος το διάβασε ξανά και ξανά και ξανά. Τον συλληπήθηκε. Αντάλλαξαν μερικά μηνύματα ακόμη. Λίγη ώρα μετά εκλαιγαν μπροστά στις οθόνες τους και οι δυο. Ο καθένας για άλλους λόγους. Ένα δάκρυ του ενός έπεσε στο πληκτρολόγιο και ένα δάκρυ του άλλου στην οθόνη του iPad. Ταξίδεψαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και εσμιξαν εκεί που το εικονικό μετουσιώνεται σε πραγματικό. Εκεί που γεννιέται κάτι που μπορείς να το πεις μετά και βίωμα.

Ο σάκος του μποξ είναι πάντα διαθέσιμος για όποιον πονάει. Αρκεί να κάνεις ένα log in, να βρεις κάτι που δε σου αρέσει και τόσο και που υπό άλλες συνθήκες θα το προσπερνούσες ή θα το συζητούσες νηφάλια. Αρκεί να βρεις κάτι που λίγο να διαφωνείς για να εκτονώσεις όλο το ζόρι που κουβαλάς από την πραγματική ζωή. Και τότε δεν θα σεβαστείς τους "φίλους" σου γιατί ζουν μόνο μέσα σε εισαγωγικά. Έξω από αυτά δεν υφίστανται. Όμως, αν έχετε μια φορά κοιταχτεί, αν εχετε ακούσει τη χροιά της φωνής ο ένας του άλλου, αν  έχετε τσουγκρίσει κάπου τα ποτήρια σας, αν έχετε κάποια στιγμή μοιραστεί στον έξω κόσμο, τότε οι φίλοι σου θα δείξουν κατανόηση. Και θα υπομείνουν τις μπουνιές. Τι κρίμα όμως που δεν θα μπορέσουν να σου χαϊδεψουν τα μαλλιά και να σε αγκαλιάσουν. Τι κρίμα τόση αναπηρία στην επαφή. Τι κρίμα τόσο μπλέξιμο στα δίκτυα. Τι κρίμα που δεν μπορούμε να ξεμπλέξουμε πια ούτε τα δάχτυλά μας από το net να πάρουμε ένα τηλέφωνο να ακούσουμε τη φωνή του άλλου...Δεν αφήνουμε τα "κρίμα" τώρα ρε μαλάκα να μου πεις τι σου συμβαίνει; Να μου πεις. Δε θέλω άλλη γραμματοσειρά. Φτάνει.


12/10/12

#Τι δεν καταλαβαίνεις;

Νόμπελ Ειρήνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. #Τι δεν καταλαβαίνεις; 
Πως σου λένε βούλωστο, γιατί πέρα από τεχνητές οικονομικές κρίσεις, έχουμε στοκ και σιδερικά και πυραυλάκια και ερπύστριες να σε ξεκάνουμε;  #Τι δεν καταλαβαίνεις;
Πως σου λένε βούλωστο, γιατί τους βλέπεις τους ψωριάρηδες τους μουσουλμάνους, τις θρησκευτικές φονταμεντάλες, πως είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα της λευκής φυλής στα χαρακώματα, ενώ εμείς, η νεοφιλελεύθερη Τζιχάντ, στο ρουφάμε με το καλαμάκι, σένιοι και κυριλέ; #Τι δεν καταλαβαίνεις;
Πως σου λένε βούλωστο, γιατί τώρα από το αίμα σου το πολύ να χυθεί και καμιά στάλα στους ακάλυπτους που φουντάρει ο αυτόχειρας, αλλά δεν είναι η φτώχεια και ο ευτελισμός του, δεν είναι πως του γαμήσαμε την αξιοπρέπεια, αλλά τα "ψυχολογικά προβλήματά" του που τον οδήγησαν εκεί; #Τι δεν καταλαβαίνεις;
Πως σου λένε βούλωστο, γιατί τους βλέπεις τους ναζήδες στην Ελλάδα πως αλυχτάνε και πόσο όμορφα βουλή, αστυνομία, εισαγγελείς και μμε το κουκουλώνουν καθημερινά το θέμα για να διατηρηθεί η τάξις; #Τι δεν καταλαβαίνεις;
 Πως σου λένε βούλωστο και δούλευε να ξεπληρώσουμε τις τράπεζες, τι θες και τι ζητάς, όσο δεν ακούγεται οβίδα πάνω απ' το κεφάλι σου, θα σου στρίψουμε τη βίδα, ώσπου να σαλέψει τόσο το μυαλό σου που να μας είσαι ευγνώμων που ζεις σε μια ειρηνική χώρα στην ενωμένη Ευρώπη;  #Τι δεν καταλαβαίνεις;

8/10/12

"διαρκής αγώνας για την αξιοπρέπεια"

 Δε με νοιάζει σήμερα πώς το βλέπω αλλά πώς θα το κρίνω σε δέκα χρόνια, είχες πει σε ένα φιλικό σου πρόσωπο πριν λίγες μέρες συζητώντας για κάποιο εγχείρημα. Η επίγνωση της ιστορικότητας των στιγμών τροχίζεται κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια. Κάθε μέρα. Και έτσι, όπως ξαφνικά βρέθηκαν όλοι να' ναι μέσα στο Πολυτεχνείο τη νύχτα της μεγάλης σφαγής, αργότερα θα ερίζουμε ποιος την είχε μεγαλύτερη την αγωνιστικότητα.

Ποιος πόσταρε περισσότερα links από ΜΜΕ και social media στο wall του Facebook; Ποιος παρακίνησε περισσότερο για διαδηλώσεις, απεργίες, συλλαλητήρια και αγανάκτηση; Ποιος είπε τα πιο ευφυή λογοπαίγνια της μνημονιακής περιόδου της νεότερης νεοελληνικής ιστορίας; Ποιος έγραψε τα πιο λάβρα κείμενα ενάντια στην τρόικα και τους ημεδαπούς βαστάζους της; Ποιος σατίρισε περισσότερο το ξεπούλημα της ΔΗΜΑΡ, την άνοδο της ΧΑ και την κυβέρνηση Σαμαρά με το παρελκόμενο ΠΑΣΟΚ; Και τελικά ποιος είναι ο μεγαλύτερος αντιφασίστας;

Είμαστε ανήμποροι μπροστά στις αποφάσεις που παίρνονται ερήμην μας. Εκατομμύρια ψυχές κι όμως είμαστε ένα τίποτα μπροστά σε μία καγκελάριο που με τη σειρά της είναι σχεδόν αχυράνθρωπος μπροστά στο κεφάλαιο και τις αγορές που της δίνουν το τέμπο.

Κι όμως. Ο αγώνας δεν είναι να κερδίσεις το παιχνίδι αλλά να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου.

Ο αγώνας του Ζόρζ και της Αν Λοράν δεν είναι να νικήσουν τον θάνατο, στην "Αγάπη" του Μάικλ Χάνεκε, είναι να μη χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Κι ο αγώνας τους είναι ένα μαρτύριο. Τότε, μέχρι και τα περιστέρια υποδύονται άψογα τον ρόλο τους. Να κυνηγάς ένα περιστέρι που εισέβαλλε στο σπίτι, μόνο για να χαϊδέψεις κάτι ζωντανό, όταν στο διπλανό δωμάτιο αποσυντίθεται το πτώμα του πιο αγαπημένου σου ανθρώπου...Κι όμως. Η αντίφαση είναι πάντα εδώ. Σε μια στιγμή παραφοράς, θα χαστουκίσεις την τετραπληγική γυναίκα σου, που αγαπάς τόσο, ώστε να μην την εγκαταλείψεις σε οίκους ευγηρίας ή στα χέρια μιας ανάλγητης αποκλειστικής νοσοκόμας και θα την βοηθήσεις τελικά στην εθελούσια έξοδο που είχε αποπειραθεί, όταν η ύπαρξή της έχει πια ευτελιστεί.

Και θα μου θυμίσει μια αληθινή ιστορία. Στις 24/9/07, ο Γάλλος φιλόσοφος André Gorz στα 84 του αυτοκτόνησε μαζί με τη σύντροφό του Dorine. Η Dorine, στα 83 της έπασχε από ανίατη ασθένεια και δεν είχε ελπίδες να ζήσει για πολύ ακόμη. Το ζευγάρι αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του, αφού ο ένας από τους δυο θα έφευγε από τη ζωή. Πριν από ένα χρόνο ο Gorz έγραφε για τη γυναίκα του "Μόλις έγινες 82. Κι όμως είσαι ακόμα όμορφη, σπλαχνική και επιθυμητή. Έχουμε ζήσει μαζί 58 χρόνια και σ'αγαπώ περισσότερο από ποτέ."

Στον ιδιωτικό βίο μπορείς να είσαι άνθρωπος, να έχεις βάθος, να έχεις αντιφάσεις, να αγαπάς. Στο δημόσιο βίο τίποτα από αυτά δε χωράει. Πρέπει να είσαι μονολιθικός, σαφής, αποφασισμένος,  αφοσιωμένος, αταλάντευτος, κι όλα αυτά τα ωραία.

Τα πιο ωραία συνθήματα στους τοίχους θα είναι πάντα μα πάντα αυτά που υπογράφονται με το αλφάδι και τα συνώνυμά του.


Σημασία, νομίζω, δεν έχει ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, αλλά πώς πάω. Με επίγνωση κι αξιοπρέπεια. Τα ελάχιστα.



6/10/12

πλαστική σακούλα

Την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνό της, πίναμε τα τελευταία ούζα του καλοκαιριού πού 'χα κάβα από τη Λέσβο και που τ' άνοιγα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Απόψε η φίλη μας γιορτάζε κάτι πολύ δικό της, κάποιο γονιμοποιημένο ωάριο που βρήκε τη θέση του στη φωλιά της, κάποιο φιλί από κάποιον που προσδοκούσε καιρό ή ότι τελικά βρέθηκαν τα χρήματα για κείνο το ταξίδι που λαχταρούσε. Κι εμείς τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας και εύχομασταν σε κείνη και στην υγεία μας πάνω από όλα.
Ώσπου κουδούνισε το τηλέφωνό της.  Αυτός. Βαριά ανάσα, κοφτές προτάσεις, λαχανιασμένη απόγνωση. Σε μισή ώρα χτυπούσε το κουδούνι. Πάλι αυτός. Χλωμός, με μάτια πρησμένα απ´ το κλάμα, βραχνιασμένος από τις κραυγές, τρέμουλο κι ιδρώτας στις παλάμες, βήμα αδέξιο.
Κάθησε. Να σου φτιάξω κάτι να τσιμπήσεις; Να βάλω να πιεις;
Ούτε να φάει, ούτε να πιει. Δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή του αλλά ζήτησε ένα τσιγάρο. Δεν του δώσαμε από τα βιομηχανικά. Του στρίψαμε ένα να το φχαριστηθεί.  Άφησε πλάι στην καρέκλα, μια πλαστική σακούλα που είχε μέσα μια οδοντόβουρτσα τυλιγμένη σε χαρτί κουζίνας, ένα σώβρακο, το παντελόνι της πιτζάμας, τον φορτιστή του κινητού, ένα κουκλάκι πάνινο της κόρης του και δυο μετάλλια. Το ένα αργυρό, το άλλο χάλκινο.
Τον έδιωξε απόψε η γυναίκα του από το σπίτι. Δεν είχε πού να πάει. Κι ούτε λεφτά για ξενοδοχείο. Τηλεφώνησε στην πρώην του, που κάτι γιόρταζε απόψε μαζί μας και τον υποδεχτήκαμε στο σπίτι. Κάπνιζε ρουφώντας ελαφρά τον καπνό. Χλώμιασε κι άλλο. Του έδωσα ένα ποτήρι νερό. Δεν μιλούσε. Και τι να πει; Τα ξέραμε όλα ήδη και ήξερε πως ξέραμε.
Πως δηλαδή πήγε και παντρεύτηκε μια γυναίκα που ποτέ δεν ερωτεύτηκε, πολλά χρόνια μεγαλύτερή του, δεσποτική, αδιάφορη γι' αυτόν και τον πρωταθλητισμό του, κλεισμένη σε ένα σπίτι- φρούριο των 95 τετραγωνικών, ψυχαναγκαστική με την καθαριότητα και τα ωράρια, που είχε την πρόνοια, πριν τα ωάριά της κατεβάσουν ρολά να μείνει έγκυος με τον αθλητή του άλματος επί κοντώ.
Όταν τον γνώρισε η φίλη μας, αυτός ήδη προπονούταν επαγγελματικά, ενώ εκείνη ήταν γυμνάστρια σε σχολείο. Είχαν συναντηθεί σε κάποιον σύλλογο και ενώ ήταν ήδη παντρεμένος, λίγους μήνες πριν, της την έπεσε στεγνά και λίγο καιρό μετά σχεδόν συζούσαν, ενώ η τροφός του περίμενε καρτερικά να τελειώσει το ειδύλλιο και να επιστρέψει σε κείνη. Ήξερε πως καμία γυναίκα δεν θα έπαιζε το ίδιο καλά το ρόλο της, να παρέχει στέγη (νεόδμητο σε καλή περιοχή), τροφή (μαγειρευτό της πεθεράς του στον κάτω όροφο), χαρτζιλίκι (ο πρωταθλητισμός είναι όλα ή τίποτα και προς το παρόν ήταν κοντά στο τίποτα από οικονομική άποψη) και όλη την ασφάλεια που ζητούσε ένας απένταρος αθλητής προκειμένου  από φέρελπις να μετατραπεί σε πρωταθλητή. Σε αντάλλαγμα θα της πρόσφερε το σπέρμα του και ένα στέρνο να κουρνιάζει το κεφάλι της τους χειμώνες.
Όμως αυτός κάθε μέρα έβλεπε γυμνασμένα μπούτια σε καυτά σορτσάκια, τουρλωτά κωλαράκια, γραμμωμένες κοιλιές που πρόβαλλαν γυμνές, στητά στήθη, ιδρωμένα κορμιά, ασθμαίνοντα στην εξάσκηση. Αλλά κυρίως έβλεπε το όμοιό του, σώματα που έδιναν μάχη με την αντοχή και είχαν προορισμό την υπέρβαση του ορίου τους. Όπως στο Συμπόσιο του Πλάτωνος, όπου εκθειάζεται η ομοφυλοφιλία, που' ναι η αγάπη για το όμοιό μας: "Λένε βέβαια μερικοί γι΄αυτούς ότι είναι αναίσχυντοι, αλλά δεν το κάνουν αυτό από αναισχυντία, αλλά από θάρρος και ανδρεία και αρρενωπότητα, προτιμώντας το όμοιό τους".
Αυτός δεν ένιωθε ομοφυλόφιλος αλλά ομοψυχόφιλος. Ένιωθε πως με τις συναθλήτριές του κάτι τον έδενε, κάτι βαθύ. Κι έτσι το ένα αίσθημα έγινε δύο και ο μονοψήφιος αριθμός ερωμένων έγινε διψήφιος. Και όσο αυξανόταν η καταπίεση στο σπίτι, τόσο ξέδινε σε ξένα κορμιά, κι όσο ξέδινε, τόσο περισσότερο δεν κέρδιζε ούτε τα προς το ζην, κι όσο έμενε άφραγκος, τόσο μεγάλωνε η εξάρτησή του από την τροφό και τόσο θεωρούσε αδιανόητο είτε να χωρίσει, είτε να σταματήσει το σήριαλ φάκιν.
Ώσπου κάποτε έκανε κι αυτό που θεωρούσε ταμπού μέχρι τότε, να πηδήξει κάποια γκομενα στις τουαλέτες της προπόνησης. Για την ακρίβεια, με αυτή τη γυναίκα είχε διατηρηθεί η σχέση για καιρό, το σκέφτονταν κι οι δυο να ζήσουν μαζί, ήταν η πρώτη φορά που του περνούσε από το μυαλό να δραπετεύσει από την μέγγενη της οικογενειακής εστίας, που είχε μπει με τη θέλησή του - αλλά και τι είναι η βούληση όταν δεν έχεις άλλη επιλογή με κάτι γονείς που ποτέ δε μπόρεσαν να τον στηρίξουν  στα μεγάλα του όνειρα και μια φυσική προδιάθεση στην ανημποριά ο ίδιος.
Όμως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτό από τον συναθλητή της ερωμένης του, έναν Χρυσαυγίτη, που δεν θα μάθουμε ποτέ αν έδρασε έτσι επειδή την ποθούσε, ή αν στο ταραγμένο του κεφάλι ήταν ηθικά κατακριτέο αυτό που έκανε ο παντρεμένος και όφειλε να τιμωρηθεί.
Έτσι ώστε όχι μόνο ανέβηκε στη λεκάνη και κατέγραψε στο κινητό του το ζευγάρι που έκανε σεξ, αλλά φρόντισε να ενημερώσει την απατημένη σύζυγο με το πιο κατάλληλο πειστήριο.
Τώρα μπροστά μας δεν ήταν πια ένας μπρατσωμένος άντρακλας, για τις σεξουαλικές επιδόσεις του οποίου είχαμε πληροφορηθεί παλιότερα από την φίλη μας που μάλιστα μεγάλη καρδιά εκείνη, μας άφηνε να τον ζαχαρώνουμε. Μπροστά μας ήταν ένα ερείπιο. Ένα υπέροχο εξωτικό πουλί που το είχαν διώξει απ΄το κλουβί και που φαινόταν πως δεν ηξερε να ζήσει εκτός φυλακής.
Καθώς γυρνούσα απ' την κουζίνα με μια ποικιλία ούζου για πάρτη του, την ακούμπησα μπροστά του κι έπειτα βρήκα την ευκαιρία να τον πλησιάσω απο πίσω, χούφτωσα τα δυο του μπράτσα, έσκυψα κοντά στο αυτί του, μύρισα θέλοντας και μη το άρωμά του ώστε να μου κοπούν τα γόνατα και του είπα:
Η Χρυσή Αυγή θα μας κλείσει και τα σπίτια.
Γέλασε αυθόρμητα και στράφηκε κατά το μέρος μου, έτσι ώστε η ανάσα του πέρασε από τα ρουθούνια μου καρφί στο σημείο του εγκεφάλου που εκκρίνει την ορμόνη του έρωτα. Κι εκείνος είδε στο δικό μου χαμόγελο ένα ακόμη φιλόξενο κλουβί διαθέσιμο για την σπάνια ομορφιά του.
Μια από τις επόμενες μέρες μια ομάδα νταγλαράδων, ομοϊδεατών του καταδότη, θα του έστηνε ενέδρα έξω από το στάδιο για να μετατρέψουν το παραδείσιο πτηνό σε κάτι που μόνο αποστροφή προκαλεί. Δεν είδε ποιοι τον χτύπησαν. Του έκαναν κεφαλοκλείδωμα, του πέρασαν πισώπλατα, πάντα πισώπλατα, στο κεφάλι μια πλαστική σακούλα σούπερμαρκετ ίδια με κείνη που' χε το πάνινο κουκλάκι της κόρης του και τον χτυπούσαν παντού. Παραγγελιά της γυναίκας του στον καταδότη. Μόνο που την κουκούλα, την πλαστική, τη φορούσε τώρα το θύμα όχι ο καταδότης.
Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο μας παρέδωσαν τα υπάρχοντά του σε μια άλλη πλαστική σακούλα.
Δεν ήταν ο άντρας που θα έφερνε στο σπίτι πλαστικές σακούλες με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Ήταν αυτός που ήθελε να φέρει το χρυσό μετάλλιο αλλά έφερνε σακούλες ματωμένες, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο.

1/10/12

άρρεν αρτιμελές

Και τώρα, αν θέλεις πάλι τα ίδια να λέμε, πάλι ο κορμός του σεναρίου ίδιος με ελάχιστες παραλλαγές στην πλοκή και πάντα διαφορετικά προσωπεία κι ονόματα για να μην πλήττει το κοινό, τότε κλικ στο Χ και κλείνει η αυλαία πριν αρχίσει το έργο.
Γιατί τι να μου πουν και τι να σου πω κι εγώ, από δω ψηλά, από τον θρόνο της Μητρότητας, τα ονόματα που αποτελούν την επικαιρότητα. Ποιος ασχολείται με την επικαιρότητα όταν έχει γεύση αιωνιότητας στα χείλια...
Ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, γίνεσαι ένα σώμα που σπαράζει από τον πόνο, που σκίζεται στα δυο φέρνοντας την ύπαρξη.
Ένας κόσμος φτιαγμένος από τον άνδρα για τον άνδρα με τον άνδρα. Ένας κόσμος που άγεται και αποθεώνει το ανικανοποίητο, που το χρημα δε μπορεί να εχει τέλος. Που διψά για ισχύ, για γραβατωμένη εκμετάλλευση και επιβολή.  Που νομιμοποιεί και υπηρετεί τη βία και τη λέει σώματα ασφαλείας. Κι επειτα κάποια γραβάτα προεδρεύουσα θα την κάνει την αρπαχτή αφαιμάσσοντας τα ταμεία που γέμισαν αυτοί που ποτέ δε ρωτήθηκαν. Κι έπειτα κάποια στολή θα δυσανασχετήσει με τον ανενεργό της οπλισμό που της χρηματοδότησαν αυτοί που ποτέ δε ρωτήθηκαν. Και το χρημα θα κάνει φτερά και η ερπύστρια μπορεί να κυλήσει παραέξω.
Μου λες, γιατί ποτέ δεν αναφέρω ονόματα σε όσα γράφω. Γιατί σιχαίνομαι. Γιατί αν λεκιάσω τον χώρο μου με το όνομα του καθενός από αυτούς, πώς έπειτα θα γράψω για τον Θέοφιλο, τον ζωγράφο που έζησε στον πλάτανο... Και για κάποιον άλλο στο πιθάρι, και κάποιον σε σπηλιά, και άλλον, ακόμα πιο άσημο, Νικόλας μπορεί σε κάποιο ψιλικατζίδικο μια σταλιά της Καλλιδρομίου. Ή ακόμα πιο άσημο, κάπου αποκομμένος από αυτόν τον κόσμο.
Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι η γιαγιά μου. Από τα πιο γερά μυαλά που έχω γνωρίσει. Μόλις ακούω τη φωνή της σπάω, σπάει κι εκείνη, παριστάνουμε όπως πάντα, τις δυνατές. Που γέννησε τα τρία παιδιά της στο σπίτι. Που τη σκεφτόμουν όσο πονούσα. Ότι έτσι πρέπει να κάνουμε εμείς οι δυνατές γυναίκες. Έτσι πρέπει να γεννάμε, έτσι να ζούμε. Και θα μου μάθει και πώς πεθαίνουμε. Έτσι πρέπει να είμαστε. Ολοκληρωμένες υπάρξεις. Ούτε σκέτα μουνιά, ούτε σκέτη εικόνα, ούτε σκέτο σφουγγαροπανο, ούτε σκέτη παραγωγή, ούτε σκέτη αναπαραγωγή. Ολοκληρωμένες υπάρξεις. Τον κοιτώ με τόση προσήλωση που θα νιώθει κάποια θέρμη από το βλέμμα μου ακόμη και με τα μάτια του κλειστά. Ένα άρρεν αρτιμελές που λένε τα γραφειοκρατικά κατάστιχα. Και το όνομα αυτού Οδυσσέας.