28/6/13

αφηγήσεις από τον Κρόνο


Μια ανθρώπινη φιγούρα ανοίγει το παράθυρο λίγο πριν χαράξει. Η πολιτεία κοιμάται καθώς τα απορρίμματά της στροβιλίζονται στους άδειους δρόμους. Ρίχνει με πολύ γρήγορες κινήσεις ένα δίχτυ. Κι έπειτα ακουμπάει το σαγόνι ανάμεσα στις παλάμες, περιμένοντας καρτερικά να αλιεύσει από τα υπολείμματα του χαμένου χρόνου. Ήταν πολύ αργά για όλα και χρειαζόταν να ζει από τα αποφάγια των άλλων.

Φοράει στο πέτο ένα καρτελάκι με τον τίτλο και το λογότυπο της οργάνωσης. Πλησιάζουν γιορτές και διακοπές. Υπάρχει άφθονος ελεύθερος χρόνος. Χτυπάει πόρτες. Κάνει έρανο αγάπης. Συγκεντρώνει χρόνο για όσους δεν πρόφτασαν ν' αγαπηθούν πολύ.

Ήταν συστηματικός συλλέκτης. Όταν του αφιέρωναν χρόνο, ξεκολλούσε επιδέξια το χρονόσημο, το ύγραινε τρυφερά και το κολλούσε στο παρόν του. Κάποτε, όταν η συλλογή χρονοσήμων πλημμύρισε το χώρο, έκανε τα χέρια κουπιά και ταξίδεψε σ' ό,τι απεικόνιζε η συλλογή του. 

Χτύπησα το θυροτηλέφωνο. Με είδε από την κάμερα. Με κοιτούσε περιμένοντας να πέσουν οι υπότιτλοι. Αλλά εγώ ήμουν ασπρόμαυρη και του βωβού κινηματογράφου. Έφαγα τη σόλα του παπουτσιού μου και κοιμήθηκα στα σκαλοπάτια του περιμένοντας να τελειώσει η βαρυχειμωνιά. Κι εκείνος με έβλεπε περιμένοντας να τελειώσει το σήριαλ. Αλλά δεν είχε άλλο επεισόδιο. Ο χρόνος δεν είναι ανεξάντλητος.

αυτοφυής χορός

Και ξαφνικά 

αυτός ο τοσοδούλικος άντρας

στο άκουσμα κάποιας μελωδίας 


κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε 
κινεί τη μεσούλα του σαν ελατήριο 
και χτυπάει τις παλάμες του στα μπουτάκια του 
βγάζοντας μικρές χαρούμενες κραυγές 

ώστε εκμηδενίζονται όλα τα ντοκιμαντέρ που έχεις δει

τα σπόρια που έσκαγαν κι άπλωναν ρίζες
ο βυθός του γερο-Κουστό

μπροστά στο θαύμα του αυτοφυούς χορού 


στο σώμα ενός βρέφους εννιά μηνών...

26/6/13

#free_Kostas_Sakkas

Μπορείς να σπέρνεις το μίσος για κάθε λογής αδύναμο στον κόσμο. Μπορείς να υπηρετείς δουλοπρεπέστατα το κάθε λογής αφεντικό συγκαλύπτοντας μάλιστα τις απάτες και την ασυδοσία του. Μπορείς να προπαγανδίζεις προγονολατρικά και σωβινιστικά πολεμοχαρή δόγματα. Μπορείς να αντιμάχεσαι την ελευθερία της έκφρασης και τη διαφορετικότητα. Μπορείς. Και μάλιστα η συγκεκριμένη κοινωνία θα σε επιβραβεύσει με υπουργοποίηση. 

 Αλλά δεν μπορείς να ονειρεύεσαι έναν κόσμο χωρίς αφεντικά, χωρίς προέδρους, χωρίς διευθυντές, χωρίς προϊσταμένους, χωρίς -άρχες. Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι τον παγκόσμιο αφοπλισμό, έναν κόσμο κόσμο χωρίς τις υπερδαπανηρές μηχανές του θανάτου και ένστολους. Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι έναν κόσμο με δίκαιη κατανομή του πλούτου, χωρίς φτώχεια, εξαθλίωση, πείνα, κοινωνικές ανισότητες. Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι έναν κόσμο που όλοι θα έχουν ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην περίθαλψη.Δεν μπορείς. Η συγκεκριμένη κοινωνία θα κάνει εν ανάγκη κουρελόχαρτο το Σύνταγμα για να σαπίσεις στη φυλακή, δε θα σεβαστεί, δε θα λάβει υπόψη ούτε την απεργία πείνας σου. Θα σε συντρίψει γιατί ονειρεύτηκες τον κόσμο που είναι ο εφιάλτης τους.

Λευτεριά στον απεργό πείνας  Κώστα Σακκά, τρία χρόνια "προσωρινά" κρατούμενο.

25/6/13

Η σοφή τοποθέτηση του Άδωνη στο Υγείας

Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ως πολύ έξυπνη πολιτική κίνηση από την μεριά ενός μάτσου αχυράνθρωπων την τοποθέτηση του Άδωνη Γεωργιάδη στην ηγεσία του Υπουργείου Υγείας.

Είναι πλέον εντελώς προφανές, μετά και την υπουργοποίηση του συγκεκριμένου, ότι το ήδη χειμαζόμενο ΕΣΥ τίθεται στο στόχαστρο της πλήρους διάλυσης. Το συγκεκριμένο πρόσωπο καλείται να επιτελέσει, ως αδίστακτο φασιστοειδές, διπλό ρόλο: αφενός την εφαρμογή ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων και αφετέρου την καταστολή των κοινωνικών αναταραχών που θα προκληθούν αναμφίβολα.

Και είναι φασιστοειδές -δεν αποτελεί μομφή, δεν το αποδίδω ως βρισιά, αν και είναι, αλλά ως  ακριβέστατο πολιτικό χαρακτηρισμό: αφορά μία μηντιακή περσόνα με λαϊκό έρεισμα, που ως τέτοια λαϊκίζει χυδαία, ενώ υποπίπτει στις τυπικές φασιστικές αντιφάσεις:  εξυπηρετεί δουλοπρεπώς το μεγάλο κεφάλαιο χαϊδεύοντας τα αυτιά του μικροαστού, είναι ικανός να εφαρμόσει αυταρχικά τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα δόγματα με την επίφαση της σωτηρίας του τόπου (εν προκειμένω του ΕΣΥ).

Ταυτόχρονα, οι κυβερνώντες γνωρίζουν πως ο συγκεκριμένος νευραλγικός τομέας του Δημοσίου είναι ο πλέον ευάλωτος στην απρόσκοπτη εφαρμογή του δόγματος του σοκ, μια που είναι πρακτικά αδύνατο οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ να κηρύξουν απεργία διαρκείας. Πάντα θα λειτουργούν οι μονάδες με προσωπικό ασφαλείας. Το ΕΣΥ δεν έχει την πολυτέλεια να βάλει λουκέτο στις μονάδες του προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τον ορυμαγδό των μέτρων προς την κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ που όλα πια δείχνουν πως θα ακολουθήσει.

Γι' αυτό είναι επιτακτική ανάγκη αντί να ακονίζουμε το σαχλό μας χιουμοράκι με τα φασιστοειδή -με τους ακροδεξιούς δεν κάνουμε χαβαλέ, όπως δεν θα κάναμε με τους αξιωματικούς των SS- να είμαστε σε εγρήγορση για ό,τι θα συμβεί από 'δω και πέρα.


22/6/13

Η αντίστροφη του Ματαρόα πορεία

Ζει στη Βοστόνη και εργάζεται στο ΜΙΤ, ένα από τα επιφανέστερα πανεπιστημιακά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Και θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ζει στις Βρυξέλλες και εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε μάλλον ιδανικό εργασιακό περιβάλλον. Και θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ζει στο Λονδίνο και εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία, κερδίζοντας πολλά χρήματα.

 Είναι αμέτρητοι οι νέοι άνθρωποι, που επειδή είναι ικανότατοι και υπερπτυχιούχοι έχουν εξασφαλίσει περίοπτα πόστα στο εξωτερικό, με αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες και πολύ ικανοποιητικές αμοιβές. Είναι σχεδόν βέβαιο πως μόλις επιστρέψουν, θα πάρουν την κατιούσα επαγγελματικά, θα κάψουν την προοπτική καριέρας. Ομως, σου λένε πως θέλουν να τα παρατήσουν όλα για να γυρίσουν στα πάτρια εδάφη. Όποτε τυχαίνει να με ρωτήσουν σχετικά με την απόφασή τους να επαναπατριστούν, δεν ξέρω τι να τους πω. Οσο κι αν μου έχουν λείψει, όσο κι αν η καθημερινή επικοινωνία μας με τόσα μέσα δεν μπορεί να υποκαταστήσει μια βραδιά που θα περάσουμε μαζί, δεν τολμώ να υποστηρίξω μια τέτοια παράλογη απόφαση.

Κι όταν αναρωτιέμαι γιατί κι εγώ δεν ξαναφεύγω στο εξωτερικό, καταλήγω σε μιαν αντίφαση, πως ενώ νιώθω να ασφυκτιώ στην Ελλάδα, συγχρόνως δεν θέλω να το βάλω στα πόδια πια, δεν θέλω να τους κάνουμε τη χάρη. Και μόλις έχω δώσει αυτή την απάντηση, κοιτάζω τα παιδιά μου και ντρέπομαι που εγκατέλειψα την ήρεμη ζωή που προοιωνιζόταν για μας στο εξωτερικό για να τα φέρω να ζήσουν σ' αυτόν τον τόπο.

Εναν τόπο που κυβερνάται από ξεδιάντροπους αχυράνθρωπους, που πραξικοπηματικά καταστέλλουν τη λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης προκειμένου να την πουλήσουν κοψοχρονιά, όπως και κάθε περιουσία του Δημοσίου, στους ιδιώτες επενδυτές. Εναν τόπο που κυβερνάται από ανίκανους να κυνηγήσουν τους μεγαλο-οφειλέτες του Δημοσίου, ενώ έχουν ωθήσει στην απόγνωση εκατομμύρια νοικοκυριά.

Ο τόπος αυτός σκοτώνει, σπρώχνοντας ανθρώπους στην αυτοκτονία. Ο τόπος αυτός δολοφονεί με τον εξαγριωμένο, διεφθαρμένο και ανεξέλεγκτο κατασταλτικό μηχανισμό του: είναι πια υπερβολικά πολλά τα «μεμονωμένα περιστατικά» αστυνομικής βίας και τυγχάνουν παραδειγματικής ατιμωρησίας. Ο τόπος αυτός σκοτώνει απολύοντας γιατρούς, κλείνοντας νοσοκομεία, αφήνοντας το ΕΣΥ να ρημάξει, χωρίς εξοπλισμό, χωρίς φάρμακα. Ο τόπος αυτός έχει μια κυβέρνηση που όχι μόνο δεν προβαίνει στο διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους, αλλά ηγείται αυτής κάποιος που επικαλείται τη βοήθεια της Παναγίας για τα εθνικά ζητήματα και επιτρέπει σε παραθρησκευτικές οργανώσεις, σε αγαστή συνεργασία με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, να τραμπουκίζουν πολιτιστικά δρώμενα.

Ενας τόπος που βιώνει το πιο εφιαλτικό σενάριο, την άνοδο του ναζισμού. Ενα τόπος που του έλαχε μία Αριστερά που αδυνατεί να ξεπεράσει την παιδική της αρρώστια, της εσωστρέφειας και του αλληλοσπαραγμού, ώστε να συγκροτήσει επιτέλους ένα ενιαίο, αρραγές αντιφασιστικό μέτωπο. Ενας τόπος που αποδείχθηκε πως συντηρούσε και αξίωνε μια καταγέλαστη ιντελιγκέντσια, καλοθρεμμένη από κρατικές επιχορηγήσεις και κοκτέιλ πάρτι με οικονομικούς παράγοντες, που τώρα με περίσσιο θράσος κουνάει το δάχτυλο στα θύματα της κρίσης, εξακολουθώντας παράλληλα να παίζει το ρόλο του υποτακτικού στα κάθε λογής αφεντικά της.

 Κι όμως, δεν είναι αυτός ο τόπος που νοσταλγούν τα αποδημητικά πουλιά, οι φίλοι μας. Αυτό που περιγράφω είναι η δυστοπία μασκαρεμένη με φανταζί ευφημισμούς: ασφάλεια, ανάπτυξη, μεταρρύθμιση, διαρθρωτικές αλλαγές κ.λπ. Εμάς είναι άλλος ο τόπος μας, είναι η γεωγραφία των προσώπων. Δεν ξέρω πώς γίνεται, ακόμη και για όσους από μας δεν σημαίνει τίποτα η πατρίδα και η σημαία, να σπαράζουμε γι' αυτόν τον τόπο, ξεχνώντας πάλι και πάλι το λόγο του ποιητή, πως αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Ξεχνώντας πως αυτό το χώμα είναι και δικό τους και πως βγήκαν από τις τρύπες τους, που ζέχνουν αποσύνθεση και θάνατο, να το διεκδικήσουν πάλι. Δεν ξέρω πώς γίνεται να θέλουν οι φίλοι μου να επιστρέψουν σε έναν τόπο που βουλιάζει στο ζόφο, δεν ξέρω πώς γίνεται να θέλω κι εγώ να επιστρέψουν, δεν ξέρω πώς γίνεται να μη θέλω να φύγω. Ξέρω ότι γίνεται.

21/6/13

πατατοφάγοι

Βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω μερικές πατάτες από το καλάθι. Τις βρίσκω σκεπασμένες με μια καρώ πετσέτα.

Θυμάμαι το μάθημα βιολογίας στο σχολείο, κάτι γνώσεις τσακισμένες από τον χρόνο αλλά κυρίως από το σιχαμερό apparatus που συνέθλιψε τη γεωγραφία των πίσω θρανίων, για την τοξικότητα της σολανίνης στις πατάτες. Ανακαλώ στη μνήμη κάτι σαν οδηγίες πως θα πρέπει να φυλάσσονται σε δροσερό και σκιερό μέρος για να μην πρασινίζουν. Αναλογίζομαι για μια στιγμή την απρονοησία μου να τις αφήνω κάτω απ΄τον ήλιο, κι από την άλλη, αναρωτιέμαι αν ξέρω έστω κι έναν να έχει πάθει δηλητηρίαση από πατάτα.

Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Σημασία έχει πως δεν ήταν καθόλου στα καθήκοντα της γυναίκας που έρχεται μια φορά τη βδομάδα και με βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού να μας προστατεύει από μια πιθανή τροφική δηλητηρίαση. Σκέπασε τις πατάτες να μην τις πρασινίσει ο ήλιος. Κι όπως τραβάω την πετσέτα νιώθω σαν αγκαλιά την τρυφερότητα της πράξης της.

Μετά, θέλοντας ν' ανταποδώσω άρρητα την αβροφροσύνη της, θα την κατεβάσω με το αυτοκίνητο ως το σπίτι, γιατί είχα δήθεν κάποια δουλειά που δεν έπαιρνε αναβολή στο κέντρο.
Και στο δρόμο θα μου αφηγηθεί εν είδει ανδραγαθίας το ξεπάστρεμα των μεταναστών της νυν ευρύτερης μέσης ανατολής από τους νεοναζήδες, κι ας είναι εκείνη μετανάστρια του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Τώρα πια μπορεί, λέει, να βρει παγκάκι να καθήσει στην πλατεία Αττικής. Τώρα πια, δε φοβάται να περπατήσει στη γειτονιά της, εκεί γύρω.

Μετά, θα αναρωτηθεί πού να κρύβονται τώρα και δεν εμφανίζονται στην πλατεία και θα συμφωνήσει πως είναι στιβαγμένοι στα σαράντα τετραγωνικά που συγκατοικούν δέκα άτομα μαζί, και θα τους συμπονέσει το ίδιο αναγνωρίζοντας πως τρώνε όλοι μαζί σκέτο ρύζι από το καζάνι.

Δεν είναι καν οι πατατοφάγοι του Βαν Γκογκ που τρώνε σαν οικογένεια γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι. Είναι πολυτέλεια οι πατάτες γι' αυτούς. Είναι πολυτέλεια τα τραπεζομάντηλα και τα σερβίτσια γι' αυτούς. Είναι πολυτέλεια το λάδι που χρειάζεται για να ψηθεί η πατάτα. Τα στρωμένα τραπέζια χρειάζονται και μια οικογένεια γύρω. Κι αυτοί δεν έχουν.






Τρώνε ρύζι με τις χούφτες τους και κοιμούνται στρωματσάδα δέκα άντρες μαζί. Το ξέρει. Και ξέρει πως αν δικαιούνται κι αυτοί λίγο οξυγόνο, δε θα το βρουν στο διαμέρισμα που είναι ασφυκτικά συγχρωτισμένοι. Θα το βρουν έξω στην πλατεία.

Αλλά ποιος θέλει να βλέπει λεκέδες στα πλακάκια; Έμαθε κι εκείνη, όπως οι περισσότεροι, πως τη βία που δέχεσαι από τους από πάνω την εκτονώνεις στους από κάτω. Αυτό το μάθημα το διδάσκουν τα σχολεία όλου του κόσμου και μάλιστα τόσο καλά, που είναι απίθανο να το ξεχάσεις ποτέ. Κι είναι πιο τοξικό από κάθε σολανίνη.

19/6/13

τα μικρά όχι, τα μεγάλα λόγια και τα ουτιδανά γκρούπις

Και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά σου ένα στιγμιότυπο που απεικονίζει έναν καλλιτέχνη, της λεγόμενης ποιοτικής μουσικής (συγκρινόμενη με σύγχρονους και εγχώριους σκυλοπόπ, όχι και με τον Ιάννη Ξενάκη ή τον Μάρκο Βαμβακάρη, για να ξέρουμε τι λέμε) αγκαλιά και χαμογελαστό με έναν ακροδεξιό πολιτικό, για να μην πω φασίστα και διαρρήξει πάλι κανένας εφησυχασμένος τα ιμάτιά του.





Βλέποντάς το, σχολιάζω στον τοίχο μου: "Εξαιρετικά! Έτσι, να χαριεντίζεστε με τον κάθε ακροδεξιό και μετά να πουλάτε οργίλα στάτους στο facebook, κύριε Κραουνάκη. Αυτό περιμέναμε από σας...." πράγμα που επιδοκιμάστηκε μέσα σε λίγη ώρα από καμιά εβδομηνταριά άτομα και προκάλεσε την μήνιν φίλου του Κραουνάκη που κατηγόρησε εμένα και άλλους πως δεν ξέρουμε λεπτομέρειες και άλλες τέτοιες προφάσεις εν αμαρτίαις. Προφανώς δεν ενδιαφέρουν κανέναν οι λεπτομέρειες, εάν δηλαδή επρόκειτο για κοπή πίτας ή για οπoιαδήποτε άλλη περίσταση. Ή χαριεντίζεσαι με τέτοια άτομα ή όχι. 

Και όταν ως δημόσιο πρόσωπο προτιμάς να χαριεντίζεσαι μαζί τους αντί να τους έχεις δηλώσει έντιμα "δεν φωτογραφίζομαι με ακροδεξιούς, κύριε", ώστε να έχεις και μια συνέπεια λόγου-έργου, τότε οφείλεις να υποστείς την κριτική. Που όπως φαίνεται από την εκφορά του λόγου μου και καλόπιστη ήταν και κόσμια.

Λίγες ώρες μετά, το συγκεκριμένο μου στάτους λογοκρίθηκε και αφαιρέθηκε από το facebook. Για να φτάσει να αφαιρεθεί ένα ποστάρισμα στο FB χρειάζονται πολλές αναφορές. 


Επομένως, όπως είναι φανερό, έπεσε σύρμα για να αφαιρεθεί ο επίμαχος σχολιασμός: "Εξαιρετικά! Έτσι, να χαριεντίζεστε με τον κάθε ακροδεξιό και μετά να πουλάτε οργίλα στάτους στο facebook, κύριε Κραουνάκη. Αυτό περιμέναμε από σας....

Όπως ο καθένας μπορεί να κρίνει δεν πρόκειται για υβριστικό σχολιασμό, γίνεται χρήση του πληθυντικού ευγενείας και δεν επισημαίνει παρά το εντελώς προφανές: δεν σας ανάγκασε, κύριε Κραουνάκη, κανένας με το πιστόλι στον κρόταφο να φωτογραφηθείτε περιχαρής αγκαλιά με τον Άδωνη. 

"Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε."
Αν δεν μπορείτε να πείτε ένα μικρό όχι, στο να φωτογραφηθείτε με τον Άδωνη, αν δεν μπορείτε να τραβήξετε την ελάχιστη κόκκινη γραμμή, δεν μας πείθετε για τα μεγάλα λόγια. 

Όσο για τα τιποτένια γκρούπις που ως γνήσιοι ταλιμπάν κάνατε αναφορά για να πέσει το συγκεκριμένο στάτους, λυπάμαι αλλά δεν ήταν το σχόλιό μου αυτό που σας έκανε έξαλλους, είναι το ίδιο το στιγμιότυπο, είναι η ίδια σας η φύση, αυτή του φανατικού, που εκδηλώθηκε.


 


17/6/13

Βιβλιοπαρουσίαση στο Polis Art Cafe, Τρίτη 18 Ιούνη


"έχε το νου σου στο παιδί..."

Θα τάιζες το παιδί σου τζανκ φουντ; Αν όχι, τότε γιατί να του προσφέρεις πνευματική τροφή τα σκουπίδια της παιδικής υποκουλτούρας; Αυτά αναρωτιέμαι όταν καμιά φορά ακούω παιδάκια να τραγουδούν στίχους όλο ερωτικό υπονοούμενο, νεοελληνικό νταλκά κι ευτελές χιούμορ σε τσιφτετελοειδές τέμπο. Σε μερικά χρόνια, αν όχι ήδη, θ’ ακούνε τους καινούργιους Πλούταρχους και Νότηδες, χτίζοντας πνευματική συγγένεια με τους υμνητές του φασισμού.
Στον αντίποδα, το Τρίτο Πρόγραμμα έδινε τη δυνατότητα σε όλους εμάς που δεν έχουμε κάποια μεγαλοαστική καταγωγή να εξοικειωθούμε οι ίδιοι και να φέρουμε τα παιδιά μας σε επαφή με την κλασική μουσική, ανεπιτήδευτα, ομαλά, σαν κομμάτι της καθημερινότητας. Στον αντίποδα στέκονται και τα διαχρονικά τραγούδια της Λιλιπούπολης, της Ντενεκεδούπολης της Ευγενίας Φακίνου και της Φρουτοπίας του Ευγένιου Τριβιζά. Κάποιοι είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε με παραμύθια που έγραψαν σπουδαίοι συγγραφείς και που, διόλου τυχαία, τα στήριξε και τα προώθησε η ΕΡΤ, δημιουργώντας μια παράδοση δεκαετιών ποιοτικής παιδικής ζώνης που έφτανε μέχρι σήμερα. Είναι αδύνατο ν’ απαριθμήσω όλες τις εξαιρετικές μεταφορές παιδικών βιβλίων στη μικρή οθόνη. Ενδεικτικά θυμάμαι Το καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη, τον Θησαυρό της Βαγίας της Ζωρζ Σαρρή, τον Κήπο με τα αγάλματα της Ελένης Σαραντίτη.
Περίπου τριάντα χρόνια πριν, η ΕΡΤ πρόβαλλε «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον», μια παιδική σειρά που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο για το οποίο βραβεύθηκε με Νόμπελ η συγγραφέας του, Σέλμα Λάγκερλεφ. Από την ίδια συχνότητα παρακολουθούσαμε τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Εξυπερύ αλλά και τον «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες» του Ιουλίου Βερν. Όμως και πιο πρόσφατα, οι «Μικροί Αϊνστάιν», πάλι από την ΕΤ-1, ήταν μια παιδική εκπομπή κινουμένων σχεδίων, όπου μια παρέα πέντε παιδιών ταξίδευαν σε κάθε επεισόδιο σε άλλο σημείο του πλανήτη και επικεντρώνονταν σε έναν εικαστικό καλλιτέχνη και έναν κλασικό συνθέτη.
Και τα τέσσερα παραδείγματα, που ενδεικτικά σταχυολόγησα εδώ, χαρακτηρίζονται από μια κοσμοπολίτικη ματιά, έτσι καθώς οι κεντρικοί τους ήρωες περιπλανώνται ανά την υφήλιο, γνωρίζοντας τον κόσμο με ένα πνεύμα που διαπνέεται από ανθρωπιστικές αξίες. Μπορεί κανείς να αναλογιστεί σε πόσο ευθεία αντίθεση έρχονται οι αξίες που προβάλλονται μέσα από τα συγκεκριμένα έργα, με την αναδίπλωση στον φασισμό που ενισχύεται πια με όλα τα μέσα.
Από την άλλη, η ιδιωτική τηλεόραση και ραδιοφωνία δεν έχουν να επιδείξουν εφάμιλλα προϊόντα κουλτούρας που απευθύνονται στο παιδί. Οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί δεν διατηρούν καν ζώνη παιδικού προγράμματος, κι όσο για τα κανάλια που προβάλλουν παιδικές σειρές εναπόκειται στην κρίση του καθενός να εξαγάγει τα συμπεράσματά του για την αισθητική και τα νοήματα που προάγουν.
Η κόρη μου μού ζητάει να της βάλω «μπαλετική μουσική» στο τρανζιστοράκι, εννοώντας το Γ΄ Πρόγραμμα, για ν’ αποκοιμηθεί. Και η σιωπή από τη ραδιοσυχνότητα αντηχεί εκκωφαντική στο παιδικό υπνοδωμάτιο – μαζί με τη δική μου σιωπή που δεν ξέρω τι να πω στο παιδί, μαζί με τη σιωπή που θέλησαν να μας επιβάλλουν. «Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους», όπως είπε κι ο ποιητής.

εκκωφαντική σιωπή




Η ησυχία μας τύλιγε σαν κρύα αγκαλιά τις νύχτες του καλοκαιριού. Οι νύχτες πέφτουν βαριά φτιασιδωμένες στην ορεινή επαρχία. Οι διακόπτες κατεβαίνουν νωρίς σε κάθε συσκευή που εκπέμπει φως. Οι κακόφωτοι πυλώνες δε μπόρεσαν ποτέ να υψώσουν τ’ ανάστημά τους. 

Κι έβγαινε η νύχτα με την ξαστεριά της, έριχνε τ’ αστέρια της σε φωτεινές τροχιές. Ή φορούσε το μαργαριτάρι του ουρανού κι εμφανιζόταν πιο επιβλητική από ποτέ. Στο φόντο, ο πιο κατάλληλος ηχος για την έλευσή της: πυκνή-πυκνή σιωπή. Μόνο κανένα τριζόνι, κανένα σκυλί τη διέκοπτε για λίγο. Κι έπειτα πάλι ο τόπος βούλιαζε στη σιγαλιά. 

Τριγύρω βουνά σπαρμένα με συστάδες φωτός εδώ κι εκεί. Ένα χωριό ανατολικά, ένα άλλο βόρεια. Διακρίναμε τις κορυφογραμμές μες στο σκοτάδι κι εγώ περίμενα ν’ ακούσω το ουρλιαχτό κάποιου λύκου. Αφού υπήρχαν αλεπούδες, και το μαθαίναμε από τα κοτέτσια που ρήμαζαν, θα υπήρχαν και λύκοι. 

Αίσωπο είχαμε. Τον πιο μαγικό παππού που θα μπορούσε να μου τύχει. Δεν ξέρω. Μπορεί ως πατέρας να μην επέδειξε όλη τη μέριμνα και τον ζήλο για την ανατροφή τους. Δεν ξέρω. Μπορεί ως σύζυγος να ήταν εκνευριστικά αφελής, ανεύθυνος κι όλα αυτά τα παιδιάστικα χαρακτηριστικά που μισούν οι γυναίκες στους άντρες τους. Δεν ξέρω. Μπορεί ως συνέταιρος να ήταν ανοργάνωτος, απονήρευτος κι όλα αυτά που μισούν οι άλλοι συνέταιροι. Αλλά ως παππούς υπήρξε μαγικός. Μ' έκανε να γελάω και να ονειρεύομαι εξίσου. Όπως οι άντρες που αργότερα θα ερωτευόμουν.

Στις μέρες του καύσωνα, μας έκανε τη νύχτα μια μεγάλη στρωματσάδα στην αυλή, όλα τα εγγόνια, παραταγμένα μικροσκοπικά κορμάκια το ένα πλάι στο άλλο, και μας αφηγούταν τόσο παραστατικά κάτι παραμύθια που έμπλεκαν με απίθανο τρόπο από τον Καραγκιόζη μέχρι τον Μίνωα, τον Μεγαλέξανδρο με την αδερφή του τη γοργόνα ως την αλεπού και τη χελώνα. 

Όταν πια μεγάλωσα, όταν δε χρειαζόταν να μου λέει παραμύθια για να κοιμηθώ, κι ενώ η πυκνή σιωπή δεν έπαψε ποτέ ν’ απλώνεται στην ορεινή επαρχία όπου ζει το γεροντάκι μου, τον άκουγα ν’ αποκοιμιέται με το ραδιοφωνάκι συντονισμένο στη μόνη συχνότητα που έφτανε στ’ απόμερα εδάφη που έζησε όλη του τη ζωή, τον άκουγα να μουρμουρίζει παλιά λαϊκά. Κάποιο βράδυ, γύρισε το κουμπάκι κι ο σταθμός είχε σιγήσει. Κάποιο βράδυ, βύθισαν στη σιωπή τις κουβέντες και τις μουσικές που αποκοίμιζαν τον παππού μας. 

'Έσβησε το τρανζιστοράκι, μην καίει τη μπαταρία και έκλεισε τα μάτια του. Ήξερε σε ποιον τόπο κοιμόταν.

15/6/13

Η επιτομή του παραλογισμού

Η επιτομή του παραλογισμού: να μέμφεσαι την Αριστερά πως υπερασπιζόμενη την ΕΡΤ στηρίζει τις μισθολογικές ανισότητες μεταξύ εργαζομένων, τις ανισότητες που προκάλεσε το ιδιότυπο πάντρεμα του νεοφιλελευθερισμού με το πελατειακό σύστημα που στηρίζουν σθεναρά οι κατήγοροι.
Στον πυρήνα της αριστερής ιδεολογίας ενυπάρχει το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνεκδοχικά η μάχη κατά των κοινωνικών ανισοτήτων. Βάσει ποιας λογικής ακριβώς βρεθήκαμε να κατηγορούμαστε πως με τη στήριξή μας στην ΕΡΤ, παρέχουμε στήριξη και στους κομματικά διορισμένους διοικητικούς και δημοσιογράφους που εισέπρατταν τα εξωφρενικά ποσά που διαδίδονται;
Καμία λογική δεν υπάρχει πίσω από μια τέτοια μομφή. Δεν είναι και δεν πρέπει όμως να αντιμετωπίζεται ως άλλο ένα έωλο επιχείρημα. Είναι κατασκευασμένο από τον μνημονιακό εσμό για να θολώσει τα νερά, να λασπολογήσει, να αποπροσανατολίσει, να αποποιηθεί τις ευθύνες του για τη στήριξή του σε πολιτικές και σε οικονομικά συστήματα που παράγουν και διαιωνίζουν τις ανισότητες.

12/6/13

η σιωπή και το σκοτάδι

Τη Δευτέρα το βράδυ άκουγα στην ΕΡΑ 2 ένα γεροντάκι της διασποράς να επαναλαμβάνει στον παραγωγό, από την άλλη άκρη του πλανήτη, ευχαριστίες κι ευχές «για τη συντροφιά που μας κρατάς».
Τη δολοφόνησαν τη συντροφιά, παππού, νομίζοντας πως θα βουλιάξουμε στο μαύρο σκοτάδι του γυαλιού, στην ανατριχιαστική σιωπή της ραδιοσυχνότητας της ΕΡΤ. 
Δεν έχει πάρει το μάθημά της η Δεξιά πως και με όλα τα μέσα με το μέρος της (τα μμε, τους μπάτσους, τα στρατά, τους πράκτορες, τους παρακρατικούς κλπ), πάλι χαμένη θα είναι.

11/6/13

Απόψε στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη

Με αφορμή ένα πρόσφατο κείμενό μου στην "Ελευθεροτυπία"  με κάλεσαν από το Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννη να συμμετέχω στη συζήτηση που θα προηγηθεί της προβολής.


Τρίτη 11 Ιουνίου 2013
 
Με αφορμή τη συμπλήρωση 92 χρόνων από τη γέννηση
του Μιχάλη Κακογιάννη

"Πάνω, Κάτω και Πλαγίως"

Πριν την προβολή της ταινίας ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Μανιώτης και η συγγραφέας, αρθρογράφος και blogger Niemandsrose εκφράζουν επίκαιρες απόψεις με αφορμή την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη.


Είσοδος ελεύθερη. Πληροφορίες εδώ.



Κεντρικό θέμα του «Πάνω Κάτω και Πλαγίως» είναι
 αυτό το απερίγραπτο μωσαϊκό της ζωής στη σύγχρονη Αθήνα.
Μιχάλης Κακογιάννης

Το «Πάνω Κάτω και Πλαγίως» είναι κωμωδία υποδόρια, κατά κάποιον τρόπο, που εμπεριέχει όλη τη φρίκη που ζούμε καθημερινά σ` αυτήν την πόλη: από την αγωνία του να βρεις ταξί ως τις τρομοκρατικές ενέργειες. Δεν αφήνει τίποτα απ` όσα μας απασχολούν χωρίς να το σχολιάσει. Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι εντάσεις και η έννοια της συμφιλίωσης βρίσκονται κάτω από τη συνεχή καταγραφή του φακού της κινηματογραφικής μηχανής, προβάλλοντας καταστάσεις άλλοτε οργιώδεις και άλλοτε λυτρωτικές.

Μια σειρά από εξωφρενικά γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο στη σύγχρονη Αθήνα και στα οποία συμμετέχουν λυρικές καλλιτέχνιδες, ναύτες, ταξιτζήδες και τραβεστί, η 17 Νοέμβρη και η… Μαρία Κάλλας, έχουν σαν αποτέλεσμα να φέρουν πιο κοντά μια μητέρα στον έφηβο γιo της.

Ο κριτικός Byron Ayanoglu στο περιοδικό “Now” του Καναδά (Τορόντο) γράφει για την ταινία «Πάνω Κάτω και Πλαγίως»: 

"Η συνδυασμένη επίθεση αυτού του υποψήφιου για Όσκαρ (για τον Ζορμπά, το 1964) σκηνοθέτη, και της επί μακρόν πρωταγωνίστριάς του, της πρώτης τραγωδού Ειρήνης Παπά, αποτελεί μια δύναμη που στην πατρίδα μου κανείς δεν της αντιστέκεται. Αυτοί οι δύο είναι θεοί σε μια χώρα που λατρεύει τον Θέσπη. Όταν αυτοί μιλάνε, οι Έλληνες ακούνε.

Το έργο αναγκάζει τους έντιμους Έλληνες να κάνουν μια διπλή βουτιά στους ηθικούς τους εφιάλτες. Αυτό καθρεφτίζεται στους ίδιους τους πρωταγωνιστές, όταν αποκαλύπτεται η φάρσα και ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλο. Με τις αναφορές του σκηνοθέτη στην πανταχού παρούσα τραγωδία, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής κωμωδίας, καθώς και με τα θαυμάσια πορτραίτα του, σκιαγραφεί την σημερινή φρενήρη και χαοτική πραγματικότητα.
"

 Ελάτε να τα πούμε από κοντά!
 

9/6/13

τα πολύτιμα



Καλοκαίρι στ’ ανατολικά παράλια του νησιού. Ανεβαίναμε στο ΚΤΕΛ και μετά οτοστόπ. Σκαρφαλώναμε στην καρότσα του τυχαίου αγροτικού για την κατάβαση στο παραθαλάσσιο ψαροχώρι. Κι  ούτε ξέραμε τι πολύτιμα κουβαλούσαμε. Όλο το δέρμα μας χρυσάφι. Οχτώ μάτια να λαμποκοπούν νύχτα-μέρα, να ξενυχτούν, να καταπίνουν ζωή, να ερωτεύονται και ν' αστράφτουν, ν’ αστράφτουν. Τέσσερα γέλια ορυκτά. Ξαπλώναμε χαράματα με μπερδεμένα σώματα και μαλλιά, όπως τις παρθένες του Κλιμτ. Και στ’ αυτιά μου ηχούσε ακόμα το Ρομ, σο σουκάρ, σο σουκάρ σας μετέα βάφ, μετ που μακάβ αστέα βάφ, μεϊτζανάφ, μεϊτζανάφ, μεϊτζανάφ σο σι ο Ρομ  μέχρι να λιώσει η κασέτα στο μυαλό μου. 

Τέσσερις κοπέλες δεκαοχτώ χρονών σ’ ένα καφενείο, στην άκρη του δρόμου. Τσίγκινο με ψάθινες καρέκλες. Τα γνωστά. Παγωμένη ρακή. Κι ο πιο ιδανικός μεζές συνοδεία: αγγούρι ακαθάριστο, κομμένο στα τέσσερα, πασπαλισμένο με χοντρό αλάτι. Κατεβαίνει για πρώτη φορά η φωτιά και μου καίει το λαρύγγι. 

Μπορεί να έκανα πως κρύωνα ή πως φοβόμουν ώστε να μείνω πίσω να τις κοιτώ εκστατικά να βουτούν γυμνές στη μαύρη θάλασσα. Τα εικονογραφημένα παραμύθια αποκτούσαν υπόσταση. Οι νεράιδες ήμαστε πια εμείς. Κι εγώ από πάντα η αφηγήτρια. 

Και τότε, αν τ’ αστέρια ήξεραν πού τους πάν’ τα πέντε για το μέλλον, θα μου ψιθύριζαν: στα διπλά απ’τα σημερινά σου χρόνια, καμιά δε θα είναι πια φίλη σου, θα έχεις δυο παιδιά εσύ το αγρίμι, οι αφηγήσεις σου θα έχουν γίνει πια βιβλίο, θα πίνεις ρακές γράφοντας αφιερώσεις στο Πεδίον του Άρεως- την πρώτη γειτονιά σου μακριά απ’ το πατρικό, και δε θα σε λένε πια όπως σε βάφτισαν, θα σε λένε όπως τον στίχο του εβραίου ποιητή που καταδίωκαν οι ναζί για πάντα μέχρι που φούνταρε στον Σηκουάνα, ενώ ένα μαύρο σύννεφο θα σκεπάζει τον ουρανό στον τόπο σας, μια ατέλειωτη σκοτεινιά χειμώνα - καλοκαίρι. 

Κι ούτε θα ξέρεις τι πολύτιμα κουβαλούσες, ποτέ δε θα ξέρεις, μέχρι να έρθει ο καιρός να τα χάσεις. 

8/6/13

Ο Άρης Μαραγκόπουλος διαβάζει "Τα φώτα στο βάθος"

O συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, ιδρυτικό στέλεχος και διευθυντής λογοτεχνίας των εκδόσεων "Τόπος", Άρης Μαραγκόπουλος, γράφει για "Τα φώτα στο βάθος":

Το πρόσφατο βιβλίο της Niemands Rose, Tα φώτα στο βάθος, ευτυχώς δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Γεγονός ευχάριστο που διαπιστώνω τελευταία και σε άλλους νέους συγγραφείς. Η αφήγηση στο Tα φώτα στο βάθος δεν προσπαθεί να γράψει επιτηδευμένα, δεν προσπαθεί να πρωτοτυπήσει μορφικά, δεν προσπαθεί να κάνει κάτι περίτεχνο ώστε να αποδείξει τη ιδιοπρόσωπη φωνή της. Ή, αν το κάνει (επειδή κάποιες φορές το κάνει) αυτό γίνεται σχεδόν αθόρυβα. Όπως ένα παιδί που παίζει αμέριμνο στην αυλή.
Τα μικρά κείμενα του βιβλίου είναι πυκνά, σφιχτά, δεμένα. Άρτια από κάθε τεχνική άποψη. Δεν βρίσκω μια λέξη, μια παράγραφο, μια φράση που να είναι αδιάφορη, που να μην εισφέρει στο συνολικό σχέδιο κάθε αφηγήματος. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι αυτάρκη στη διάφανη λιτότητά τους, γεγονός που τα καθιστά αυτομάτως δυνατά ως φωνή, ως τέχνη του λόγου.
Κι επειδή ο λόγος της Niemands Rose έχει πράγματα να αφηγηθεί αυτή η δύναμη βγαίνει πολλαπλάσια μέσα από τις πρωτότυπες ιστορίες της. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν και νομίζουν ότι γράφουν. Αναπαράγουν κομμάτια της καθημερινότητας, το έχω πει πολλές φορές, ως ένα είδος ρεπορτάζ του Πραγματικού και πιστεύουν ότι έτσι εισφέρουν κάτι στην τέχνη του λόγου. Τουλάχιστον δυο γενιές αναγνωστών μετά τη μεταπολίτευση ανατράφηκαν μέσα από τέτοια (περι)γραφικά κείμενα που, ακόμα, περνιούνται ως λογοτεχνία.
Η Niemands Rose γράφει για το καθημερινό όχι για να το αναπαράγει μηρυκαστικά αλλά επειδή έχει χωνεμένη άποψη γι' αυτό, έχει επεξεργασμένη άποψη για τον κόσμο, έχει πολύ απλά, πολιτική συνείδηση με την ολοκληρωμένη (όχι με τη λαϊκιστική, με την πολιτικάντικη) έννοια του όρου. Κι αυτή η άποψη αναδεικνύεται αφενός με θαρραλέα δύναμη κι αφετέρου με λογοτεχνική κομψότητα στα κείμενά της.
Η Niemands Rose γράφει για το καθημερινό όπως ελάχιστοι σύγχρονοι συγγραφείς (ακόμα και με μεγαλύτερη εμπειρία στα γράμματα από την ίδια). Και όχι μόνον επειδή έχει πολιτική συνείδηση, αλλά επειδή έχει και τέχνη. Την τέχνη να αναδεικνύει στο καθημερινό τη μικροψυχολογία των ανθρώπων, το κρυφοσκιασμένο αίσθημα της στιγμής, την αχλύ ως ατμόσφαιρα της συγκυρίας.
Κι έχει ακόμα η Niemands Rose αυτό που διαπερνά από τη μια άκρη ως την άλλη όλα της τα κείμενα: πάθος και πόθο και αγωνία. Γι' αυτό και δεν γράφει μελοδραματικά, γι'αυτό και δεν γράφει δακρύβρεκτα (αυτό ίσως εξηγεί τον λόγο που κάποιες ιστορίες της φέρνουν δάκρυα στα μάτια…)· κρατά την απαραίτητη απόσταση, κρατά έναν μοναδικό σεβασμό απέναντι στα υποκείμενα του πόνου, του γήρατος, της παρακμής, της φτώχειας, της ήττας, της παραίτησης, της απόγνωσης. Κρατά τη στάση ενός γνήσιου ανθρωπιστή, ενός σύγχρονου ανθρωπιστή συγγραφέα που παίρνει πολύ σοβαρά τον πόνο και τη δυστυχία και που δεν περιγράφει αυτά τα πράγματα για να γοητεύσει επιφανειακά τον τεμπέλη αναγνώστη. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, σ' αυτές τις φέτες ζωής που είναι τα κείμενά της, θα το ξαναπώ (της ταιριάζει, νομίζω): όπως ένα παιδί που παίζει στην αυλή.
Ολοκληρώνοντας τα κείμενα της Niemands Rose στο, Τα φώτα στο βάθος, ο αναγνώστης αισθάνεται μια δυνατή καρδιά που πάλλεται σαν τρελή στον ρυθμό του σύγχρονου κόσμου. (Ακούγεται ίσως υπερβολικό αυτό που έγραψα με την καρδιά αλλά δεν βρίσκω άλλο τρόπο να περιγράψω το δυνατό αίσθημα που μένει στο τέλος.) Επειδή ναι, υπάρχει ένας δυνατός παλμός σε αυτή τη φαινομενικά ήρεμη αφήγηση, ένα κύμα που σε παίρνει, αρκεί να θέλεις να αφεθείς, να δεις: τον εαυτό σου στον καθρέφτη, με τα φωτάκια της Λιβύης να λαμπυρίζουν στο βάθος.
Κάτι τελευταίο, για τις γυναίκες, τη γυναίκα γενικώς: ε, ναι, η αγαπημένη μου συγγραφέας Άλι Σμιθ, που τόσο έχει μελετήσει μυθοπλαστικά τον ρόλο των γυναικών, θα ζήλευε τις αναπαραστάσεις της γυναίκας που πλάθει η Niemands Rose. Ζήλεψα κι εγώ. Και μόνο για τον δραματικό, ώριμο τρόπο που διαχειρίζεται μυθοπλαστικά τη γυναίκα η Niemands Rose αξίζει να διαβάσετε αυτόν τον φροντισμένο τόμο (εκδ. Απόπειρα). Αλλά, βεβαίως, αξίζει και για όλους τους άλλους λόγους που εδώ προσπάθησα συνοπτικά να εξηγήσω.
Aris' Grandman Notes

7/6/13

ο σκίουρος στα κυπαρισσάκια

Όταν καταλάβαιναν κι οι δυο πως έσβηνε, τον ρώτησε "Πέρασες καλά μαζί μου, Πλάτωνα;" Κι αυτός της απάντησε "Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;"  Κι αυτός της απάντησε "Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;" Κι αυτός της απάντησε "Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;" 

Κουδούνιζε χρόνια στο μυαλό μου αυτή η φράση. Ήθελα να ήμουν μια τέτοια σύντροφος. Φυσικά απέτυχα. Υπήρξα τόσο ανυπόφορη που οι άνδρες μου έκαναν το σταυρό τους όταν χωρίζαμε επιτέλους, ακόμη κι αν ήταν άθεοι.

Διάβαζα τη συνέντευξη της Διδώς Σωτηρίου στο σπίτι του παππού. Αυτός έριχνε πασιέντζες στο τραπέζι. Κι εγώ ανησυχούσα πως θα μου ερχόταν περίοδος εκείνο το καλοκαίρι, αλλά ντρεπόμουν να το πω στη μάνα μου. Και τη ρωτούσα το ένα και το άλλο για να μαντέψω αν είμαι στα πρόθυρα μιας εφιαλτικής ζωής, να ματώνω κάθε μήνα και να μην είμαι αγριοκάτσικο. Αυτή κατάλαβε και μου πήρε το Σεπτέμβρη μαζί με τα αθλητικά κι ένα σουτιέν μηδέν νούμερο. Και σιγά-σιγά σχηματιζόμουν σε γυναίκα. Αυτός πάλι, είχε σχηματιστεί παππούς, με άσπρα μαλλιά, αλλά δεν ησύχαζε κάτι μέσα του. Εξετάσεις μικρού παιδιού έλεγαν οι γιατροί. Η τίγρης όμως ανήμερη.

Τον χειμώνα που σκοτώθηκε στα 83 του σε τροχαίο, ήμουν πια μια γυναίκα στην άλλη άκρη της Ευρώπης και συζούσα με ένα αγόρι που γνώρισα δυο χειμώνες πριν σε ένα πάρτυ μασκέ, καθώς έλεγα στις άλλες μα δε μοιάζει με τον Τζόνυ Ντεπ στο Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας;

Έβγαινα μαζί του περιπάτους στην όμορφη εβραϊκή γειτονιά όπου ζούσαμε. Βρισκόμαστε έξω από ένα εβραϊκό νεκροταφείο με χαμηλά τείχη. Τόσο ώστε να απλώνεται όλη η θέα μπροστά μας. Θέα στο μηδέν οριζοντίως. 

Κι ένας παχουλός σκίουρος σκαρφαλωμένος σ' ένα δέντρο, απ' αυτά που έχουν στα κοιμητήρια, κρατάει με τα μπροστινά του πόδια μια μεγάλη στρογγυλή τυρόπιτα που παράτησε μάλλον κάποιος που δεν κατέβαινε μπουκιά κάτω, αλλά του λέγανε οι άλλοι να φάει κάτι να μην καταρρεύσει. Την κρατάει  και την καταβροχθίζει κοιτώντας μας κατάματα ατάραχος. Κι έπεφταν τα ψίχουλα στον τάφο.

Τρώει λαίμαργα μεγάλες μπουκιές. Τώρα που μπορεί. Ίδιος με τα αδηφάγα μάτια όσων καταπίνουμε τον κόσμο αμάσητο ανάμεσα σε ζωές που έρχονται και φεύγουν.Και ψιχαλίζει σφολιάτα στο θάνατο.


6/6/13

Μία συνέντευξη στη Μαριάννα Ρουμελιώτη για το enfo.gr

Κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα μας, γεμίζουν σελίδες με λέξεις, καταθέτουν τις εμπειρίες τους (φανταστικές ή μη) σε πόστς και με τον καιρό τα άβαταρ τους μας κρατάνε παρέα. Μικρές ιστορίες από τα οικογενειακά τραπέζια, τις γιορτές, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες ή το νοσοκομείο. Και έτσι φτάνει το διαδίκτυο να γίνεται η βιβλιοθήκη με τους αγαπημένους σου συγγραφείς που ανανεώνεται συνέχεια.

Όταν λοιπόν μπορείς να κρατάς στα χέρια σου επιτέλους ένα βιβλίο από αυτούς τους γραφιάδες του ίντερνετ που σου κρατάνε παρέα είναι συγκινητικό. «Τα φώτα στο βάθος» είναι το πρώτο βιβλίο της Niemands Rose που σχεδόν έρχεται να δικαιώσει όλους εμάς που φωνάζουμε ότι οι μεγάλοι λογοτέχνες της εποχής βρίσκονται στο διαδίκτυο. Το να βλέπω το ιντερνετικό της ψευδώνυμο στο εξώφυλλο εμπεριέχει προσωπική χαρά γιατί ξέρω πως η Niemands Rose είναι κάποια από μας και ήρθε η στιγμή που θα μας διηγηθεί τις ιστορίες της μέσα από το χαρτί. Τη συνάντησα ηλεκτρονικά όπως εξάλλου επιβάλει η εποχή και τα είπαμε.

Πως διάλεξες τις ιστορίες για το «Τα φώτα στο βάθος»;

Οι εκδότες μου στην «Απόπειρα» με άφησαν ελεύθερη να διαμορφώσω τη συλλογή που αποτελεί το βιβλίο, θέτοντάς μου μόνο έναν εύλογο περιορισμό ως προς την έκταση. Διάλεξα λοιπόν τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, εξαιρώντας οπωσδήποτε τα επικαιρικά και περιλαμβάντας εκείνα που προσιδιάζουν σε διηγήματα και τα παρέταξα με έναν τρόπο ώστε να υπάρχουν υπόρρητα θεματικές ενότητες.

Είσαι στο μετρό, ο άντρας απέναντι σου βγάζει από την τσάντα του ένα βιβλίο. Διαβάζει «Τα φώτα στο βάθος». Τι σκέφτεσαι;

Δεν μου έχει τύχει ακόμα ν’ αντικρύσω αυτό το θέαμα, αλλά όταν είδα μια τέτοια φωτογραφία στη σελίδα του ΤΙΔΑΜΕΛΕ («Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε;» ), στο Facebook, δε σκέφτηκα κάτι, συγκινήθηκα. Είναι πολύ διαφορετικό συναίσθημα από το να σε διαβάζουν στο μπλογκ.

Από το πρώτο σου post στο blog μέχρι το βιβλίο πόση απόσταση είναι;

Ξεκίνησα να μπλογκάρω την εποχή που τέλειωνα το διδακτορικό μου και περνούσα μια φάση αναγκαστικής κλεισούρας στο σπίτι και στο πανεπιστήμιο. Συμπτωματικά, κάποιους μήνες πριν, είχα πάρει τη γενναία απόφαση πως σταματάω να γράφω ποιήματα και στίχους. Και μου φαινόταν γενναία η απόφαση γιατί έγραφα από εννιά χρόνων παιδάκι. Κι έτσι, δοκίμασα να γράφω μικρές αυτοτελείς ιστορίες, ανάμεσα στα άλλα. Χρησιμοποιούσα το μπλόγκιν σαν γύμνασμα στην πεζογραφία. Καθώς ζούσα στο εξωτερικό τότε, δεν επεδίωκα ο,τιδήποτε άλλο, δικτύωση, γνωριμίες κ.λ.π. Μάλιστα αυτή η συνθήκη μου έδωσε το περιθώριο μιας παιδιάστικης αφέλειας περί ψευδωνυμίας και ελευθερίας έκφρασης, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Πολύ σύντομα ο Άρης Μαραγκόπουλος, μου έγραψε ένα μέιλ όπου μου μίλησε για τις λογοτεχνικές αρετές που είχε διακρίνει στη γραφή μου. Αυτό ομολογώ πως με ενθάρρυνε σημαντικά γιατί δεν είναι λίγο πράγμα να εξαίρει τα πονήματά σου ένας τόσο σημαντικός συγγραφέας, τη στιγμή μάλιστα που καθόλου δε γνωρίζεστε. Έπειτα, ακολούθησαν και άλλα αξιωμένα βλέμματα και άνθρωποι από τον εκδοτικό χώρο ή συγγραφείς που με παρακίνησαν να δοικιμαστώ στο χάρτι.

Θα μου πεις, τα σχόλια των άλλων μπλογκάδων δεν είχαν αξία; Και ναι και όχι. Ας πούμε πως δεν έχει καμία αξία το σχόλιο που γίνεται στα πλαίσια μιας υποκριτικής ευγένειας, που μετέτρεπε τον χώρο του σχολιασμού σε πεδίο φιλοφρονήσεων. Ούτε έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε ad hominem κακοήθειες όσων διέκριναν στα γραπτά μου κάποια πολιτική αντίπαλο. Όλα τα άλλα μέτρησαν και με το παραπάνω.

Το διαδίκτυο σου προσφέρει χιλιάδες αναγνώστες, τι έρχεται να κάνει το βιβλίο;

Διαβάζοντας εκπληκτικές αφηγήσεις στην οθόνη του υπολογιστή, πάντα ένιωθα πως στερούμαι κάτι από την απόλαυση, σε μια ανάγνωση ασθματική, αποσπασματική, πρόχειρη, αγοραία, στριμωγμένη σε πίξελ και σε ανοιχτά tabs, που ψάχνει να πάρει ανάσα σε ένα βομβαρδισμό πληροφορίας. Διάβαζα αλλά ποτέ ανάσκελα στα παγκάκια και στο γρασίδι των πάρκων, ποτέ με την πλάτη στο βότσαλο, ποτέ χουχουλιασμένη σε κάποιον καναπέ με το βιβλίο αγκαλιά. Και ενώ αποδεδειγμένα δεν έχω τεχνοφοβικές αναστολές, μπορώ να πω ότι το βιβλίο –είτε πρόκειται για ebook, είτε για χαρτί- προσφέρει άλλου τύπου ανάγνωση. Ακόμη, η έκδοση ενός βιβλίου λειτουργεί και ως αυτοδέσμευση, αν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Κι εγώ κάτι έχω στα σκαριά.

Αν σου έλεγαν ότι για ένα χρόνο απαγορεύεται να γράψεις, αυτό που θα έκανες θα ήταν….

«Όσες κι αν στήσουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει». Αυτό που περιγράφεις ως ενδεχόμενο είναι ταυτόχρονα ζοφερό αλλά διορατικό. Μου θύμισες σκηνές από τους πολιτικούς κρατούμενους στα βιβλία π.χ. του Χρόνη Μίσσιου και της Διδώς Σωτηρίου, ή στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής» όπου έβλεπες πως επινοούσαν απίθανους τρόπους για να επικοινωνούν μεταξύ τους, για να εκφράζονται. Όπως και στη «Σκακιστική νουβέλλα» του Τσβάιχ, όπου ο ήρωας φτιάχνει πιόνια από ψίχα ψωμιού για να παίξει σκάκι με τον εαυτό του, θα έβρισκα, κάποιον τρόπο.

Πώς και πού γράφεις συνήθως;

Γράφω από παιδάκι, όπως σου έλεγα, αριθμώ και δεκατέσσερις μετακομίσεις στη ζωή μου, άρα για μένα δεν υφίσταται –δυστυχώς ή ευτυχώς- κανένα «συνήθως». Αλλά ανεξαρτήτως πού, το «πώς», που πολύ σωστά ρωτάς, είναι ενιαίο και αδιαίρετο στον χώρο και τον χρόνο: γράφω για τη δική μου ηδονή. Δεν κάνεις έρωτα για τους άλλους, για τον εαυτό σου το κάνεις. And it takes two to tango και στο γράψιμο, το ζευγάρι είναι ο εαυτός μας σε μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο.

Γιατί μένεις στην Ελλάδα;

Η απόφασή μας να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, από το Λονδίνο όπου ζούσαμε, πάρθηκε μάλλον εν θερμώ –που δε νομίζω, με την ευκαιρία , πως είναι λάθος τρόπος να παίρνεις αποφάσεις. Κι η αφορμή ήταν πως στα τόσα χρόνια στο Λονδίνο, που είναι γνωστό πως έχει μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας, πρώτη φορά νιώσαμε να απειλείται η ζωή μας και του παιδιού μας από έναν σκίνχεντ νεοναζί που έτυχε να κατοικεί στο ισόγειο. Επιστρέψαμε λοιπόν το 2009, λίγο πριν σκάσει η κρίση στα κεφάλια μας, και σίγουρα όταν ακόμα η Χρυσή Αυγή φαινόταν στους πολλούς μια περιθωριακή και γραφική οργάνωση. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός βιώνω μια αντίφαση: ενώ νιώθω να ασφυκτιώ σ’ αυτόν τον τόπο, συγχρόνως δε θέλω να το βάλω στα πόδια πια, δε θέλω να τους κάνουμε τη χάρη.

Κρήτη Λονδίνο ή Αθήνα;

Για την Κρήτη θα ήθελα να σου παραθέσω κάτι που είχα γράψει στο μπλογκ σε μία από τις πολύ σπάνιες φορές που μιλάω γι’ αυτήν: «Έτσι είναι φαίνεται κάποιοι μεγάλοι έρωτες. Να μη μπορείς να τους αντέξεις. Να μη μπορείς να σταθείς πλάι τους. Γιατί, όσο με συγκλονίζει η γεωγραφία της και ο πολιτισμός της, το κορμί και η ψυχή της δηλαδή, τόσο μόλις άνοιξα τα φτερά μου φεύγω και ξαναφεύγω μακριά της. Κι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να γυρίσω, πάλι φεύγω.» Και νομίζω αυτό απαντάει και τα άλλα δύο. Το Λονδίνο κατάλαβα πως μου λείπει αφόρητα όταν είδα μια ταινία πρόσφατα όπου σε μία από τις ελάχιστες σκηνές από αυτή την πόλη, στη Ράσελ Σκουέαρ, και δάκρυσα. Η Αθήνα είναι ο μόνος τόπος που έχω ζήσει και δεν χάνω τον προσανατολισμό μου...

Θα έφευγες από δω αν….

Επικρατήσουν οι ναζί. Είναι ο εφιάλτης μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Θα ήθελες «Τα φώτα στο βάθος» να….

γίνει δώρο σε πρόσωπα αγαπημένα, να ταξιδέψει σε πλοία που φεύγουν για τα νησιά, να γδαρθεί σε βράχια, να τρυπώσουν ανάμεσα στις σελίδες του κόκκοι άμμου, να νοτιστεί από την αρμύρα, να γίνει σκίαστρο στο πρόσωπο του κορμιού που απολαμβάνει τον ήλιο και να το κλείσει ένα μεγάλο βότσαλο για να μην πάρει ο αέρας τις λέξεις του...Να γίνει αφορμή να δούμε παρέα τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα.

Είδες ποτέ τα φώτα της Λιβύης;

Με τα μάτια της ενσυναίσθησης τα είδα, όταν μεγάλωσα, και με τα μάτια της φαντασίας, παιδί. Τα είδα;

Εγώ πιστεύω ότι τα είδε. Νομίζω τα είδα και εγώ παρέα της.

enfo.gr

1/6/13

Ανοιχτά παράθυρα

«Παρ' όλο που το βιβλίο είναι παράθυρο ανοιχτό προς τον κόσμο της γνώσης και της καλλιέργειας, δεν βρίσκει την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινό. Ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι αιτίες αυτού του φαινομένου; Ποιους τρόπους θα προτείνατε ώστε να αυξηθεί το ενδιαφέρον για το βιβλίο;» Θα πρέπει στα δεκαοχτώ μου χρόνια να είχα εξηγήσει επαρκώς τα αίτια και να είχα προσφέρει εφικτές προτάσεις για να εξασφαλίσω 18,5 στην Εκθεση στις Πανελλαδικές. 

 

  Συμπτωματικά, έχοντας πια τα διπλά χρόνια από τότε, πάλι αρχές του καλοκαιριού, υποδέχτηκα την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου. Αν και από την εφηβεία, φαίνεται, ήμουν υποψιασμένη για την αγοραστική κίνηση του βιβλίου στην Ελλάδα. Αν και δεν αγνοώ τα απογοητευτικά στατιστικά στοιχεία του ΕΚΕΒΙ: από το 2006 μέχρι το 2011 παρουσιάζεται σταθερά πτωτική εκδοτική πορεία. Αν και έρευνες εδώ και πάνω από δέκα χρόνια -πόσω μάλλον σε συνθήκες κρίσης- έδειχναν πως 1 στους 2 Ελληνες δεν διαβάζει, ενώ οι δείκτες του ενδιαφέροντός μας για το βιβλίο παραμένουν οι χαμηλότεροι της Ευρώπης («Ημερησία», 16/12/2000).
Ομως τώρα, περισσότερο από ποτέ, αξίζει να στηρίξουμε το βιβλίο με κάθε τρόπο. Η άνοδος του ναζισμού δεν αφήνει κανένα περιθώριο να εγκαταλείψουμε την ανάγνωση. Η ακροδεξιά είχε δείξει τα δόντια της από παλιότερα: ας θυμηθούμε τις αντιδράσεις με αφορμή το «Πούστευε και μη ερεύνα» του Τζίμη Πανούση και του «Κώδικα Ντα Βίντσι» του Νταν Μπράουν, την πυρπόληση βιβλίων στην έκθεση Θεσσαλονίκης το 2002 από ομάδα ακροδεξιών, γεγονός το οποίο καταγγέλθηκε και από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι. Βέβαια, όπως είχε πει ο Φρόιντ με πικρία και σαρκασμό, πρέπει να τους είμαστε και ευγνώμονες που δεν καίνε εμάς τους ίδιους: «Τι πρόοδο σημειώνουμε! Στο Μεσαίωνα θα με είχαν κάψει. Τώρα είναι ευχαριστημένοι απλώς να καίνε τα βιβλία μου». Η συντήρηση έχει μακρά παράδοση καταστολής ενάντια στο βιβλίο, που έφτανε μέχρι τους αφορισμούς (π.χ. Ροΐδης, Λασκαράτος, Καζαντζάκης κ.ά.) και τις απαγορεύσεις βιβλίων (π.χ. τα «Καλλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου), που μόνο με την ανάγνωση και την παραγωγή έργου μπορείς να την εμποδίσεις.
Οι μνημονιακές κυβερνήσεις επιτίθενται απροκάλυπτα και βάσει σχεδίου στον κόσμο του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι από τη λίστα των 151 οργανισμών που επιχείρησε να εξοντώσει η προηγούμενη κυβέρνηση, καταργώντας τους ή αποδεκατίζοντάς τους με το καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας, στις μεγάλες κατηγορίες που απαξιώθηκαν ήταν ο πολιτισμός (οι άλλες δύο ήταν η έρευνα και η ψυχική υγεία). Ούτε είναι τώρα τυχαίο το γεγονός πως η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει λουκέτο στις δημοτικές βιβλιοθήκες. Αντιστρατεύεται την κουλτούρα της ανάγνωσης.
Στα χρόνια που έζησα στο Λονδίνο, από τις πιο έντονες αναμνήσεις παραμένει η εικόνα επιβατών στα μέσα μεταφοράς με ένα βιβλίο στο χέρι, άνθρωποι που διάβαζαν ακόμη και όρθιοι στις ουρές των υπηρεσιών, στο γκισέ του οποίου πάντα φανταζόμουν κάποιον Μπουκόφσκι, που θα έγραφε το δικό του «Ταχυδρομείο» ή κάποιον Πεσόα που θα απεκδυόταν τη στολή του λογιστή για να μείνει με τον πιο αληθινό του εαυτό γράφοντας.
Ομως σε κάθε γειτονιά υπήρχε κι από τουλάχιστον μία μεγάλη δανειστική βιβλιοθήκη, με καλές υποδομές, εφοδιασμένη με πλούσιο υλικό, που δεν περιλάμβανε μόνο βιβλία, αλλά και ταινίες, δισκάκια, Η/Υ κ.λπ. Παράλληλα έτρεχαν πάντα εκδηλώσεις, συγκροτούνταν ομάδες διαφόρων ειδών, παραδίδονταν σεμινάρια, οργανώνονταν παιδικές δραστηριότητες, μετατρέποντας τη δημοτική βιβλιοθήκη σε ενεργό σημείο αναφοράς στην περιοχή, εμπλέκοντας την κοινότητα σε μια βιβλιοφιλική κουλτούρα. Ποιος ξέρει; Ισως να έπαιξε κι αυτό το ρόλο του όταν η Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε επίσης αντιμέτωπη με το ζόμπι του ναζισμού, τη δεκαετία του '80, και το νίκησε.
Στο πάνθεον των αναμνήσεων από τα καλοκαίρια μου, ανήκουν και τα βιβλία που γδάρθηκαν στα βράχια, που πιτσιλίστηκαν από το θαλασσινό νερό, που τρύπωσαν ανάμεσα στις σελίδες τους κόκκοι άμμου. Το μοναδικό ζευγάρι που συναντήσαμε σε μια δυσπρόσιτη και ερημική παραλία της Ανδρου, τον Χαλκολιμνιώνα, ίσως εντυπώθηκε τόσο στη μνήμη μου, πιο πολύ κι από τη συγκλονιστική ομορφιά του τοπίου, γιατί διάβαζε με τόση προσήλωση. Και στην Αγιάσο, τον ορεινό τόπο στη Λέσβο, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις ήταν όταν συναντήσαμε το «Αναγνωστήριο» σε ένα εξαιρετικό παραδοσιακό οίκημα.
Γι' αυτό με θλίβει που ακούω για μικρή προσέλευση του κόσμου στην Εκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη πριν από λίγο καιρό, και αυτές τις μέρες στο Πεδίον του Αρεως. Κι ας πηγαίνει σχετικά καλά σε πωλήσεις το δικό μου. Πού να χαρείς στη Γιορτή Βιβλίου, όταν ξέρεις πως αυξάνονται οι υποστηρικτές όσων μαζί με ανθρώπους έκαιγαν βιβλία. Γι' αυτό παίρνει πια τη μορφή χρέους το να αγκαλιάσουμε ξανά το βιβλίο, να κρατήσουμε ανοιχτά τα παράθυρα, ενάντια στο ζόφο.