22/5/20

Καρχαρίες της στεριάς

Η γιαγιά μου είχε περασμένη στον δεξί αγκώνα το λουρί της μαύρης δερμάτινης τσάντας, ενώ η παλάμη εφαπτόταν στον ώμο της, σε ένα κλείδωμα όλου του χρηματικού αποθέματος που κουβαλούσαμε για τις διακοπές. Υπολογίζω γύρω στις εβδομήντα-ογδόντα χιλιάδες δραχμές. Με τ΄αριστερό κουβαλούσε μια σακούλα γεμάτη τάπερ με σαρικόπιτες, σταφίδες, κεφαλοτύρι κι ελιές κορωνέικες, πεσκέσι για τον Διοικητή. Έμοιαζε αλλιώτικη χωρίς το τσεμπέρι της. Είχε καστανά μαλλιά με ελάχιστες λευκές τρίχες και στητά ζυγωματικά, παρότι μετρούσε πια μισόν αιώνα ζωής. Με το κεφαλομάντηλο στο χωριό έκρυβε το πρόσωπό της παριστάνοντας μονάχα τη γιαγιά. Σαν κινούσε όμως για τα ιαματικά λουτρά, άλλοτε στα Μέθανα, άλλοτε στην Αιδηψό κι άλλοτε στην Ικαρία, αποκτούσε ένα πιο αστικό στυλ και άφηνε να φανεί η αρχοντική της ομορφιά.

Ο παππούς, πάλι, κρατούσε στη μια χούφτα τα ναύλα μας και στην άλλη το κομπολόι του. Αλλά ακόμη και μ’ άδεια χέρια, δε θα καταδεχόταν να με κρατάει απ’ το χέρι, ίσως γιατί μ’ εμπιστευόταν. Στα εννιά μου είχα ήδη επιδείξει πυρηνικά στοιχεία του μελλούμενου χαρακτήρα μου. Ανάμεσα στα πολλά κουσούρια είχε ήδη διαφανεί η υπακοή μου στους μεγάλους και η συμμόρφωση στους κανόνες.

Έτσι, ακόμα σήμερα απορώ γιατί ερωτεύτηκα τον αναρχισμό. Δέκα χρόνια αργότερα, στο κατώφλι των δεκαοχτώ, χωμένη σε ένα σλίπιν μπαγκ στο κατάστρωμα μού μίλησε πρώτη φορά η Άννα για έναν κόσμο χωρίς αρχηγούς, χωρίς νόμους και χωρίς χρήμα. Πιο ωραίος κι από παραμύθι μ’ ακούστηκε. Το ξημέρωμα, ένιωθα πως βγαίνοντας από τον υπνόσακο ήταν σα να είχα βγει από τον αμνιακό σάκο.

Ούτε ο παππούς, ούτε η γιαγια είχαν ελεύθερα χέρια για να με συγκρατήσουν, οπότε μπορούσα να περιπλανιέμαι ανάμεσα στο μπουλούκι που ανέμενε την επιβίβασή του στο πλοίο για Πειραιά. Με αναστάτωνε ευχάριστα ο ανθρώπινος λαβύρινθος όπου βρισκόμουν στο ύψος ανθρώπινων οπισθίων ή λίγο πιο ψηλά. Στο σουλάτσο φρόντιζα να αποφεύγω όσους βρομούσαν ιδρωτίλα, ή ποδαρίλα επιμένοντας να φορούν κλειστά παπούτσια με τέτοια ζέστη. Ακόμα και όταν απομακρυνόμουν από τους προγόνους, που κι αυτοί μύριζαν ναφθαλίνη και θυμίαμα, δεν ανησυχούσαν πως θα με χάσουν και θα με ψάχνουν μέσω Ερυθρού Σταυρού, όπως τον παππού μου, όταν κηρύχθηκε αγνοούμενος πολέμου στον Εμφύλιο.

Την ίδια ώρα, η μπουκαπόρτα, σα στόμα με χαλασμένα δόντια, έχασκε αναδίδοντας μια ασφυκτική μπόχα. Όμως το καψαλισμένο καουτσούκ από ελαστικά φορτηγών ανακατεμένο με ρύπους εξατμίσεων και αποφορά πετρελαίου από τα ντεπόζιτα του καραβιού, συνέθεταν το πιο εξαίσιο άρωμα για μένα. Το άρωμα του πρώτου ταξιδιού. Τελικά, τι κι αν ταξίδεψα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και την Ευρώπη και πήρα και μια τζούρα Μέσης Ανατολής, δεν κόπασε διόλου εκείνη η παρόρμηση να εξορμώ και να εκδράμω.

Τον Ιούλιο του ΄86 έμελλε να αναχωρήσω πρώτη φορά από το νησί και η καρδιά μου κινδύνευε να σπάσει από την αγωνία. Θα περνούσα ξυστά από την Αθήνα, την πόλη- όνειρο, που στο άκουσμα και μόνο του τοπωνυμίου ένιωθα πεταλούδες στο στομάχι σαν όταν είχα ερωτευτεί τον Αντώνη στην Τρίτη Δημοτικού και κατόπιν τον Τάκη Χρυσικάκο στο Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα. Τελικά τα έφτιαξα με τον συμμαθητή μου στην Έκτη, μου βάζει καρδούλες πια στο ίνσταγκραμ ο ηθοποιός και κατοίκησα στην πρωτεύουσα. Μονάχα τα Μαθηματικά παρέμειναν ανεκπλήρωτη επιθυμία, ενώ μου ασκούσαν ακαταμάχητη έλξη. Κακό του κεφαλιού τους που δεν ανταποκρίθηκαν, τώρα θα έλυνα προχωρημένες ασκήσεις αντί να σκαρώνω διηγήματα.

Όταν πιάσαμε λιμάνι τα ξημερώματα, είχα νεύρα επειδή δεν είχα καλοκοιμηθεί. Όλη νύχτα στην καμπίνα ροχάλιζαν δυο γριές και μια η δικιά μου τρεις, ήθελα να τις καρυδώσω. Φοβόμουν, επίσης, ότι θα βούλιαζε το πλοίο περνώντας από τη Φαλκονέρα, καθώς το αδηφάγο αυτί μου είχε προλάβει να υποκλέψει από τις κουβέντες των μεγάλων πως εκεί στουκάρουν τα καράβια και συμβαίνουν πολύνεκρα ναυάγια. Με τούτα και με εκείνα, δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Τόσο σκουντουφλούσα στις έξι το πρωί από τη νύστα, ώστε η αποβίβαση στον Πειραιά, τον προθάλαμο της πολυθρύλητης και πολυπόθητης Αθήνας, με άφηνε παγερά αδιάφορη. Έτσι όπως γίνεται με τα θεριεμένα από προσδοκία όνειρα, όταν βρεθούν στην ακανθώδη πραγματικότητα, σπάνε με κρότο στην πρώτη ακίδα.

Εκείνο που αγνοούσα ως τότε, γιατί σε κανέναν από τους δικούς μου δεν είχα εμπιστευτεί την πρεμούρα μου να επισκεφτώ την πρωτεύουσα, είναι πως δεν ήταν καθόλου στο πρόγραμμα να διασχίσουμε το κλεινόν άστυ. Αντίθετα, πήγαμε μέχρι το αντικρινό καφενείο. Μύριζε καϊμάκι ελληνικού καφέ, υγραέριο από το πετρογκάζι, γράσο από τις μουτζουρωμένες στολές των μηχανικών αυτοκινήτων και πολυκαιρισμένα ξύλινα τραπέζια λουστραρισμένα από την τριβή με την ανθρώπινη σάρκα.

Αργότερα, αφού ξύπνησα στην ποδιά της γιαγιάς όπου είχα πάρει έναν συμπληρωματικό υπνάκο στο καφενείο, έφαγα για πρώτη φορά κουλούρι Θεσσαλονίκης και υποκλίθηκα μπροστά στη γεύση από το ζεστό σουσάμι. Έπειτα ακολούθησα δεύτερη ακτοπλοϊική γραμμή.

Το “δελφίνι”, ένα γρήγορο για την εποχή φέρι μποτ, θα μας μετέφερε στον τελικό προορισμό μας. Ο ψηλός παππούς μου με το κουστούμι, τα λευκά μαλλιά του, το μεγάλο μέτωπο και το μουστάκι έμοιαζε πίνακας ζωγραφικής στην κουπαστή καθώς ατένιζε τους γαλάζιους ορίζοντες. Η γιαγιά είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά, φύλακας της τσάντας και της σακούλας, πάσχιζε να συγκρατήσει την κόμη της βορά στους ανέμους χωρίς το μαντήλι. Έβγαζε τα τσιμπιδάκια και τις φουρκέτες απ΄τα μαλλιά της και τα έμπηγε με μανία στον κότσο όπως ψαροντουφεκάς το καμάκι στο άτυχο θαλάσσιο πλάσμα. Όσο για μένα, κοιτούσα μ΄επιμονή τα θαλάσσια μήκη, μήπως φανεί κανένα αληθινό δελφίνι, γιατί το ψεύτικο, έτσι όπως έτρεχε σα δαιμονισμένο, μ’ έκανε να θέλω να ξεράσω τα άντερά μου και μαζί τη σκωληκοειδή μου απόφυση που μ’ ανησυχούσε μη χρειαστεί αφαίρεση όπως του Κώστα Μιχελάκη, ενός συμμαθητή μου στα αγγλικά που είχε μπει χειρουργείο.


Η πόλη των Μεθάνων ήταν χάρμα οφθαλμών αναδύοντας μια γλυκιά γαλήνη. Ένας παραθαλάσσιος οικισμός απλωμένος κατά μήκος του Σαρωνικού, με το λιμανάκι, τις παραλίες, τα ιαματικά λουτρά, το θερινό σινεμά, τους πλανόδιους παγωτατζήδες, λιγοστά αυτοκίνητα και πολλούς ποδηλάτες. Η κόρη του Διοικητή, ένα παχουλό κορίτσι, πολύ γρήγορα μου δάνεισε επ΄ αόριστο το ποδήλατό της, οπότε χόρτασα ποδηλατάδες, πάνω-κάτω όλη μέρα στη χερσόνησο.

Κάθε Παρασκευή διέσχιζα πεζή και ασυνόδευτη από τη μία άκρη στην άλλη τη λουτρόπολη για να αγοράσω τη Μανίνα και να διαβάσω τις συνέχειες των εικονογραφημένων ιστοριών. Η αίσθηση της ελευθερίας σε ένα όμορφο τοπίο με κατέκλυζε ευχάριστα. Όταν μάλιστα η γιαγιά με άφησε να δω ταινία μόνη μου στο θερινό σινεμά, η πρώτη μου φορά στον μαγευτικό υπαίθριο ξεσκέπαστο κινηματογράφο, πλημμύρισα από ατόφια ευτυχία. Η μία ταινία ήταν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη η “Ωραία μου κυρία” και η άλλη μία του Δαλιανίδη, το “Θηλυκό Θηριοτροφείο”. Οι ελάχιστες ερωτικές σκηνές πυροδότησαν την παιδική μου λίμπιντο. Σύντομα ερωτεύτηκα τον Φάνη, έναν φαντάρο που υπηρετούσε -υποθέτω ως φοβερό "βύσμα"-, τώρα που αναλογίζομαι τα στρατιωτικά του καθήκοντα,  στο ΚΛΑΠ.

Το ΚΛΑΠ, που μέχρι πρότινος νόμιζα πως το έλεγαν κλαμπ, όπως δηλαδή το πρόφεραν οι πρόγονοί μου, επρόκειτο για μία ακόμα παροχή του κοινωνικού κράτους του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Τρεις δεκαετίες αργότερα ερεύνησα τι ήταν εκείνο το τριώροφο κτίριο με την πολυτελή και γιγαντιαία σάλα με τους πολυελαίους όπου εστίαζε μονάχα ο Διοικητής και άλλοι αξιωματούχοι, θαμμένο μέσα σ’ αυτό το σύμφυρμα ιστορίας και μύθου που χαρακτηρίζει την παιδική μνήμη. Το ακρωνύμιο σήμαινε Κέντρο Λουτροθεραπείας Αναπήρων Πολέμου.

Η αναπηρία του παππού μου δεν ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Τραυματίστηκε στη γάμπα στον πόλεμο, αλλά φρόντιζε να κάνει ειδική παραγγελία παπούτσια, το αριστερό, το κουτσό πόδι, φορούσε σκαρπίνια με λίγο πιο παχύ τακούνι έτσι, ώστε να ισορροπεί εκείνος ο ωραίος άντρας με την ευθυτενή κορμοστασιά. Άλλοι παππούδες είχαν χάσει τα δάχτυλά τους, το μισό χέρι, το πόδι από το γόνατο και κάτω, κι ένας, που τον φοβόμουν, είχε γυάλινο μάτι.

Οι ηλικιωμένοι άνδρες έπαιζαν πρέφα και τάβλι στο προαύλιο, ενώ οι γυναίκες τους έκαναν πηγαδάκια, και, καθώς μουρμούριζαν τα δικά τους, έραβαν κεντήματα σε στρογγυλά τελάρα ή έπλεκαν δαντέλες με το βελονάκι. Λίγες κάθονταν άπραγες, με μια δικαιολογία στο στόμα. Ή που δεν καλόβλεπαν ή που έπασχαν από ρευματικά. Λίγοι κουβαλούσαν τα εγγόνια τους σ’ εκείνο το κρατικό ξενοδοχείο λαβωμένων απόμαχων. Όμως ο παππούς μου φαίνεται να είχε μια εξέχουσα θέση, άγνωστο γιατί, οπότε θυμάμαι είχαμε την τιμή να δειπνήσουμε με τον Διοικητή και την οικογένειά του, ο οποίος είχε καλοδεχτεί το πεσκέσι από την Κρήτη και όπου είχα γνωρίσει την περίπου συνομίληκή μου κόρη του.

Ο Διοικητής του Κέντρου θα πρέπει να ήταν στρατιωτικός αφού φορούσε χακί στολή εξόδου με συρίτια, είχε τουπέ και διέτασσε πεντέξι φαντάρους, μεταξύ των οποίων τον Φάνη από τη Δήλο, που ερωτεύτηκα γιατί έμοιαζε λιγάκι στον Σταμάτη Γαρδέλη, ο οποίος μου κέντρισε το ερωτικό ενδιαφέρον στο σινεμά. Σαν τώρα θυμάμαι ένα γλαφυρό όνειρο με εμένα και τον Φάνη να αναχωρούμε με το “δελφίνι” για το νησί του όπου θα τον παντρευόμουν. Το γεγονός ότι ήμουν μονάχα εννιά χρονών δε φαίνεται να απασχολούσε το μάλλον τολμηρό ασυνείδητό μου, το οποίο έκλωθε ερωτικά όνειρα με περισσότερη μανία από τις γιαγιάδες στο προαύλιο.

Το μόνο μελανό σημείο σ΄εκείνες τις παραδείσιες πρώτες διακοπές, το πρώτο ταξίδι που ίσως έβαλε το θεμέλιο λίθο ώστε να γίνω ταξιδιάρα μέχρι το μεδούλι, ήταν ο μπουφετζής. Το προαύλιο του προνοιακού ιδρύματος περιελάμβανε και ένα κυλικείο, το οποίο κυρίως πρόσφερε καφέδες. Τις δυο προηγούμενες χρονιές το είχε αναλάβει ο παππούς μου. Οπότε η ξαδέρφη μου η Πόπη και ο αδερφός μου ο Μάνος, οι οποίοι υπήρξαν διαδοχικά τα εγγόνια που συνόδευαν το ζευγάρι των προγόνων μας, είχαν κερδίσει αρκετό παραδάκι από τα πουρμπουάρ των γερόντων. Εμένα πάλι, κλασικά, δε μου "τρέχουν" τα λεφτά, μα δε τα κυνηγάω κιόλας.

Όμως τη χρονιά που ήμουν εγώ η τυχερή παραθερίστρια, δεν ανέλαβε ο παππούς το καφενεδάκι. Ο μπουφετζής τύχαινε να είναι ένας ψηλός, μελαχρινός παλιοπειραιώτης με μακρύ μουστάκι, φωνακλάς και ζοχάδας, φορούσε διαρκώς αμάνικο λευκό φανελάκι και τζην βερμούδες. Μόνη παραφωνία στην εμφάνισή του τα σοφιστικέ κοκκάλινα γυαλιά μυωπίας. Σα χαλασμένος Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μπουφετζής κάθε πρωί, αφότου είχαν αναχωρήσει σε ομάδες τα γεροντάκια για τα λουτρά, έβαζε στη διαπασών Γιώργο Μαργαρίτη, τον οποίον μάλιστα ακομπάνιαρε με τη γαϊδουροφωνάρα του. Για ένα διάστημα ξυπνούσα με το χαρωπό τραγουδάκι “Στο κελί τριάντα τρία μέσα στον Κορυδαλλό, είχα μάτια δεκατρία, μα παιδί χωρίς μυαλό.” Τι κι αν πια εκτιμώ πολύ το λαϊκό τραγουδιστή και τον ακούω ευχάριστα; Τότε ήμουν σχεδόν μόνη σ’ ολόκληρο εκείνο το κτίριο, οπότε δεν μπορούσα καν να βρω συμμάχους να διαμαρτυρηθώ για το ανώμαλο πρωινό ξύπνημα. Όταν ήταν η ώρα να επιστρέψουν τα γεροντάκια απ' τα ιαματικά λουτρά, ο πονηρός μπουφετζής, άλλαζε κασέτα, έβαζε Γιάννη Πάριο, Καίτη Χωματά και Τζένη Βάνου και μάλιστα σε χαμηλή ένταση.

Η αντιπάθειά μου για τον μαγκίτη μπουφετζή θέριεψε όταν είδα τον καρχαρία κι εκείνος στη μαρτυρία μου πετάχτηκε κι είπε “Τι λες ρε μαλακισμένο που είδες καρχαρία;” Εμένα "μαλακισμένο", που από όταν γεννήθηκα, σχεδόν μου μιλούσαν στον πληθυντικό οι γύρω μου! Δεν ξέρω τι ήταν πιο τραυματικό: ότι είδα το πτερύγιο ενός σκυλόψαρου να διασχίζει τη θάλασσα της λατρεμένης λουτρόπολης ή ότι ένας άξεστος με έβρισε άδικα.

Την επόμενη μέρα, πετάχτηκα να αγοράσω το Έθνος και τον Ριζοσπάστη στον παππού, όπως συνήθιζα σχεδόν κάθε μέρα, απ' όταν κονόμησα το ροζ ποδήλατο με το καλάθι. Το Έθνος το έγραφε ξεκάθαρα σε ένα μονοστηλάκι ότι εθεάθη καρχαρίας στον Σαρωνικό. Ο Ριζοσπάστης πάλι προτιμούσε να επικεντρώνεται στους καρχαρίες της στεριάς.

21/5/20

«Και πες της πως γράφω βιβλίο»

"Άλλο θέλω να σου πω πρώτα. Κάτσε ν’ ακούσεις. Θα πούμε και γι' αυτό που με πήρες μετά. Όχι, έχω τηλεκάρτες, εντάξει είμαι. Που λες, πέρυσι τέτοιο καιρό είχε καλέσει το σχολείο εδώ χάμω τη δικιά σου να μας μιλήσει ντεμέκ για τα βιβλία. Στη φάση γουστάρουμε λογοτεχνία κι έτσι. Κάθε χρόνο το κάνουν.

Όσοι είχαμε πάρει γραμμή το ηβέντ δηλώσαμε συμμετοχή, άσχετα που δεν πάμε στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Κοίτα, εγώ την γκούγκλαρα πρώτα μην είναι καμία μπαλότσα, καμιά σαλταρισμένη. Αλλά και καμιά τάχα μου - δήθεν να ήταν, εγώ πάλι θα έσκαγα μύτη, γιατί μ' αρέσει να κοντράρω τους ψευτοδιανοούμενους. Πρόπερσι, πότε ήτανε, μας είχαν φέρει έναν άλλο τύπο που άρχισε με τα κλασικά 'τι ωραίο που 'ναι να διαβάζεις βιβλία' και τα ρέστα, γιατί ας πούμε ‘σου ανοίγονται ορίζοντες’. Μπούρδες. Οπότε σε μια δόση το γύρισε να μας λέει για το Θεό. Ρε ίσα... Όπως κατάλαβες του μούνταρα, ‘δε θα το κάνουμε κατηχητικό εδώ μέσα’ του είπα και ζάρωσε εκεί πέρα η κότα.

Ήξερε ποιος είμαι, γι' αυτό το βούλωσε. Αν το χόντραινε, σου μιλάω στα ίσια, θα του πατούσα μερικά φωνήεντα και δεν θα ήξερε κατά πού να κάνει. Ρε, άμα είναι να τα κάνω τόσο σκατά, γίνομαι κι εγώ Θεός. Τι κουμάντα είναι αυτά να αφήνεις μωρά να σκοτώνονται από νάρκες, να λιώνουν από καρκίνο, να ψοφάνε από πείνα την ώρα που αλωνίζουν όχι απλά ανενόχλητα, αλλά με χειροκροτήματα και με φλας να πούμε τα μεγάλα αρπαχτικά του κόσμου; Κουμάντα είναι αυτά;

Γύρευε τι καντήλια μού κατέβασε από μέσα του ο και καλά συγγραφέας. Τέτοιοι είναι, ρε, οι χριστιανοί, δεν τους ξέρουμε; Τώρα θα τους μάθουμε; Υποκριτές μέχρι το μεδούλι. Έχω γνωρίσει κι απ' τους άλλους, εντάξει. Παράδειγμα, όταν πρωτομπήκα στα κόλπα, με είχε πάρει γραμμή η γριά μου, γιατί ήταν έξυπνη γυναίκα, Θεός σχωρέστη, κι έφερε με τρόπο στο σπίτι έναν παπά.

Άγιος ήταν αυτός. Το λέω. Αλλά και πάλι. Όχι ότι με έσωσε. Αλλά να σου πω και κάτι; Πριν πας να σώσεις τον άλλο, σώσε πρώτα τον εαυτό σου και το σπίτι σου. Όταν δέχεσαι, ας πούμε, να είναι η Εκκλησία μέσα στη μάσα, τα κονέξια με τον κάθε πολιτικάντη, φασισταριά και παιδεραστές, χέσε με κιόλας, γιατί να σου έχω μπέσα;

Για το άλλο τώρα που με ρώτησες, θα σου πω τι παίχτηκε αυτό τον καιρό. Γενικά η φάση με το ντεμέκ νοσοκομείο των φυλακών ήταν τζι τι πι. Το ‘κολαστήριο’ και τα ρέστα, τα γράφατε και εσείς οι συριζαίοι, τα θυμάσαι. Πάνω που είχε στρώσει λίγο η φάση, γαμήθηκε ο Δίας με την πανδημία.

Αλλά εντάξει, τι περίμενες; Αν μας είχαν μια φορά κλασμένους σε νορμάλ κατάσταση, σκέψου τώρα. Μη σου πω μια χαρά τους βόλεψε, να μας καθαρίσει όλους ο κορωνοϊός να ησυχάσουν. Γέρους, αρρώστους, σακάτηδες, κρατούμενους, ιστορίες. Ούτε παραγγελιά να τον είχαν. Εγώ δεν είμαι στη φάση σενάρια ότι τον σκάσανε οι Κινέζοι επίτηδες, αυτά είναι για πολύ ψεκασμένους. Αλλά τον καπιταλισμούλη μια χαρά τον βόλεψε να μας ξεπαστρέψει, να μην έχει να θρέφει τελειωμένους που δεν είναι γρανάζια στη μηχανή. Μόνο εσείς που είστε σε κυριλέ κατάσταση θα τη βγάλετε.

Μαθαίνω, ρε, τι γράφετε στα σόσιαλ, επειδή μείνατε ένα μήνα σπιτάκι σας, και ξερνάω. Είμαι μέσα είκοσι πέντε χρόνια. Καταλαβαίνεις; Δεν έχω σκοτώσει, δεν έχω βιάσει, άνθρωπο δεν έχω πειράξει. Τα έβαλα με το κεφάλαιο, ληστείες, την απαγωγή, τα ξέρεις. Θα σου πω λεπτομέρειες για το νοσοκομείο, ΟΚ, θα βγάλεις θέμα. Απλώς, άμα την ξαναδείς τη δικιά σου, πες της πως γράφω την ιστορία μου. Και ξεκινάει κάπως έτσι:

‘Αν ήξερα, όταν έμπαινα στην παρανομία, πως θα έκανα είκοσι πέντε χρόνια να ξαναδώ τη θάλασσα, μπορεί να το σκεφτόμουνα’. Η ατάκα που της άρεσε. Και πού ’σαι; Πες της να μην γράφει μαλακίες περί ‘εγκλεισμού’ στα σόσιαλ. Τα μαθαίνω εγώ, τι σε νοιάζει; Έχει έρθει στις φυλακές και ξέρει τι πά' να πει εγκλεισμός. Εσάς σε ένα μήνα θα σας αμολήσουνε. Εμείς εδώ".

Τότε κάποιος του χτύπησε την πλάτη διαμαρτυρόμενος ότι αργεί πολύ και ότι θέλει κι αυτός να χρησιμοποιήσει το καρτοτηλέφωνο. Έσπασε δυο δάχτυλα του δεξιού χεριού σε εκείνον τον καυγά κι έμεινε η αυτοβιογραφία του στη μέση.




(Για το αφιέρωμα της Αυγής στον εγκλεισμό)

12/5/20

"αυτό ποιος το άναψε;"

Έλεγαν πως τη στιγμή που πρόβαλε στον κόσμο τα άστρα ήσαν μαλωμένα. 

Έτσι γεννήθηκε με αργό μυαλό, τό’ να του μάτι σχιστό, τ΄ άλλο αμυγδαλωτό. Κι όταν πια άρχισε να μιλάει χυνόταν απ΄ το στόμα του μια τόσο ένρινη και μπάσα λαλιά, στραμπουλούσε τόσο πολύ το λάμδα, ώστε κι αν ακόμα κουβαλούσε ένα υπέρλαμπρο μυαλό, δυο μάτια ίδιας κοπής- όπως όλοι μας-, κανένας δεν θα το έπαιρνε στα σοβαρά.

Η αδερφή του ντρεπόταν πολύ για το ζαβό μικρό τους. Κι όσο ντρεπόταν τόσο διάβαζε και διάβαζε και κάποτε με το μυαλό της έφτασε πολύ ψηλά, αν και κορίτσι. Γνώρισε τους άρχοντες, τους πλούσιους και τους σοφούς της μεγάλης πολιτείας όπου ζούσε μακριά πολύ μακριά.

Μια νύχτα, όταν ακόμα ήσαν παιδιά, εκείνη κι ο μικρός της αδερφός, είχαν σταθεί στην πίσω αυλή, εκεί όπου δεν είχε κληματαριά κι ο ουρανός φαινόταν ολοκάθαρα. Του έδειχνε τα αστέρια, που άλλοι έλεγαν πως το λάβωσαν σαν η κακή του μοίρα, μα εκείνη μονάχα τα έλεγε με τα ονόματά τους. 

Τότε, το αδερφάκι της σήκωσε το χέρι του και, δείχνοντας το φεγγάρι, τη ρώτησε  “Αυτό ποιος το άναψε;”

Κάποτε η αδερφή του γέρασε. Καθόταν σε μια καρέκλα κουνιστή κι αναπολούσε τη γεμάτη της ζωή ώσπου νύχτωσε. Κοίταξε στον ουρανό κι αναρωτήθηκε “Αυτό ποιος το άναψε;”

Ξέροντας πια πως όλοι οι σπουδαίοι, ισχυροί, φανταχτεροί που γνώρισε δεν έφταναν ίσαμε το γόνατο του μικρού ζαβού της αδελφού, έκλεισε ήσυχα τα μάτια της για πάντα.


10/5/20

Η ιστορία κάποιας Ρίτας

Η Ρίτα Ζερβάκη, για την οποία θα σας μιλήσω, έχει μάλλον πετύχει πέντε πράματα στη ζωή της. Παραδίδει μαθήματα στο πανεπιστήμιο, εργάζεται στη δημόσια διοίκηση, έχει γράψει βιβλία. Είναι ένα παράδειγμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.

Ωστόσο προέρχεται από την εργατική τάξη. Ο πατέρας της δούλευε εργάτης σε εργοστάσιο ζυθοποιίας το οποίο η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έκρινε ως “προβληματική επιχείρηση” και του έβαλε λουκέτο. Η μητέρα της δεν εργαζόταν, με την έννοια ότι δεν λάμβανε αμοιβή και ασφάλιση για την εξαιρετικά απαιτητική -αλλά τόσο άδικα περιφρονημένη- οικιακή εργασία που πρόσφερε ανατρέφοντας τρία παιδιά και κουλαντρίζοντας ένα νοικοκυριό.

Όταν ο πατέρας της Ρίτας απολύθηκε, η πενταμελής οικογένεια θα βρισκόταν στο δρόμο. Ευτυχώς είχαν ένα δικό τους σπίτι, το οποίο το είχε χτίσει ο παππούς της, ένας αγρότης και βιοτέχνης που κατάφερε να βγάλει κάποια χρήματα προσφέροντας στο συνεταιριστικό ελαιουργείο μια καινοτόμο “πατέντα”. Έτσι, αγόρασε ένα οικόπεδο στην πόλη κι έχτισε μια οικοδομή με χίλιες δυο στερήσεις. Για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον στις τρεις κόρες του. Και τότε η οικογένεια της Ρίτας κατάλαβε τι σημαίνει να έχεις πρώτη κατοικία, τι θα πει να έχεις ένα σπίτι από το οποίο δεν θα σου κάνουν έξωση επειδή ξαφνικά βρέθηκες στη δεινή θέση να μην έχεις να πληρώσεις το νοίκι.

Όμως η εξασφάλιση της στέγης δεν αρκεί. Οι άνθρωποι -και ειδικά στα αστικά κέντρα- έχουν κι άλλες ανάγκες, σε τροφή, σε ένδυση, σε φως, νερό, τηλέφωνο, καύσιμα και άλλα. Και σε εκπαίδευση. (Αλήθεια τα φροντιστήρια δεν είναι ιδιωτική εκπαίδευση; Η μισή μας εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι πληρωμένη από τις τσέπες μας.) Ο πατέρας της λοιπόν στα 45 του έψαχνε να βρει δουλειά. Αλλά στη δεκαετία του ’90, της “ευμάρειας”, αυτό που πραγματικά συνέβαινε είναι ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ενώ, για παράδειγμα στην Αθήνα, οι διαφημιστές πουλούσαν αέρα κοπανιστό και έκαναν περιουσίες και “ζωάρα”, στην επαρχία ο πατέρας της Ρίτας εργαζόταν περιστασιακά χειρωνάκτης ανασφάλιστος και με πενιχρό μεροκομάτο. Τελικά, όταν έλαβε την αποζημίωση από το εργοστάσιο, άνοιξαν ένα καφενείο. Δεν περίσσευαν χρήματα για να βάλουν υπάλληλο και έτσι απασχολήθηκαν και οι δύο γονείς της εκεί.

Ταυτόχρονα όμως στο σπίτι μεγάλωναν σχεδόν μόνα τους τρία παιδιά στην εφηβεία. Αν η εφηβεία είναι περίοδος της αμφισβήτησης και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε μια προνομιούχα οικογένεια, στην εργατική τάξη και τα δεδομένα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα θεριεύει και μπορεί να οδηγήσει από παραβατικότητα μέχρι την αυτοκτονία. Η Ρίτα ήθελε να πεθάνει γιατί βίωνε ενοχικά την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η οικογένειά της, ντρεπόταν, το έκρυβε από τις φίλες και τους φίλους της, έβλεπε το μέλλον ζοφερό. Τα αδέρφια της είχαν αγριέψει: μηχανάκια, τσιγάρα και τσιγαριλίκια, κοπάνες, χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα. Ο πιο μικρός και πιο ευαίσθητος κλονίστηκε πιο πολύ. Παράτησε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Γυρνούσε σπίτι μουτζουρωμένος. Όλα είχαν μαυρίσει γύρω.

Η Ρίτα είχε όμως την τύχη να πιστεύει πολύ στη μόρφωση και στην καλλιέργεια. Διάβαζε, έγραφε ποιήματα, δημιουργούσε, εκφραζόταν. Κι αυτό κατεύναζε κάπως τους δαίμονές της. Ακόμη ήταν τυχερή γιατί είχε καλές φίλες, καλές μαθήτριες, καλά πρότυπα. Μία απ΄ αυτές, η Δ., ανακάλυψε την ανεργία του πατέρα της. Η Δ. ήταν ένα σοφό κορίτσι, και οι δυο γονείς της οργανωμένοι στην Αριστερά, στήριξε τη Ρίτα και κάπως της έμαθε πως δε φταίει η ίδια για ό,τι συμβαίνει. Τότε άρχισε να αποκτά αυτό που λέμε “ταξική συνείδηση”.

Ύστερα, ξεκίνησαν οι μαθητικές κινητοποιήσεις ενάντια στον αναχρονιστικό κι ακραία συντηρητικό νόμο Κοντογιαννόπουλου για τη δημόσια εκπαίδευση. Η Ρίτα, αν και υπήρξε πολύ καλή μαθήτρια κι ένα παιδί συμμορφωμένο στο σχολικό περιβάλλον, ένιωσε την αδικία και συμμετείχε ενεργά στο κίνημα. Όταν δολοφονήθηκε ο Νίκος Τεμπονέρας, η Ρίτα φρίκαρε.

Ο θείος της, οργανωμένος στο ΚΚΕ, την πλησίασε και της πρότεινε να την γράψει στην ΚΝΕ. Μία καθηγήτρια αλληλέγγυα στους μαθητικούς αγώνες, την προσέγγισε και επίσης της πρότεινε να οργανωθεί πολιτικά. “Άκου να σου πω, εγώ που είμαι ενήλικας έχω το Κόμμα που μου δίνει γραμμή. Εσένα ποιος σου δίνει; Πού θα απευθυνθείς αν σε κυνηγήσουν αύριο- μεθαύριο;” τη ρώτησε. Όμως η Ρίτα δεν ήθελε να μπει στο ΚΚΕ. Τότε με το ένστικτο, τώρα πια και με τη λογική ξέρει τι την έδιωχνε μακριά από το Κόμμα παρά το μεγάλο της σεβασμό. Έτσι έμεινε εκτός.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να παραιτηθεί από το Συντονιστικό, είχε εκτεθεί πολύ, ακόμα και στο τοπικό ραδιόφωνο είχε βγει. Βοηθούσε και η ευφράδεια που είχε από πάντα. Ο διευθυντής του Γυμνασίου, ένα ακροδεξιό καθίκι, είχε τηλεφωνήσει σπίτι της και απειλούσε τους γονείς της ότι θα καλέσει τον Εισαγγελέα ανηλίκων αν δεν αναγκάσουν τα παιδιά τους να σπάσουν την κατάληψη. Έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Ρίτα πείσμωσε ακόμα πιο πολύ, παρόλο που ένιωθε πια έντονα έωλη κι ανυπεράσπιστη.

Κάποτε, όλα αυτά τέλειωσαν. Ο Υπουργός Παιδείας παραιτήθηκε, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε, το κίνημα κόπασε. Η Ρίτα επέστρεψε στο σχολείο. Όμως πια είχε να αντιμετωπίσει το μένος των δεξιών εκπαιδευτικών, δύο συγκεκριμένων, του γυμνασιάρχη και μιας φιλολόγου ξένης γλώσσας. Κι αυτά κάποτε τέλειωσαν. Αποφοίτησε, πήγε στο Λύκειο.

Τελικά η Ρίτα δεν κατάφερε παρά να εισαχθεί σε ένα Τμήμα του ΤΕΙ Αθήνας. Μόνο συλλυπητήρια δεν της απηύθυναν, εκπαιδευτικοί, φίλοι και συγγενείς. Είχε δημιουργήσει τόσο μεγάλες προσδοκίες από παιδί χάρη στις επιδόσεις της και τα καλλιτεχνικά της ταλέντα, ώστε η εισαγωγή σε ΤΕΙ εκλήφθηκε σαν αποτυχία. Στην αρχή οι σπουδές της δεν της άρεσαν, δεν της ταίριαζε το αντικείμενο της “υγείας”, προερχόταν από την Τρίτη Δέσμη- αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιστορία. Όμως πήρε το πτυχίο επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, επειδή θα εξασφάλιζε μια δουλειά στο δημόσιο και δε θα είχε την εργασιακή επισφάλεια που της είχε σφραγίσει τη ζωή λόγω του πατέρα.

Έπειτα κατέκτησε μια κρατική υποτροφία κι έκανε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Ανανέωσε την υποτροφία και πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Όταν γύρισε πια στην Ελλάδα με ένα παιδί στην αγκαλιά, απέκτησε ακόμα ένα πτυχίο από το Πάντειο, σε μια επιστήμη που λάτρεψε, την Κοινωνιολογία. Πλέον τη διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, στο Τμήμα Δημόσιας και Κοινοτικής Υγείας και είναι πασίχαρη γι’ αυτό. Γιατί πια ξέρει τι σπουδαίο πράγμα είναι η υγεία, η δημόσια υγεία, το δημόσιο σύστημα υγείας. Και μετά την πανδημία γίνεται συνείδηση σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους.

Όμως, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, παρά τα τυπικά της προσόντα διορίστηκε σε ένα νοσοκομείο, όπου δεν αξιοποιούσε τίποτα από ό,τι είχε κάνει. Μάλιστα σε κάποιους χαλούσε τη μαγιά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένιωθε άχρηστη κι ανεπιθύμητη. Και να σκεφτείτε πως την σπούδασε το κράτος με εκείνη την υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Απόσβεση στο μορφωτικό κεφάλαιο μηδέν.

Τότε την ανακάλυψε, μέσα στη δομή όπου εργαζόταν, ένας συνεργάτης του Τομεάρχη Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ. “Τι κάνεις εσύ εδώ με διδακτορικό;” τη ρώτησε αφού την ήξερε πια ως μπλόγκερ. “Τίποτα. Αλλά και πού να πάω;” απόρησε εκείνη. Ένιωθε κοντά σ’ αυτό το κόμμα, αλλά δεν ήταν η φύτρα της να γραφτεί και να ανήκει κάπου. Δεν είχε ψηφίσει τίποτα ως τα 35 της, εκλογική απεργία. Ήταν γοητευμένη πάντα από τον αναρχισμό.

Έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε Κυβέρνηση και αποσπάστηκε στο Γραφείο του Ανδρέα Ξανθού, τότε Αν. Υπ. Υγείας. Αφού ολοκλήρωσε το έργο της εκεί, πήγε ακόμα πιο ψηλά, στην Αντιπροεδρία της Κυβέρνησης, στο γραφείο του Γιάννη Δραγασάκη. Τους έζησε αυτούς τους ανθρώπους, τους πίστεψε γιατί την έπεισαν με το ήθος τους.

Η Ρίτα Ζερβάκη, αν και αναμίχθηκε με την πολιτική σε επιτελικό επίπεδο, ξέρω ότι δε θα ζητήσει ποτέ την ψήφο σας. Δε θέλησε να αφηγηθώ την ιστορία της γιατί κρύβει κάποια σκοπιμότητα. Το ξέρω καλά, γιατί την ξέρω καλά.

Ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο και, έχοντας πια διανύσει τη μισή της ζωή, καταλαβαίνει πως δεν θα τον δει. Θα παραμείνει ουτοπία. Ωστόσο, αν αύριο τα κλειδιά των κρατικών ταμείων, των νοσοκομείων και των σχολείων πρέπει κάπου να δοθούν, ξέρει ποια είναι τα καλά χέρια. Και ποιοι θα φροντίσουν να μη βρεθεί στο δρόμο ο πατέρας κάποιας άλλης Ρίτας.


(Ενθέματα της Αυγής, 26-04-20)


Ξύπνα κι αρρώστησε η αυγή

Ο Βάσιλας υπήρξε ο πρωτότοκος γιος της πιο πλούσιας οικογένειας του τότε γνωστού κόσμου, του Απανωσήφη, μίας αποικίας των Ανωγείων στα Αστερούσια Όρη. Προηγήθηκε η γέννηση μίας από τις αδελφές του, χάνοντας έτσι τα απόλυτα πρωτεία. Όμως, αυτά συμβαίνουν όταν το ΧΧ χρωμόσωμα του σπέρματος υπερνικά το ΧΥ, όταν δηλαδή ηττάται η πατριαρχία από τον ίδιο της τον εαυτό. Υπό μία άλλη έννοια, ωστόσο, καταπιεστής χωρίς καταπιεζόμενο δεν υφίσταται, οπότε και θα πρέπει να μην ερμηνεύεται ως ήττα της πατριαρχίας, εφόσον οι γεννήσεις θηλέων είναι απαραίτητες για την εκμετάλλευσή τους από τους άνδρες.

Το Βάσιλας,  οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε στο μη μυημένο ακροατήριό μας, δεν πρόκειται για επώνυμο, αλλά για μία παράφραση του Βασίλη. Ή, ας είμαστε πιο ακριβείς, πρόκειται για μία μυλοποταμίτικη εκδοχή του προαναφερθέντος κύριου ονόματος το οποίο προφέρθηκε από το νονό του Βασιλείου, Χαράλαμπο παρά τις δυσκολίες.

Οι δυσκολίες εστιάζονταν στο ότι ο Χαραλάμπης δεν γνώριζε ανάγνωση ώστε να διαβάσει ολόκληρο το Σύμβολον της Πίστεώς μας και, επειδή -αλλά αυτό ας μείνει μεταξύ μας- απέφευγε την Εκκλησία έως την αποστρεφόταν, δεν είχε το είχε αποστηθίσει ακούγοντάς το σε ανάλογες τελετές. Έτσι στα δεκάξι του, οπότε πρωτόγινε νονός, απήγγειλε την αρχή “Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανού καί γῆς”, το οποίο γνώριζουν έως και οι πέτρες, παραλείποντας εντούτοις τα καταληκτικά -ν της αιτιατικής και επανέλαβε, μετά από σκούντηγμα της μάνας του και αγριοκοίταγμα του παπα-Παντελή, τους τελευταίους τρεις στίχους ως εξής:

“Ὁμορογώ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 
Προσδοκώ ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέρροντος αἰῶνος. 
Ἀμήν.” 

Στο σημείο αυτό έχουμε την υποχρέωση να καταστήσουμε σαφές ότι το λάμδα στην ανωγειανή προφορά αντικαθίσταται από το ρω πλην όμως εκπεφρασμένο πολύ πιο υγρό από το ήδη υγρό σύμφωνο. Τούτου δοθέντος, θα λέγαμε “ο Χαραράμπης ήταν ο σάντορος του Βάσιρα”. Όμως, το πρώτο ρω του Χαραλάμπη προφέρεται έντονα και το δεύτερο πιο απαλά, πιο υγρά. Η δε λέξη “σάντολος”, η οποία σημαίνει νονός ή πνευματικός πατέρας στο συγκεκριμένο ιδιόλεκτο, ως “σάντορος” έχει μόνο προφορική ισχύ. Αλλά εδώ θα σταματήσουμε τις μετατροπές του λάμδα σε ρω γιατί ακόμη και εμείς οι μύστες κάπου…ζαριστήκαμε.

Επιστρέφοντας στην ιστορία μας, ο Βάσιλας έλαβε το χρίσμα του χριστιανού ορθόδοξου στη μητρόπολη, όπου και πρωτόδε το φως του ήλιου. Μονάχα που το γλέντι διήρκεσε μοναχά μια μέρα, αντί για τρεις όπως συνήθως συνέβαινε στις πιο εύπορες οικογένειες όταν επρόκειτο βεβαίως για βάπτιση υιού.

Ωστόσο, εικάζουμε ότι δεν αντελήφθηκε την κοινωνική αυτή αδικία το βυζιανιάρικο, παρότι ανέπτυξε -όπως θα δούμε ευθύς αμέσως- πολύ πρώιμα ταξική συνείδηση, την οποία -λυπούμαστε για το σπόιλερ- απώλεσε μόλις έγινε ο ίδιος αφεντικό, όπως τραγούδησε ο Τζων Λέννον στο Working class hero το ’70, δηλαδή περίπου μισόν αιώνα αργότερα, για ανάλογες περιπτώσεις.

Παρεμπιπτόντως, αναφορικά με τον χαρακτηρισμό βυζανιάρικο και επειδή το τεχνητό γάλα δεν είχε ακόμα αναμετρηθεί με το μητρικό -αυτό θα συνέβαινε μισόν αιώνα αργότερα και πάλι τη δεκαετία του ’70-, δε θα πρέπει να βιαστεί κανείς να προσδιορίσει την ηλικία του βαπτισθέντος γύρω στους έξι μήνες, κρίνοντας με βάση τα σύγχρονα βρέφη (σ.σ.: το παρόν διήγημα γράφτηκε το 2020). Τη δεκαετία του 1920 τα παιδιά θήλαζαν μέχρι δυο- τριών χρονών από τις μανάδες ή από παραμάνες που διέθεταν ικανές ποσότητες προλακτίνης και ωκυτοκίνης ώστε να ρέει άφθονη από τις ρώγες τους η βασική τροφή κάθε θηλαστικού, τουλάχιστον στην εκκίνησή τους στον μάταιο τούτο βίο (εάν μας επιτρέπεται μια αξιολογική αποτίμηση της ανθρώπινης ύπαρξης).

Αντίθετα με τα ειωθότα, ο Βάσιλας βαφτίστηκε κάπως καθυστερημένα, δηλαδή δυο χρονών, διότι έπρεπε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα αιγοπρόβατα για σφαγή. Τα μεν αρνιά για οφτό αντικρυστό, οι δε ρίφια για βραστό με μακαρούνες και αθότυρο. Επομένως, μέχρι τα δύο του, ως μη χριστιανός, ήταν ακόμα έκθετος στην επίδραση του Εωσφόρου.

Στο κεφαλοχώρι λοιπόν έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, προορισμένος να παριστάνει τον “φαμέγιο” (=υπηρέτη) σε κάποιον μεγαλογαιοκτήμονα ή σε κάποιον μεγαλοκτηνοτρόφο, πράγμα που, σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, θα τον είχε οδηγήσει σε αυτοχειρία περίπου στα δεκαεφτά του, σύμφωνα με τρεις ερμηνείες.

Κατά μία κοινωνιολογική ερμηνεία, ο Βάσιλας θα έδινε τέλος στη ζωή του μη υπομένοντας την καταπίεση της “υπέρμετρης ρύθμισης των κοινωνικών θεσμών” κατά την “φαταλιστική” κατηγοριοποίηση στη σχετική τυπολογία του μνημειώδους έργου του Εμίλ Ντιρκέμ για τα κοινωνικά αίτια της αυτοκτονικότητας.

Σύμφωνα με μία δεύτερη θεωρητική προσέγγιση, αστρολογική αυτή τη φορά, ο αστερισμός του Κριού, στον οποίο ανήκει, διακατέχεται από υπέρμετρο αίσθημα ανυποταξίας έναντι κάθε μορφής εξουσίας, όχι βέβαια γιατί τα κριάρια επιθυμούν να χειραφετήθουν οι μάζες αλλά γιατί επιδιώκουν εξάπαντος την ηγεσία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νεαρός Βάσιλας επιθυμούσε διακαώς να να βρίσκεται στην κορυφή του κοπαδιού οδηγώντας το και όχι στην ούγια εμποδίζοντάς τα πρόβατα να μη φύγουν. Με άλλα λόγια, ήθελε “να ξωλαλεί το κουράδι στην ομπρός μερά όι να ‘παντά τα πρόβατα να μη μολάρουνε”. Κι αφού αυτό δε θα συνέβαινε εφόσον δεν ήταν δικό του το κοπάδι, ο άνθρωπος- κριάρι θα χτυπούσε τα κέρατά του στον τοίχο "ίσαμε να σπάσει η κεφαλή του, να γενεί ψίχαλα”.

Τέλος, παραθέτοντας μία τρίτη, θεολογική εξήγηση, προτεινόμενη από άλλο μέλος της πολυπληθούς μας συγγραφικής μας ομάδας, η παραταταμένη παραμονή υπό την σατανική επίδραση, εφόσον έζησε δυο ολάκερα χρόνια ζωής αβάφτιστος, είχε επιτρέψει την ανάπτυξη των δαιμονικών αυτοκαταστροφικών δυνάμεων. Οι σατανικές επιδράσεις θα μπορούσαν να έχουν εξουδετερωθεί με ευλαβική πίστη στον Παντοκράτορα, μετάνοιες και προσευχές και άλλα τελετουργικά, τα οποία όμως, όπως συνέβαινε στο πνευματικό του πατέρα, απέφευγε. Οπότε ο διάολος του ετοίμαζε ήδη την αγχόνη, του γέμιζε ήδη το τουφέκι.

Σε κάθε περίπτωση, συνομολογούμε ότι το μπάσιμο του Βάσιλα στην παραγωγική διαδικασία, δεν ήταν και το πιο χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή του. Αλλά και για ποιον είναι δηλαδή πέρα από τους κεφαλαιοκράτες, τους δυνάστες μας;  Σε ηλικία πέντε χρονών, παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να δουλέψει, λόγω του χαμηλού βιοτικού επιπέδου μιας οικογένειας. Η οικογένειά του, ωστόσο, αποκτούσε κάθε χρόνο από ένα παιδί, ήδη εξαμελής. Στην έναρξη σχεδόν της κτηνοτροφικής του καριέρας, ο Βάσιλας δέχτηκε στα αχαμνά έναν μεγάλο σβώλο από και χώμα και χαλίκια από τον μπροστάρη βοσκό επειδή, λέει, δεν εμπόδιζε τα πρόβατα να αυτομολήσουν. Τα πρόβατα μιλάμε τώρα που είναι πιο υποταγμένα στις κεφαλές της εξουσιαστικής δομής από ό,τι ο γερμανικός λαός στον Φύρερ κατά το Γ’ Ράιχ. Συνομολογούμε, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας, ότι ο βοσκαράς ήταν κακός άνθρωπος και πέταξε του παιδιού το σβώλο, ο οποίος σβώλος, να το πούμε κι αυτό, ευτυχώς δεν του προκάλεσε κανένα πρόβλημα στο αναπαραγωγικό σύστημα, αφού χρόνια αργότερα απέκτησε δυο παιδιά.

Έπειτα από αρκετές ημέρες, εφόσον το τραύμα δεν αποκαλύπτεται αμέσως, ή ίσως και ποτέ λόγω των μηχανισμών άμυνας του εγώ και ειδικά την “απώθηση”, ο Βάσιλας έθεσε ένα ερώτημα στον “κύρη” του, δηλαδή τον πατέρα του τον Μίχαλο: “ Καλλιά δεν ήτονε νά ΄χαμε όλοι ίσα οζά, να κατέχει ο καθείς μας ίντα του γίνεται;” Έτσι ο ήρωάς μας είχε ήδη συλλάβει την ιδέα μίας πιο δίκαιης κατανομής του πλούτου.

Για καλή του τύχη η αυτοχειρία απεφεύχθη, αφού ένα χρόνο αργότερα το σόι του ενεπλάκη έμμεσα σε μια βεντέτα, οπότε εγκατέλειψαν την μητρόπολη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ένας από το σόι του Χαραλάμπη, δηλαδή του συντέκνου του Μίχαλου και σάντολου του Βάσιλα, ξεκοίλιασε “έναν μασκαρά, ένα βρομιάρη, μια μαγαρισά των αντρώς”, σύμφωνα με μαρτυρίες προφανώς από την πλευρά των θυτών.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε μία αρραβώνιαση του σογιού του Χαραλάμπη, σέρβιρε μια ξαδέρφη για τα καλορίζικα. Ο δίσκος περιeλάμβανε μια μποτίλια τσικουδιά, ρακοπότηρα και πιατελάκια με σταφίδες και στραγάλια. Το θύμα έτεινε το χέρι του στον δίσκο τον οποίο περιέφερε η “αξαδέρφη”, η οποία όμως ήταν νυμφευμένη με τον θύτη. Μετά το φονικό, το σόι του φονιά διατεινόταν ότι της έβαλε χέρι, “τσ’ άγγιξε τα βυζά εξεπίτηδες”. Το δε σόι του φονευμένου επέμενε πως ο νεκρός απλώς προσπάθησε να κεραστεί ο ίδιος από τη μποτίλια γιατί “η αξαδέρφη επέρασε απ’ ομπρός του  δίχως να τονε τρατάρει”. Η υπερβολική ρακοποσία όμως, έτσι κι αλλιώς, δε βοήθησε να δοθεί μια αντικειμενική ερμηνεία κι ούτε βέβαια συγκράτησε το χέρι του φονιά.

Έτσι, δύο οικογένειες ολάκερες ξεριζώθηκαν από τους πρόποδες του Ψηλορείτη, το σόι του φονιά και του συντέκνου του. Φορτώθηκαν μπόγους, γερόντους και παιδιά και πήραν το δρόμο της εσωτερικής προσφυγιάς. Κάποτε βρέθηκαν στον όμορο νομό, στα ανατολικά, στο νομό Ηρακλείου, που πρέπει να επισημάνουμε ότι βγάζει καλόκαρδες πλην έξυπνες γυναίκες, φροντιστικές αλλά ταυτόχρονα φλογερές, καθώς η ομάδα αποφάσισε να κάνουμε ευλογήσουμε τα γένια μας, να κάνουμε γκρίζα διαφήμιση.

Στ΄ Αστερούσια Όρη είχαν μεταναστεύσει, για αντίστοιχους ή και άλλους λόγους, προγενέστερα άλλοι Ανωγειανοί. Να μην τα πολυλογούμε, στον καινούργιο τόπο ο Μίχαλος απέκτησε εφτά παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και αφού την ξέκανε από τις πολλές γέννες και τις πολλές χειρωνακτικές εργασίες, έσπειρε άλλα πέντε κοπέλια στη δεύτερη. Το όλον δώδεκα.

Εκτός από πολλά παιδιά, ο Μίχαλος απέκτησε και μεγάλη περιουσία καθώς οι Τούρκοι είχαν αφήσει πίσω τους τα κτήματα, ταμάμ για τους νέους κατοίκους της περιοχής η οποία έβριθε ιδίως από βοσκοτόπια.

Στα δώδεκα παιδιά, πρώτος γιος ο Βάσιλας, όπως προείπαμε. Άρα υπαρχηγός της μεγάλης οικογένειας και επιστάτης των πολλών εργατών ήδη από τα δέκα του. Ευτύχησε λοιπόν κοινωνικά και οικονομικά, οπότε για την ώρα κίνδυνος να αποδημήσει πρόωρα εις Κύριον, μάλλον έδειχνε να έχει αποσοβηθεί.

Επειδή ωστόσο θέλουμε να διαλύσουμε τυχόν στερεότυπα περί του είδους της επιστασίας του αλλά και του αισθήματος της ιδιοκτησίας ας πούμε πάλι δυο λογάκια. Ο Βάσιλας δεν εξελίχθηκε σε ένα μοχθηρό κτήνος όπως ο Κέρλι στο μυθιστόρημα του συναδέλφου Στάινμπεκ στο “Άνθρωποι και ποντίκια”. Υπήρξε δίκαιος και μάλλον ανεκτικός, αν όχι συμπονετικός προς το εργατικό δυναμικό. Εκείνο όμως που μεταβλήθηκε άρδην όταν συνειδητοποίησε ότι έχουν πια περιουσία είναι η αντίληψή του περί ισοκατανομής του κεφαλαίου.

Όμως, για να προχωρήσουμε παρακάτω, ενώ ζούσε ευτυχισμένος ήρθε κάποτε η ώρα που ερωτεύθηκε σφόδρα. Η έλευση του έρωτα στη ζωή του ανθρώπου προκαλεί κατά βάση αναστάτωση και κάπου εδώ μπορείτε να κάνετε ένα διάλειμμα να φτιάξετε καφέ ή να ανάψετε τσιγάρο, αν και μέλος της ομάδας μας θέτει σοβαρές αντιρρήσεις ως προς αυτή μας την προτροπή ως ειδική επί της δημόσιας υγείας. Παρόλαυτα, με δημοκρατικές διαδικασίες αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε την παραίνεση με την υποσημείωση να μη το δέσετε και σκοινί κορδόνι.

Η κοπέλα η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο του πόθου, διέθετε μια εκθαμβωτική ομορφιά. Διέθετε πράσινα μάτια, ροδαλά ζυγωματικά, κόκκινα χείλη, σταρένια επιδερμίδα και καστανόξανθα μαλλιά δεμένα πάντοτε σε περίτεχνες πλεξούδες τυλιγμένες σε έναν κότσο που διέσχιζε σαν ρυάκι το καλοσχηματισμένο μέτωπό της. Διακρινόταν δε από ένα βλέμμα τόσο άδολο κι ένα χαμόγελο τόσο ενάρετο, ώστε θα αποτολμούσαμε να την συγκρίνουμε με την εικόνα της Παναγίας, όπως την έχει καθένας μας στο νου του, όχι όπως τις αγιογραφίες της χριστιανορθόδοξης παράδοσης όπου αναπαρίσταται αυστηρή, αν όχι βλοσυρή η Μεγαλόχαρη, γεννώντας μας εύλογες απορίες τις οποίες όμως θα πραγματευτούμε σε έτερο πόνημα. Το μόνο της ψεγάδι της κοπέλας ήταν το υποκοριστικό της, Κωστούλα εκ του Κωνσταντίνα.


Ωστόσο, όπως σε κάθε εμπνευστικό για την τέχνη έρωτα, υφίστατο ένα άλυτο πρόβλημα. Οι έρωτες οι οποίοι καταφέρνουν να υπερβούν σύντομα τις δυσκολίες θεωρούμε ότι δεν εντυπωσίασαν ούτε τις αναγνώστριες του Ρομάντζο, στίβες των οποίων μπορείτε να εντοπίσετε στα παλιατζίδικα πέριξ της πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, όπου θα επιβεβαιώσετε την παρατήρησή μας. Η Κωστούλα ήταν τέσσερα, μπορεί και πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον ερωτοχτυπημένο Βάσιλα. Το γεγονός ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, ένα απαγορευτικό στοιχείο για τη σύναψη ερωτικής σχέσης -δηλαδή γάμου- σύμφωνα με την ηθική της τοπικής κοινωνίας.

Η αμφιταλάντευσή μας ως προς την ηλικιακή διαφορά των δύο νέων, η οποία φάνταζε χάσμα και ταμπού στον μεσοπόλεμο, έγκειται στο ότι η δήλωση των γεννήσεων στην αρμόδια Αρχή συντελούταν πολύ ετεροχρονισμένα, σαν τύχαινε δηλαδή κάποιος να επισκεφτεί τη Χώρα, όπου έδρευε το Ληξιαρχείο, σε ένα μήνα, δύο, μπορεί και μετά από κανα’ χρόνο.

(Μέλος της συγγραφικής μας ομάδας έθεσε το ερώτημα αν υπήρξε άνθρωπος στην Κρήτη που έζησε ολότελα αδήλωτος στο Ληξιαρχείο, αλλά μία τέτοια παρέκκλιση από το κύριο θέμα της παρούσας αφήγησης θα εκνεύριζε και την/τον πιο καλόπιστη/ο αναγνώστριά/τη μας, οπότε η πλειοψηφία αποφάσισε να μην ασχοληθούμε με αυτό το ερώτημα).

Η βεβαιότητά μας δε ότι ο Βάσιλας ανήκε στο ζώδιο του Κριού βασίζεται στο ότι γεννήθηκε πρώτη του μήνα, Πρωταπριλιά συγκεκριμένα, αν και διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες ότι το April’s fool ήταν ένα έθιμο διαδεδομένο και στην οροσειρά της Ίδας το 1922, οπότε και γεννήθηκε ο κεντρικός μας ήρωας.

(Στο σημείο αυτό, μέλη της συγγραφικής μας ομάδας, επιθυμούν να καταγγείλουν την “καταφανώς σεξιστική, επαίσχυντη κι αυθαίρετη απόφαση” να αποδώσουμε στον Βάσιλα τον χαρακτηρισμό “κεντρικός χαρακτήρας” εφόσον καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη και εντέλει κατάληξη της ιστορίας μας θα διαδραματίσει η Κωστούλα. Προς απάντηση, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, έθεσαν ως κύρια δικαιολογία το ποσοτικό ζήτημα, ότι δηλαδή εφόσον τα 4/5 του παρόντος καταλαμβάνονται από την εξιστόρηση της ζωής του Βάσιλα, δικαιωματικά του απονέμεται ο όρος “κεντρικός ήρωας”. Η φεμινιστική πτέρυγα υπαναχώρησε με τον όρο να απαλειφεί ο όρος “ήρωας” και να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτηρισμός ως “ο κατά την ποσοτική διάσταση κεντρικός χαρακτήρας”, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό προκειμένου να τελεσφορήσει η κοινή μας προσπάθεια συγγραφής μιας ερωτικής ιστορίας ως απάντηση στις επικρίσεις ότι τα κείμενά μας είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτικά και φλερτάρουν επικίνδυνα με την στρατευμένη τέχνη. Κλείνει η παρένθεση και ευχαριστούμε για την κατανόηση και την υπομονή σας.)

Την πρωταπριλιά πια του 1938 ο Βάσιλας θα έκλεινε τα δεκάξι. Τα γενέθλια όμως ως αμιγώς αστικό έθιμο δεν εξασκείτο στην ύπαιθρο και δη προπολεμικά. Γνωρίζοντας όμως ο ίδιος ότι έχει γεννηθεί σαν σήμερα, και πρωτοπόρος λόγω ιδιοσυγκρασίας, οργάνωσε ένα γλέντι στο σπίτι του να το γιορτάσει με πεντέξι φίλους του και να ξεδώσει από τον νταλκά. Γλέντι χωρίς μουσική όμως δεν νοείται, οπότε κλήθηκε ένας λαουτιέρης από το πλησιέστερο χωριό. Αν έχεις λεφτά, ή έστω ένα άλογο και ένα ντενεκέ λάδι, όλα γίνονται. Αφού ήπιαν τα παλικάρια ρακή για να ανοίξει η όρεξη, κρασί με το φαϊ και ρακή για τη χώνεψη, πήραν να τραγουδούν ίσαμε τα μεσάνυχτα.

Το γλεντοκόπι αντηχούσε σ’ όλο το χωριό γιατί, καθώς η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξαπλωνόταν στην επικράτεια με ταχύτητα φωτός, σύσσωμος ο οικισμός ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι και την σιγαλιά της νύχτας.

Κι αφού πια είχε φανερωθεί η εορταστική ατμόσφαιρα στο αρχοντόσπιτο, ο Βάσιλας πήρε την παράτολμη απόφαση να φανερώσει και τον έρωτά του. Η απόφαση πάρθηκε όταν ο λαουτιέρης έπαιξε την μαντινάδα που εξέφραζε μέχρι τον πυθμένα της ύπαρξής του τον κατά την ποσοτική διάσταση κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας μας.

“Το ένα μου χέρι στη φωθιά και τ’ άλλο στο μαχαίρι
ή θα καώ ή θα σφαγώ ή θα σε κάμω ταίρι.”

Γιατί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πυροδοτήθηκε ο αυτοκτονικός ιδεασμός και αποφάσισε πως αντί να εγκαταλείψει νωρίς τον μάταιο τούτο κόσμο (μας συγχωρείτε για την επανάληψη της αξιολογικής κρίσης περί της ύπαρξης), προτιμούσε να τα παίξει όλα για όλα προκειμένου να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου, χωρίς το οποίο όλα έμοιαζαν ανούσια, αν όχι φρικαλέα.

“Σηκωθείτε απάνω μρε ΄σεις” πρόσταξε τη συντροφιά του, η οποία και υπάκουσε. “Θα πάμε να τση κάμουμε καντάδα κι ό,τι γενεί.” Πόρισε την πόρτα όξω και οι άλλοι εκλούθηξαν από πίσω ντου.

Λίγο μετά, τρεκλίζοντας και παραπατώντας, οι πέντε φίλοι και ο οργανοπαίχτης βρίσκονταν κάτω από το κονάκι της Κωστούλας. Ο λαουτιέρης τους έκανε νόημα να μη βγάλουν άχνα ίσαμε να κουρδίσει το έγχορδο, οπότε ακουγόταν μονάχα η κουκουβάγια και το τριζόνι. Αφού τέλειωσε το κούρδισμα, ο κοντοχωριανός μουσικός πήγε και στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι, χρησιμοποιώντας το κατώφλι σαν υποπόδιο προκειμένου να ακουμπήσει το λαούτο στον μηρό του, αλλά και να γλιτώσει τυχόν κουβάδες με νερό από την οικογένεια της Κωστούλας, η οποία εξάλλου καθόλου δεν είχε δείξει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό πάθος του Βάσιλα.

Ένα ταξίμι μινόρε, αισθαντικό και παραπονιάρικο, στρώθηκε χαλί να τραγουδήσουν ήρεμα κι αδελφωμένα τα πέντε κοπέλια την μαντινάδα:

“Ξύπνα και ‘ρώστησε η αυγή ξύπνα και ξημερώνει
ξύπνα και φάγανέ με μπλιο οι εδικοί σου πόνοι.”

Ο έρωτας είχε πια φανερωθεί με το πρώτο φως της αυγής.

Η Κωστούλα τον είχε επίσης ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους καθώς εκείνη κουτσοκόρφιζε στο διπλανό αμπέλι κι εκείνος παρίστανε τον επιστάτη. Και τον ερωτεύτηκε, όχι γιατί ήταν αφεντικό μα γιατί έτσι απλά, ταίριαζαν, όπως φάνηκε στα εβδομήντα δυο χρόνια που έζησαν ζευγάρι.

Ήταν η μοίρα τους να σμίξουν και να γεράσουν μαζί, διατηρώντας το ερωτικό ανάμεσά τους, ακόμα κι όταν πια ο χρόνος έσκαψε άγρια τις μορφές τους. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ο τρόπος που τον κοιτούσε φώτιζε τα πρόσωπά τους μέχρι το τέλος. Σαν το πρώτο φως εκείνης της αυγής. Κι ο έρωτας τον έσωσε από τον θάνατο.