29/4/12

αγαπητέ δημοκράτη

Στις 6 Μάη οι πολίτες αυτής της χώρας θα ασκήσουν το ύψιστο συνταγματικά κατοχυρωμένο δημοκρατικό δικαίωμά τους, το δικαίωμα του εκλέγειν. Την ίδια στιγμή, που προσδοκούν ως άλλη ανάσταση νεκρών, Χριστιανοί γαρ, τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, οι χρήστες των social media επιδεικνύουν έναν ασυγκράτητο ζήλο να πείσουν -ή και να μεταπείσουν- το εκλογικό σώμα: α) να μην ψηφίσει λευκό ή άκυρο, β) να μην κάνει αποχή, γ) να μην ψηφίσει ένα από τα δυο -μάλλον πάλαι ποτέ- μεγάλα κόμματα, δ) να μην ψηφίσει ακροδεξιά κόμματα. Δια της εις άτοπον απαγωγής δηλαδή να ψηφίσει τους νεοφιλεύθερους ή Αριστερά, αφού αυτά τα δυο ρεύματα έχουν και την μεγαλύτερη επιρροή στα social media, χρησιμοποιώντας το μέσο ως μια εναλλακτική πλατφόρμα ανέξοδης προπαγάνδας και διαφήμισης. Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Και το καλοκαίρι του 2007 τα ίδια συνέβαιναν κατά την προεκλογική περίοδο.

Φέτος, με το γνωστό ελληναράδικο χιούμορ, έχουν κυκλοφορήσει  π.χ. και κάτι αστειάκια τύπου κλειδώστε στο σπίτι τους γέρους που ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που δεν είναι για γέλια. Γνωστό ότι και τα αστεία που επιλέγουμε να πούμε, κάτι προδίδουν απ' αυτό που είμαστε, ναι;  Και μια που θυμήθηκα το αλησμόνητο 2007 της ΝΔ, ας θυμίσω και το χιούμορ του Αλογοσκούφη, που διαμαρτυρήθηκε αστειευόμενος ότι η οθόνη δε δείχνει έναν άνθρωπο αλλά έναν...μαύρο. Τι ωραίο αστείο πραγματικά, διαχώριζε τον άνθρωπο από το νέγρο. Ομοίως τα προεκλογικά μας χωρατά κάτι δείχνουν για τα δημοκρατικά μας αντανακλαστικά. Ομοίως αυτή η φανατική αποστροφή από το δικαίωμα της αποχής από τις εκλογές ή την ψήφιση λευκού/(εσκεμμένου) άκυρου επίσης κάτι δηλώνει. Πέρα από τα ωραία αυτά αστεία, κυκλοφορεί σε πολλές ακόμα μορφές ένα συγκεκριμένο είδος προπαγάνδας με εκβιασικά διλήμματα, ίδια με αυτά που διδάσκουν οι πολιτικάντηδες που καλούμαστε να ανατρέψουμε με την ψήφο μας.

Δηλώνει, αγαπητέ μου δημοκράτη, ότι δε σέβεσαι την ελευθερία επιλογής του άλλου που, μάντεψε, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ζήλο σου να πείσεις το ακροατήριό σου να πάει να ψηφίσει. Και ακόμα, αν ας πούμε σε προηγούμενες εκλογές (κυρίως δημοτικές παρά βουλευτικές) κάποιοι κατηγορήθηκαν -από τη γνωστή μερίδα των ζηλωτών ψηφοφόρων στην οποία ανήκεις- πως έβρισκαν ευκαιρία να πάνε να φάνε φρέσκο ψάρι παραλιακά και να πιούνε ούζα αντί να ασκήσουν το ultimate δικαίωμα της ψήφου, τώρα, σ΄ αυτές εδώ τις εκλογές που έρχονται, και ο πιο απολιτίκ -αν δεχτούμε τέτοιους όρους- έχει αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης. Έτσι, αν αποφασίσει κάποιος πως προτιμά την αποχή ή το λευκό σημαίνει πως εκφράζει τη βαθιά του δυσαρέσκεια για το πολιτικό σύστημα, για το οποίο κάθε χαρακτηρισμός περισσεύει. Και την έκφραση της λαϊκής βούλησης, αν  υποτίθεσαι τη σέβεσαι συλλογικά, πρέπει να τη σέβεσαι και ατομικά, αγαπητέ δημοκράτη. Η συνειδητή αποχή, περισσότερο, τα εσκεμμένα άκυρα και τα λευκά, εκφράζουν κάτι το οποίο, αν μη τι άλλο, οφείλεις να το ακούσεις με μεγάλη προσοχή αντί να προσπαθήσεις να το χειραγωγήσεις. Δεν βίωσες εσύ πιο επώδυνα την κρίση και δεν είσαι εσύ πιο πολιτικοποιημένος από τον άλλο που αποφασίζει πως να μην ψηφίσει κάποιο πολιτικό κόμμα, αγαπητέ δημοκράτη...





22/4/12

κι έβγαλε τη χρυσή

Ίσως να ήταν η πρώτη συνεδρία που συμμετείχα. Σε άλλους τόπους αυτό μπορεί να το έλεγαν εισαγωγική περίοδο -μεταφρασμένο καθετί "καινοτόμο" από τα μητροπολιτικά, induction period- μπορεί να είχε γίνει πιο οργανωμένα, μπορεί να υπήρχε κάποιου είδους εποπτεία. Σε εμάς έγινε κάπως έτσι.
Ένας γιατρός, που είχε ξεκινήσει ειδικότητα λίγους μήνες πριν, φορτωμένος με ιατρικούς φακέλλους και με όλη την ευθύνη της διαχείρισής τους, πήρε την πρωτοβουλία να με προσκαλέσει να συμμετέχω σε μια δύσκολη λήψη ιστορικού: μητέρα έφηβου ζητάει συμβουλή πώς να χειριστεί τον γιο της που εμφανίζει ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά. Παρένθεση: απόπειρα ανθρωποκτονίας. Τον ακολούθησα στο ανήλιαγο δωματιάκι, ένας προθάλαμος ανάμεσα στο WC και το αρχείο, καθήσαμε δυο λεπτά, μου εξήγησε προφορικά την περίπτωση, από όσα ήξερε μέχρι τώρα απ΄το referral, πήρε μια ανάσα και βγήκε να καλέσει τη μητέρα που περίμενε στην κατ' ευφημισμό αίθουσα αναμονής.
Αργότερα θα μάθαινα πως το σύνηθες είναι οι γονείς να αντιδρούν στην παρουσία δεύτερου ειδικού στις συνεδρίες. Άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο. Εκείνη η μητέρα άκουσε στωικά τον γιατρό να με συστήνει ως μέλος της θεραπευτικής ομάδας και καταλαβαίνοντας πως θα ήμουν το βουβό πρόσωπο στην τραγωδία, δεν έδειξε ίχνος αντίδρασης. Την ακούγαμε να μας αφηγείται απολύτως ανέκφραστη. Εύλογα θα τη ρωτούσε λίγο μετά ο ειδικευόμενος αν έχει διαγνωσθεί με κατάθλιψη και η θετική της απάντηση απλώς θα επιβεβαίωνε την εικασία του. Το ιστορικό ήταν όπως πολλών άλλων "προβληματικών" οικογενειών. Ένας πατέρας αλκοολικός που κακοποιεί γυναίκα και παιδιά, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, όπως τα λένε κομψά οι επιστήμονες, φτώχεια, ανεργία, χωρίς τη στήριξη των κοινωνικών δικτύων, κομψά, πολύ κομψά ότι δεν έχεις άνθρωπο να σε στηρίξει, ένα χέρι να πιαστείς, που είναι πια πασσέ να πεις, όπως ο Άκης Πάνου.
Όμως η μητέρα ήταν ξένη. Από πλούσια ευρωπαϊκή χώρα. Μην τρέξει ο νους σου στην πεπατημένη οδό, η πεπατημένη ζέχνει στερεοτυπίλα, μια μπόχα αποβλακωτική, μη πεις πως ήταν αλβανίδα, ρουμάνα, πολωνέζα, ουκρανή. Ήρθε στην Ελλάδα τα χρόνια πριν την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ως τουρίστρια, γνωρίστηκε με τον έλληνα, έζησε μαζί του, του έκανε παιδιά. Το ένα της παιδί θα έμπλεκε με "κακές παρέες", το αγόρι, και θα γινόταν "ένα άλλο παιδί", κι από το αδύναμο μέλος της σχολικής κοινότητας, εκείνον που δέχεται τη σφαλιάρα, χάρη στις κακές παρέες θα έμπαινε στη συμμορία των ισχυρών. Και πια δεν θα έριχνε σφαλιάρα, αλλά θα έβγαζε μαχαίρι.
Η στρατολόγηση του πιτσιρικά στις τάξεις των χρυσαυγιτών είχε αρχίσει. Και ακολούθησαν όλα τα άλλα. Ξυρισμένα κεφάλια, στρατιωτική πειθαρχία στους "ανωτέρους" του, κατήχηση και καθοδήγηση, επισκέψεις στα γραφεία του κόμματος που έχει μια σχέση παράνομων εραστών με την Χ.Α.,  ξύλο και επιθέσεις σε αλλοδαπούς συμμαθητές, αποβολές από το σχολείο. Και μίσος προς τους ξένους, μίσος προς τους διαφορετικούς, μίσος προς όλους τους άλλους. Μίσος, μίσος, μίσος. Και η μάνα ήταν ξένη. Και η αδελφή ήταν διαφορετική. Και κάποτε θα έκανε απόπειρα να την πνίξει με σχοινί στο κρεβάτι της. Καταγραμμένο πουθενά στις στατιστικές της εγκληματικότητας.
Αλλά εμείς δε μπορέσαμε να βάλουμε διάγνωση. Τι διάγνωση να βάλεις; Άνοιξε τα ψυχιατρικά εγχειρίδια, που θέτουν τα πλαίσια των έγκυρων διαγνωστικών κριτηρίων διεθνώς, και πες μου αν βρήκες κάπου να περιγράφει την χαρακτηριστική συμπεριφορά του στρατευμένου νεοναζί, του φασίστα, του σωβινιστή. Και δε λέω να' χαμε, τι να' χαμε, άλλη μια ψυχ-ιατρικοποίηση της κοινωνικής απόκλισης.
Ήθελα να την αναλάβουμε αυτή την περίπτωση, να μην την παραπέμψουμε σε άλλη δομή ή στην εισαγγελία. Όμως άπειροι κι οι δυο, δειλοί ίσως, αλλά κι αβοήθητοι -πες το έλλειψη προσωπικού, πες το κακοδιαχείριση- εμείς που κάπως θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε, κατευθύναμε αλλού την μητέρα που είχε την τραγική μοίρα να γεννήσει αυγό του φιδιού. Κι αυτόν τον έφηβο, όσο και αν ένιωθα να μου κόβονται τα πόδια από την εξιστόρηση των πράξεών του, όχι από καμιά ξένη, από κανέναν εχθρό του, αλλά από τη μητέρα του, την ξένη, την εχθρό του, άλλο τόσο πίεσα μετά το συνάδελφο να δεχτεί να τους παρακολουθήσουμε, να πάω σπίτι τους, να πάω στο σχολείο του. Αλλά βρήκε έρεισμα στο φόβο μου: Πού να πας να μπλέξεις εκεί μέσα... Κι ίσως να είχε δίκιο. Τη στείλαμε αλλού. Από τότε, δε θυμάμαι εκείνος ο νέος γιατρός να παρατούσε εύκολα περιπτώσεις, όσο δύσκολες και αν ήταν. Ίσως όμως εκείνη η ιστορία να τον τρόμαξε.
Είμαστε μια μεγάλη οικογένεια με έναν κακό γονιό, που μας βασάνιζε, άρρωστο,  με έναν ξένο γονιό, παραδομένο και ανήμπορο, άρρωστο, με έναν παιδί γεμάτο μίσος και βία, άρρωστο, και με κάποια θύματα, που κι υγιή να' ναι, θα αρρωστήσουν. Και την αρρώστια μας πάλι χρυσή τη λένε, όπως παλιά τον ίκτερο. Και δεν είναι η μόνη αρρώστια. Θα τη βγάλουμε τη χρυσή στο κοινοβούλιο, μόνο για να δηλώσει πιο εμφατικά την παθολογία ενός τόπου, που κι όσοι μπορούσαν να βοηθήσουν, δε βοήθησαν.

4/4/12

όχι, δεν θα πάνε όλα καλά

Έχω πάει σε ένα σχολείο να κάνω μία εκτίμηση για ένα πιτσιρίκι που κατά τους γονείς του παρουσιάζει προβλήματα συμπεριφοράς. Κι αφού έχω συλλέξει όσα δεδομένα θεωρούσα επαρκή για την πρώτη επίσκεψη, και είμαι έτοιμη να αποχωρήσω, η παιδαγωγός ζήτησε να μου πει κάτι ακόμη, άσχετο με την περίπτωση του μαθητή που πήγα να δω. Ήμουν όρθια πλάι στην έδρα της τρώγοντας μπουκίτσες από ένα κομμάτι ψωμί που με κέρασαν τα μικρά. Το πρωί η τάξη είχε ζυμώσει και η μυρωδιά του καρβελιού στο φούρνο είχε πλημμυρίσει τους διαδρόμους του κτιρίου. Ήμουν μάλλον χαρούμενη εκείνη την ώρα. Ίσως μου είχε φανεί πως η κατάσταση του παιδιού ήταν λιγότερο σοβαρή από κείνη που μας είχαν παρουσιάσει στην υπηρεσία οι γονείς. Ίσως να ένιωθα πώς ό,τι και αν είχε, εν πάσει περιπτώσει, μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Ίσως να είναι άλλη μια άμυνά μου για τους άλλους ανθρώπους, πως όλα θα πάνε καλά, ψελλίζοντάς το σα μάντρα, όλα θα πάνε καλά. Ίσως να είναι η αίσθηση παντοδυναμίας όσων εργαζόμαστε στον χώρο της υγείας, μια άμυνα για μας τους ίδιους, πως όλα θα πάνε καλά, πως θα καταφέρουμε να νικήσουμε την αρρώστεια και να αναβάλλουμε το θάνατο. Μασουλούσα το ψωμί και χαμογελούσα στα μικρά που μου έφερναν δώρο ζωγραφιές το ένα μετά το άλλο.

Με τράβηξε λιγάκι απ΄τον καρπό για να την πλησιάσω. Το βλέμμα της ήταν ακόμη πιο ανήσυχο. Μου ψιθύρισε στο αυτί πως θέλει να μου μιλήσει και για άλλο ένα παιδάκι. Κι έπειτα χωρίς περιστροφές μου είπε κάπως έτσι: αυτοκτόνησε πριν λίγο καιρό ο πατέρας ενός κοριτσιού και δεν ξέρω πώς να το χειριστώ. Ίσως εσείς θα μπορούσατε να βοηθήσετε. Για ποιο παιδάκι πρόκειται, θα ρώτησα εμβρόντητη. Και μου έδειξε με το βλέμμα, διακριτικά, ένα κοριτσάκι που έπαιζε μόνο του. Που στις ζωγραφιές του κυριαρχούσε το μαύρο. Τι άλλο. Που ο πατέρας του βούτηξε από το μπαλκόνι μπροστά στα μάτια των τριών παιδιών του, μου είπε η δασκάλα. Γιατί, θα πρέπει να ρώτησα ξέπνοη. Κάθε φορά που σε συγκλονίζει ο πόνος του διπλανού έχεις ανέβει ένα ολόκληρο βουνό. Για να δεις ξανά σ' όλη του την έκταση αυτό που είμαστε. Ξέπνοος. Αν δεν σε συγκλονίζει, άσε μας ήσυχους. Για οικονομικούς λόγους, είχε χρέη, ήταν άνεργος; Δεν ξέρω λεπτομέρειες, δεν έχω δει ποτέ τη μαμά. Η γιαγιά τα φέρνει στο σχολείο. Μου είπε.

Προσπαθούσα να' μαι διακριτική. Να μην είναι το βλέμμα μου στυλωμένο στο κορίτσι. Αρκετά θα κουβαλούσε από δω κι έπειτα στις πλατούλες της. Το βλέμμα μιας ξένης, που συστήθηκε ψευδώς σα δασκάλα για να μην διαταράξει το φυσικό περιβάλλον της σχολικής τάξης, το βλέμμα του οίκτου, θα΄ταν άλλο ένα φορτίο. Που περίσσευε. Αλλά και δευτερόλεπτα να είχα κοιτάξει αυτό το παιδί, η εικόνα του... Και στο φόντο μια άλλη εικόνα, που είναι να' σαι μικρούλι και να βλέπεις τον πατέρα σου να φουντάρει απ΄τον 4ο στον ακάλυπτο. Που δε βούτηξε κανένας στο κενό χωρίς κραυγή.

Ήταν η πρώτη φορά που θύμωσα με αυτοκτονία. Η πρώτη φορά που είπα μέσα μου, τι μαλάκας, τι μαλάκας. Δυο-τρεις φορές σα ξόρκι. Άφησε τρία ορφανά και ένα σωρό χρέη στη γυναίκα του. Και τι κατάλαβε τώρα; Τι μαλάκας. Λίγες ώρες μετά θα καταλάβαινα πως ήταν μια αντίδραση της στιγμής. Αυτή την άμυνα άλλοι την κάνουν στάση ζωής και κανένα βουνό δε χρειάζεται να ανέβουν. Κανένα τέτοιο μαντάτο δε θα ακούσουν καταπίνοντας σκέτη πίκρα τη μπουκιά το ζυμωτό ψωμί από παιδικά χεράκια. Κανένα μαντάτο δε θα τους ανεβάσει τόσο τις στροφές ώστε να θολώσουν όλα γύρω για μια στιγμή, να κάνει πως σε εγκαταλείπει η αναπνοή σου. Κανένα. Δε θα θυμώσουν με το νεκρό. Είναι απρεπές. Θα μείνουν ακλόνητοι, ασυγκλόνητοι μπροστά στο δράμα του διπλανού. Θα υπομειδιάσουν με το άκουσμα του όρου "διπλανός" δεν αναγνωρίζουν τέτοιους. Θα αμφισβητήσουν πως πρόκειται για δράμα. Εγώ αυτούς τους ανθρώπους τους φοβάμαι γιατί η πνοή τους είναι ίδια με εκείνη την φοβερή ψύχρα που ένιωσα την μία και μοναδική φορά που κατέβηκα με κάποιους φίλους σε ένα σπήλαιο μέσα στη γη.

Όχι, δεν θα πάνε όλα καλά, όταν υπάρχουν θύματα πολέμου και κάποιοι δεν αναγνωρίζουν καν τον πόλεμο μόνο και μόνο γιατί είναι ακήρυχτος. Έτσι είναι οι ταξικοί πόλεμοι: δε θα βγει ποτέ κανείς απ' αυτούς που τους αποφασίζουν να πει "και τώρα θα σφάξουμε αμάχους". Όχι, δεν θα πάνε όλα καλά, όταν αυτοκτονούν δεκάδες άνθρωποι γιατί τους έχουν συνθλίψει, τους έχουν καταργήσει το δικαίωμα όχι στη ζωή, όχι στην εργασία, όχι στην αξιοπρεπή διαβίωση, όχι στην πρόνοια, όχι στην περίθαλψη αλλά και στον ίδιο το θάνατο. Όχι, δεν θα πάνε όλα καλά όσο οι ίδιοι και οι ίδιοι απ΄τα συμβατικά μέσα δυναμιτίζουν το εμφυλιοπολεμικό κλίμα στο δημόσιο διάλογο, όσοι αντί να δουν το νεκρό στο Σύνταγμα, θα δουν το έλλειμμα αστυνόμευσης -πώς επέτρεψαν οι ένστολοι μια αυτοκτονία μπροστά στα μάτια των περαστικών- θα δουν αποκλειστικά ψυχική διαταραχή χωρίς κοινωνικό υπόβαθρο. Όχι, δεν θα πάνε όλα καλά.