3/10/19

ψεύτη κόσμε!

Πάχνη, πάχνη, παγωνιά, μπούζι και αγιάζι. Γύρω- γύρω χριστιανικές εορτές, τρίγωνα κάλαντα, πρωτοχρονιά, πρώτη χιονιά, βουνοκορφές πασπαλισμένες ζάχαρη άχνη κρύσταλλα, κουραμπιέδες παγωτό. Στους πρόποδες χωριό.
Ωστόσο: μάνα γη και θάνατος δε νιώθουν από αργίες, ήτοι τα λιόφυτα απαιτούν συγκομιδή, ο παγετός θερίζει μοναχός του τον καρπό, η αρρώστια παίζει τυφλόμυγα κι ο Χάρος όποιον πάρει. Οπότε, ο γέρος στην ελαιοπαραγωγή μέσα στη βαρυχειμωνιά, έχοντας περάσει πνευμονίες και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, με κρασαρισμένο αναπνευστικό σύστημα και δυόμιση πακέτα τσιγάρα τη μέρα, απέθανε.
Ο  αγροτικός γιατρός έσπευσε επιτόπου, διαπίστωσε το μοιραίο, άφησε μια προφορική πιστοποίηση θανάτου καθώς και μία σειρά οδηγιών στη χήρα πλέον δια τα περαιτέρω. Ωστόσο παρέμενε προβληματισμένος. Η συμπεριφορά της κυρίας Ερωφίλης έμοιαζε πέρα από το αναμενόμενο. Επέμενε πως ο άντρας της απλώς κοιμάται βαριά, δικαιολογώντας τον πως χρειάζεται ανάπαυση, οπότε θα ησύχαζε κι αυτή μια στάλα από βήχα, φλέμματα, φωνή βραχνή, ντουμάνια στο καπακωμένο σπιτικό. Διατηρούσε δε τη βεβαιότητα ότι θα ξυπνήσει εντέλει.
Ο εκτελών υπηρεσία υπαίθρου νεαρός ιατρός στο άκουσμα της ερωφίλειας εκδοχής περί της κατάστασης του συζύγου της αναρωτήθηκε αν έπρεπε να της είχε συνταγογραφήσει ενα ηρεμιστικό per os ή θα έπρεπε να καταφύγει σε ενδοφλέβια χορήγηση. Εν πάση περιπτώσει, θα την επισκεπτόταν αργότερα μαζί με το ασθενοφόρο για τη διακομιδή στο νοσοκομείο, οπότε θα έπραττε αναλόγως.
Κλείνοντας πίσω του την αυλόπορτα, έφερε στο νου του το βιβλίο «Ο παλαιός των ημερών» του Παύλου Μάτεσι. Η θεία του Ελισαίου, του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Αντίθετα, κατηγορούσε τους νεκρούς πως είναι οι μεγαλύτεροι ψεύτες, πέφτουν για ύπνο και δε σηκώνονται.
«Αυτός μπρε πολυκουράστηκε ετούτεσες τσι μέρες γιατί εσηκωνούντανε από την ταχυνή  και τονε πόνιε ο κόκκαλός του, ίδια επαέ, θωρείς; Πράμα δε του κάμανε τα φάρμακα που τού ‘γραψες, μα δεν είπα σου κουβέντα μη σε στεναχωρέσω γιατί είσαι και μικιός και δε τα πολυκατέχεις φαίνεται και γράφεις άλλα των αλλώ. Κι έμενα πονούνε τα κόκκαλά μου μα ίντα να κάμω;  Ήβανα τον Ανέστη και με πότριβε κι έγειαινε μιαολιά ο πόνος. Εδά που κάνει το ποθαμένο ίντα θα γενώ;»
Αυτά λίγο- πολύ είχε χειμαρρωδώς εκστομίσει η γυναίκα του νεκρού και ο νεαρός επιστήμων τα άκουσε εμβρόντητος. Εκείνο το τελευταίο, ότι παριστάνει τον πεθαμένο, τον είχε αφήσει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
«Ίντα χάσκεις μπρε; Δε το κατέχεις κοντό πως δε ποθαίνουνε οι αθρώποι μόνο θέτουνε και κοιμούνται; Το γινάτι δε τσ’ αφήνει να σηκωθούνε γιατί κάνουνε οραμάι  τσοι ποθαμένους. Επαέ ξανοίξετε ένα μακαρίτη!» είπε σκουντώντας τον Ανέστη, ο οποίος μας είχε μόλις αφήσει χρόνους.
Ο γιατρός επανέλαβε αποσβολωμένος κάποιες οδηγίες για τη νεκροψία και το πιστοποιητικό θανάτου και βάδισε κατά την εξώπορτα. Πίσω του η κυρία Ερωφίλη συνέχιζε.

«Άμε στην ευκή του Θεού. Θα τονε ‘φήσω να θέσει μιαολιά κι ύστερα θα  τονε σηκώσω.»
Μόλις αποχώρησε ο γιατρός, η κυρα-Ρωφίλη ζαλώθηκε τις γαλότσες της κι έναν κουβά και κίνησε κατά τον στάβλο. 

Έξω ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μουσκεμένο χώμα, καταιγίδες έριχνε τη νύχτα. Ο ουρανός είχε πάρει να καθαρίζει. Από τα μεγάφωνα έψαλλε ο παπάς. Κάποιες μαύρες κουκκίδες κατηφόριζαν προς την πλατεία του χωριού όπου ήταν χτισμένη η εκκλησία. Το σπίτι του Ανέστη βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού.
Η Ρωφίλη πλησίασε την κατσίκα αλλά αυτή περισσότερο από κάθε άλλη φορά αντιστεκόταν στο άρμεγμα, αποφεύγοντας σθεναρά την αφεντικίνα της. Όμως δεμένη καθώς ήταν και έγκλειστη στον αχυρώνα, αντιλαμβανόταν ακόμα και ως απλό τετράποδο το μάταιον της απόδρασης. Τελικά η Ρωφίλη καβάλησε το ζωντανό, άρπαξε τα μαστάρια του από τις ρώγες και γρύλλισε.
«Ετά στάσου να μη σου τη παίξω μεσοκέφαλα με τη χαχαλόβεργα, εξέβγαλές με κι εσύ, δαίμονα. Δε ‘α σηκωθεί ο κύρης μου; Θα σε σφάξουμε να ξεμαγαρίσουμε, εγανάχτησα να σε ταΐζω και να σε ποτίζω και να μη στένεσαι ούτε να σ’ αρμέξω δαίμονα τω δαιμόνω.»
Μόλις χύθηκε και η τελευταία σταγόνα από τα βυζιά της κατσίκας, η Ρωφίλη, παρά τα χρόνια της, ξεπέζεψε με αστραπιαίες κινήσεις  από τη ράχη του θηλαστικού και σήκωσε τον κούβα για να μην τον κλωτσήσει ο «δαίμονας». Κατόπιν πέρασε στο κονάκι της όπου έβρασε μια κατσαρόλα γάλα στο πετρογκάζι. Έσπασε κομμάτια ένα κομμάτι παξιμάδι εφτάζυμο.
«Να φα’ θες ή θα πομείνεις νηστικός;» ρώτησε τον επί πενήντα έξι χρόνια σύντροφο της ζωής της, αλλά δίχως να λάβει απάντηση. Αγνόησε την αγένειά του, ευχαριστήθηκε το προσφάγι κι έκανε το σταυρό της. Έπειτα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε τα χέρια στη μέση της και κοίταξε βλοσυρά το πτώμα.
“Σήκω απάνω οι διαόλοι να σε πάρουνε. Μα ίντα λέω; Απού σε πήραν και σε πογύρανε μαθές. Αλλά δε τα πιστεύγω εγώ τα ψόμματά σου. Εδά κοντό και Θέ’ μου ευρήκες να ποθάνεις ν ́αφήσουμε μέσα- πέρα τσ’ ελιές; Κατέχεις το πως δεν έχω ποιος θα μου συντράμει ν ‘απομαζώξουμε, απού έχουνε βεντέμα οφέτος τα λιόφυτα. Εφταρμίσανέ ντα οι λιόχεντρες “Ξάνοιξε εκέ Ρωφίλη ανθό απού  ́χουνε τα μουρέλα σας, ίντα θα το κάμεις τόσονα λάδι;” Ντα α' δε τσοι κλαδεύγαμε ετσά πιτήδεια, α' δε τος ερίχναμε τα λιπάσματα κι α' δε τσοι ψεκάζαμε να μη τσι φάει ο δάκος, ήθελα να σας επώ εγώ ίντα βεντέμα ήθελα ν' είχανε. Τάξε πως τό’ χανε σκεδιασμένο οι σκρόφες και εδά πάνω στην ώρα επήρανέ μου μου εκειονέ το Μπακιστανό, Αφγανό, ίντα διαολους είναι δε γατέχω, ποιος τσι αναμάζωξε επαέ χάμαι και γενήκανε μιλιούνια, όι ψόμματα, μιλιούνια δεν είναι αυτοί μπρε, γιατί δεν θα τσι ξεσυνοριζόμασταινε με την Ευτέρπη του Κοτσυφομανώλη και την Βαγγελιά του Κουκούβελου. Ίδια μέσα από κονάκι ντου τον αρπάξανε οι σκάρες, “εσύ” λέει “Ρωφίλη έχεις μπρε τον Ανέστη να σου συντράμει να μαζώξετε, μόνο άφησε μας τούτονα το κακορίζικο, κι αν εζοριστείς, θα κάμουμε συμισακά”.
Να, πουλίδια στα μάθια μου, τος ήδωκα το Γιαννιό η παράωρη και εδά ήκατσα στο καζίκι. Μα ίδια στο καζίκι του αλλουνού του Βούργαρου, του Αλβανού, από πού διάολο ήντονε, εκειοσές ο Βασίλης, θυμάσαι τονε κοντό, απού ήφυγε πρόπερσι και μας ήφηκε στα κρύα του λουτρού και δεν εκουτσοκορφίσαμε τ’ αμπέλια, οι διαόλοι στο κοιλίδι του, εδά που το θυμήθηκα.
Ίδια στο καζίκι του Βούργαρου φαίνεται εκάθουντανε και η νύφη τση Βαγγελιάς και πόμεινε βαρεμένη, ντα αυτοί μπρε δεν εκάνανε κοπέλια, πόσα χρόνια ήντονε παντρεμένοι με το γιο τση Βαγγελιάς και πολεμούσανε ν’ απομείνει έγκυος, μα πράμα. Κι απήτις  ήρθενε στο χωριό ο Βούργαρος ήκαμε μια κοιλιά να! Κι εκάμανε χαρές που έβγαλε και γιο. Ντα αυτό ‘ναι φτυστό εκειοσές ο Βασίλης, ο βούργαρος, ο ρώσος, μα από πού εκράθιενε δεν γατέχω, εσύ Ανέστη τα κάτεχες ετουτανά, γιατί εκάτεχες και γράμματα. Ήσουνε άνθρωπος σ’ έργου του Θεού μα σε γλωσσοφάγανε με τη ζηλεία και την κακοσκωτία τους, απ’ ης στιγμής δούνε άθρωπο να προκόβγει πέφτουνε απάνω του να τον φταρμίσουνε. Δε με γνοιάζει εμένα, Ανέστη, θέσε ετά χάμαι να αναπάρεις γιατί εξεβγήκες κι εσύ, μόνο λυπούμαι που θα κείτεσαι και δε θα δεις ταχυτέρου το έργο.”
Η Ρωφίλη χαμογελάει σαρδόνια γνωρίζοντας την κρυφή έξη του Ανέστη στο τηλεοπτικό σήριαλ.
“Όι θέλω να δω ανέ κάνεις αύριο βράδυ το ποθαμένο και θα χάσεις το έργο, απού είναι εδά στην πιο κρίσιμή του φάση, γιατί εγώ σου τό’ χω ειπωμένο πως θα τον βρούνε το Ρωμανό που χώνεται ύστερα που ήκαμε τη κομπίνα και ήφαε τα λεφτά τση πεθεράς του, γιατί είναι του διαόλου κάλτσα η αδερφή ντου και τον εκατάλαβε πως αυτός ήκαμε τη δουλειά τση κουνιάδας του και πόμεινε έγκυος και θα τονε μαρτυρήσει η σκρόφα, μόνο να μου το θυμάσαι. Ίδια τάξε με τη νύφη τση Βαγγελιάς και το Βούργαρο, από τη ζωή ‘ναι βγαρμένα. Μα πε’ μου δα πώς θα το κάμει η ψυχή σου να κάνεις τον ποθαμένο και να χάσεις το έργο. Όι, πε μου!
Καλά, μη μιλείς σα δε θες κι εγώ θα σου ζεστάνω πάλι μια φλυτζάνα γάλα τση αίγας. Επήα κι ήρμεξα το δαίμονα, σφάμα θέλει, εγώ σου τό’ χω ειπωμένο, να πέψουμε και ένα γουλίδι τω κοπελιώ στη Χώρα. Αλλά να μου πεις δε τρώνε αυτά τέθοιο ντόπιο κριγιάς, γιατί τος εβρωμεί. Γροικάς; Κάνει και τη πρωτευουσιάνα η εγγόνα σου “βρωμάει γιαγιά” ήλεγε τσοι προάλλες που ήρθενε με τον αρραβωνιάρη και τος έβρασα μιαολιά γάλα, “ντα γατέχετε να φάτε;”, ήθελα τση πω, μα δεν εμίλησα, σα δε θέλει να πιει με γεια τζη με χαρά τζη, δεν επιμένω ‘γώ, γιατί δεν είμαι εγώ άθρωπος να καταδικάζω. Αν εσφίξουνε οι πείνες, θα σου πω ‘γώ πότε θα θέλει να τση πέμπω τα δέματα, σαν όντε ήτονε φοιτήτρια στην Αθήνα, κρίμα στσοι κόπους τω γονέων τση, ούτε δουλειά βρίσκει εδά, ούτε πράμα, μόνο ήλεγε του κύρη τση πως ήθελ’ α’ φύγει, λέει, να πάει στην Αγγλία, στη Γερμανία, δε γατέχω πού στο πύρος, να βρει δουλειά, ναι, σκότω θα τηνε κάμουνε, αυτή μπρε είναι τεμπέλα, μέχρι να σείρει τον ένα τση πόδα, βρωμεί ο άλλος, για πράμα δε κάνει, μα δε λέω ‘ γώ κουβέντα γιατί δε μου πέφτει και λόγος, είναι κι εγγόνα μου, δε πάει όμορφα. Τέθοιαν ωραία οικογένεια εκάμαμε Ανέστη και εδά κάνεις τον ποθαμένο και δε ντρέπεσαι, ίντα ‘παθα. Άνοιξε τα φεγγίδια σου δα μπλιό και εγανάχτησα ν’ ανιμένω, ξανοίξετε επαέ εναν άνθρωπο, να κείτεται και ν’ αφήνει μοναχή τη κερά του.”




2/10/19

Η Αλίκη στο δεύτερο υπόγειο

Πολλές ελληνικές ταινίες έβλεπε μικρή. Από χωριό δεν ήταν αλλά η γειτονιά τόσο στενωπή ώστε σ’ έπνιγε η ναφθαλίνη απ΄τη ντιβανοκασέλα όπου κι αν βρισκόσουν. Είχαν μια ξύλινη ντουλάπα με εσωτερικό καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα των γονιών. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, χωνόταν στο βεστιάριο πλατεία δύο σε ένα, πρόβαρε την Αλίκη στο ναυτικό με ένα κασκέτο του πατέρα της απ΄ την οικοδομή, την Αλίκη κλοτσοσκούφι με την ποδιά της μάνας της, την Αλίκη στα χτυποκάρδια στα θρανία σκαμπιλίζοντας τον εαυτό της, στο απόγειο της υποκριτικής τέχνης.

Στρώθηκε, διάβασε, πέρασε σε κάποια σχολή στην Αθήνα, πανηγύρια στο σπίτι και στη φτωχογειτονιά -έτσι την ανέφερε αργότερα, όταν της πήραν μια συνέντευξη κι ήταν της μόδας πια η φτώχεια, είχε έρθει η κρίση. Νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στο υπόγειο του υπογείου στην Κυψέλη, απέναντι ζούσαν ακόμα τότε αφρικανοί. Το υπόγειο γέμιζε κατσαρίδες, μούλιαζε στην υγρασία, έζεχνε μούχλα, τα μαθήματα στη Φιλοσοφική ήτανε βαρετά και δύσκολα, κι οι συμφοιτήτριες το ίδιο βαρετές και δύσκολες, μια απ’ αυτές την μιμούταν για την προφορά της και οι άλλες γελούσαν. Η μοναδική της φιλενάδα από τα παιδικά χρόνια μπήκε σε σχολή της συμφοράς σε πόλη που αντέχεις ίσαμε σαββατοκύριακο κι αυτό με τη βοήθεια ναρκωτικών ουσιών ή οινοπνεύματος, δεν πήγε καν να γραφτεί, έστω για το πάσο στις συγκοινωνίες. Οπότε μονάχη στην Αθήνα η πρωταγωνίστριά μας.

Ένα βράδυ χτύπησε απέναντι στον μαύρο, μήπως είχε να της δανείσει ένα αρωματικό στικάκι, γιατί το πίστευε ακράδαντα πως η βαριά του μυρωδιά έδιωχνε τις κατσαρίδες περισσότερο κι από το τέζα. Εκείνος βέβαια τα άναβε για να καλύπτει τον καπνό της ινδικής κάνναβης. Όταν της ανοιξε την πόρτα είχε το πρόσωπό του μια έκφραση πανάγια, σαν μελαμψός Χριστός. Πίστευε η ηρωίδα μας, πολύ πίστευε, αυτό να το πούμε, οπότε η μορφή του Ιησού κάπου τη σαγήνεψε. Ο Χριστός της αραπιάς την υποδέχτηκε μ’ ένα αχνό μα όλο θαλπωρή χαμόγελο και ένα ζευγάρι μάτια γλαρά, το φαινόμενο μπελαντόνα, όταν την πίνεις και την ακούς στερεοφωνικά διαστέλλονται οι κόρες των ματιών.

Η κόρη γλάρωσε ομοίως κι ήθελε να του τραγουδήσει “Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια/ κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά”. Αλλά τελοσπάντων είχε καταλάβει πως δε μιλούσε παρά σπαστά ελληνικά, οπότε μάταιος κόπος. Είχε ακόμα μυριστεί πως η Αλίκη no passaran στους κύκλους των πανεπιστημίων της πρωτεύουσας, οπότε γενικά απέκρυπτε τον ασίγαστο θαυμασμό για την εθνική μας σταρ. Κι έτσι κατάπιε το τραγούδι σα λυγμό.

“Get in” της είπε με ένα γλυκό μειδίαμα ο γείτονας με το μακροσκελές όνομα στο κουδούνι, όπου για λόγους ευκολίας συστηνόταν Τζο και τρέχα γύρευε. Ύστερα πρόσθεσε “have a seat”. Με τα αγγλικά καλά τα πήγαινε εκείνη, να το πούμε κι αυτό. Γιατί αν ήθελες να κάνεις διεθνή καριέρα ήταν απαραίτητα. Ο Τζο την πλησίασε με δυο ινδικά στικάκια στα χέρια. Οι παλάμες του λευκές, τα χέρια του μαύρα, χελιδόνια με άρωμα σανδαλόξυλου πετάρισαν σιμά της. Λιγώθηκε, κάθησε πάνω του μόλις κάθησε δίπλα της, καλύτερο γαμήσι ούτε είχε κάνει, ούτε θα ξανάκανε στη ζωή της. Αυτό που ψιθυρίζεται για τα προσόντα της μαύρης φυλής είναι μεν αλήθεια, αλλά ούτε τα πλούσια ελέη του Θεού, ούτε το αισθησιακό ολόψυχο δόσιμό του την εκστασίασε τόσο, όσο ότι της μύριζε διαρκώς ναφθαλίνη σαν τα προικιά της στην κασέλα. Αργότερα του ζητούσε να τη χαστουκίζει, εκείνος αρνιόταν, ούτε οι αράπηδες δεν απέμειναν πια άντρακλες, όπως πιχί ο Δημήτρης ο Παπαμιχαήλ,  άρα  αναγκάστηκε να αυτοχαστουκίζεται τη στιγμή της κορύφωσης κι αυτός μία να απορεί, μια να χαμογελάει με τα καμώματά της.

Χρόνια μετά, όταν κατάφερε να κάνει κάποια παράσταση με μια κολεκτίβα αντάμωσε ξανά τον Τζο ο οποίος είχε σταματήσει να πουλάει CD, δούλευε στο βενζινάδικο απέναντι από την κατάληψη όπου θα παιζόταν ο Ιονέσκο από το σχήμα το εναλλακτικό το ερασιτεχνικό. Τον πλησίασε, τον ασπάστηκε σταυρωτά, η μυρωδιά του νίκησε τη βενζινίλα. Άλλη μεθυστική έξη κι αυτή, με βενζινούλα ένα διάστημα έκανε κεφάλι, γιατί, όταν πια μπήκε στη δραματική σχολή και μεταμορφώθηκε από Αλίκη Βουγιουκλάκη σε PJ Harvey, έβαψε μαύρο το μαλλί, ψαλίδισε αφέλειες μονάχη της για πιο πανκ αποτέλεσμα, χτύπησε κι ένα πολύ ωραίο τατού στον αστράγαλο, αρουραίος που ανέβαινε βραχάκι, έπιναν και σνίφαραν διάφορα. Η μεγάλη ντόπα παρέμενε το χειροκρότημα.

Τη φίλησε πεταχτά στο μέτωπο, εκείνη λιγώθηκε πάλι σαν τότε, ήθελε επιτόπου να φορέσει στολή καμαριέρας, να βάψει το μαλλί ξανθό, να του ζητήσει να κάνουν τέσσερα παιδιά ανοιγοκλείνοντας μάτια με ψεύτικες βλεφαρίδες αλά Τζέσικα Ράμπιτ.

Ο Τζο μιλούσε πια άψογα ελληνικά, ροδάνι η γλώσσα του, της είπε πως ήταν πολύ καλά, σε σχέση, έβγαλε το κινητό και της έδειξε τον γκόμενό του, έναν παίδαρο σαν αυτούς που παίζουν στις τσόντες, μαύρος κι αυτός.

Καθώς απομακρυνόταν η πρωταγωνίστριά μας, σκέφτηκε να πετάξει ένα αναμμένο σπίρτο στο ρυάκι από τη βενζίνα ανάμεσα στα πόδια του, αλλά η κακή σκέψη χάθηκε καθώς της απέσπασε την προσοχή η πινακίδα του πρατηρίου υγρών καυσίμων που έγραφε με καλλιγραφικά σαν παλιός ελληνικός κινηματογράφος “ΤΕΛΟΣ”. Ήταν φανερό πως έλειπε κάποια συλλαβή από την επωνυμία της επιχείρησης. Πάντα κάτι θα έλειπε.

Τη νύχτα μετά την παράσταση στην κατάληψη, βρήκε δυο σβόλους ναφθαλίνη και τους μύριζε ώσπου έβγαλε τα σωθικά της στη  λεκάνη του σπιτιού της στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι.