23/9/10

Les quatres saisons de ma femme, ma femme des autres

Στην εποχή που υποσχόταν την άνοιξή του ο ανθός της νιότης της, άγουρος ακόμα αλλά ευαγγελιζόμενος την ομορφιά, ήθελες να την έχεις απέναντι σου και να την καμαρώνεις. Μόνον αυτό. Αυτό μόνον. Μη μου άπτου της ωραιότητός της το ανέγγιχτο, παρθένο άνθος, στις παρειές και τα ακροχείλια με τα σφραγισμένα λόγια και φιλιά. Ω, Θεέ των κορασίδων της πρώτης νιότης, σμίλεψε πιο στρογγυλά τα στήθη και τα γοφιά της και παγίδεψέ μας για πάντα στην καμπυλωτή Εδέμ, τον παράδεισο των σαρκικών συναρτήσεων, των ονειρεμένων συναντήσεων. Εκεί που στέκει ανήμπορος ο άνδρας, ο νεαρός ασύμμετρος φαλλοφόρος, αδέξιος στα γιγαντωμένα νέα χαρακτηριστικά του φύλου, που'ρθαν έξαφνα να τραχύνουν τα βαμβακερά παιδικάτα σε μια ανεπίδεκτη κατευνασμού δια μέσω της αμοιβαίας ηδονής στύση και έναν στεναγμό με βράχινο ηχόχρωμα. Αχ, μπουμπούκι επτασφράγιστο κι αμύριστο, πόσο σε επιθύμησα.
Κι έπειτα ήλθε κι όπως πάντα θα'ρχεται, όσο τον εξυμνούμε κι οσο δεν, ο ήλιος κι η καλοκαιριά κι εγδυσε τα κορμιά απ' το κάθε τους περίβλημα, του ρούχου και της
συστολής. Κι άνθισε ο κήπος, και φρούτεψε το δέντρο κι αφράτεψε ο καρπός ο ζουμερός, ο ευφραντής, ο της λαχτάρας θρέμμα. Κι ήθελες να πιεις απ´ άκρη σ' άκρη του χυμούς της μ' όλα τα χρώματά τους και τις γεύσεις στης κοιλίας τα λαγκάδια και στων γονάτων τις κορφές και των στηθιών τα εξωκκλήσια και στα σπαρμένα της μαλλιά και στου αυτιού της τη σπηλιά και του λαιμού τις ρεματιές και των μηρών χαράδρες. Να πέσεις και να μη σε βρει παπάς για να σε θάψει μέρα καταμεσήμερο και ολοπαραδομένον. Και πέρασαν οι τρυγητές κι έδρεψαν τον καρπό της, και πέρασαν τα άροτρα και όργωσαν το εντός της και εσπειραν και πολύ βαθιά άλλοι και τη σπορά τους. Κι ας ήτανε ανάδρομο της Δήμητρος φεγγάρι κι έτυχε και δεν είδε, κι ας ήτανε η μαμή τυφλή κι έτυχε και δεν είδε· μα τα παιδιά τα ασύλληπτα λίπασμα των ερώτων. Λουλούδι μου ολάνθιστο, βαθύχρωμο και βαριομύριστο πόσο σε επιθύμησα κι ενώ ποτέ δε σε είχα.
Πρώτη βροχή, πρώτη κι αρχή του φθίνω της οπώρας κι όπως πατούν τα στράφυλα στραγγίζουν το ζουμί τους, κι όπως μεθούν χαράματα ξερνούνε το κρασί τους. Χτυπούν καμπάνες για χαρά, χτυπά η καρδιά μου λύπη, έκοψε το λουλούδι μου άλλος, κι εμέ μου λείπει. Ντύθηκε στα λευκά κι εγώ φορώ πένθος μες στη ψυχή μου, ανέβαινε στην Εκκλησιά κι εγώ στον Αδη κάτω και χόρεψε υπόσχεση και χήρεψα τη σχέση. Τη σχέση που ως ανάξιος ποτέ δεν αξιώθην και κλαίγω και οι σταλαματιές είναι η βροχή η άλλη. Μία βροχή που κίνησε από τη Γη να βρει κάτι το θείο, κάτι στα σύννεφα να βρει, ή κάτι εις τους αιθέρες κι αν πάλι ανάξια σταθεί, να πέσει και να τσακιστεί στη θάλασσα, στις βέρες. Χρυσό κλαρί και μάλαμα τα φύλλα σου καλή μου κι εμένα που δεν ευωδιάς, θα σ' αλμυροποτίσω όσο να αδειάσουν απ' εμέ οι αδενες του κορμιού μου, το σπέρμα και το κλάμα μου, ο ιδρώτας και το αίμα. Άνθος και δέσμη αλλονού, πόσο σε επιθύμησα κι αλλού στολίζεις τόνε.
Πυκνώσανε τα σύννεφα, γκριζώσαν οι κροτάφοι, κι οι ουρανοί εγκρίζαραν, ανοίχτηκαν και τάφοι. Τάφοι οικογενειακοί, καλοί-κακοί together, together and forever. Μοχλάει τα κουτσουρα εντός του άθου του ανθού της, τα κουτσούρα που γέννησε και που τα περιβάλλει. Είχε το τζάκι αναφτό, πετρόχτιστο κι ωραίον. Και προπαντός ξεχρέωτον και καλοπληρωμένον. Κι απέμενε ο σπαραγμός της φλόγας στην εστία, της φλόγας που εφώτιζεν ρωγμές από τους χρόνους και κρέατα που κρέμασαν αφού έφεραν γόνους. Κι η κάμαρη που αντήχησε των οργασμών το μέλλος και μέλι από αμάλαγη γύρη εις τα δυο σκέλη, που κόνεψε στρατιές ανδρών, σκιές κλειστών βλεφαρων, που άναβαν και χάνονταν όπως τα φώτα φάρων, θά' πρέπε οι τοίχοι οι άτυχοι της κάμαρης ετούτης, αν είχαν κάποια τσίπα, στο λέω και το είπα, να σωριαστούνε καταής και κονιορτός να γίνουν, σκόνη και αύρα και μηδέν να μετουσιωθούνε παρά να αντικρύζουνε το θέαμα ετουτο: μια σιδερώστρα τσίγκινη και πρέσα ατμοσιδέρου καταμεσής να στέκονται με ύφος και με στόμφο και πλάι τα ασιδέρωτα , στεγνά μπουγαδιασμένα να ευωδιάζουν χημικά σα ρόδα και σα μήλα και να γελούν, να περιγελουν εμένα, μόνο εμένα. Όπως με περιγέλασε εκείνη που τα έστησε στητά στη κάμαρά της, όταν της ομολόγησα πως δε μπορώ μακριά της. Και τώρα στέκω ενεός, ανήμπορος για βήμα, και ενώ το θέλω διακαώς να φύγω από το μνήμα. Αχου, dixan και skip και συ soflan και ατμοσίδερο βαρύ πολυπυρακτωμένο πόσοι την επιθύμησαν κι όμως εσείς μονάχα τη βλέπετε να γδύνεται όπως κανείς δε θα'θελε να ιδεί.

3 σχόλια:

stassa είπε...

Τελικά εσένα μανάρα μου, ούτε γέννες ούτε λοχείες ούτε ο έγγαμος βίος σου κόβουνε τη φόρα, έτσι;

Σε φτύνω να μη σε βασκάνω. Φτου.

Niemandsrose είπε...

Μη φτύνεις ρε! Μπορεί να κολλήσω! χαχαχα

stassa είπε...

Πφφφ. Το πολύ να σου φυτρώσει τίποτα νά 'χει να χαίρεται ο Λακάν.

Σ' ένα μήνα έχω γενέθλια. Στο λέω για να προλάβεις να το ξεχάσεις.