Ήταν άρρωστος. Έσκυβε το κεφάλι του πολύ. Ο άτλας, εκείνος που στήριζε την υδρόγειο σφαίρα του, για να περιστρέφεται και να μαθαίνει τη ζωή, για να κοιτάει μπροστά και να μαθαίνει τον χρόνο, για να κοιτάει ψηλά και να μαθαίνει το παν και το σύμπαν, τον είχε εγκατελείψει στη τύχη του. Η τύχη του σ' αυτή τη ζωή, τη μοναδική που του έλαχε, ήταν να νοσήσει ψυχικά. Και έτσι το κρανίο του, όταν πήρε πια το σχήμα του ενήλικα, έσκυβε μόνιμα προς το χώμα.
Ο συνομίληκός μου, εκείνος που δεν στρέφει το βλέμμα του στον άλλο, στον κόσμο ή στον ουρανό, που μοιάζει να μην αποζητά τον άνθρωπο και την αγάπη του, τη φύση και την ομορφιά της, το θεό και την παρηγοριά του, περπατάει σκυφτός. Κοιτώντας τη γη που εμείς, όλοι εμείς που αυτό που μας διακρίνει από εκείνον είναι το πού μπορούμε να στρέψουμε το κεφάλι μας και να τα βγάλουμε πέρα μ' όλα αυτά, εμείς που τα βγάζουμε πέρα και έχει γίνει αυτοσκοπός μας το να τα βγάζουμε πέρα, εμείς οι άλλοι ξεχνάμε το χώμα που κοιτά.
Τον κοιτώ ίσια στα μάτια. Προσπαθώ. Αλλά μου τα αποστρέφει. Είμαι μια σκιά. Μια φιγούρα χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς ψυχή. Δε με βλέπει. Προσπαθώ να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Μάταια. Εκείνος έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια. Κάθε προσπάθεια. Που εμείς, οι άλλοι, οι άλλοι για τους άλλους και για μας εγώ και για εκείνον ο κανένας, δε μπορούμε, δε πρέπει, δε θέλουμε να την εγκαταλείψουμε. The show must go on...against all odds. Θα πέφτεις με τα μούτρα στο χώμα, θα σε έχουν προδώσει οι άνθρωποι που αγαπάς, θα σε έχουν ξεχάσει οι ουρανοί που πίστεψες, αλλά εσύ θα πρέπει να κοιτάξεις μπροστά, ποτέ το χώμα.
Δε μιλάει. Δε θα μου μιλήσει. Ποτέ δε θα μου μιλήσει, όπως θα' θελα. Με τον μόνο τροπο που έχω μάθει. Τον τρόπο αυτό που μιλάς πολύ και δε λες τίποτα. Που μιλάς, μιλάς και λες για τούτο και για κείνο, και αναλύσεις, και επιχειρήματα, και θεωρίες, και όρους, και δείκτες, και κόντρα επιχειρήματα, και ρητορικά σχήματα, και νύξεις, και επιθέσεις, και κολακείες, και μάλιστα και ναι και τίποτα ουσιαστικό. Και δεν κοπάζει ο θόρυβος. Δε σταματούν οι μηχανές, οι συσκευές, η φενάκη μας. Έχει χαθεί η σιωπή και τα λόγια μας πέφτουν άψυχα στο χώμα.
Θα τον προσπεράσω. Θα τον έχω συναντήσει σε κάποιο σταθμό, σε κάποια ουρά, σε κάποια αίθουσα αναμονής και θα τον προσπεράσω. Θα κοιτάξω το ρολόι, θα βιαστώ να φτάσω σε κάποιο προορισμό, θα έχω κάτι μπροστά που με καλεί. Μια συνάντηση με ένα φίλο, μια εκδρομή, μια δουλειά, μια υποχρέωση. Θα ανοίξω την τσάντα μου. Θα έχω πορτοφόλι με χρήματα που κερδίζω, χάρη στο ότι είμαι λειτουργική και χρήσιμη. Θα έχω κινητό τηλέφωνο, με τόσες και τόσες επαφές, χάρη στο ότι είμαι κοινωνική. Θα έχω κλειδιά για το σπιτικό μου, που άνοιξα χάρη στο ότι είμαι νορμάλ και κάποιος άλλος νορμάλ άνθρωπος βρέθηκε να ζήσει μαζί μου. Θα έχω στη τσάντα μου όμως πάντοτε αυτό. Να κοιτώ καμιά φορά, παρ΄όλη την βιασύνη, παρ' όλες τις καβάτζες, παρ΄όλη την αγάπη, παρ΄όλη τη βοή, παρ΄όλα αυτά, το χώμα. Και τότε να με ρωτώ τι ώρα είναι.
1 σχόλιο:
Κατά βάθος, είμαστε όλοι μας Ψ - άλλος πολύ, άλλος λιγότερο. Αλίμονο σ' αυτούς που δεν το καταλαβαίνουν.
Δημοσίευση σχολίου