Μου κρυβόταν καιρό. Την έψαχνα με αγωνία σε κάθε περίσταση. Μου φαινόταν πως όσο αυξανόταν η αγωνία μου να τη βρω, τόσο μειώνονταν οι πιθανότητες να συμβεί αυτό που επιθυμούσα. Σαν η αγωνία να μου θόλωνε το βλέμμα και να μη μπορούσα να διακρίνω καθαρά τη φιγούρα της. Όμως όσο τα δυο συγκοινωνούντα δοχεία αγωνίας και πιθανοτήτων έδιναν το ίδιο μονότονο θέαμα, τόσο αυξανόταν παράλληλα το πείσμα μου. Δε το έβαζα κάτω. Ήθελα απεγνωσμένα να τη συναντήσω. Απεγνωσμένα. Γιατί χωρίς αυτή, δεν γνώριζα τίποτα· ήμουν στην απόγνωση. Στον τόπο εκεί που μπορεί να ζήσει άνθρωπος, λίγο παραπάνω από ό,τι ζει χωρίς οξυγόνο, νερό και τροφή. Αλλά όχι πολύ παραπάνω. Χωρίς καθόλου γνώση, λογάριασε πως θα σε κατασπαράξει ένα κοπάδι άγνοιες.
Λοιπόν την αναζητούσα παντού. Στα λόγια μου τα ίδια πρώτα πρώτα. Στο βλέμμα μου. Μετά περνούσα απέναντι και την αναζητούσα στις λέξεις και τα μάτια του άλλου. Μάταια. Ανάμεσα στη μια λέξη και την άλλη, στο τόσο δα space που χτυπάς με ένα κλίκ, καταβαραθρωνόταν. Ανάμεσα στη μια διασταύρωση και μια αναδίπλωση των δυο βλεμμάτων έπεφτε και τσακιζόταν. Ώστε δεν έβλεπες τη μορφή της. Όχι, ποτέ. Μόνο την πτώση της. Μπορείς να πεις πως είδες και κατέγραψες εντός σου τη φυσιογνωμία κάποιου που μόνο σε ελεύθερη πτώση από ψηλά είδες; Έτσι, δε την γνώρισα. Η φευγαλέα της όψη όμως επέτεινε την αγωνία μου να τη δω καθαρά, ενέτεινε την επιθυμία μου να ανταμώσουμε. Επιτέλους.
Την αναζητούσα ακόμα κι όταν τα μάτια και τα στόματα έκλειναν. Όταν κόπαζε η βοή των βλεμμάτων και των λόγων. Στο REM. Αλλα κι εκεί ερχόταν μεταμφιεσμένη. Αδύνατο και πάλι να πεις πως τη γνώρισες. Και πώς της άρεσαν τα μασκαρέματα.!... Με έκανε να τρέχω ξοπίσω της, όπως σε βενετσιάνικο αποκριάτικο όργιο. Την ποθούσα πια. Κάποιος που κάπως τη γνώρισε λίγο καλύτερα, έτσι ισχυριζόταν, μου ψιθύρισε βιαστικά στο αυτί έναν χρησμό. Θα έρθει να σε βρει την ώρα που θα θάβεις τον πόθο σου για κείνη βαθιά στη γη των μη συντελεσμένων.
Τριγύρω μουσικές, χοροί, αναστεναγμοί και χάχανα, επευφημίες, βροντερά κοιτάγματα, πανδαισία αρωμάτων, παλίρροια χρωμάτων. Ένα ανελέητο κυνηγητό στη μέση μιας σκανδαλωδώς ζωντανής γιορτής. Τριγύρω η ζωή και εγώ κάθησα σε μια άκρη κι έκλαψα. Την ήθελα. Να τη δω μια στιγμή κι άλλο τίποτα. Έκλεισα τα αυτιά με τα χέρια, το στόμα με τα δόντια και τα μάτια με τα βλέφαρα και γύρεψα τη μήτρα. Να πέσω και να κοιμηθώ. Να την ξεχάσω. Να επιστρέψω στον χρόνο που δεν είχα δεί ούτε έστω την ιδέα της. Βρέθηκα μπροστά στο κρεβάτι. Να πέσω και να κουκουλωθώ έμβρυο μες στα παπλώματα. Αλλά ένας μπόγος κρύβονταν στα στρωσίδια μου. Ένας εισβολέας στο ύστατο καταφύγιό μου. Οι κρότοι της καρδιάς μου κάλυψαν την ηχώ της ατέλειωτης ξέφρενης γιορτής, για μια στιγμή.
Όρμησα στα σκεπάσματα, τα γράπωσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει από την κορυφωμένη αγωνία, με τα κομμένα γόνατα και τα τρεμάμενα χέρια, χίμιξα να αποκαλύψω το περιεχόμενο του σχήματος που έβλεπα μπροστά μου. Το σημαίνον και το σημαινόμενον. Και τότε την είδα. Μια ανυπόφορα φριχτή οντότητα. Μια πολύπροσωπη ύπαρξη με σάρκες που κρέμονταν στις μάχες όσων πάσχισαν να τη κρατήσουν. Η ασχήμια ενσαρκωμένη. Κι ακόμα χειρότερα, μόλις ορθώθηκε ολόγυμνη μπροστά μου γκρεμίστηκε ό,τι γνώριζα. Η αλήθεια κατεδάφισε την πραγματικότητα. Είπε θα ζήσει λίγο μαζί μου και θα χαθεί πάλι. Πώς να ζήσει κανείς με ένα τόσο αποκρουστικό πλάσμα; Κι όμως η παρουσία της για μια στιγμή , τόσο κράτησε η συμβίωσή μας, στη φρενήρη μου γιορτή, την κατάμεστη ανθρώπους και έμπλεη μοναξιάς, ζέστανε βαθιά με νόημα την ψυχή μου.
Ψυχή, αλήθεια, ύπαρξη, αναζήτηση, ζωή, νόημα. Τις έκλεισα μετά όλες μαζί στο πιο ψηλό ράφι και άπλωσα ξανά στο χώρο μου τις λέξεις που επιτρέπονται. Μνημόνιο, αναδιάρθωση, δουνουτού, έλλειμμα, χρεοκωπία, σπρέντ, εισοδηματική πολιτική, νομισματική πολιτική, κερδοσκόποι, αγορές, πληθωρισμός και επιτόκια. Μη με περάσουνε για αντικαθεστωτική.
1 σχόλιο:
http://thecybercadesproject.blogspot.com/2011/05/blog-post_8496.html
αυτό το έγραψα με τη σκέψη σου
καλημέρα
Δημοσίευση σχολίου