Είχαμε αποφασίσει με το ταίρι μου πως αμέσως μόλις ξεμπερδεύαμε με τις σπουδές μας, θα ξεκινούσαμε το Round the World Trip και γι' αυτό ξεκίνησα την πρώτη part-time δουλειά που μου προσφέρθηκε.
Ταχτοποιούσαμε κατά μεγέθη τα πουκάμισα στις κρεμάστρες ενός θεόρατου ρουχάδικου στην Oxford Street. Κάθε Κυριακή, που στον τόπο μας είναι αδιανόητη ακόμη η ύπαρξη έστω ωραρίου των εμπορικών καταστημάτων, εκεί γίνεται κάτι σα διαδήλωση από τα πλήθη που ξοδεύουν το βδομαδιάτικο σε ψώνια. Για ποιον έγραφε ο Max Weber την προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού; Πάντως όχι για τις γκομενίτσες τις ξεκάλτσωτες χειμώνα-καλοκαίρι με τα πλαστικά αξεσουάρ που ζουν για να καταναλώνουν, που καταναλώνουν για να ζουν.
Δε θυμάμαι πια το όνομά του. Είχε πολύ όμορφο πρόσωπο, καταπληκτικό χαμόγελο και ράστα μαλλί. Ήμαστε περίπου συνομίληκοι. Μιλούσε σπαστά αγγλικά και σπούδαζε Λογιστικά. Ήταν από την Τανζανία και μου μάθαινε λίγα σουαχίλι. Τον ρωτούσα γιατί τα λένε γλώσσα του έρωτα. Γιατί ακόμα και το μη της προστακτικής και το όχι ακόμη, ήταν απαλά, μου εξηγούσε. Ήμαστε έκτακτο προσωπικό για τις άγιες καταναλωτικές μέρες των Χριστουγέννων. Εκείνος αγωνιούσε αν θα του ανανέωναν το συμβόλαιο. Εγώ πάλι, όχι.
Οι άλλοι, αγωνιούσαν επίσης. Μια Κινέζα που μου περιέγραφε την πολιτική για το ένα παιδί στην πατρίδα της όσο διπλώναμε t-shirts και δυσανασχετούσε γιατί ως μοναχοπαίδια επιφορτίζονταν αποκλειστικά με την φροντίδα των γονιών τους, όταν πια θα ήταν ηλικιωμένοι κι ανήμποροι. Κάποιοι αφρικανοί που λουφάραμε και κοροϊδεύαμε τους supervisors και μαζί τους πάντα γελούσα περισσότερο από όλους τους άλλους. Ένας από το Καζακστάν που όλο προβλήματα προκαλούσε σε μας και έγλειφε τους προϊσταμένους και που τον έλεγε μαφιόζο ο φίλος του ο Τούρκος, που με έλεγε sister και με φλέρταρε αιμομικτικά μάλλον. Μια πολωνέζα που πρέπει να ήταν η πιο εργατική από όλους μας όχι μόνο γιατί ταχτοποιούσε τα ρούχα με ένα τρόπο ψυχαναγκαστικό αλλά γιατί ήταν τυπική στα ωράριά της και εξυπηρετική με τους πελάτες. Ο Ινδός που γυρνούσαμε έπειτα με το ίδιο λεωφορείο και μου εξήγησε πως το όνομά του σημαίνει μέλι αλλά και το δικό μου σήμαινε κάτι -που ξέχασα τι- σε μια γλώσσα από τις πολλές που μιλούσαν στον τόπο του. Η Βραζιλιάνα που βρήκε δουλειά στο μαγαζί μέσω ενός γραφείου που νοίκιαζε εργαζόμενους, εργασιακούς νταβατζήδες δηλαδή. Ένας Πακιστανός που μουρμούριζε όσο αράδιαζε τα μάλλινα και μου εξήγησε ότι οι ψίθυροί του ήταν προσευχές, όταν τον ρώτησα, και που ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν σύμφωνος με τη δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο που συνέβη εκείνο τον καιρό. Τον Δεκέμβρη του 2007.
Λίγες μέρες μετά, όλοι όσοι για λίγες βδομάδες υπήρξαμε συνάδελφοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ανανέωση της σύμβασης, εκτός από τη βραζιλιάνα, που κάτι ακούστηκε πως την είχαν παρατηρήσει από τις κάμερες να κάνει κάτι κακό, ας πούμε να παίρνει κάποια ανάσα, να μη χαμογελάει σαν ηλίθια σε κάποιον πελάτη, να μιλάει με την άλλη λατινοαμερικάνα της παρέας. Εγκληματικά πράγματα. Την είδα που βγήκε με κλάματα από το γραφείο του χοντρού και έσπευσαν να την αγκαλιάσουν οι άλλες. Εγώ δεν πρόλαβα. Έπρεπε να μπω στο γραφείο να μου ανακοινωθεί η ανανέωση της σύμβασης και μετά να τρέξω να προλάβω το δίπατο κόκκινο λεωφορείο που θα με πήγαινε στον καλό μου στην εβραϊκή γειτονιά που ζούσαμε στο βόρειο Λονδίνο.
Την επόμενη φορά που θα πήγαινα στη δουλειά, μετά από μερικές μέρες άδεια, θα ανακοίνωνα πως δε με ενδιέφερε να συνεχίσω να δουλεύω στο ρουχάδικο, γιατί ήμουν έγκυος. Και στη Γη που με περίμενε να την ταξιδέψω, θα της έλεγα σα μητέρα προς μητέρα πως θα πρέπει να περιμένει ακόμα πολύ, πως ίσως ποτέ να μην έκανα πια το γύρο του κόσμου. Κι αργότερα, τέσσερα χρόνια περίπου μετά, η είδηση πως η Ελλάδα ήταν η πιο άρρωστη οικονομικά χώρα θα έκανε το γύρο του κόσμου, αντί για μένα. Και τι παράξενο, εγώ απ' όλη την παρέα δε δούλευα για το προς το ζην στο κάτεργο των ρούχων αλλά για το ευ ζην.