Μπανιαρίζεσαι, ντύνεσαι, μακιγιάρεσαι. Γίνεσαι όμορφη για κάποιον απόψε. Κατηφορίζετε τα ξύλινα μοκετένια σκαλοπάτια του βικτωριανού σπιτιού σας οι τρεις φίλες και συγκάτοικοι. Προχωράτε προς το σταθμό του υπόγειου αγκαζέ, και είστε σαν μια δέσμη από τριαντάφυλλα. Ούτε τριάντα ακόμα. Και βγαίνοντας στην επιφάνεια της γης θα συναντήσεις εκείνον. Και θα σου πει, ο τόσο φειδωλός στις φιλοφρονήσεις, πόσο ωραία είσαι απόψε που έδεσες πίσω τα μαλλιά σου και "φάνηκε όλη η ομορφιά του προσώπου σου" και θα εγγραφεί αυτό μαζί με τα άλλα που σε κάνουν να φαντάζεσαι τον εαυτό σου μαζί του για τα επόμενα χρόνια. Και θα έχεις κάνει λάθος.
Φτάνετε στο Notting Hill, περιμένετε στην ουρά, σας σφραγίζουν τα χέρια για να μπείτε στο κλαμπ. Έχετε έρθει στο underground να ακούσετε experimental από κάποιους γνωστούς γνωστών και κάπως το δίχτυ των ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν τις ίδιες αναφορές απλώνεται στο χώρο.
Βρίσκω τον φίλο που μας κάλεσε στο event, του συστήνω τις φίλες μου, μας συστήνει τρεις φίλους του. Εγώ είμαι απασχολημένη σε απόμερες γωνιές με κάποιον που νομίζαμε αγαπιόμαστε αλλά στην πραγματικότητα ταλαιπωρούσαμε ο ένας τον άλλο ή το αντίθετο. Ή και τα δυο μαζί. Ή τίποτα απ' τα δυο. Οι δυο φίλες μου κουβεντιάζουν και χαριεντίζονται, όπως επιτάσσουν οι συνθήκες, με τους άλλους τέσσερις. Και κάπως έτσι οι djs παίζουν πειραματική μουσική και περνάει η ώρα.
Και κάποτε κάτι γίνεται, πιθανόν πήγε και μίλησε σε κάποιους άλλους γνωστούς ή τον παράτησα γιατί είπε ή έκανε κάτι που με εκνεύρισε, ή είχε πάει να πάρει ποτό ή ποιος ξέρει, και βρήκα ευκαιρία να βρεθώ στο πηγαδάκι που είχαν στήσει τα κορίτσια που μαζί είχαμε έρθει και τα αγόρια που βρήκαμε εκεί και ο κοινός μας φίλος.
Και τότε τον πρόσεξα.
Στάθηκα μπροστά του προσοχή με όλη μου την προσοχή στραμμένη πάνω του. Και είπα μέσα μου: "θεέ μου, τι ομορφιά έχει αυτός ο άνθρωπος!" Και απ'έξω μου δεν είπα τίποτα.
Κι από τότε ήθελα να τον προσέχω.
Περίπου οχτώ χρόνια μετά θα με ρωτούσε η κόρη του πώς γνωρίστηκα με τον πατέρα της. Και θα ήταν αδιανόητο για το μικρό κοριτσάκι πώς δεν τον γνώριζα από πάντα. Πώς είναι δυνατόν να μας σύστησε κάποιος, πώς δεν ήταν στην κοιλιά μου από καταβολής κόσμου, πώς υπάρχει ζωή πριν οι γονείς μας σμίξουν για να μας φέρουν στη ζωή. Και κάπως τα κατάφερα να της εξηγήσω πώς συναντηθήκαμε, ερωτευτήκαμε, αγαπηθήκαμε και κάναμε τα παιδιά μας.
Αλλά όμως αν με ρωτήσει τι είναι ο θεός θα ξέρω να της πω πως ο θεός είναι μπάρμαν. Και έτσι όπως εντελώς σπάνια τον επικαλούμαι, μου απέδειξε την ύπαρξή του καθώς άκουσε που σκέφτηκα -δυνατά είναι η αλήθεια- για την ομορφιά του πατέρα της ώστε να μου τον κεράσει κιμπάρικα: Πάρ'τονα και κάντε και δυο παιδιά μαζί. Για να αστειεύομαι μαζί του τόσα χρόνια μετά, Καλά ρε θεέ, πώς κάνεις έτσι; Μια κουβέντα είπαμε...Και πού' σαι, πιάσε μερικά κοκτέιλ ακόμα. Ξέρεις εσύ, απ' αυτά που κανείς δεν θα μπορέσει να καταλάβει την ουσία τους.
4 σχόλια:
Θεός και μπάρμαν! Η αλήθεια είναι ότι, κι ο μπάρμαν παντογνώστης είναι. Πάντα τα καλύτερα εύχομαι! Μια εμπνευσμένη ζωή...
Επίσης, αν κατάλαβα καλά, και μπάρμαν ήταν θεός...
-Θεϊκό! είπε η κόρη του...
Ετσι, όλα κλειδώνουν μόνο σε μια στιγμή! Aπο κει και μετά γνώριζες...
Δημοσίευση σχολίου