Διακοπές στις Κυκλάδες το 2004 με τη Μαρ. Τις μέρες που οι Έλληνες σήκωναν την κούπα. Που κραύγαζαν για τη βαριά την πούτσα του τσολιά και για τον «αλβανέ-αλβανέ» που δε θα γίνει Έλληνας ποτέ. Εγώ ζούσα δεύτερο χρόνο στο εξωτερικό αλλά από πάντα εκτός Ελλάδας. Δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα, δεν ένιωθα τι παει να πει «είμαι Ελληνίδα». Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ήμουν πασιχαρής που κανονίσαμε διακοπές τα δυο μας, εγώ και η φίλη μου η Μαρ. Ήταν απολύτως βέβαιο πως θα περνούσαμε τέλεια. Και έτσι έγινε.
Το χιούμορ μεταξύ των ανθρώπων κινείται στα όρια του μεταφυσικού. Αν για να ερωτευτούμε μεταξύ μας αρκούσε, ας πούμε, να ταιριάζουν οι φερομόνες μας, για τον κοινό κώδικα του γέλιου, για το να κρεμόμαστε ο ένας από το στόμα του αλλού και να γελάμε μέχρι δακρύων και ούρων, μέχρι να αποβάλλουμε από το σώμα μας με τον πιο υγρό και φανερό τρόπο τη χαρά που μας πλημμυρίζει, κάποιες βιοχημικές συνθήκες πρέπει να προϋπάρχουν, για να μη το χρεωσουμε στο μεταφυσικό, που ήδη είναι καταχρεωμένο ενώ θα 'πρέπε να έχουμε ξοφλήσει μαζί του.
Βλέπαμε τον τελικό σε μια γιγαντο-οθόνη σε μια καφετέρια γεμάτη κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως παρατηρούσαμε τους γύρω μας και διακωμωδούσαμε τόσο την κατάσταση ώστε αν δεν υπήρχε τόση φασαρία από τους αγωνιώδεις τηλεθεατές, τα απροκάλυπτα και συγκαλυμμένα εθνίκια, θα μας είχαν διώξει από τα πολλά τα χάχανα. Εκείνο το βράδυ πρέπει να είχα γελάσει πιο πολύ από ποτέ. Κι αν ήξερα πως ούτε μια δεκαετία μετά η απόλυτη γελοιότητα του ελληναριού, οι βαμμένες γαλανόλευκες μάπες των οπαδών του Ρεχάγκελ, θα μετατρέπονταν σε νεοναζήδες και θα έμπαιναν στη Βουλη, μαχαιρώνοντας κόσμο, πάλι θα γελούσα; Πάλι.
Γιατί τα γέλια μας δεν ήταν γέλια χαράς, αλλά άμυνας. Εθνικής άμυνας. Δεν ήταν γιατί συμμετείχαμε στο ξεφτιλισμένο πανηγύρι του Γιούρο και στο ζύμωμα του σωβινισμού αλλά γιατί απείχαμε πλήρως από κάθε τέτοια συγκίνηση, γιατί σαρκάζαμε βαθιά ό,τι προαναγγελλόταν. Που καμία όμως απ' τις δυο δεν φανταζόταν πού θα έφτανε. Και που θα φτάσει ακόμα.
Δε μιλιόμαστε πια. Μαλώσαμε και πήγε στράφι η φιλία μας. Είπε η Μέριλυν Μονρό, που θα γύρευε κι αυτή μια κάποια ορμόνη, τη σεροτονίνη μπορεί, στο γέλιο, αντίδοτο στη μαυρίλα της κατάθλιψης, πως αν κάνεις ένα κορίτσι να γελάσει, μπορείς να το κάνεις ό,τι θες. Σα να έλεγε, πες το αστείο σου ρε μαλάκα, κάψε τη μάσκα που φοράς, και το κορμί που πόθησε όλος ο ντουνιάς θα γίνει δικό σου. Πες μου ένα αστείο να αποκοιμηθώ, Νικόλα.
Αλλά διαβάζοντας την ατάκα της Μονρό, ένας φίλος, απ' αυτούς που κερνάνε χιούμορ ασύστολα, γενναιόδωρα, παρατήρησε πως δε τα έλεγε καλά το σεξ σύμπολ. Γιατί αν τα έλεγε σωστά, τότε, πώς αυτή η φίλη του που σπαρταρούσε από τα γέλια με τα αστεία του, σήμερα δεν του μιλάει καν; Και τότε θυμήθηκα εμένα και την Μαρ. που κυκλοφορούσαμε σα τρολλ πάνω στα ποδήλατα στη Νάξο. Που επίσης δε μιλιόμαστε.
Οι άνθρωποι που γελάνε πολύ, που κλαίνε απ' τα γέλια είναι επικίνδυνοι. Γιατί υπερβαίνουν τα εσκαμμένα πού 'χει θέσει ο λαός. Ένας λαός που ενώ δεν είναι ασύμβατη στην κουλτούρα του η υπερβολή, π.χ. το να κυλιστεί κάτω από τα γέλια, όπως και οι Αφρικανοί που γνώρισα, βάζει όριο: μη μας βγουν ξινά τα γέλια.
"Σε καλό να μας βγει". Έχει τα σύνορά του ο λαός. Συρματοπλέγματα αγκαθωτά, αδιάβατος ο δρόμος για την ασύδοτη ευδαιμονία. Το Μεγάλο Φαγοπότι, οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας. Δεν μπορεί να πλεονάζει η ευημερία στα χαμηλά τα στρώματα. Ούτε το γέλιο μπορεί.
Ο εγκρατής ο άνθρωπος, ο με την ψυχή σε κορσέ, στο τέλος του γέλωτα θα αντιληφθεί πως διέπραξε ύβρη. Οι άλλοι, με τα γέλια να ρέουν από το στόμα τους ασυγκράτητα σαν σπασμοί σε οργασμό, δε μπορεί κάποτε παρά να μην έχουν συστολές. Δε μπορεί παρά να κυλήσουν σαν τα γάργαρα γέλια τους παρακάτω. Παρακάτω κι από μας ακόμα.
Το καλοκαίρι του 2012 πια, ανεβαίνοντας τη Μεσογείων πρώτα άκουσα τη φωνή του φασίστα κι έπειτα είδα ένα γαλανόλευκο λεφούσι με μαυροφορεμένους χτιστούς να τον χειροκροτούν. Δυο μέρες μετά που έριξε γροθιές στην άλλη, on camera. Οδηγούσα, ήμουν μόνη, δεν είχα πώς να αντιδράσω, ένιωσα παγιδευμένη μες στην καμπίνα του αυτοκινήτου. Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Μιλούσε απέναντι από το Εθνικής Άμυνας.
Ούτε σάτιρα, ούτε δράμα πια. Ο κλαυσίγελος τελείωσε. Αλλά πες μου πως βρήκες για γέλια την εθνικιστική υστερία του 2004, πες μου πως έριξες ένα βρωμόκλαμα για τα μαχαιρώματα το 2012. Και μετά να συνεννοηθούμε πώς να τσακίσουμε το φασισμό. Μετά.
4 σχόλια:
Πολύ εύστοχη ανάρτηση! Απλά θα διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου ως προς τη σύνδεση του σημερινού φασισμού με την ανάταση του 2004 (euro και ολυμπιακών, ας μην τους ξεχνάμε!) Π.χ. εγώ είχα καταχαρεί τότε με το euro αλλά ποτέ δεν κατέληξα να ακούω τους εν λόγω ναζιστές της βουλής και να μην αηδιάζω. Η αγνή περηφάνια για την πατρίδα δεν είναι κατά τη γνώμη μου κάτι μεμπτό, απλά στην Ελλάδα έχουμε καταλήξει να μην μπορούμε να τα διαχωρίσουμε. Ή εθνικιστές θα είμαστε ή αδιάφοροι.
Στην Ελλάδα των δυσκολιών αντί να στραφούμε στις δικές μας δυνάμεις και να κοιτάξουμε τα λάθη μας, προτιμούμε να βαυκαλιζόμαστε πως με τη βία και ολοκληρωτικές πρακτικές θα βελτιώσουμε την κατάσταση.
Οταν ένας άντρας λέει ότι του αρέσει η μπάλλα, τις περισσότερες φορές λεει ψέμματα. Μου αρέσει η μπάλλα σημαίνει ότι μου αρέσει γενικά το παιχνίδι, η τεχνική του οι ατομικές ικανοτητες των παικτών, η στρατηγική που οδηγεί στη νίκη και πολλά άλλα.
Οι μεγάλη πλειοψηφία όμως απολαμβάνουν περισσότερο Το"οπαδιλίκι". Το οπαδιλίκι μπορεί να είναι κάτι που σε ακολουθεί και σε συνδέει με τα παιδικά σου χρόνια -σαν μια φιλία από το δημοτικό- και απλά χαίρεσαι όταν μαθαίνεις ότι η ομάδα σου κέρδισε. Μια τέτοια κατάσταση ( ενδιαφερον για ένα αθλητικό παιχνίδι και ένας ήπιος συναισθηματικός οπαδισμός) δεν επωάζει κανενα φασιστικό ερπετό.
Δυστυχώς η κατάσταση αυτή μόνο ο κανόνας δεν είναι.
Δεν έχεις παρά να ακούσεις λίγες αθλητικές εκπομπές και θα καταλάβεις
αμέσως πόσα φασιστικά χαρακτηριστικά επικρατούν στον κόσμο του ποδοσφαίρου και γενικότερα στην ελλάδα. Πραγματικά, η δημιουργία και η άνοδος της χα
ήταν αναμενόμενη.
Τώρα, το εθνικιστικό φαινόμενο του 2004,ασφαλώς δεν οφείλεται στην
"αγάπη για την μπάλλα" και ήταν
οπωσδήποτε εντονώτερο από ανάλογους
πανηγυρισμούς σε άλλα κράτη και με τα γνωστα αηδιαστικά συνθήματα και τις άλλες γελοιότητες. Ετσι κι αλλοιώς οι εκδηλώσεις αυτές είναι απωθητικές όπου και άν συμβαίνουν.
Δεν ειναι αλήθεια ότι άν σου αρέσει το ποδόσφαιρο, είσαι και οπαδός της εθνικής ομαδας. Αντίθετα, άν σου αρέσει το ποδόσφαιρο, δεν μπορεί να χαίρεσαι όταν κερδίζει μια άθλια ποδοσφαιρική ομάδα όπως ήταν η εθνική του 2004.
Γενικά πιστεύω ότι το μόνο που μπορεί να συνδεει κάποιον με την εθν ομ της χώρας του σε τέτοιο βαθμό που να ταξιδεύει για να την
δει να παίζει,είναι ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ-
Η εθνικιστική έξαρση επομένως του 04
αλλά και άλλα επαναλαμβανόμενα εθνικιστικά φασιστικά φαινόμενα,
συμφωνώ μαζύ σου, ότι ήταν προάγγελλοι της σημερινής καταστασης.
μέρες ευφορίας διαδέχονται μέρες απόγνωσης
έτσι δυστυχώς είναι φτιαγμένη η ζωή
και έτσι κυλά η φύση
το αν θα βαδίσεις (σ)τη ζωή σου ως προνοητικό και εργατικό μηρμηγκάκι ή θα αράξεις και θα ζεις εις βάρος άλλων είναι θέμα επιλογής, που εντέλει είναι θέμα προσωπικής διαμόρφωσης
καταλήγει όμως δύσκολο να μαζέψεις ό,τι έχει χυθεί κάτω
Ωραίο ποστ..Μου θύμισες τότε με τους Ολυμπιακούς στην Αθήνα που ήμουνα ο εξωγήινος στην παρέα, επειδή δεν τους έβλεπα και δεν μου σηκωνόταν η τρίχα όταν ο κάθε Κεντέρης μας έκανε υπερήφανους..
Αλεξιάννα γιατί πρέπει να είναι κανείς ή εθνικιστής ή αδιάφορος; Δεν γίνεται να μην νιώθεις καμία εθνική υπερηφάνεια και να είσαι ενεργός και σωστός πολίτης; Δες αν θέλεις και το παρακάτω video,στο οποίο ο George Carlin σχολιάζει την εθνική περηφάνια..
http://www.youtube.com/watch?v=MfwzZ8jJFNk
Δημοσίευση σχολίου