Είχε ξυπνήσει πάλι ξημερώματα. Σύνηθεια χρόνων πια. Η γη δαμάζεται πολύ
πρωί, να σε περονιάζει το κρύο. Δεν είναι στίχοι του Γεράσιμου Μαρκορά,
«ξημερώνει αυγή δροσάτη / με το πρώτο της πουλί / λες και κράζει τον
εργάτη / στην φιλόπονη ζωή», έναμιση αιώνα πριν. Είναι σήμερα.
Πίνει τον καφέ της μπροστά στην τηλεόραση. Φοράει τσεμπέρι στα μαλλιά, τραβηγμένα πάντα κότσο. Από κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και μνημόσυνα. Η Εκκλησία παρούσα σε κάθε έκφανση της ζωής. Γαλουχήθηκε μέσα στα κεριά, τα λιβάνια και τα εικονίσματα. Από τέχνη, οι σαπουνόπερες των ιδιωτικών καναλιών. Τα τούρκικα σίριαλ δεν τα βλέπει. Οχι από νεόκοπο σοβινισμό. Η γλώσσα της είναι διανθισμένη από λέξεις του αραβικού και του ενετικού κόσμου. Κι ας έζησε μια ζωή αταξίδευτη. Δεν τα παρακολουθεί, γιατί δεν προφταίνει να διαβάσει τους υπότιτλους. Είναι λειτουργικά αναλφάβητη. Από βιβλία, συναξάρια και την Αγία Γραφή. Πέρασε όλη την ενήλικη ζωή της ντυμένη στα σκούρα. Δεν έχει φορέσει παντελόνι. Δεν είναι σκίτσο στο ιρανικό «Persepolis». Είναι εδώ. Αθέατη.
Δουλεύει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Η παιδική εργασία δεν καταργήθηκε ποτέ στην ελληνική ύπαιθρο. Στο νοικοκυριό των μηδενικών κομφόρ, στα χωράφια των πρωτόγονων γεωργικών εργαλείων, στον αργαλειό, στο ζύμωμα, ώστε να λέει πως όλα περάσανε απ' τα χέρια της. Που τώρα έχουν αρθρίτιδα και τρέμουν. Μια σκεβρωμένη φιγούρα. Το είδωλό της αντικατοπτρίζεται στην οθόνη. Στην οθόνη προβάλλουν τηλεπερσόνες εκπάγλου καλλονής, τσιρίζουσες σε τέμπο αλέγκρο. Οι ίδιες που από ορεινά ξέρουν μόνο τα χιονοδρομικά των τζιπάτων με τις στολές του σκι και του φρέντο lifestyle, που κοιτάζοντάς τους αντιλαμβάνεσαι πως οι εξωγήινοι στον «Πόλεμο των κόσμων» του Χέρμπερτ θα είχαν περισσότερη συναίσθηση του πού βρισκόμαστε.
Φέρνει κούτσουρα και προσάναμμα να ανάψει την ξυλόσομπα. Δεν επέστρεψε στη σόμπα τώρα με την κρίση. Στην κρίση γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε και θα πεθάνει. Από το μαγκάλι στη σόμπα ήταν η διαδρομή της ζεστασιάς της. Μετά θα μαγειρέψει στο πετρογκάζι. Δεν ανάβει την ηλεκτρική κουζίνα, γιατί καίει πολύ ρεύμα, θα πει. Κι αργότερα θα σκουπίσει την αυλή απ' τα ξερόκλαδα και θα ξεχορταριάσει τις γλάστρες της. Από το δρόμο τη χωρίζει μια ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα. Κάποιος πλανόδιος μικροπωλητής, δήθεν για να της πουλήσει από το εμπόρευμά του, αποπειράται να τη χτυπήσει και να τη ληστέψει. Μπήγει τις φωνές, ξεπροβάλλουν όσα γεροντάκια απόμειναν ζωντανά, σπεύδοντας για βοήθεια. Με ό,τι μέσο τούς ήταν εύκαιρο: μπαστούνια και σκουπόξυλα. Ο κλέφτης το έβαλε στα πόδια.
Οχι, δεν θέλουμε περισσότερη αστυνόμευση. Περισσότερη δικαιοσύνη θέλουμε. Λιγότερους πένητες που θα γυαλίσει το μάτι τους στην ιδέα της καταχωνιασμένης ψωροσύνταξης κάτω απ' το στρώμα της γιαγιάς. Θέλουμε η γιαγιά που σακατεύτηκε δουλεύοντας από δέκα χρονώ να έχει τη δυνατότητα να πάρει ένα ορθοπεδικό στρώμα. Να μην κλαίει από τον πόνο γιατί δεν δικαιούται άλλες παυσίπονες ενέσεις. Κι όχι, δεν θέλουμε να φύγουν οι ξένοι. Δεν ήταν ξένος ο κλέφτης.
Οι «ξένοι» ρίζωσαν, έφτιαξαν σπίτια, γέννησαν παιδιά, έδωσαν ζωή στο χωριό. Η Τανούτα, η Πολωνέζα, ήταν η αποκλειστική που φρόντισε την κατάκοιτη ηλικιωμένη στο χωριό. Ο Σάκης, ο Αλβανός με το εξελληνισμένο όνομα, για πέντε ευρώ τούς ταχτοποίησε την αποθήκη, τους μετέφερε τα καυσόξυλα, τους συντρέχει. Ο αδερφός του Σάκη τούς ασβέστωσε όλο το σπίτι πέρυσι. Οι μετανάστες ήρθαν εργάτες στα χωράφια που ρήμαζαν, όταν τα παιδιά του παππού και της γιαγιάς είχαν μετοικήσει στις πόλεις, έτσι ώστε αργότερα τα απολιτίκ κι άφυλα χίπστερ εγγόνια να τους απαλείψουν πλήρως από τη μνήμη, τη γλώσσα, τις αναφορές τους. Δεν ξεμπερδεύεις με ένα delete, φίλε.
Την Τρίτη τέθηκαν σε προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή «τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου». Η κυβέρνηση της «ευθύνης» έπεισε πως έχουμε ευθύνη να ασπαστούμε την κυνική, ανάλγητη και στρεψόδικη γλώσσα τους, τους ευφημισμούς που συγκαλύπτουν ανοσιουργήματα. Εχουμε ευθύνη να συνηθίσουμε «τα εγκλήματα του λευκού κολάρου», των οικονομικών σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, των off-shore, και να είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι όταν από τη ληστοσυμμορία τους καταδικάζεται ένας κάθε δέκα χρόνια. Εχουμε ευθύνη να αποδεχτούμε τη μετατροπή του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος σε εκκολαπτήριο τοπικών αρχόντων και βουλευτών, να αφήσουμε βορά τους ανθρώπους της υπαίθρου στα ψηφοθηρικά τεχνάσματα που εξασκούν χρόνια οι κυβερνώντες του πελατειακού συστήματος και πλέον βορά στη ρητορική του μίσους των νεοναζί. Εχουμε ευθύνη να εγκαταλείψουμε τους ηλικιωμένους στη μοίρα τους και να αποδεχτούμε τον αναλφαβητισμό, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών, τις συντάξεις πείνας, την απομόνωση, τη φτώχεια και τελικά την εξαθλίωση. Εχουμε ευθύνη να μην τους επιτρέψουμε να φύγουν από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τέτοια ευθύνη να μην αναλάβουμε.
Πίνει τον καφέ της μπροστά στην τηλεόραση. Φοράει τσεμπέρι στα μαλλιά, τραβηγμένα πάντα κότσο. Από κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και μνημόσυνα. Η Εκκλησία παρούσα σε κάθε έκφανση της ζωής. Γαλουχήθηκε μέσα στα κεριά, τα λιβάνια και τα εικονίσματα. Από τέχνη, οι σαπουνόπερες των ιδιωτικών καναλιών. Τα τούρκικα σίριαλ δεν τα βλέπει. Οχι από νεόκοπο σοβινισμό. Η γλώσσα της είναι διανθισμένη από λέξεις του αραβικού και του ενετικού κόσμου. Κι ας έζησε μια ζωή αταξίδευτη. Δεν τα παρακολουθεί, γιατί δεν προφταίνει να διαβάσει τους υπότιτλους. Είναι λειτουργικά αναλφάβητη. Από βιβλία, συναξάρια και την Αγία Γραφή. Πέρασε όλη την ενήλικη ζωή της ντυμένη στα σκούρα. Δεν έχει φορέσει παντελόνι. Δεν είναι σκίτσο στο ιρανικό «Persepolis». Είναι εδώ. Αθέατη.
Δουλεύει από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Η παιδική εργασία δεν καταργήθηκε ποτέ στην ελληνική ύπαιθρο. Στο νοικοκυριό των μηδενικών κομφόρ, στα χωράφια των πρωτόγονων γεωργικών εργαλείων, στον αργαλειό, στο ζύμωμα, ώστε να λέει πως όλα περάσανε απ' τα χέρια της. Που τώρα έχουν αρθρίτιδα και τρέμουν. Μια σκεβρωμένη φιγούρα. Το είδωλό της αντικατοπτρίζεται στην οθόνη. Στην οθόνη προβάλλουν τηλεπερσόνες εκπάγλου καλλονής, τσιρίζουσες σε τέμπο αλέγκρο. Οι ίδιες που από ορεινά ξέρουν μόνο τα χιονοδρομικά των τζιπάτων με τις στολές του σκι και του φρέντο lifestyle, που κοιτάζοντάς τους αντιλαμβάνεσαι πως οι εξωγήινοι στον «Πόλεμο των κόσμων» του Χέρμπερτ θα είχαν περισσότερη συναίσθηση του πού βρισκόμαστε.
Φέρνει κούτσουρα και προσάναμμα να ανάψει την ξυλόσομπα. Δεν επέστρεψε στη σόμπα τώρα με την κρίση. Στην κρίση γεννήθηκε, μεγάλωσε, γέρασε και θα πεθάνει. Από το μαγκάλι στη σόμπα ήταν η διαδρομή της ζεστασιάς της. Μετά θα μαγειρέψει στο πετρογκάζι. Δεν ανάβει την ηλεκτρική κουζίνα, γιατί καίει πολύ ρεύμα, θα πει. Κι αργότερα θα σκουπίσει την αυλή απ' τα ξερόκλαδα και θα ξεχορταριάσει τις γλάστρες της. Από το δρόμο τη χωρίζει μια ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα. Κάποιος πλανόδιος μικροπωλητής, δήθεν για να της πουλήσει από το εμπόρευμά του, αποπειράται να τη χτυπήσει και να τη ληστέψει. Μπήγει τις φωνές, ξεπροβάλλουν όσα γεροντάκια απόμειναν ζωντανά, σπεύδοντας για βοήθεια. Με ό,τι μέσο τούς ήταν εύκαιρο: μπαστούνια και σκουπόξυλα. Ο κλέφτης το έβαλε στα πόδια.
Οχι, δεν θέλουμε περισσότερη αστυνόμευση. Περισσότερη δικαιοσύνη θέλουμε. Λιγότερους πένητες που θα γυαλίσει το μάτι τους στην ιδέα της καταχωνιασμένης ψωροσύνταξης κάτω απ' το στρώμα της γιαγιάς. Θέλουμε η γιαγιά που σακατεύτηκε δουλεύοντας από δέκα χρονώ να έχει τη δυνατότητα να πάρει ένα ορθοπεδικό στρώμα. Να μην κλαίει από τον πόνο γιατί δεν δικαιούται άλλες παυσίπονες ενέσεις. Κι όχι, δεν θέλουμε να φύγουν οι ξένοι. Δεν ήταν ξένος ο κλέφτης.
Οι «ξένοι» ρίζωσαν, έφτιαξαν σπίτια, γέννησαν παιδιά, έδωσαν ζωή στο χωριό. Η Τανούτα, η Πολωνέζα, ήταν η αποκλειστική που φρόντισε την κατάκοιτη ηλικιωμένη στο χωριό. Ο Σάκης, ο Αλβανός με το εξελληνισμένο όνομα, για πέντε ευρώ τούς ταχτοποίησε την αποθήκη, τους μετέφερε τα καυσόξυλα, τους συντρέχει. Ο αδερφός του Σάκη τούς ασβέστωσε όλο το σπίτι πέρυσι. Οι μετανάστες ήρθαν εργάτες στα χωράφια που ρήμαζαν, όταν τα παιδιά του παππού και της γιαγιάς είχαν μετοικήσει στις πόλεις, έτσι ώστε αργότερα τα απολιτίκ κι άφυλα χίπστερ εγγόνια να τους απαλείψουν πλήρως από τη μνήμη, τη γλώσσα, τις αναφορές τους. Δεν ξεμπερδεύεις με ένα delete, φίλε.
Την Τρίτη τέθηκαν σε προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή «τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου». Η κυβέρνηση της «ευθύνης» έπεισε πως έχουμε ευθύνη να ασπαστούμε την κυνική, ανάλγητη και στρεψόδικη γλώσσα τους, τους ευφημισμούς που συγκαλύπτουν ανοσιουργήματα. Εχουμε ευθύνη να συνηθίσουμε «τα εγκλήματα του λευκού κολάρου», των οικονομικών σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, των off-shore, και να είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι όταν από τη ληστοσυμμορία τους καταδικάζεται ένας κάθε δέκα χρόνια. Εχουμε ευθύνη να αποδεχτούμε τη μετατροπή του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος σε εκκολαπτήριο τοπικών αρχόντων και βουλευτών, να αφήσουμε βορά τους ανθρώπους της υπαίθρου στα ψηφοθηρικά τεχνάσματα που εξασκούν χρόνια οι κυβερνώντες του πελατειακού συστήματος και πλέον βορά στη ρητορική του μίσους των νεοναζί. Εχουμε ευθύνη να εγκαταλείψουμε τους ηλικιωμένους στη μοίρα τους και να αποδεχτούμε τον αναλφαβητισμό, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών, τις συντάξεις πείνας, την απομόνωση, τη φτώχεια και τελικά την εξαθλίωση. Εχουμε ευθύνη να μην τους επιτρέψουμε να φύγουν από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τέτοια ευθύνη να μην αναλάβουμε.
4 σχόλια:
ληστοσυμμορία πού ένδιαφέρονται μόνο γιά τήν τσέπη τους καί γιά τά "δικά τους παιδιά" ούτε κάν γιά τήν "τάξη" τους.
έτσι άκριβώς , ληστοσυμμορία πού ένδιαφέρονται μόνο γιά τήν τσέπη τους καί γιά τά "δικά τους παιδιά" ούτε κάν γιά τήν "τάξη" τους .
Εμείς έχουμε όλη την ευθύνη. Εμείς που δεν ασχοληθήκαμε με τα κοινά,για να μην εκτεθούμε. Εμείς που αφήσαμε τα λαμόγια και σκυλέψανε τη ζωή μας. Και τώρα τι;
Τώρα ολόκληρο 1.500.000 Πορτογάλλοι στους δρόμους σε μία και μόνον διαδήλωση όταν στην Ελλάδα δεν μαζευτήκαμε 1.500.000 Έλληνες σε όλες τις διαδηλώσεις από τη Χούντα κι έπειτα. Τι δεν καταλαβαίνουμε ?
Δημοσίευση σχολίου