σ' ένα ΙΧ, ιδιωτική ζωή μιας χρήσης, παρκαρισμένο στο νοσοκομείο των
παιδιών, αναμονή, τριγύρω πυκνώνει η αγωνία, πολλές αγωνίες μαζί, πυκνώνει η αγωνία,
κάποιοι απόψε εξανθρωπίζονται, μπροστά τα φώτα που ζώνουν τη νύχτα το πεντελικό
όρος, κι ούτε που νοιάστηκα να μάθω τη γεωγραφία αυτού του τόπου,
επέστρεψα για να βουλιάζω στην αδιόρθωτη μυωπία του, στη βαλκανική πενίνσουλα, ο πιο τελευταίος "white trash" στο Λονδίνο είχε κάνει περισσότερα ταξίδια απ΄τον μέσο μικροαστό
εδώ στη βαθιά μυωπία, τι ήρθα να κάνω εδώ, τι δουλειά έχω εδώ, και μόλις ανέβει ο
υδράργυρος καταγράφει σεισμικές δονήσεις η ύπαρξή σου, η απολύτως και
πια παντοτινά συνδεδεμένη με τα πλασματάκια, που ξεπήδησαν με σάρκα από το
σώμα σου σε μια βραδιά έρωτα, κι ήδη νιώθεις
μακριά απ΄τη μάνα σου, ο λώρος δεν κόβεται, ο ομφάλιος λώρος είναι το σχοινί που θα κρεμαστούμε, και ποιος να σε συντρέξει λες, και δεν είσαι
και για κλάψες, άλλη φτιαξιά, και ζαλώνεσαι ένα μωρό κι ένα νήπιο για
το νοσοκομείο, και να έχεις δει το 39.5 βαθμούς δυο φορές, πριν και μετά το
παυσίπονο, κι ήδη να σου φαίνεται πολύ, πολύ μακριά να σου φαίνεται η
μάνα σου, κι έχεις κλάψει ήδη δυο φορές, κι έχουν περάσει όλες οι
κακές σκέψεις απ' το μυαλό, εγώ το άφησα ανεμβολίαστο, αν έχει
εισβάλλει πνευμονιόκοκκος στο κορμάκι του, εγώ το άφησα ανεμβολίαστο,
και σήμερα πλήρωνες μπέιμπι σίτερ, βενζίνες, πάρκιν μόνο για να πας να
σου πουν στο γκισέ του ταμείου που' σαι ασφαλισμένη, να σου πουν στο γκισέ
δεκαπέντε μέρες μετά από την προθεσμία που σου
έδωσαν πως θέλουν άλλον ένα μήνα για μια σφραγίδα, για μια γαμημένη
σφραγίδα, και δε στο λέει καμιά καλτ μορφή φτηνής σάτιρας του δημοσίου, στο λένε κάτι
τριαντάρηδες που βάζεις στοίχημα πως έχουν δυο πτυχία για να είναι
πίσω από ένα γκισέ ξεδοντιασμένοι, να βουλιάζουν στη γραφειοκρατία,
και να είναι ανεμβολίαστο, και να λες ρε παιδιά ένα τηλ δώστε να πάρω να μην
έρχομαι τσάμπα και να σου λένε μας τα ξηλωσαν, να σου δείχνουν τα
γραφεία άδεια από συσκευές, αλλά στην καμπίνα του αυτοκίνητου το βράδυ,
έξω απ΄το νοσοκομείο, θα πέφτει ένα ψιλόβροχο και τα κίτρινα φώτα
και η μικρή θα βρεθεί στην μπροστά θέση για πρώτη φορά
και θα βάλει τους μαρκαδόρους στη θήκη του συνοδηγού για το νερό
ή τον καφέ και πια ποτέ δε θα είναι ίδια η θήκη που γέμισε χρώματα,
και θα απλώσει χαρτιά στο ταμπλό, κι έτσι απερίσπαστοι, χωρίς τη βαβούρα του σπιτιού,
χωρίς την υπερπληροφόρηση, πώς να το πω, καμιά φορά στ' αρχίδια μου
όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν έχει δείξει κοντά σαράντα το θερμόμετρο,
απερίσπαστοι από τα νέα του κόσμου, οι τέσσερις,
θα ακούτε μουσικές, ο μικρός θα είναι μόνιμα στην αγκαλιά, η αδερφούλα του θα
ζωγραφίζει και θα σε κάνει ευτυχισμένη, κι ο πυρετός θα υποχωρεί,
και ένας γιατρός στη βάρδια, κι εντάξει, τα κατάφεραν οι καριόληδες,
διαλύσανε το κράτος πρόνοιας και θα έρθουν οι
ξένοι επενδυτές να μας φτιάξουν ωραία νοσοκομεία, γυαλιστερά, με παρκέ, και παρκαδόρους, πολύ ωραία νοσοκομεία ρε, με μπάτλερ κι ανθοδέσμες στην είσοδο,
να μπορούμε κι εμείς να ψοφάμε στα γκαζόν τους. κι όμορφα να μας
σκεπάζει το χιόνι, όμορφα, σαν παραμύθι.
παιδιών, αναμονή, τριγύρω πυκνώνει η αγωνία, πολλές αγωνίες μαζί, πυκνώνει η αγωνία,
κάποιοι απόψε εξανθρωπίζονται, μπροστά τα φώτα που ζώνουν τη νύχτα το πεντελικό
όρος, κι ούτε που νοιάστηκα να μάθω τη γεωγραφία αυτού του τόπου,
επέστρεψα για να βουλιάζω στην αδιόρθωτη μυωπία του, στη βαλκανική πενίνσουλα, ο πιο τελευταίος "white trash" στο Λονδίνο είχε κάνει περισσότερα ταξίδια απ΄τον μέσο μικροαστό
εδώ στη βαθιά μυωπία, τι ήρθα να κάνω εδώ, τι δουλειά έχω εδώ, και μόλις ανέβει ο
υδράργυρος καταγράφει σεισμικές δονήσεις η ύπαρξή σου, η απολύτως και
πια παντοτινά συνδεδεμένη με τα πλασματάκια, που ξεπήδησαν με σάρκα από το
σώμα σου σε μια βραδιά έρωτα, κι ήδη νιώθεις
μακριά απ΄τη μάνα σου, ο λώρος δεν κόβεται, ο ομφάλιος λώρος είναι το σχοινί που θα κρεμαστούμε, και ποιος να σε συντρέξει λες, και δεν είσαι
και για κλάψες, άλλη φτιαξιά, και ζαλώνεσαι ένα μωρό κι ένα νήπιο για
το νοσοκομείο, και να έχεις δει το 39.5 βαθμούς δυο φορές, πριν και μετά το
παυσίπονο, κι ήδη να σου φαίνεται πολύ, πολύ μακριά να σου φαίνεται η
μάνα σου, κι έχεις κλάψει ήδη δυο φορές, κι έχουν περάσει όλες οι
κακές σκέψεις απ' το μυαλό, εγώ το άφησα ανεμβολίαστο, αν έχει
εισβάλλει πνευμονιόκοκκος στο κορμάκι του, εγώ το άφησα ανεμβολίαστο,
και σήμερα πλήρωνες μπέιμπι σίτερ, βενζίνες, πάρκιν μόνο για να πας να
σου πουν στο γκισέ του ταμείου που' σαι ασφαλισμένη, να σου πουν στο γκισέ
δεκαπέντε μέρες μετά από την προθεσμία που σου
έδωσαν πως θέλουν άλλον ένα μήνα για μια σφραγίδα, για μια γαμημένη
σφραγίδα, και δε στο λέει καμιά καλτ μορφή φτηνής σάτιρας του δημοσίου, στο λένε κάτι
τριαντάρηδες που βάζεις στοίχημα πως έχουν δυο πτυχία για να είναι
πίσω από ένα γκισέ ξεδοντιασμένοι, να βουλιάζουν στη γραφειοκρατία,
και να είναι ανεμβολίαστο, και να λες ρε παιδιά ένα τηλ δώστε να πάρω να μην
έρχομαι τσάμπα και να σου λένε μας τα ξηλωσαν, να σου δείχνουν τα
γραφεία άδεια από συσκευές, αλλά στην καμπίνα του αυτοκίνητου το βράδυ,
έξω απ΄το νοσοκομείο, θα πέφτει ένα ψιλόβροχο και τα κίτρινα φώτα
και η μικρή θα βρεθεί στην μπροστά θέση για πρώτη φορά
και θα βάλει τους μαρκαδόρους στη θήκη του συνοδηγού για το νερό
ή τον καφέ και πια ποτέ δε θα είναι ίδια η θήκη που γέμισε χρώματα,
και θα απλώσει χαρτιά στο ταμπλό, κι έτσι απερίσπαστοι, χωρίς τη βαβούρα του σπιτιού,
χωρίς την υπερπληροφόρηση, πώς να το πω, καμιά φορά στ' αρχίδια μου
όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα όταν έχει δείξει κοντά σαράντα το θερμόμετρο,
απερίσπαστοι από τα νέα του κόσμου, οι τέσσερις,
θα ακούτε μουσικές, ο μικρός θα είναι μόνιμα στην αγκαλιά, η αδερφούλα του θα
ζωγραφίζει και θα σε κάνει ευτυχισμένη, κι ο πυρετός θα υποχωρεί,
και ένας γιατρός στη βάρδια, κι εντάξει, τα κατάφεραν οι καριόληδες,
διαλύσανε το κράτος πρόνοιας και θα έρθουν οι
ξένοι επενδυτές να μας φτιάξουν ωραία νοσοκομεία, γυαλιστερά, με παρκέ, και παρκαδόρους, πολύ ωραία νοσοκομεία ρε, με μπάτλερ κι ανθοδέσμες στην είσοδο,
να μπορούμε κι εμείς να ψοφάμε στα γκαζόν τους. κι όμορφα να μας
σκεπάζει το χιόνι, όμορφα, σαν παραμύθι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου