«Οσοι χορεύουνε στη θράκα, στη Θράκη ή στην
Ινδία ή οπουδήποτε αλλού, με μουσικές και προσευχές κι ένα θεό μέσα
τους, δεν ξέρουν τι θα πει να κάθεσαι, μες στη σιωπή, σε αναμμένα
κάρβουνα και να μην έχεις μέσα σου θεό» Αργύρης Χιόνης, «Εσωτικά Τοπία»
(εκδόσεις «Νεφέλη»).
Την επόμενη χρονιά όμως, το 2005, έτυχε να συμπίπτει ημερολογιακά το ορθόδοξο Πάσχα με την Εργατική Πρωτομαγιά. Και κάποιος είπε ας μη τη βγάλουμε στο σπίτι, ας μη σουβλίσουμε φέτος, ας μην τσουγκρίσουμε αβγά. Ας πάμε στην ποδηλατοπορία που θα ξεκινήσει από το Angel και θα καταλήξει στην Trafalgar Square. Μετά, ας κάνουμε πικνίκ στο πάρκο, ας πιούμε μπίρες ή σανγκρία σε πλαστικά κυπελλάκια, μωρέ. Αλλά, τότε ακόμη, έμοιαζε πολύ κνίτικο ή πολύ χίπικο ή πολύ πανκ, σίγουρα πάντως κάτι πολύ ντεμοντέ και γραφικό το να διαλέξεις αυτή την εκδοχή. Και κάπως έτσι, οι φίλοι μας, οι κάπως σαν αριστεροί, κάπως σαν άθεοι, διάλεξαν να τιμήσουν τα έθιμα της Λαμπρής, και μια αισχρή μειοψηφία, ένα ζευγάρι δηλαδή, διάλεξε το δρόμο με τα ποδήλατα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, οι παρέες που διασπάστηκαν θα ενωθούν στις μέρες της μεγάλης κατάθλιψης, σε μια εβδομάδα των παθών που θα διαρκούσε χρόνια και που προοπτική ανάστασης δεν θα διακρινόταν στον ορίζοντα. Θα συγχρωτίζονταν κάτω από λάικ για τις αντίφα μοτοπορίες, θα συνωστίζονταν στα ριτουίτ των καλεσμάτων διαμαρτυρίας, θα συναγελάζονταν μπορεί και σε καμιά διαδήλωση, θα πρόσφεραν από κοινού τους πνεύμονές τους στα χημικά, τα μάτια τους στα δακρυγόνα, τα λαρύγγια τους στα συνθήματα.
Και θα βαφτίσουν τα παιδιά τους, λες και μια πολιτική ονοματοδοσία δεν αρκεί, κι ας μην περισσεύουν τα λεφτά πια για μπομπονιέρες, χρυσά σταυρουδάκια και φανφάρες. Θα παντρευτούν στην εκκλησία, κι ας είναι πεταμένα λεφτά και κιτσαριό τα νυφικά και η τελετή. Και κάποιοι, όπως η Ρέα Φραντζή στη γραμμή του ορίζοντος, θα δουν «τη μικρή ξεκάρφωτη εκκλησία» και δεν θα κάνουν το σταυρό τους γιατί θα ντρέπονται. Και όλοι θα είναι μία παρέα, με εσωτερικές, εσώτατες αντιφάσεις.
Ενα από τα μεγάλα θαύματα στα χρόνια της κρίσης είναι πώς καταφέρνει η Εκκλησία να μην κρίνεται. Στο φάσμα των αποκαλούμενων μεταρρυθμίσεων, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους παραμένει στα αζήτητα. Στον ορυμαγδό των ανελέητων οικονομικών μέτρων, η εκκλησιαστική περιουσία παραμένει αφορολόγητη. Και στην άνοδο του νεοναζισμού, οι διακηρύττοντες την αγάπη στον πλησίον δεν βγήκαν επίσημα, βροντερά και απερίφραστα να καταδικάσουν τα πογκρόμ και τα μαχαιρώματα των νεοναζί, τις ρατσιστικές διακρίσεις στο οξύμωρο φιλανθρωπικό έργο της Χρυσής Αυγής, αλλά αντίθετα συμπορεύονται με τη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση σε περιπτώσεις όπως το «Χυτήριο».
Και δεν αυταπατάται κανείς πως η Εκκλησία θα παραμένει στο απυρόβλητο όσο έχουμε πρωθυπουργό κάποιον που επικαλείται δημόσια τη βοήθεια της Παναγίας προκειμένου να «κερδίσει τη μάχη» ενάντια στην κρίση. Αντί για την Παναγία όμως, τον συντρέχει η τρικομματική κυβέρνηση στο... θεάρεστο έργο του, στο να πετύχει βαθύτερη κοινωνική αδικία, πιο ισχυρό κατασταλτικό μηχανισμό, πιο απροκάλυπτη λογοκρισία και σκαιό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Μεταξύ της Ανάστασης και των νεκρών εργατών στην εξέγερση στο Σικάγο του 1886, which side are you on?, όπως έγραφε το 1931 η Florence Reece, η γυναίκα του αρχισυνδικαλιστή, για τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στο Κεντάκι των ΗΠΑ πάνω σε μια μελωδία από... ύμνο των Βαπτιστών; Σε κοινωνίες όπως η δική μας δεν κινδυνεύουν οι χριστιανοί να περάσουν σχεδόν στην παρανομία, όπως στο «Αστείο» του Κούντερα. Αλλά και η άκριτη σύμπλευση Αριστεράς και Εκκλησίας δεν είναι... ευλογημένη. Η αντιγνώση είναι τα δεκανίκια του καπιταλισμού. Δεν τα έγραφε έτσι, στον αέρα, η Λιλή Ζωγράφου.
1 σχόλιο:
Δεν ξέρω για αιώνιο αλλά σίγουρα ένας σεβασμός του πρέπει. Σίγουρα γιατί θυμάται πως άλλο η πίστη του ανθρώπου κι άλλο η Εκκλησία ως οργανισμός που διαλαλεί ότι την εκπροσωπεί. Ο σεβασμός της πρώτης είναι "υποχρεωτικός", η συζήτηση για τη δεύτερη ανοιχτή κι αναγκαία.
Δημοσίευση σχολίου