17/6/13

εκκωφαντική σιωπή




Η ησυχία μας τύλιγε σαν κρύα αγκαλιά τις νύχτες του καλοκαιριού. Οι νύχτες πέφτουν βαριά φτιασιδωμένες στην ορεινή επαρχία. Οι διακόπτες κατεβαίνουν νωρίς σε κάθε συσκευή που εκπέμπει φως. Οι κακόφωτοι πυλώνες δε μπόρεσαν ποτέ να υψώσουν τ’ ανάστημά τους. 

Κι έβγαινε η νύχτα με την ξαστεριά της, έριχνε τ’ αστέρια της σε φωτεινές τροχιές. Ή φορούσε το μαργαριτάρι του ουρανού κι εμφανιζόταν πιο επιβλητική από ποτέ. Στο φόντο, ο πιο κατάλληλος ηχος για την έλευσή της: πυκνή-πυκνή σιωπή. Μόνο κανένα τριζόνι, κανένα σκυλί τη διέκοπτε για λίγο. Κι έπειτα πάλι ο τόπος βούλιαζε στη σιγαλιά. 

Τριγύρω βουνά σπαρμένα με συστάδες φωτός εδώ κι εκεί. Ένα χωριό ανατολικά, ένα άλλο βόρεια. Διακρίναμε τις κορυφογραμμές μες στο σκοτάδι κι εγώ περίμενα ν’ ακούσω το ουρλιαχτό κάποιου λύκου. Αφού υπήρχαν αλεπούδες, και το μαθαίναμε από τα κοτέτσια που ρήμαζαν, θα υπήρχαν και λύκοι. 

Αίσωπο είχαμε. Τον πιο μαγικό παππού που θα μπορούσε να μου τύχει. Δεν ξέρω. Μπορεί ως πατέρας να μην επέδειξε όλη τη μέριμνα και τον ζήλο για την ανατροφή τους. Δεν ξέρω. Μπορεί ως σύζυγος να ήταν εκνευριστικά αφελής, ανεύθυνος κι όλα αυτά τα παιδιάστικα χαρακτηριστικά που μισούν οι γυναίκες στους άντρες τους. Δεν ξέρω. Μπορεί ως συνέταιρος να ήταν ανοργάνωτος, απονήρευτος κι όλα αυτά που μισούν οι άλλοι συνέταιροι. Αλλά ως παππούς υπήρξε μαγικός. Μ' έκανε να γελάω και να ονειρεύομαι εξίσου. Όπως οι άντρες που αργότερα θα ερωτευόμουν.

Στις μέρες του καύσωνα, μας έκανε τη νύχτα μια μεγάλη στρωματσάδα στην αυλή, όλα τα εγγόνια, παραταγμένα μικροσκοπικά κορμάκια το ένα πλάι στο άλλο, και μας αφηγούταν τόσο παραστατικά κάτι παραμύθια που έμπλεκαν με απίθανο τρόπο από τον Καραγκιόζη μέχρι τον Μίνωα, τον Μεγαλέξανδρο με την αδερφή του τη γοργόνα ως την αλεπού και τη χελώνα. 

Όταν πια μεγάλωσα, όταν δε χρειαζόταν να μου λέει παραμύθια για να κοιμηθώ, κι ενώ η πυκνή σιωπή δεν έπαψε ποτέ ν’ απλώνεται στην ορεινή επαρχία όπου ζει το γεροντάκι μου, τον άκουγα ν’ αποκοιμιέται με το ραδιοφωνάκι συντονισμένο στη μόνη συχνότητα που έφτανε στ’ απόμερα εδάφη που έζησε όλη του τη ζωή, τον άκουγα να μουρμουρίζει παλιά λαϊκά. Κάποιο βράδυ, γύρισε το κουμπάκι κι ο σταθμός είχε σιγήσει. Κάποιο βράδυ, βύθισαν στη σιωπή τις κουβέντες και τις μουσικές που αποκοίμιζαν τον παππού μας. 

'Έσβησε το τρανζιστοράκι, μην καίει τη μπαταρία και έκλεισε τα μάτια του. Ήξερε σε ποιον τόπο κοιμόταν.

2 σχόλια:

geokalp είπε...

γειασάν του ρόδου!

το διάβασα και έφτιαξε το χαμόγελο

φιλιά

Niemandsrose είπε...

Καλό είναι αυτό :)