Όταν καταλάβαιναν κι οι δυο πως έσβηνε, τον ρώτησε "Πέρασες καλά μαζί μου, Πλάτωνα;" Κι αυτός της απάντησε "Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;" Κι αυτός της απάντησε "Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;" Κι αυτός της απάντησε "Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;"
Κουδούνιζε χρόνια στο μυαλό μου αυτή η φράση. Ήθελα να ήμουν μια τέτοια σύντροφος. Φυσικά απέτυχα. Υπήρξα τόσο ανυπόφορη που οι άνδρες μου έκαναν το σταυρό τους όταν χωρίζαμε επιτέλους, ακόμη κι αν ήταν άθεοι.
Διάβαζα τη συνέντευξη της Διδώς Σωτηρίου στο σπίτι του παππού. Αυτός έριχνε πασιέντζες στο τραπέζι. Κι εγώ ανησυχούσα πως θα μου ερχόταν περίοδος εκείνο το καλοκαίρι, αλλά ντρεπόμουν να το πω στη μάνα μου. Και τη ρωτούσα το ένα και το άλλο για να μαντέψω αν είμαι στα πρόθυρα μιας εφιαλτικής ζωής, να ματώνω κάθε μήνα και να μην είμαι αγριοκάτσικο. Αυτή κατάλαβε και μου πήρε το Σεπτέμβρη μαζί με τα αθλητικά κι ένα σουτιέν μηδέν νούμερο. Και σιγά-σιγά σχηματιζόμουν σε γυναίκα. Αυτός πάλι, είχε σχηματιστεί παππούς, με άσπρα μαλλιά, αλλά δεν ησύχαζε κάτι μέσα του. Εξετάσεις μικρού παιδιού έλεγαν οι γιατροί. Η τίγρης όμως ανήμερη.
Τον χειμώνα που σκοτώθηκε στα 83 του σε τροχαίο, ήμουν πια μια γυναίκα στην άλλη άκρη της Ευρώπης και συζούσα με ένα αγόρι που γνώρισα δυο χειμώνες πριν σε ένα πάρτυ μασκέ, καθώς έλεγα στις άλλες μα δε μοιάζει με τον Τζόνυ Ντεπ στο Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας;
Έβγαινα μαζί του περιπάτους στην όμορφη εβραϊκή γειτονιά όπου ζούσαμε. Βρισκόμαστε έξω από ένα εβραϊκό νεκροταφείο με χαμηλά τείχη. Τόσο ώστε να απλώνεται όλη η θέα μπροστά μας. Θέα στο μηδέν οριζοντίως.
Κι ένας παχουλός σκίουρος σκαρφαλωμένος σ' ένα δέντρο, απ' αυτά που έχουν στα κοιμητήρια, κρατάει με τα μπροστινά του πόδια μια μεγάλη στρογγυλή τυρόπιτα που παράτησε μάλλον κάποιος που δεν κατέβαινε μπουκιά κάτω, αλλά του λέγανε οι άλλοι να φάει κάτι να μην καταρρεύσει. Την κρατάει και την καταβροχθίζει κοιτώντας μας κατάματα ατάραχος. Κι έπεφταν τα ψίχουλα στον τάφο.
Τρώει λαίμαργα μεγάλες μπουκιές. Τώρα που μπορεί. Ίδιος με τα αδηφάγα μάτια όσων καταπίνουμε τον κόσμο αμάσητο ανάμεσα σε ζωές που έρχονται και φεύγουν.Και ψιχαλίζει σφολιάτα στο θάνατο.
Κουδούνιζε χρόνια στο μυαλό μου αυτή η φράση. Ήθελα να ήμουν μια τέτοια σύντροφος. Φυσικά απέτυχα. Υπήρξα τόσο ανυπόφορη που οι άνδρες μου έκαναν το σταυρό τους όταν χωρίζαμε επιτέλους, ακόμη κι αν ήταν άθεοι.
Διάβαζα τη συνέντευξη της Διδώς Σωτηρίου στο σπίτι του παππού. Αυτός έριχνε πασιέντζες στο τραπέζι. Κι εγώ ανησυχούσα πως θα μου ερχόταν περίοδος εκείνο το καλοκαίρι, αλλά ντρεπόμουν να το πω στη μάνα μου. Και τη ρωτούσα το ένα και το άλλο για να μαντέψω αν είμαι στα πρόθυρα μιας εφιαλτικής ζωής, να ματώνω κάθε μήνα και να μην είμαι αγριοκάτσικο. Αυτή κατάλαβε και μου πήρε το Σεπτέμβρη μαζί με τα αθλητικά κι ένα σουτιέν μηδέν νούμερο. Και σιγά-σιγά σχηματιζόμουν σε γυναίκα. Αυτός πάλι, είχε σχηματιστεί παππούς, με άσπρα μαλλιά, αλλά δεν ησύχαζε κάτι μέσα του. Εξετάσεις μικρού παιδιού έλεγαν οι γιατροί. Η τίγρης όμως ανήμερη.
Τον χειμώνα που σκοτώθηκε στα 83 του σε τροχαίο, ήμουν πια μια γυναίκα στην άλλη άκρη της Ευρώπης και συζούσα με ένα αγόρι που γνώρισα δυο χειμώνες πριν σε ένα πάρτυ μασκέ, καθώς έλεγα στις άλλες μα δε μοιάζει με τον Τζόνυ Ντεπ στο Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας;
Έβγαινα μαζί του περιπάτους στην όμορφη εβραϊκή γειτονιά όπου ζούσαμε. Βρισκόμαστε έξω από ένα εβραϊκό νεκροταφείο με χαμηλά τείχη. Τόσο ώστε να απλώνεται όλη η θέα μπροστά μας. Θέα στο μηδέν οριζοντίως.
Κι ένας παχουλός σκίουρος σκαρφαλωμένος σ' ένα δέντρο, απ' αυτά που έχουν στα κοιμητήρια, κρατάει με τα μπροστινά του πόδια μια μεγάλη στρογγυλή τυρόπιτα που παράτησε μάλλον κάποιος που δεν κατέβαινε μπουκιά κάτω, αλλά του λέγανε οι άλλοι να φάει κάτι να μην καταρρεύσει. Την κρατάει και την καταβροχθίζει κοιτώντας μας κατάματα ατάραχος. Κι έπεφταν τα ψίχουλα στον τάφο.
Τρώει λαίμαργα μεγάλες μπουκιές. Τώρα που μπορεί. Ίδιος με τα αδηφάγα μάτια όσων καταπίνουμε τον κόσμο αμάσητο ανάμεσα σε ζωές που έρχονται και φεύγουν.Και ψιχαλίζει σφολιάτα στο θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου