Καλοκαίρι στ’ ανατολικά παράλια του νησιού. Ανεβαίναμε στο ΚΤΕΛ και μετά οτοστόπ. Σκαρφαλώναμε στην καρότσα του τυχαίου αγροτικού για την κατάβαση στο παραθαλάσσιο ψαροχώρι. Κι ούτε ξέραμε τι πολύτιμα κουβαλούσαμε. Όλο το δέρμα μας χρυσάφι. Οχτώ μάτια να λαμποκοπούν νύχτα-μέρα, να ξενυχτούν, να καταπίνουν ζωή, να ερωτεύονται και ν' αστράφτουν, ν’ αστράφτουν. Τέσσερα γέλια ορυκτά. Ξαπλώναμε χαράματα με μπερδεμένα σώματα και μαλλιά, όπως τις παρθένες του Κλιμτ. Και στ’ αυτιά μου ηχούσε ακόμα το Ρομ, σο σουκάρ, σο σουκάρ σας μετέα βάφ, μετ που μακάβ αστέα βάφ, μεϊτζανάφ, μεϊτζανάφ, μεϊτζανάφ σο σι ο Ρομ μέχρι να λιώσει η κασέτα στο μυαλό μου.
Τέσσερις κοπέλες δεκαοχτώ χρονών σ’ ένα καφενείο, στην άκρη του δρόμου. Τσίγκινο με ψάθινες καρέκλες. Τα γνωστά. Παγωμένη ρακή. Κι ο πιο ιδανικός μεζές συνοδεία: αγγούρι ακαθάριστο, κομμένο στα τέσσερα, πασπαλισμένο με χοντρό αλάτι. Κατεβαίνει για πρώτη φορά η φωτιά και μου καίει το λαρύγγι.
Μπορεί να έκανα πως κρύωνα ή πως φοβόμουν ώστε να μείνω πίσω να τις κοιτώ εκστατικά να βουτούν γυμνές στη μαύρη θάλασσα. Τα εικονογραφημένα παραμύθια αποκτούσαν υπόσταση. Οι νεράιδες ήμαστε πια εμείς. Κι εγώ από πάντα η αφηγήτρια.
Και τότε, αν τ’ αστέρια ήξεραν πού τους πάν’ τα πέντε για το μέλλον, θα μου ψιθύριζαν: στα διπλά απ’τα σημερινά σου χρόνια, καμιά δε θα είναι πια φίλη σου, θα έχεις δυο παιδιά εσύ το αγρίμι, οι αφηγήσεις σου θα έχουν γίνει πια βιβλίο, θα πίνεις ρακές γράφοντας αφιερώσεις στο Πεδίον του Άρεως- την πρώτη γειτονιά σου μακριά απ’ το πατρικό, και δε θα σε λένε πια όπως σε βάφτισαν, θα σε λένε όπως τον στίχο του εβραίου ποιητή που καταδίωκαν οι ναζί για πάντα μέχρι που φούνταρε στον Σηκουάνα, ενώ ένα μαύρο σύννεφο θα σκεπάζει τον ουρανό στον τόπο σας, μια ατέλειωτη σκοτεινιά χειμώνα - καλοκαίρι.
Κι ούτε θα ξέρεις τι πολύτιμα κουβαλούσες, ποτέ δε θα ξέρεις, μέχρι να έρθει ο καιρός να τα χάσεις.
1 σχόλιο:
χρόνια καλά;
Δημοσίευση σχολίου