11/1/14

Ο παππούς Μανώλης Αριστοφάνης


Θα μπορούσα να ήμουν κόρη μου πια, στην ηλικία εκείνη που ζήτησα από τη μάνα μου να
μου αγοράσει το Πούσι και το Μαραμπού, τις πρώτες μου ποιητικές συλλογές, το καλοκαίρι που τέλειωσα το δημοτικό, σκέφτομαι σήμερα που συμπληρώνονται 104 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία.



Κάπου στην παιδική ηλικία έγραψα το πρώτο μου ποίημα, όπως οι περισσότεροι. Είναι ωραίο που είμαστε ένας λαός γραφιάδων. Είναι μια διέξοδος θεραπευτική που δυστυχώς όμως έχει αντίτιμο ένα αίσθημα ματαίωσης όταν δεν έχουν αποδοχή ή απήχηση -εφόσον εκδοθούν- τα γραπτά μας. Όμως ακόμη και για τον σπουδαίο σήμερα ποιητή, Παούλ Τσελάν, ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα και μόχθησε πολύ για να αναγνωριστεί το εργο του. Έχω αυτή την αφελή πεποίθηση πως αν κάτι αξίζει, θα βρει τελικά τον δρόμο του.

Ο παππούς μου, ούτε το δημοτικό δεν έχει τελειώσει, αλλά έχει στίβες τετράδια διανθισμένα από σεμνή ανορθογραφία και ένα γραφικό χαρακτήρα καθηλωμένο στην παιδική ηλικία. Τελευταία είχε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο να καταγράψει τη ζωή του σε ρίμα. Πέντε γενιές σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Κάποτε του είχα τάξει να δακτυλογραφήσω τα χειρόγραφά του, αλλά στη θυέλλα της ζωής μου δε βρήκα ποτέ τον χρόνο. Ο παππούς είναι μπλόγκερ.

Όμως, κάπου στην έλικα του DNA μού έχει μεταβιβάσει το πάθος του για το γράψιμο που το ανακάλυψα απο παιδάκι. Κι έτσι, αν και δεν τήρησα την υπόσχεσή μου μετατρέψω τα χειρόγραφα σε κάποιο αρχείο word, ωστόσο μαζί έχουμε γράψει όσα έχω γράψει.

Το πρώτο μου ποίημα, στην ηλικία των εννιά χρόνων -τη χρονολογία την προσδιόρισα πολύ αργότερα- θα πρέπει να ξεχείλιζε θλίψη και οργή αφού η αφορμή ήταν ένα άδικο τραγικό γεγονός που είχα ακούσει στις ειδήσεις και θα πρέπει να με συντάραξε ώστε να προστρέξω στο "καταφύγιο που φθονούμε". Ένας νεαρός φίλαθλος νεκρός στην κερκίδα από ρίψη φωτοβολίδας αντιπάλων.

Μετά, το τρολ μέσα μου υπερίσχυσε, και καθώς οι κρητικοί είμαστε συνήθως δεινοί ριμαδόροι, είχα μεγάλη ευχέρεια να σκαρώνω σατιρικά στιχάκια και όταν βέβαια ερωτευόμουν να γίνομαι προσωρινά λίγο πιο γλυκερή και στις κακοτοπιές του έρωτα, ελαφρώς μελό, αν όχι δραματική, αλλά επανερχόμουν στην πάγια κατάσταση, της σάτιρας, που όμως καταπιέζω μέσα μου σαν παράνομο έρωτα.

Ο παππούς μου, ο ποιητής, ήταν ταυτόχρονα ο πιο εκπληκτικός stand up κωμικός που έχω δει στη ζωή μου. Όταν πια ήμουν αρκετά μεγάλη ώστε να έχουν έρθει από την άλλη άκρη της Ελλάδας οι γονείς του καλού μου να γνωριστούν με τους δικούς μου για πρώτη φορά, ο παππούς Αριστοφάνης, έδωσε το τελευταίο σόου του σε ένα ετερόκλιτο κοινό, που περιλάμβανε από από πιτσιρικάδες μέχρι μεσήλικες, βορειοελλαδίτες και κρητικούς, κ από γιατρούς μέχρι βοσκούς, και κυρίως από μονόχνωτες μέχρι αλλέγρες ιδιοσυγκρασίες, που όμως γελούσαν όλοι, και κάποιοι από μας μέχρι δακρύων. Ο παππούς είναι τρολ.

Κι ίσως για να προλάβει την καταβύθισή μου στην τρολιά, ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών, ο κύριος Θωμάς,αφού διάβασε τους στίχους μου, μου έγραψε με τα κομψά, πλαγιαστά του γράμματα σε ένα χαρτάκι, Πούσι, Μαραμπού, Νίκος Καββαδίας και μόλις εξέπνευσε η σχολική χρονιά έσπευσα να τα προμηθευτώ, σε εκείνο το θρυλικό μεταίχμιο που εγκαταλείπεις το σχολείο το ανεκτά μεγάλο κτίριο, δέκα δρασκελιές από το πατρικό σου για να περπατάς για  ως το γιγάντιο γυμνασιολύκειο στο κέντρο, καθώς μεταλασσόσουν από γλυκό παιδί σε άγριο έφηβο, αλλά που σταθερά θα σε συνόδευε ο ταξιδευτής Νίκος Καββαδίας .

Ίσως από την ποίηση του ναυτικού, ίσως γιατί με έχει βαφτισμένη Πελαγία κάποιος γκασταρμπάιτερ, ένας πολύ ωραίος άντρας που έμοιαζε με τον Ζόρζ Μπρασσάν, ίσως γιατί ο άλλος μου παππούς είχε ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και καθώς κυκλοφορούσε κι αυτός με παρατσούκλι μια ζωή, Τσέχο τον φώναζαν, ψευδώνυμος κι ο παππούς, μου απέπνεε έναν ευρωπαϊκό αέρα που με μάγευε, κι ήθελα όλο να φεύγω. Ίσως γι' αυτό πνίγομαι πια πιο πολύ από ποτέ στην ούγια της βαλκανικής χερσονήσου που παλλινόστησα, γιατί πια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να φεύγω, να βλέπω άλλους τόπους.



Ο παππούς μου ο άλλος, ο Μανώλης, ο ποιητής, που δεν πέρασε ποτέ τα σύνορα αυτού του τόπου, ήταν όμως το μόνον της ζωής μου ταξείδιον. Μέσα από τα μάτια του έχω ταξιδέψει από τον προπάππου μου ως τα δισέγγονά του, σε έκταση, κι από το ποιος είναι και το ποια είμαι, σε βάθος.



Κάποιος μου είχε κάνει την πιο χαζή ερώτηση από τότε που εκδόθηκαν "Τα φώτα στο βάθος". Γιατί θέλησα να εκδοθούν τα ποστ μου αφού υπήρχαν στο μπλογκ. Γι'αυτή τη φωτογραφία, θα έπρεπε να απαντήσω. Μόνο γι'αυτή.

1 σχόλιο:

Nefosis είπε...

M' άρεσε πολύ το σημείωμα του δασκάλου. Καββαδίας σαν συνταγή γιατρού. :)
(Τι καμάρι ο παππούς που διαβάζει!)