Λένε πως
στα μαιευτήρια τα ρολόγια δε λειτουργούν. Λένε πως όταν τελειώσουν κάποτε οι
μπαταρίες κανείς δεν κάνει τον κόπο να τις αντικαταστήσει. Λένε πως αυτό
συμβαίνει για να μην βλέπει η γυναίκα τον χρόνο πόσο βασανιστικά αργά κυλάει
όσο εκείνη σπαράσσεται φέρνοντας στον κόσμο έναν άνθρωπο.
Λένε πως
κάπου στα νότια παράλια της Κρήτης τα χελιδόνια δεν αποδημούν πια κατά τη
χειμερινή περίοδο. Λένε πως οι χελιδονομαμάδες γεννούν και εκκολάπτουν τα
αυγά τους εκεί στον Λέντα, και δε μεταναστεύουν πια. Λένε πως ο Λέντας
ήταν καταφύγιο των χίπις όταν εκδιώχθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους των
Ματάλων. Και λένε πως στην διπλανή ερημική παραλία, στο Δυσικό, οι γυναίκες και
οι άντρες περιφέρονται γυμνοί σα νεογέννητα. Σαν αποδημητικά πουλιά που
φώλιασαν σε μια στιγμή για πάντα.
Λέω πως
τα ρολόγια δε λειτουργούν τις ώρες που μια γυναίκα λιάζει γυμνό το κορμί της
κάτω από τον ήλιο και τον χρόνο. Λέει «Πόσην ώρα μπορούσε να βλέπει τη θάλασσα νά 'ρχεται
και να φεύγει, χωρίς να θυμηθεί, όπως καθένας σε μια θαλασσινή ρέμβη, ότι η
ζωή, όπως σε όλους, του είχε δοθεί έτσι, τυχαία, συμπτωματικά, άπαξ και δια
παντός και για κανέναν γνωστό -ή γνώσιμο- λόγο;» Το λέει ο Φίλιπ Ροθ στον «Καθένα». Την ίδια ώρα λέει σε ρυθμό ρέγκε «No woman, no cry» και λέει σε ρετρό «Αγάπησα μια γυναίκα ευνούχο με ψηλό τακούνι και πέτσινο ρούχο» και λέει σε αιώνιο ροκ «Γυναίκα, γίνε η ανασταλτική αιτία γιατί τελειώσανε τα αστεία».
Και λέει ακόμα σε μια συνέντευξή της που παίζει σε λούπα χρόνια στα αυτιά
μου «οι άντρες έχουν το προνόμιο να
γκομενιάζουν ως τα γεροντάματά τους γιατί στερούνται το θείο δώρο της
μητρότητας», λέει η Λιλή Ζωγράφου, που κυκλοφορούσε με παντελόνι και
κάπνιζε στους επαρχιακούς δρόμους της Κρήτης για να προκαλεί το κοινό αίσθημα.
Και λέει σε μια συνέντευξή της , που παίζει στο repeat στο κεφάλι μου, πως όταν
καταλάβαιναν κι οι δυο πως πέθαινε, τον ρώτησε «Πέρασες καλά μαζί μου, Πλάτωνα;» Κι αυτός της απάντησε «Και το ρωτάς, βρε Διδώ μου;» Και λέει η
Διδώ Σωτηρίου, πως όταν κληρονόμησε την περιουσία των θείων της που την είχαν υιοθετήσει, γιατί οι πρόσφυγες γονείς της δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με
τόσα στόματα –έτσι μιλούσαν τότε- τη δώρισε, δε θυμάμαι πού, αλλά τη δώρισε
κάπου, ίσως στο Κόμμα, γιατί δε συμβιβαζόταν στη συνείδησή της και αστικές
πολυτέλειες και κομμουνιστική δράση.
Και λέει «Δίπλα ήταν μια μαιευτική κλινική, κι όταν
λέγανε [οι περίοικοι] ακούμε φωνές λέγανε [οι βασανιστές] γεννάνε οι γυναίκες
δίπλα», το λέει η Κίττυ Αρσένη. Λέει «Καλά
δε ντρεπόσαστε; Εγώ μια γυναίκα και κρατάω, εσείς θα σπάσετε; Δεν το έλεγα για
να κρατήσουν οι άλλοι, το έλεγα για να εκτεθώ εγώ και να μη μιλήσω», το
λέει η Νατάσα Μερτίκα. Το λένε για τα βασανιστήρια στην οδό Μπουμπουλίνας, το
λένε στα Κορίτσια της βροχής στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου.
Και λέει πως
δεν είμαστε εμείς το ασθενές φύλο αλλά δεν είμαστε και το ισχυρό. Και λέει το φύλλο συκής το αποξήρανα και το έβαλα στο φυτολόγιο στην τετάρτη δημοτικού στο "εμείς κι ο κόσμος". Και λέει το φύλο το κλωτσούσα στις μπάλες ποδοσφαίρου που παίζαμε με τα αγόρια στους χωματόδρομους. Και λέει πως ο γιος μου θα παίξει συνολικά λιγότερη μπάλα στους δρόμους, γιατί οι δρόμοι γέμισαν αν-αν, τα αυτοκινητάκια είναι αν- αν. Κι άντε να πάρεις σοβαρά τους άνδρες πια, όταν τους έχει γεννήσει.
Και λέει πως
άνθρωπος γεννιέσαι, άνθρωπος γίνεσαι, άνθρωπος πεθαίνεις. Και λέει τι μεγαλοστομίες είναι αυτές. Και τα λέει και τα πιστεύει. Και λέει πως όλα τα
άλλα είναι ενδοκρινολογική αργκό και κοινωνικό κουστούμι. Και λέει συνήθως σε στενεύουν και
τα δύο, συνήθως σου είναι ξένα, συνήθως διαμαρτύρεσαι, ποιος μου φόρεσε αυτήν
εδώ τη νόρμα, ποιος με κατηγορεί πως περιμένω περίοδο, ποιος με απαξιώνει που
μπαίνω στην κλιμακτήριο, ποιος καριόλης να του τρίψω τον πλακούντα μου στα
μούτρα. Και έμαθε να παίζει σκληρό ποδόσφαιρο και να μιλάει τη γλώσσα τους και της λένε ρε φίλε, και να γελάνε με αυτά που λέει, αλλά τη θέλουν κιόλας, και έχει καθηλωθεί στο βάθρο της κι αυτή, και φίλη και ερωμένη και μάνα, και περιμένει το γήρας να εκπέσει, να πέσει σαν κίτρινο φύλλο, σαν άφυλο φύλο, σαν εξαναγκασμένο φύλο, να δει πώς είναι να είσαι γυμνή απέναντι στο άπειρο.
Και μετά παίρνει στα χέρια έναν άντρα ούτε δυο χρονών τον περιστρέφει πάνω
από το κεφάλι της, γύρω- γύρω, γύρω-γύρω, του λέει, και περιστρέφεται όπως η Γη
γύρω από τον άξονά της, ξεκαρδίζονται στα γέλια, και πέφτουν οι απαντήσεις σε φωτεινές
τροχιές αστεριών από το ταβάνι όπου έχει ανατείλει το χαμογελαστό του πρόσωπο,
το δικό της ουράνιο σώμα, ένα ουράνιο σώμα που γεννήθηκε από το δικό της σώμα. Και κάπως όλα απαντιούνται, κάπως σωπαίνει. Και δε λέει πια τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου