Ωραίο χωραφάκι είναι τούτο, σκέφτηκε άσκεφτα ο περιπλανητής τυχαίνοντας ένα χέρσο κομμάτι γης στην ξερολιθιά. Το κατοικούσαν τα αγριόχορτα κι οι σαύρες. Το σκάλισε, έριξε σπόρους στους λάκκους. Νερό δεν είχε ο τόπος, φίλησε το χώμα, το έγλειψε. Έφυγε, πήρε τον δρόμο του.
Επέστρεφε με το νου “τι απέγινε κείνη η σπορά, έπιασε;” ρωτιόταν. Άλλοτε φυσούσε αέρα το στόμα του, έδιωχνε άθελά του τα ζιζάνια, άλλοτε έβρεχε χωρίς να θέλει απ’ τα υγρά του, πάντα από μακριά. Ήρθε, είδε, άδικος κόπος, “ας το ξεχάσω” λέει, “είναι στέρφα γη”, λέει. Έφυγε, πήρε τον δρόμο του.
Περιπλανητής αφού ήταν τον ξανάφεραν οι δρόμοι, οι δρόμοι είναι κυκλικοί, γύρω- γύρω τη ζώνουν την οικουμένη, πάλι σε παίρνουν, πάλι σε φέρνουν. Όταν γύρισε δεν το γνώρισε. Τα δέντρα είχαν θεριέψει ίσαμε απάνω, τα κλωνιά τους έγερναν στη γη παραφορτωμένα με καρπούς. Μάγκωσε το στόμα του, ξεράθηκε η γλώσσα του. Μήτε να φιλήσει, μήτε να μιλήσει, μήτε να φυσήξει. Τόση σοδειά δε θέλησε, τόση συγκομιδή δεν άντεχε. Έφυγε, πήρε το δρόμο του.
Τώρα τα δέντρα σκαρφαλωμένα στα τείχη, ψήλωσε κι η ξερολιθιά. “Γύρνα να μας τρυγήσεις”, σφυρίζουν κατάρες όπως αρχαίος χορός τα δέντρα, κι ούτε έναν καρπό δεν ρίχνουνε στο χώμα. “Καλύτερα να σκιστούμε στα δυο παρά να σαπίσει αφάγωτος από σένα ο καρπός μας”. Μαστάρια αίμα γεμάτα τα φρούτα κρέμονται βαριά στα κλαδιά τους. “Να έρθεις τώρα να βυζάξεις”, φωνάζουν τα δέντρα κι ούτε ποτέ κανένας τα άκουσε αφού αυτός δεν τ’ άκουσε. Μονάχα, έφυγε, πήρε το δρόμο του.
(Διήγημα στο Fractal)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου