6/8/08
Περιμένοντας τους Βούλγαρους (Συγκάτοικοι ΙΙ)
Φτάσαμε αργά το απόγευμα στην Εραδούρα, ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ανδαλουσίας φορτωμένοι όσο πολιτισμό και όση ταξιδιωτική εξάντληση βάσταγαν οι πλάτες μας. Μας καλοδέχτηκαν κάτι αέρηδες, άλλο πράγμα. Ισπανικό. Ισπανική και η υποδοχή της τρελοκοτσιδούς σαραντάρας στο κάμπινγκ που με βεβαίωσε πως δεν έχει καμιά κράτηση στο όνομά μας και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Με τα πολλά, βρήκαμε ένα, ας το πούμε απάνεμο, μέρος να στήσουμε τη σκηνή. Πιο κει τέσσερις άντρες κατράμι απ’ τον ήλιο πίνανε μπύρες μιλώντας και γελώντας. Δυνατά. Και μας κοιτούσαν το ίδιο δυνατά. Που εγώ πάλευα με σχοινιά, πέτρες, φύλλα και ανέμους και ο Νίκος μελετούσε σοβαρός ένα χαρτί με οδηγίες χρήσεως για τη σκηνή.
«Το κοινό μας έλειπε τώρα!» μουρμούρισα εκνευρισμένη για τους δίπλα. Μου έφταιγε και ο αέρας. Κυριολεκτικά. Και τα αδιάκριτα βλέματα. Ειλικρινά.
Παρ’όλη του την επιστημοσύνη ο Νικόλαος σκόνταψε σε μια πέτρα και του πήρε τις οδηγίες ο πανταχού παρών αήρ. Στη φούρια μου, το μόνο που πήρα χαμπάρι ήταν ένα δυνατό γέλιο από την αντροπαρέα. Δυνάμωσαν κι άλλο κάτι σέρβικα σε ένα κασετόφωνο με ενισχυτή και μας περικύκλωσαν προσφέροντας βοήθεια.
«English? Ingles?» ρωτάω μήπως συνεννοηθούμε μεταξύ μας το έξαφνο συνεργείο ανέγερσης σκηνών. Ένας μου έγνεψε το χέρι του σα βάρκα στα κύματα, που θα πει «κάτι λίγα». Που στην πράξη σήμαινε καθόλου. Είπαμε τα βασικά. Εμείς έλληνες, εσείς; Μπουλγκάρια. «Ω, Μπουλγκάρια! Ολ Μπαλκάνιαν!» απόσωσα ενθουσιωδώς και ελήφθη ως παράγγελμα να ξεκινήσουμε.
Μες στο κομφούζιο βρήκα ευκαιρία να λουφάρω με ένα χαζόσκυλο σαν αυτό το τσιαουάου στον Τρυποκάρυδο του Τομ Ρόμπινς που κάθισε πάνω του και το έλιωσε μια χοντρή.
«Πώς το λένε»; ρωτάω τον ισπανό της παρέας που δε καταδέχτηκε να δώσει ένα χεράκι στην ανέγερση. Μου απάντησε κάτι σαν Καμπόνε, Καπόνε...ούτε που κατάλαβα.
«Αλ Καπόνε!» συμπλήρωσα σε έξαλλη κατάσταση οίστρου. Πέσανε οι σχετικές επευφημίες με διεθνείς όρους όπως μαφία, Μάρλον Μπράντο και τα σχετικά.
Γύρισα στο εργοτάξιο και είδα τον σύντροφό μου να καρφώνει ένα πασαλάκι και να δίνει οδηγίες στα αγγλικά και δη με προφορά λονδρέζικη ωσάν μεγαλοεργολάβος σε εθελοντή οικοδόμο σκηνών. Ήθελα να φωνάξω ένα «τι γίνεται εδώ ρε;» στο από σπόντα αφεντικό, αλλά μετά σκέφτηκα σε ποια γλώσσα να το πω...και έκανα την καρδιά μου πέτρα και ένα οντισιόν τις πιο κατάλληλες κοτρώνες στο ρόλο του σφυριού και τις μοίραζα στο συνεργείο «οι βούλγαροι» και σια.
Με τα πολλά ανεγέρθη και ο υφασμάτινος πύργος και ξέσπασα εγώ σε κάτι εορταστικά gracias, gracias. Μου ήρθε να χορέψω τα βουλγάρικα -που εξακολουθούσαν να παίζουν στη διαπασών- απ’ τη χαρά μου, αν δε σκόνταφτα στο αυστηρό βλέμμα του Νίκου και τις πολύ συγκρατημένες ευχαριστίες του. Το πράγμα σοβάρεψε κι άλλο όταν ο ψηλός εξηγούσε λίγο μετά στον ισπανό του αλ καπόνε, πως η μάνα του δούλευε τριάντα χρόνια στη Βουλγαρία και τώρα δεν μπορεί να πάρει σύνταξη και «νο ινσιούρανς».
Αφού χτίσαμε και το σπιτικό μας, πήγαμε να το γιορτάσουμε τα δυο μας με κρύες cervecas στο πλησιέστερο ερημικό ταβερνίδιο by the sea με τις ωραίες του καλαμωτές ομπρέλες. Το «τέλος καλό όλα καλά» και οι μπύρες δε με βοήθησαν να ξεχάσω το ατόπημα του ανδρός μου.
«Καλά ρε, γιατί δε συνεννοήθηκες στα ισπανικά με τους ανθρώπους;» ρώτησα έτοιμη για καυγά το Νίκο τον ισπανομαθή. Να σημειωθεί πως άνθρωποι εν προκειμένω λογίζονται οι βούλγαροι.
«Αφού είπανε πως μιλάνε αγγλικά» αμύνθηκε.
«Τι αγγλικά μιλάνε μωρέ; Και έπρεπε να τους απευθύνεσαι με προφορά; Σε ποιον μιλάς, στον σουπερβάιζορ;» συνέχισα την κατσάδα απτόητη.
«Καταλαβαίνανε» απάντησε θέλοντας να δώσει τέλος στην αψιμαχία υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων που εκκίνησα εγώ, η αυτεπάγγελτη προστάτις.
«Σκατά καταλαβαίναν. Και τι ύφος ήταν αυτό που είχες; Και το ευχάριστω με μισή καρδιά το είπες» εξακολουθησε η συνδικαλομητέρα.
Τότε μου εκμυστηρεύθηκε ο Ν. πως είχε θυμώσει μαζί τους επειδή γέλασαν που σκόνταψε και πως του την έσπασε που αμέσως μετά από αυτό προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν. Και πως αν δεν έβλεπαν τη γκόμενα και την ανημποριά του άντρα, δε θα έσπευδαν σε βοήθεια, μου εξήγησε μασημένα.
«Και πού είδες το κακό; Αντί να γελάσεις με τα χάλια μας μούτρωσες στους ανθρώπους!» του ανάκοψα την ερμηνευτική πορεία αν και μετριοπαθώς μια που μου ερχόταν να γελάσω.
Τελοσπάντων θα γινόταν η μάχη της Εραδούρας αλλά έλα που κατέφθασε από το πουθενά και ζωντανή ορχήστρα. Διέκρινα μες στο σκοτάδι τρεις φιγούρες που έπαιζαν παράμερα διάφορα ινστρουμένταλ σε αλληλουχία επιτυχή με «τα παιδιά του Πειραιά». Που είσαι μάνα να δεις την κόρη σου να πίνει μπύρες στο ανδαλουσιάνικο χωριό με τα σάουντρακ που μεγάλωσες! Ήθελα πάλι να σηκωθώ να χορέψω αλλά έλειπαν οι Βούλγαροι.
Ή έτσι νόμιζα. Το άλλο απόγευμα σεργιανόντας στο χωριό πρώτα ακούσαμε και μετά είδαμε την ορχήστρα. «Ρε συ, οι Βούλγαροι!» λέω στο Νίκο και ξεσπάσαμε σε γέλια. Περνώντας από δίπλα χαιρετήσαμε τους πρώην «οι δίπλα» δι’ανάτασης των χειρών, πράγμα δύσκολο να ανταποδώσουν με τα κλαρίνα και τα ακορντεόν ανα χείρας. Αρκέστηκαν σε ένα χαμόγελο. Όλο δικό μας. Βουλγάρικο.
«Προσοχή: δοκιμάστε να στήσετε τη σκηνή δοκιμαστικά στο σπίτι σας πριν από τις διακοπές σας», διάβασα στο αγνοούμενο επι μέρες χαρτί οδηγιών χρήσης.
«Πάλι καλά που δεν ξέρανε αγγλικά οι άνθρωποι. Ρεζίλι θα γινόμασταν» σκέφτηκα καθώς το πετούσα εν είδει συμμαζέματος της γύρω περιοχής κάτω από το δέντρο. Κι ένιωσα ξαφνικά ντροπή για όλες τις αυτιστικές βρετανικές οδηγίες που έχω υποστεί στη ζωή μου.
Τις επόμενες μέρες όπου και να τρώγαμε είχαμε συνοδεία ζωντανής μουσικής και έτοιμο το ευρουδάκι υπερ των γειτόνων με τις κίτρινες μπλούζες και τις μαύρες βερμούδες. Ο εισπράχτορας της κομπανίας και καμπούρης ακορντεονίστας προς το τέλος των διακοπών μας στην Εραδούρα, σήκωνε τα χέρια ψηλά που δίχως καμιά γλώσσα θα πει ξεκάθαρα «δεν το πιστεύω! Πάλι εσεις μπροστά μας!» και γελώντας μάζευε το μπαξίσι που είχα ακουμπήσει στο τραπέζι.
Όταν έφευγα από την Ανδαλουσία είχα κι έναν μικρό πόνο στην καρδιά. Για κάτι φάτσες που συμπάθησα και δε θα ξαναδώ ποτέ...
Αλλά είχα και τα εν Λονδίνω να σκεφτώ και τις φάτσες επισκίαζαν πια οι έγνοιες μου.
Η Καταρίνα, η ξανθιά Βουλγάρα υποψήφια διδάκτωρ οικονομικών επιστημών και συγκάτοικός μου, έπεισε το νεότερο, κοντύτερο και καμιά σχέση σε στύλ Τούρκο χεβιμεταλά γκόμενό της να φύγουν από το σπίτι. Και κατέβασε και μια ελεφαντο-προβοσκίδα που όμοιά της στοιχηματίζω πως δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ευρύτερη περιοχή των βαλκανίων. Δεν ευοδώθηκε η συγκατοίκηση γιατί υπήρξαμε οι έτεροι συγκάτοικοι, υπερβολικά φιλόξενοι και ελλιπέστατα τυπικοί.
Θυμάμαι με τι καμάρι μου εξιστορούσε η Καταρίνα απ’τη Σόφια την θεάρεστη συγκατοίκησή της με δυο άλλες δυτικο-ευρωπαίες στο Βέλγιο όπου όλα ήταν σε πρόγραμμα και υπό έλεγχο, βεβαίως- βεβαίως. Τόσο που επειδή το πρωί ήθελαν απαξάπασες να κάνουν το καθιερωμένο ντους του πολιτισμού της δύσης, κρατούσαν ώρα. 7.30 με 7.50 η μια, 8.00 με 8.20 η άλλη, 8.20 με 8.40 η τρίτη.
Τόσο όμορφα και οργανωμένα που όταν ο Τούρκος επισκέφτηκε τη Βουλγάρα στα Βελγια και ήθελαν διακαώς να απολαύσουν το πρωινό τους ντους, έπρεπε να μοιραστούν την ίδια προκαθορισμένη ώρα μια ντουζιέρα μια σταλιά και γρήγορα-γρήγορα να μη χαλάσει το πρόγραμμα. Κι όταν μου κατάστρωσε πρόγραμμα καθαριότητας, ω, δε λησμονώ το πονηρό της αστείο! Το ένα ζευγάρι να καθαρίζει το κωλόσπιτο και το άλλο να επιβλέπει, εναλλάξ, είχε προτείνει...Όσο και κείνη δε λησμόνησε το δικό μου αστειάκι στις ιστορίες καθημερινής ρομποτικής στο Βέλγιο. «Κι εμεις εδώ είμαστε μια χούφτα βαλκάνιοι που θα παριστάνουμε τους ευρωπαίους, ε; » είχα πει και θυμάμαι καλά πώς με κοίταξε.
Τι να γίνει, ήταν πολιτισμένο κορίτσι και εγώ βάρβαρη βαλκάνια καθώς φαίνεται. Εκείνη κόντεψε να βουρκώσει στις πρώτες δηλώσεις του Μπλερ μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στις συγκοινωνίες τον Ιούλη’05 παρατηρώντας "how cute he is"...Όσο για μένα, άντε να έχω κάνει δέκα πρωινά ντους στη ζωή μου. Προτιμώ να ονειρεύομαι για είκοσι λεπτά ακόμα.
Στο καλό να πας Καταρίνα, οικονομολόγε. Και πού’σαι , μη ξεχάσεις πως η μάνα του ψηλού με το κλαρίνο ακόμα περιμένει τη σύνταξη...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
Ο τιτλος ειναι κλοπυ πέιστ απο το βιβλιο του Δημοσθενη Κουρτοβικ "Τι ζητουν οι βαρβαροι". Το δε στορυ ειναι κονσερβα- σα δε ντρεπομαι λεω 'γω καλοκαιριατικα να σας ταιζω κονσερβες να μου παθετε καμια σαλμονελλωση.
Είπα κι εγώ πήγες μήνα του μέλιτος στα ανδαλουσιανά χωριουδάκια......
Κονσέρβα, έστω....
Εγώ είμαι με το Νίκο πάντως. Σε ένα τέτοιο καβγά πιο ΣΤΑΝΤΑΡ γυναικεία λόγια δε γίνεται ν΄ ακούσεις.
Είχε πλάκα όμως και η αυτόματη βουβή αυτοκριτική.
Και πάνω που ήμουν έτοιμη να που "ρε συ, κάπου το έχω ξαναδιαβάσει αυτό!", με κά΄λυψε το σχόλιό σου. :) Ε, τι να κάνουμε, μόνο το "ρετιρέ" θα βλέπουμε σε κονσέρβα; Τουλάχιστον αυτό εδώ είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και σαφώς καλύτερου γούστου! Φιλάκια :)
Υ.Γ. Το περιστέρι με τον ψυχίατρο έφτασε;
Και δε σφάξατε κανέναν;Τι στο καλό ΄΄Βουλγαροκτόνοι΄΄είμαστε;Πώς τους επιτρέψατε να ζήσουν;
ftanei me tis konserbes. 8a pa8oume skorbouto!
@noa, και να ήθελα σε αυτή την κατάσταση -την interesting- δε θα με άφηναν οι αεροπορικές να πετάξω. ;)
@χ.ζ., πες μας τώρα πως είμαστε συνηθισμένη γκόμενα! :bb
@Μαρία, χαχαχα! Καλό αυτό με το Ρετιρέ! Εγώ και ο σάπιος ο Δαλιανίδης τέτοια επιτυχία. Το ΥΓ δε το έπιασα.:(
@vrakas kostas, να σου λύσω εγώ την απορία: δεν είχες αφήσει. Χα! Η ανάρτηση προηγήθηκε της έναρξης του ανεξάντλητου θαυμασμού σου προς το πρόσωπό μου. Filusken!
@VaD, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος δεν είμαστε βουλγαροκτόνοι. Κατσαριδοκτόνοι και πάλι με ενοχές.
@ανώνυμος, θα πεις και τίποτα δικό σου; Παρόλαυτα στας διαταγάς του αναγνωστικού μου κοινού. Δεύτε λάβετε ανάρτηση.
ξεκαρδιστικο ποστ, μου θυμιζει καποτε μια φορα στη ζωη μου που πηγα κατασκηνωση ως εφηβη (απο τοτε δεν ξαναπηγα, τρομαξα)
το σκεφτομαι ομως διαβαζοντας για ενα πολυ οργανωμενο λουξ καμπνιγκ στην χαλκιδικη
@vrakas kostas , κι ομως δεν ειχες αφησει σχολιο. Γαλιλαιος.
@αρτέμιδα, μα το καμπινγκ μονο ελευθερο εχει νοημα. Οχι λουξ κλπ που μου λες. :( Μη βλεπεις εμεις οι ασχετοι που κωλωσαμε να ψαχνουμε για ελευθερη κατασκηνωση στας Ανδαλουσιας...
σε λιγο καιρο κανω για πρωτη -και μαλλον τελευταια- φορα, ενα ταξιδι ευρωπη μονη με σακιδιο (αλλο ενα ονειρο ''πριν τα 30'' που θα γινει ''στο παραπεντε των 30'')
πηγα περσι δοκιμαστικο μια βδομαδα στο Λονδινο, ηταν οκ, ολη μερα μονη τριγυρναγα το βραδυ το περνουσα με παρεα τις αλλες κοπελες στον ξενωνα, δεν ηταν ασχημα
το επομενο καλοκαιρι θα δοκιμασω παλι καμπνιγκ μα την Παναγία το αποφασισα προσφατα, δες armenistis.com.gr
να αρχισω απο τα ευκολα και μετα παμε στα δυσκολα:)
Δημοσίευση σχολίου