11/3/09

γλύπτης των ανθρώπων

Σήμερα γίνεται 62 χρονών. Πώς στην ευχή πέρασαν τα χρόνια; Με ευχές. Πες- πες χρόνια πολλά, καβάτζαρε τα εξηνταφεύγα. Δεν του φαίνεται όμως. Έχει μια φυσική αρχοντιά -είναι βλέπεις και τα πλούσια κυματιστά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Είναι λεπτός -τρώει ελαφρά και υγιεινά. Είναι και αυτό που λένε γυμνασμένος- αφού περπατάει πολύ καθημερινά και είναι χειμερινός κολυμβητής. Κρύβει και η γενειάδα θαρραλέα ρυτίδες και χαλάρωση.

Σήμερα, θες η επιρροή των γενεθλίων, θες το αστροποβρόντι που του αναστάτωσε τον ύπνο, ένιωθε μια κάποια κούραση, μια αδιόρατη μελαγχολία. Αφού έκανε το πρωινό του μπάνιο στις 7, έσκυψε και παρατήρησε το σώμα του."Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος". Θυμήθηκε και ψιθύρισε στον εαυτό του το στίχο του Ελύτη. Μετά, σκέφθηκε πως είναι συνάδελφος με τον χρόνο και χαμογέλασε κατεργάρικα. Ο Διογένης είναι γλύπτης. Με υλικό το ξύλο, εργαλεία τα σκαρπέλα, τη ματσόλα και σφυριά, και μοντέλα όμορφες κοπέλες κατασκευάζει τα ιδιόμορφα γλυπτά του. Ιδιόμορφα για τους κάτοικους του ακριτικού νησιού όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Για τον υπόλοιπο κόσμο, τουρίστες, μοντέλα, αγοραστές και φρικιά τα έργα του ήταν ιδιοφυή. Το ίδιον παρέμενε ίδιο.

Σήμερα, δεν είχε κέφι για δουλειά. Έβαλε να ψήνεται ένας τούρκικος καφές και έπιασε να ξεσκονίζει τον πάγκο της ξυλογλυπτικής που είχε στήσει κάτω από το μεγάλο δέντρο. Χαμόγελασε πάλι καθώς σκέφθηκε "κάθε κατεργάρης στον πάγκο του" και φαντάστηκε τον εαυτό του στον ένα πάγκο και τον συνάδελφό του, τον χρόνο, στον άλλο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο τραπεζάκι και κάθισε στην πολυθρόνα που είχε μόνος του κατασκευάσει και την οποία ένας Ρώσος επέμενε να αγοράσει όσο-όσο πέρυσι το καλοκαίρι. Απ' αυτή τη θέση του άρεσε κάθε πρωί να αγναντεύει το πέλαγος και να μη σκέφτεται τίποτα.

Σήμερα, όφειλε ένα δώρο στον εαυτό του. Έβαλε το κασκόλ και την τραγιάσκα και κατέβηκε στην πόλη περπατώντας. Σήμερα, μετά τη χθεσινοβράδινη καταιγίδα, το μουσκεμένο χώμα ανέδυε την άνοιξη. Ο ουρανός καταγάλανος και ένα ουράνιο τόξο απ' άκρη σ' άκρη. Τι άλλο δώρο να θελήσω, αναρωτήθηκε και ένιωσε μια κάποια αγαλλίαση. Το γουργουρητό της γάτας, το γνωστό, που ένιωθε πολλές φορές. Ήταν βέβαια και το γουργουρητό της πείνας, που' χε πιει σκέτο καφέ.

"Που' σαι ρε Διογένη;" ακούστηκε η φωνή του καφετζή που έκοψε απότομα την αφηρημάδα του καλλιτέχνη μας. "Πότε θα' ρθεις ρε να μου κάνεις το μερεμέτι πού μού 'ταξες στο μαγαζί;Ε; " εξακολούθησε ο καφετζής σε πιο επιτακτικό τόνο. "Πότε θέλεις;" αντιρώτησε ο Διογένης. "Α, ρε! Εγώ πότε θέλω για εσύ που με κοροϊδεύεις ένα μήνα τώρα; Ρε σου λέω, έχω μείνει από πιατοθήκη τόσο καιρό. Παρακάλια δηλαδή θες να' ρθεις να μου τη φτιάξεις;" Ο Διογένης κούνησε αόριστα το κεφάλι. "Θα' ρθείς τη Κυριακή το πρωί που' χω κλειστά;" ξαναρώτησε ο καφετζής. "Θα' ρθώ", απάντησε ο Διογένης και απομακρύνθηκε απ' το καφενείο. Ευτυχώς. Διαφορετικά θα άκουγε τη γκρίνια της καφετζούς που κατηγορούσε τον άντρα της πως τάχα ήταν χαζομάρα να αφήσουν τον "ξυπόλητο" στο μαγαζί να μαστορεύει, ενώ εκείνοι θα βρίσκονταν οικογενειακώς στην Εκκλησία. Όμως ο καφετζής, αν και δε διαφωνούσε πως ο Διογένης ήτανε ένα λέσι και μισό, του είχε εμπιστοσύνη. Τόσα χρόνια στο νησί δεν είχε ακουστεί το παραμικρό.


Στάθηκε στο δρόμο να κάνει ένα τσιγάρο. Ο Μάρτης είναι μήνας παλαβός, παρατήρησε ο Διογένης, καθώς ο μέχρι πριν δυο λεπτά καταγάλανος ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα με λυμένο το ζωνάρι για καυγά. Ωστόσο δεν ήταν της βροχής ψιχάλες αυτό που του΄ σταζε στο πέτο αλλά η κυρα-Νίτσα που σφουγγάριζε το μπαλκόνι από πάνω του. "Α, εκεί στέκεσαι κυρ- Διογένη; Με συγχωρείς, δε σ' είδα" είπε και συνέχιζε να ρίχνει άτσαλα νερά και να τον καταβρέχει. "Καλέ, θα βρέξει αφού. Τι παιδεύεσαι με τα μπαλκόνια;" της είπε γελώντας με πειραχτικό ύφος ο Διογένης αλλά η κυρα Νίτσα έκανε πως δεν άκουσε και τρύπωσε στο σπίτι. Πέταξε κι εκείνος το σβησμένο από τα απόνερα τσιγάρο στον υπόνομο και προχώρησε κατά το βιβλιοπωλείο.

Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο μαγαζί, εκτός από μια γάτα εφτάψυχη που είχε χουχουλιάσει δίπλα στη ταμειακή μηχανή. "Πού' σαι συ κουκλίτσα μου;" τη χαιρέτισε ο Διογένης και έσκυψε να την χαϊδέψει. Εκείνη την ώρα βγήκε απ' το WC ο Τάκης ο βιβλιοπώλης που μη μπορώντας να συγκρατήσει τις υποψίες και το θυμό του φώναξε "Τι κάνεις εκεί ρε;" Ο Διογένης τον κοίταξε εμβρόντητος και ίσα που ψέλλισε κάτι "τη γάτα..." Ο Τάκης όμως δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Έπρεπε μια και καλή να κόψει παρτίδες με τον Διογένη. Εντάξει, καλός άνθρωπος, καλλιτέχνης, σύντροφος, αν και της εξωκοινοβουλευτικής, αλλά δε μπορούσε να το παίζει και φιλανθρωπική οργάνωση για να σπονσοράρει εφ' όρου ζωής τις αναγνωστικές ορέξεις του Διογένη. Του χρωστούσε πληρωμές για καμιά δεκαριά βιβλία. Και μετά, καλός χρυσός αλλά το μόνο μπάνιο που έκανε ήταν στη θάλασσα. Το βιβλιοπωλείο μια στάλα. Αν βρίσκονταν πάνω από πέντε άτομα εκεί μέσα, κουτουλούσε ο ένας τον άλλο. Του είχανε παραπονεθεί κάποιες πελάτισσες πως...μύριζε. Κομμένα τα πολλά-πολλά. Άσε που πλησίαζαν οι εκλογές και έκανε το κορόιδο. Δε ξεκαθάριζε ότι θα τον ψηφίσει. Από τον ορυμαγδό των θυμωμένων σκέψεων του Τάκη, ευτυχώς δεν ακούστηκε τίποτα. Παρά μόνο η ερώτηση "Τι θες;"

"Σήμερα, είπα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου." απάντησε ο Διογένης αν και με κάποια συστολή.
"Να σου κάνω δώρο εννοείς", αντέταξε ο Τάκης τονίζοντας το σου.
Ο Διογένης σα να μη κατάλαβε τον κοίταξε με απορία.
"Καλά, τελοσπάντων", συνέχισε ο βιβλιοπώλης, "και προς τι η αυτο-επιβράβευση σήμερα ειδικά;"
"Γενέθλια, φίλε μου", απάντησε σχεδόν κοκκινίζοντας ο Διογένης.
"Α,μπα. Χρόνια πολλά" είπε κάπως σαν πιο μαλακωμένος ο βιβλιοπώλης. "Και τι σου μύρισε δηλαδή σήμερα; Τι τραβάει η όρεξή σου;" συνέχισε με προφανή ειρωνία.
"Είναι ένας στίχος του Ελύτη... Αν μπορούμε να βρούμε σε ποια συλλογή είναι..."
"Για πες τον να δούμε" πρότεινε ο βιβλιοπώλης που είχε αρχίσει ήδη να κορδώνεται.
"Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος".
"Μαρίνα των βράχων" απάντησε όλος αυτοπεποίθηση ο υποψήφιος βουλευτής και ιδιοκτήτης του μοναδικού βιβλιοπωλείου του νησιού και έστειλε το Διογένη στο σχετικό ράφι.
Το εντόπισε και επέστρεψε στο ταμείο. Ο Τάκης περίμενε να δει τι δικαιολογία θα του βρει για να πάρει πάλι το βιβλίο χωρίς να πληρώσει. Ο Διογένης έβγαλε απ΄την τσέπη μια θήκη για αναπτήρα σκαλισμένη απ' τον ίδιο. Παρίστανε ένα ξωτικό που έπαιζε φλογέρα.
"Λοιπόν, κράτα αυτό ενέχειρο, φίλε μου, και την Κυριακή που θα κάνω μια δουλειά στον καφετζή, θα πάρω προκαταβολή. Από Δευτέρα θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω."
Ο Τάκης πήρε τη ξυλόγλυπτη θήκη και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

Στην επιστροφή για το σπίτι, δέχθηκε άλλο ένα δώρο. Η μικρούλα που ερωτεύτηκε σφόδρα πέρυσι το καλοκαίρι θυμήθηκε τα γενέθλιά του. "Δι(ο)γένη Ακρίτα, σου εύχομαι να χαράζεται όλο και πιο βαθιά το Νόημα στον κορμό της ύπαρξής σου. Σε φιλώ, Μ." Ξαφνικά η οθόνη του κινητού ανταγωνιζόταν σε κάλλος το προηγούμενο δώρο, το ουράνιο τόξο. Ήταν διπλά χαρούμενος. Τον είχε θυμηθεί και επιτέλους είχε κόψει τον πληθυντικό! Της απάντησε: "Σ' ευχαριστώ για όλα". Του απάντησε: "Όλα;" Της έγραψε: "Που με θυμήθηκες, που μου ευχήθηκες και που μου μιλάς στον ενικό!" Του απάντησε: :)

Λίγες ώρες αργότερα, ξαπλωμένος στα στρωσίδια του, της ξανάστειλε μήνυμα "Μαρίνα, από τότε που μου μίλησες στον ενικό, νιώθω πολύ έντονη στύση..." Σε λίγα λεπτά έλαβε απάντηση "Λυπάμαι πολύ για το θράσος σου. Σε παρακαλώ μην επικοινωνήσεις ξανά μαζί μου."

Ο Διογένης ένιωσε ξαφνικά τη σπηλιά να τον πλακώνει. Έσειρε την αυτοσχέδια πόρτα και βγήκε έξω. Έβρεχε πάλι και φυσούσε άγρια ο αέρας. Τράβηξε τον μουσαμά που χρησιμοποιούσε σαν υπόστεγο. Στάθηκε όρθιος αντίκρυ στη θάλασσα. Άνοιξε το βιβλίο, εντόπισε το στίχο και τον διάβασε χαμηλόφωνα.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.


Κρύωνε. Είχε πάρει να βραδιάζει και τίποτα δε θα έδινε τη θέση του στη νύχτα. Μπήκε μέσα και άναψε το φαναράκι του. Για μια στιγμή ήθελε να μη ζει σε σπηλιά, να μη νυχτώνει, να μην τον λένε Διογενή, να είναι κυνικός, να μην είναι γλύπτης κι ο χρόνος να μην είναι γλύπτης των ανθρώπων παράφορος. Αλλά τίποτα πια δε μπορούσε να αλλάξει. Γιατί έτσι τον δημιούργησα.

15 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

καταδικασμένο το δημιούργημα.

Prokopis Doukas είπε...

Ωραίο.. Πολύ ωραίο..
Γιατί του απέδωσε θράσος; :-)

Niemandsrose είπε...

@krotkaya, κατά βάση ναι! :) Αλλά είπα να δείξω μεγαλοψυχία και να του επιτρέψω έστω να μετανιώνει... :) Βλέπεις; Η εξουσία διαφθείρει! Φως φανάρι...του Διογένη. ;)

@Prokopis Doukas, ευχαριστώ! :) Θράσος, πραγματικά. Την επόμενη φορά να δείτε που θα αναπτύξει και ελεύθερη βούληση... :)

μ είπε...

Αχ αυτή η τελευταία σου πρόταση με γρατζούνισε...
Κατά τα άλλα, όμορφο κείμενο, εύγε ;)

χ.ζ. είπε...

Δε σε διαβάζουμε καθόλου τυχαία τελικά...
Στην αντρική ψυχολογία πώς μπήκες;

Η τελευταία πρόταση σε γειώνει με τα μούτρα στο χώμα, αλλά εντάσσεται στο θρασύ στυλ σου, οπότε νομίζω πως περνάει.
Μάλιστα μου παρουσιάστηκε σαν ο δημιουργός να σαλεύει μέσα στο (κι όχι μέσα από το) ίδιο του το κείμενο.
Σαν μικρός Θεός που παραμερίζει άμα λάχει και τη δημιουργία του, σιγά, και κάνει κουμάντο.

χ.ζ. είπε...

Λοιπόν μια άλλη ιδέα για το τέλος θα ήταν το μήνυμα που του στέλνει η μικρή να μην του το στείλει αυτή, αφού ο Δ.θα νόμισε ότι τη σόκαρε και την ξενέρωσε ίσως, αλλά να το γράψει αυτός. Να μην του απαντήσει δηλαδή αυτή για 2-3 λεπτά και στο μεταξύ να φοβηθεί αυτός ότι την προσέβαλλε. Δηλ. να της ξαναστείλει μετά:

Λυπάμαι πολύ για το θράσος ΜΟΥ. Σε παρακαλώ μην επικοινωνήσεις ξανά μαζί μου. (Ή δε θα ξαναεπικοινωνήσω εγώ μαζί σου)

Αυτή και πάλι δεν απαντάει (ή απαντάει ευγενικά κι αποστασιοποιημένα) και αυτός μένει μόνος και παγωμένος στην κρύα νύχτα.

Αυλαία.

μ είπε...

Θα θέσω τότε και γω το δικό μου πεζό προβληματισμό: πόσο πιθανό είναι ένας μοναχικός, σχετικά άπορος 62άρης σε ένα νησί να έχει κινητό τηλέφωνο; Εκτός και αν το αγόρασε μόνο για τη μικρούλα που γούσταρε...
Τώρα θα μου πείτε ο ναυαγός Τομ Χανκς είχε πακέτα της FedEx...
Αν βέβαια το κινητό εντάσσεται στο θράσος της συγγραφικής ατμόσφαιρας, πάω πάσο :))

Niemandsrose είπε...

@Μάνο, η τελευταία πρόταση σε γρατζούνισε γιατί; (Πραγματικά με ενδιαφέρει και θα σου πω μετά γιατί! ;) ) Όσο για το κινητό δεν είναι ατόπημα που υπονομεύει το εικός και αναγκαίον του κειμένου, νομίζω, γιατί δεν πρόκειται για άπορο όπως μαρτυρούν πρώτον άλλα πραγματολογικά στοιχεία (πχ τραγιάσκα, κασκόλ, αγοραστές έργων, δυνατότητα άρνησης πώλησης έργου στον Ρώσο, μεροκάματα στην πόλη, αγορά βιβλίων έστω και με πίστωση) και όπως φαίνεται δεύτερον από το ότι αποφάσισε να ζήσει σχετικά πρόσφατα στο ακριτικό νησί (κι αυτό αναφέρεται στο κείμενο). ;) Ακόμα όμως και ως "άπορο" να τον δεις, το κινητό σήμερα δεν είναι είδος πολυτελείας. Κάθε άλλο. ;)

@χ.ζ., η εκδοχή σου μου αρέσει πολύ γιατί είναι πιο πρωτότυπη στο πλέγμα των διαπροσωπικών σχέσεων. Κάλλιστα θα μπορούσα να την υιοθετήσω μια που δεν απειλεί το "πείραμά" μου, δλδ να πετάγεται στο τέλος ο δημιουργός σαν τον Φασουλή με το ελατήριο μέσα απ' το κουτί. ;)

Γενικά, απ' τα λιγοστά σχόλια που δέχθηκα εδώ και τα άλλα που δέχθηκα ιδιωτικά καταλαβαίνω πως οι αναγνώστες αυτού του κειμένου αντέδρασαν με το πείραμα- Φασουλής (και δεν εννοώ το Σταμάτη). :)
Μου δώσατε food for thought! :))

μ είπε...

Με συνεπήρε η ροή του κειμένου και ο τρόπος που ξαφνικά το έκλεισες με έφερε σε μια αμηχανία. Άρχισα να μπαίνω στον τρόπο σκέψης του ήρωα και να ταιριάζω τα βιώματα του σε ένα παζλ, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ο ήρωας υπάρχει μόνο στις νευρικές διακλαδώσεις της δημιουργού του...
Θα μου πεις, ποια η διαφορά του να το δηλώσεις ή να μην το δηλώσεις όπως γίνεται συνήθως; Ότι δεν πέφτει επίσημα η αυλαία, πως ο άνθρωπος αυτός μπορεί να υπάρχει όντως κάπου αυτή τη στιγμή. Κάποιες δηλαδή από τις προεκτάσεις που μπορεί να κάνω ως αναγνώστης διακόπτονται απότομα, διότι βλέπω πως όλα αυτά είναι απλά σκέψεις της δημιουργού.
Επιπλέον, πέρα από τη νοητική κουρτίνα που ρίχνεις, με γρατζούνισε και η διατυπωμένη αλαζονεία της δημιουργίας. Είσαι απλά η μαριονέτα μου, σβήνεις όποτε το θελήσω.

Όσο για το κινητό, ίσως να μην το έθεσα σωστά. Δεν το τοποθετώ τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο σε επίπεδο προσωπικότητας. Νομίζω, το κινητό δε θα ταίριαζε στο συγκεκριμένο ήρωα. Αν δηλαδή μας ρωτούσες στο τέλος, σαν άσκηση του καλοκαιρινού ροζ πάνθηρα (τί θυμήθηκα;), βρείτε τι δεν ταιριάζει στο κείμενο, θα σου έλεγα αμέσως το κινητό!

Εντάξει, όλα αυτά είναι απλά σκέψεις δικές μου, που πιθανότατα να μην απασχόλησαν κανέναν άλλο αναγνώστη. Και για να μην παρεξηγηθώ, το κείμενο μου άρεσε πολύ! Πρόκειται για τη ματιά της δημιουργού που είναι απόλυτα σεβαστή, δεν τίθεται θέμα "ορθότητας". Κουβέντα να γίνεται!

Niemandsrose είπε...

@Manos, αχ! Θα το μαρτυρήσω τελικά... Λοιπόν το πρόσωπο αυτό είναι υπαρκτό όσο είναι και ο τόπος κατοικίας του και το ακριτικό νησί. Και τα δύο από τα τέσσερα sms συν βέβαια η χρήση κινητού από τον...άνθρωπο των σπηλαίων. Όλα τα άλλα, δλδ μια μέρα απ' τη ζωή του, είναι έργα της φαντασίας μου! Κατάφερα το απίθανο: να παρουσιάσω ως μη αληθοφανές το αληθινό και το μη πραγματικό ως αληθοφανές. :))

Το ότι πετάχτηκα σα Φασουλής στο τέλος ήταν καθαρά και σκόπιμα προβοκατόρικο. Έχουμε συνηθίσει να αναπαριστούμε το δημιουργό σαν το αόρατο χέρι που κουνά τα νήματα. Αυτό δεν με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Ο "δημιουργός" και ο Δημιουργός μας (με όποια έννοια του αποδίδει κάποιος, αν του αποδίδει) είναι παρών. Η έξαφνη παρουσία του λειτουργεί αναγκαστικά απομυθοποιητικά. Είμαστε διψασμένοι για παραμύθι... Λόγους παραμυθίας. Παρηγοριά.

μ είπε...

Άρα δηλαδή ισχύει ότι το 99% της έκτασης της χώρας έχει πρόσβαση σε δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Μπράβο... :))

Niemandsrose είπε...

Δεν είμαι η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία για να απαντήσω σ' αυτό, Mάνο! ;) Αλλά όμως ένα έχω να πω: τα στερεότυπα είναι η γνώση των ηλιθίων. Άρα; Άρα δε μας χρειάζονται. Εχω γνωρίσει έναν τύπο στο Λονδίνο, σχεδόν workaholic, στα 30 του με διδακτορικό σε μούρη παν/μιο, Editor σε journal, πολλές δημοσιεύσεις, κλπ κλπ κλπ και....δεν είχε κινητό! Και έχω γνωρίσει το υπαρκτό πρόσωπο της ιστορίας και είχε. Άρα; Άρα η έκπληξη μας περιμένει στη γωνία. Εμείς να δεις πώς την περιμένουμε! :)

ρΟ είπε...

δεν εισαι καν μια στατιστικη:p

Niemandsrose είπε...

Βραχυκύκλωσα! Τι εννοείς αγαπητό Roxanred? :)

ρΟ είπε...

ε οκ τότε.διάνα.