"Ποια είναι η γυμνή στη φωτογραφία, μαμά;" τη ρώτησε το μεγαλύτερο παιδί της. Στο πλάι τους χουζούρευε το μικρότερο αδελφάκι μέσα σε ένα σιέλ πόρτ μπεμπέ με τούλια και ραμμένα καφετί αρκουδάκια. Την ίδια ώρα που η κόρη διατύπωνε το εύλογο ερώτημα, κοιτώντας μαζί με τα άλλα δυο κορίτσια φωτογραφίες που τραβούσαν τυχαία μέσα από δυο χάρτινα κουτιά, ο πατέρας ρωτούσε τους καλεσμένους αν ήθελαν γλυκό. Είχαν πια απολαύσει τα θεσπέσια εδέσματα που είχε παραθέσει η οικοδέσποινα και είχε έρθει η ώρα του επιδορπίου.
Λοιπόν, τι θα ήθελαν; Είχε μιλφέιγ από το ζαχαροπλαστείο και κέικ από τα χεράκια της γυναίκας του. Α, ναι. Έχει και παγωτό, αν προτιμούσαν. Α, όχι. Παγωτό με τίποτα. Κακώς το ανέφερε. Ο καιρός δεν έχει ζεστάνει ακόμα αρκετά. Τα παιδιά ήταν λιγάκι συναχωμένα. Καλύτερα όχι παγωτά. Τα τρία κορίτσια ήδη υπερασπίστηκαν την επιλογή που είχε απορριφθεί πρωτόδικα από τους ενήλικες, χοροπηδώντας και αλαλάζοντας, παγωτό, παγωτό. Παγωτό όχι. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Μιλφέιγ για τα μικρά και κέικ για τους μεγάλους. Καφέ κανένας; Είχε εσπρέσσο, φρέντο, καπουτσίνο, νες, ελληνικό, φίλτρου. Ό,τι ήθελαν. Τι ήθελαν; Όχι καφέ. Καλύτερα λίγο τσάι, για την καλεσμένη. Πόνεσε ο λαιμός της σήμερα. Ήταν από το πρωί μαζί οι δυο οικογένειες. Πήγαν για ψώνια, για καφέ, παιδική χαρά. Πολλές κουβέντες, αρκετές φωνές, ο λαιμός της ήταν πάντοτε ευαίσθητος. Ας έπαιρνε λίγο τσάι. Η έτερη μητέρα και οι δυο άνδρες θα έπαιρναν καφέ και ένα κομμάτι κέικ ίσως.
Τα φιλοξενούμενα κορίτσια είχαν ήδη βουτήξει λαίμαργα τις μουσούδες τους στο γλυκό, ενώ η κόρη της επέμενε να κοιτάει τη φωτογραφία της γυμνής γυναίκας και να τρώει το γλυκό της με λιγότερο ζήλο. Δίσταζε να ξαναρωτήσει τη μητέρα της, αφού δεν της απάντησε την πρώτη φορά. Ίσως αυτό θα πει ότι δεν έπρεπε να ρωτάει. Είχε μάθει να διαβάζει τις σιωπές, τα απεστραμμένα βλέμματα, τις αμυδρές κινήσεις. Ένα παιδί μεγάλωνε γνωρίζοντας τον κόσμο. Κάθε αναπάντητο ερώτημα μια επικίνδυνη νάρκη. Κάθε βλέμμα που αγνοεί τον ομιλητή ένα συρματόπλεγμα. Κάθε νεύμα άρνησης ένα παραπέτασμα.
Η μητέρα δεν κοιτούσε πια τη φωτογραφία. Την έβλεπε μπροστά της ολοζώντανη. Έβλεπα μια ηλικιωμένη γυναίκα να βγαίνει γυμνή στο μπαλκόνι. Ένα μπαλκόνι φορτωμένο με μαύρες σακούλες, γεμάτες με άγνωστο περιεχόμενο. Δεν περιείχαν σκουπίδια που σαπίζουν. Θα βρώμαγαν. Τίποτα δε της βρώμαγε, τότε στα είκοσί της χρόνια που συνήθιζε να βλέπει μια γρια με γκρίζα κοντά μαλλιά αφέλειες και κατακόκκινο κραγιόν και μαύρο μολύβι στα μάτια να βγαίνει τσίτσιδη και να απλώνει ρούχα σε ένα μπαλκόνι που ήταν στιβαγμένες μέχρι εκεί που τελείωνει το κάγκελο, μαύρες σκουπιδοσακούλες. Τίποτα δε της βρώμαγε, εκτός από την τρέλα μια γυναίκας που δε κάλυπτε με μια ρόμπα το γερασμένο σώμα της πριν το εκθέσει ολόγυμνο στα μάτια όσων τυχόν βρίσκονταν στα μπαλκόνια που έβλεπαν στον ακάλυπτο.
Κανείς δεν έβγαινε στον ακάλυπτο των πέντε πολυκατοικιών της Κυψέλης. Όλοι κάλυπταν τις μοναξιές τους μέσα στους τέσσερις τοίχους. Στα τέσσερα χρόνια που έζησε ως φοιτήτρια με θέα τον ακάλυπτο, μόνο αυτή η κυρία έβγαινε έξω τακτικά. Και η μαμά του μικρού απέναντι. Που τον είχε ρωτήσει πώς τον λένε και της απάντησε. Που αμέσως μετά τον είχε ρωτήσει τι τάξη πάει και της απάντησε πως έχει βαρεθεί να του κάνουν όλοι την ίδια ερώτηση. Η μαμά του μικρού έβγαινε κάποια δειλινά στο μπαλκόνι και κάπνιζε ένα τσιγάρο με κλειστή την μπαλκονόπορτα, κοιτώντας συχνά να δει μέσα από τη τζαμαρία ότι όλα είναι καλά μέσα στο σπίτι. Τα τσιγάρα στα απομεινάρια μιας μέρας. Τα τσιγάρα με γεύση μητρικής έγνοιας. Τότε, που ακόμα δε ντρεπόταν να γράφει ποιήματα, είχε γράψει για κείνη ένα ποίημα.
Τώρα, ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη, τη βαθιά ανάγκη, να βγει έξω από το σπίτι που ήταν γεμάτο άδεια πιάτα και ποτήρια, που ήταν κατάμεστο από παιδικές φωνούλες και μωρουδίστικα κλάματα, που ήταν φορτωμένο φιλικές κουβέντες και ανούσια λόγια, που ήταν πλημμυρισμένο από την ανάμνηση της γυναίκας που με αδειασμένο από ομορφιά και ερωτικά χάδια σώμα, που ήταν έμπλεο θλίψης για το γέρικο γυμνό γυναικείο κορμί που κουβαλούσε ένα μυαλό γεμάτο τρέλα, τώρα ένιωσε την ανάγκη, τη βαθιά ανάγκη, να βγει και να καπνίσει ένα τσιγάρο συναντώντας τη δική της πλήρη μοναξιά. Συναντώντας τις δυο άγνωστες γυναίκες.
Η γυμνή εκείνη, ήδη πολύ προχωρημένης ηλικίας πριν δεκαπέντε χρόνια, θα' χε πια πεθάνει. Θα' χε πεθάνει στο σπίτι, σε κάποιο άσυλο, σε κάποιο νοσοκομείο, σε κάποιο οίκο ευγηρίας. Ποιος ξέρει. Θα' χε πεθάνει μόνη. Ποιος ξέρει. Το μόνο που ξέρει είναι πως όλοι μόνοι θα πεθάνουμε. Όπως γεννηθήκαμε. Και πως στο μεταξύ διάστημα θα' χουμε στιβάξει τις δικές μας αποσκευές στα μάτια που έτυχε να στραφούν κατά το μέρος μας. Ακάλυπτοι, ολόγυμνοι. Το μόνο που ξέρει είναι πως όσοι δεν πορευτήκαμε μόνοι, όσοι είχαμε την τύχη να ζούμε μέσα σε σπιτικά που γεμίζουν από φίλους, παιδιά, οικογένειες, συγγενείς, σε σπίτια που γεμίζουν συμπαράσταση, αγάπη, έγνοια, από κάτι αδειάζουν. Μπορεί από νόημα, μπορεί από πάθος, μπορεί από έρωτα, μπορεί από δημιουργία, μπορεί από το μέσα μας κοίταγμα. Όσο όμως μας βλέπουν τα αξιωμένα μάτια του άλλου, από κοντά ή μακριά, ποιος ξέρει, τόσο ρίχνουμε ολόγυμνοι μπροστά στην κοινή τραγική μας μοίρα μια κλωτσιά στα αρχίδια του θανάτου. Όσο ακόμα.
4 σχόλια:
Σε ευχαριστώ.
Κι εγώ ευχαριστώ, και εσένα που το έγραψες και τον Γιώργο Κατσαμάκη που με περέπεμψε σε αυτό το υπέροχο κείμενο...
Εγώ ευχαριστώ. :)
Πανέμορφο...
Θα σε διαβάζω συχνά.
Δημοσίευση σχολίου