30/5/11

vintage

Η μητέρα μου πέθανε,
η αγαπημένη μου έφυγε,
οι σύντροφοί μου με πρόδωσαν
τα χρόνια πέρασαν.
Τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.
Όλα
έγιναν.
Τάσος Λειβαδίτης



Δε μας αφήνουν, Ρόμπσον, να τραγουδάμε
Δε μας αφήνουν, καναρίνι,
πώχεις φτερά αετού
Μαύρε αδερφέ μου
δόντια που έχεις
μαργαριτάρια
Δε μας αφήνουν να ψηλώσουμε φωνή
Φοβούνται Ρόμπσον
Φοβούνται την αυγή
ν' ακούσουνε φοβούνται
και να αγγίξουν
φοβούνται να αγαπήσουν [...]
Ναζίμ Χικμέτ


"Είπαμε πολλά κείνη τη νύχτα, κατάφερε ο Μιχάλης και μας έκανε να ξεχάσουμε πως το πρωί θα τον ρίχνανε. Ήταν ατόφιος άνθρωπος, ζεστός, ίσως και να' ταν τυχερός που σκοτώθηκε τότε, τι να πω... Τα ξημερώματα, λίγο πριν έρθουν να τον πάρουν το ρίξαμε στο τραγούδι. Μπα, ούτε επαναστατικά, ουτε αντάρτικα. Είπαμε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, νομίζω, κείνο που λέει
Μπορεί να τό 'χουν πλανέψει
ακρογιαλιές, δειλινά
μα σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε
τη δόλια καρδιά...
Έτσι πέθανε ο Μιχάλης. Λες κι ήξερε ο Χάρος και διάλεγε τους καλύτερους."(σελ.21)




Διάβασα κάπου πως σ΄ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δυο αγόρια και δυο κορίτσια όμοια σα δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάστες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, το δικό του εαυτό, το δικό του "μπορώ". Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες. Και την Ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κουμμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας από αυτούς δε μπόρεσε να ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σε ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δε κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία... (σελ.85)

Χρόνης Μίσσιος "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" (σελ.21).




Την ίδια ώρα μες στο Πολυτεχνείο επικρατούσε πανηγυριώτικος ενθουσιασμός. Κανονικά συνεργεία οργανώθηκαν. Κορίτσια ανέβηκαν στο κυλικείο και στρώθηκαν να βράσουν μακαρόνια και ρύζι, από τα αποθέματα που βρήκαν στην κουζίνα. Άλλη ομάδα έφτιαχνε καραβάνες καφέδες και τσάγια για τα ξαγρυπνισμένα παιδιά, αλλά κι όλα τ' άλλα πουκαταφτάνανε. Ένα αίσθημα μητρικής αλληλεγγύης κι αλληλοεξυπηρέτησης, δεν άφηνε κανέναν να πιει ένα ολόκληρο καφέ, ή να φάει τη φρυγανιά μόνος του. Τα μοιράζονταν όλα, όλοι. (σελ. 80)
Λιλή Ζωγράφου "17 Νοεμβρίου 1973: Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής"



Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στό λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα νά βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα
μην τυχὸν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα
τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τά σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
Μανόλης Αναγνωστάκης

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

εξαιρετικό ποτ-πουρί, λέει πολλά, θίγει πολλά...
:-)))
Skounx

Τσαλαπετεινός είπε...

Έβαλες τους άλλους
και τα είπες/αν όλα.

Εκρηκτικό μείγμα.

Ανώνυμος είπε...

"με τα λεφτά των άλλων", μόνο που οι άλλοι ευτύχησαν εδώ να έχουν άξια διαχειρίστρια των κεφαλαίων τους

πικρό, ωραίο, άσπρο πάτο !

ΚΚΜ

Niemandsrose είπε...

@Skounx, λέω να τα πάρω μαζί στην πλατεία αγανακτήσεως που έχει καλούς κάδους ανακύκλωσης. θα με βοηθήσεις; :) είναι πολλά.

@Τσαλαπετεινε, vintage Molotov coctail. Σερβίρεται σε βενζινάδικα και έχει γεύση ναφθαλίνη.

@ΚΚΜ, άσπρο πάτο! Ζωή σε λόγους μας. Να ζήσουμε να τους θυμόμαστε.

Ανώνυμος είπε...

ιδου η επανασταση