Η ομήγυρη έχει μπλεχτεί στο δίχτυ μιας ανιαρής κουβέντας που ακούγεται πια στα αυτιά μου σαν το βουητό του κοχυλιού. Μιλάνε για οικονομικά. Ω, θεέ του Πελάγου. Καταφέρνω να ξεγλιστρίσω με έναν ελιγμό και βυθίζομαι στη σιωπή μου. Βγαίνω στον αφρό και κοιτάω γύρω μου. Η ματιά μου σκαλώνει στο παρακείμενο ζευγάρι.
Περίπου σαραντάρηδες. Κάθονται αντικριστά και πίνουν κοκτέιλ. Το χέρι και η παλάμη της μισός αμφορέας στηρίζει το κεφάλι της από το πηγούνι κι ως τη γνάθο. Τον κοιτάει υπνωτισμένη να μιλάει. Έχει ένα χαμόγελο αναγνωρίσιμο. Είναι της γλυκασμένης γυναίκας. Εκείνος κορδώνεται νομίζω, εκτός κι αν είναι έτσι η φτιαξιά του. Μιλάει, χειρονομεί, της ανταποδίδει τα χαμόγελα αλλά έχει έλεγχο του κόσμου έξω από το ενυδρείο τους. Έχει συναίσθηση πως είναι διαφανές. Εκείνης πάλι το όριο του κόσμου είναι το περίγραμμα του κορμιού του.
Το βλέμμα του πέφτει ξαφνικά πάνω μου. Παριστάνω την αδιάφορη και επιστρέφω στο κουβεντολόι για να θολώσω τα νερά. Αποστρέφει και κείνος το βλέμμα του. Τον κοιτάζω κλεφτά έπειτα. Το αρσενικό περισκόπιο διερευνά το περιβάλλον γύρω του. Κάνει νόημα στη γκαρσόνα. Παραγγέλνουν άλλα δυο ποτά, όπως φάνηκε αμέσως μετά. Απλώνεται προς το μέρος της παρτενέρ, παίρνει την παλάμη της στις δυο του χούφτες, της χαϊδεύει τα δάχτυλα, την κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια μ' ένα γοητευτικό υπομειδίαμα και κάποιο φιλήδονο βλέμμα, ακουμπάει την χούφτα της στο μάγουλό του, μισοκλείνει τα βλέφαρά του. Τώρα η γυάλα του έρωτά τους είναι θεοσκότεινη. Νομίζουν κανείς δε τους βλέπει. Κι έτσι έχω κολλήσει το μούτρο μου παρακολουθώντας σχεδόν με κομμένη την ανάσα.
Φτάνει το κορίτσι με τα ποτά. Εκείνος τραβιέται προς τα πίσω, αφήνει το χέρι που ως τώρα κρατούσε, αλλάζει ύφος, στρέφει όλο του το σώμα προς το μέρος της κοπέλας που σερβίρει. Κάτι της λέει και γελάνε. Τον κοιτάει με νάζι η όρθια. Η καθήμενη έχει ζαρώσει σε μια γωνιά. Το σώμα που έγερνε προς τα εκείνον τώρα έχει ακουμπήσει στη ράχη της καρέκλας. Η γκαρσόνα αποχωρώντας την κερνάει ένα κοκτέιλ, λίγο θρίαμβος, λίγο απαξίωση, και μια μεζούρα έλα τώρα, μη ζηλεύεις δουλειά μου είναι. Ανταποδίδει στο κοκτέιλ, σφίγγοντας τα χείλη της και ο ήχος από το σφίξιμο φτάνει στα δικά μου ύδατα. Αυτός την κοιτάει περιπαιχτικά και δρέπει τους καρπούς της ζήλειας της. Τους βαριέμαι.
Επιστρέφω στα λημέρια μου. Δε θα ξεμπλεχτούμε ποτέ από αυτό το δίχτυ, αναφωνώ. Γελάμε. Με είχαν ξεχάσει. Επιστρέφω στο ζευγάρι δίπλα μόνο όταν ο αρσενικός σηκώνεται από το τραπέζι. Προχωράει κατά το μπαρ. Το ψάρι μπάρμαν του δείχνει κάπου με το χέρι. Προβάλλει το ψάρι γκαρσόνα. Το ψάρι ασχημάνδρας κατευθύνεται προς το ψάρι γκαρσόνα σαν πεταλουδίτσα του νερού, αλαφροπατώντας με χαρωπά ερωτικά πηδηματάκια.
Τα ψάρια ποτέ δεν ακούγονται. Δεν είναι πως δε μιλάνε. Τα ψάρια πρέπει να είναι τα πιο φλύαρα ζώα του κόσμου γιατί η ζωή του βυθού είναι ανυπόφορα σαγηνευτική και αν δε μιλούσαν, ψου ψου ψου, τα ψάρια, θα πέθαιναν από ομορφιά. Και η ζωή στη στεριά είναι καμιά φορά συγκλονιστικά ωραία γι' αυτό ασχολούμαστε με οικονομικούς δείκτες και τιποτένια πράγματα. Για να την αντέξουμε.
Ο αρσενικός κάνει πως απομακρύνεται από τη σερβιτόρα αλλά ξαναγυρνάει στη γκαρσονόψαρο χαχανίζοντας. Το θηλυκό γοητευτικόψαρο, έχει αντιληφθεί αλλά προσπαθεί να παραστήσει το αδιάφορο. Περιστρέφει τη ματιά της στο χώρο και σκαλώνει πάνω μου, που περίμενα πώς και πώς να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Την κοιτάω: είδα, ξέρω, καταλαβαίνω. Ταράζεται, συνοφρυώνεται, κοιτάει πάλι κατά το μέρος του. Ο αρσενικός επιστρέφει στη γυάλα περιχαρής και καμαρωτός-καμαρωτός. Εκείνη καμώνεται πως δεν είδε. Βαδίζοντας έξω, εκείνος κάνει να την αγκαλιάσει από τη μέση, εκείνη τραβιέται και τυλίγει τα χέρια μπροστά στο στήθος, που μάλλον του δινόταν νωρίτερα, σε θέση οχυρού. Είναι κατηφής.
Χάνονται πια από το οπτικό μου πεδίο. Θα καυγάδισαν. Εκείνος θα την κατηγόρησε για ζηλοτυπία, που τον προσβάλλει γιατί δεν τον εμπιστεύεται, και εκείνη ότι φλερτάρει με άλλες, που την προσβάλλει γιατί δεν τη σέβεται. Και τα δυο ψάρια θα έχουν δίκιο. Είναι αγκιστρωμένα στο ίδιο δόλωμα: τα φθηνά κολπάκια των εραστών, τις ανασφάλειες των ερωτευμένων, το διαρκές παιχνίδι της κατάκτησης. Είναι αγκιστρωμένοι στον έρωτα μωρέ. Ερωτευμένα είναι. Ή έτσι νομίζουν. Όταν κοπάσει ο θυμός θα φιληθούν περιπαθώς και για κείνο το βράδυ, που ένα παρατηρόψαρο έπλεκε ιστορίες μες στην ανία του, θα τηρήσουν σιγή ιχθύος.
Όπως τη σιωπή που τηρούμε πια για τις ανθρώπινες και τις ερωτικές σχέσεις. Τα ύδατά μας είναι μολυσμένα από δηλητηριώδη απόβλητα μιας μίζερης οικονομικής γλώσσας. Ώσπου να διαλυθεί η ρυπαρή κηλίδα, θα έχουμε ξεχάσει να μιλάμε ο ένας για τον άλλο, να κοιταζόμαστε, να παρατηρούμε τους άλλους για να τους γνωρίσουμε, να αποκωδικοποιούμε τα αμίλητα, να λέμε σ΄αγαπάω, έτσι, ασυναίρετα. Θα κοιτάμε το ζευγαράκι δίπλα και θα μοιάζει ντοκιμαντέρ η γλώσσα του σώματός τους.
9 σχόλια:
Αχ, αυτές οι ιχθυολογικές παρατηρήσεις σπάνε κόκαλα -και το πιο δύσκολο, να τις κάνει κανείς και στον καθρέφτη.
(έξοχο)
σπάνε ψαροκόκκαλα εννοείτε, :), που δεν είναι και ένα σπουδαίο κατόρθωμα εδώ που τα λέμε.
(σας ευχαριστούμε από καρδίας)
υπέροχο,αν και οι διαπιστώσεις τραγικές
Αν η ανία σας δημιουργεί τέτοιες περι-γραφές ας μείνει ανίατη η διάθεσή σας να γράφετε.
απίστευτη κούραση.τόσα πολλά προκαταρκτικά για τόσο λίγο σεξ
(ακόμη και το ανιαρό το μετατρέπετε σε σασπένς, το ξέρετε όμως ήδη αυτό..)
ΚΚΜ
@kihli, οι διαπιστώσες τραγικές αλλά η ψαρούκλα ο μπαρμαν επικός. :)
@soduck, αχ, αχ! :) είστε μια γλύκα.
@ΚΚΜ, μη προκαλείτε και γράψω το ψαροσήριαλ με αυτούς τους δύο και εκτυλιχθούν σκηνές σκληρού πορνό στη γυάλα...
γράψτε. δεν είναι προτροπή, παράκληση είναι. η βλογόσφαιρα κατάντησε πιο προβλέψιμη -και ανιαρή- από νύχτες Παρασκευής των εντελώς παντρεμένων. ή από ρεφρέν του πλιάτσικα.
ΚΚΜ
Εγω μπορω να σπάσω την γυαλα? Το ξέρεις πως μπορώ.
Συμφωνώ με το Δύτη. Πάντως και σκέτο το κομμάτι με τα ψάρια δίνει το στίγμα σου
Δημοσίευση σχολίου