6/10/12

πλαστική σακούλα

Την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνό της, πίναμε τα τελευταία ούζα του καλοκαιριού πού 'χα κάβα από τη Λέσβο και που τ' άνοιγα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Απόψε η φίλη μας γιορτάζε κάτι πολύ δικό της, κάποιο γονιμοποιημένο ωάριο που βρήκε τη θέση του στη φωλιά της, κάποιο φιλί από κάποιον που προσδοκούσε καιρό ή ότι τελικά βρέθηκαν τα χρήματα για κείνο το ταξίδι που λαχταρούσε. Κι εμείς τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας και εύχομασταν σε κείνη και στην υγεία μας πάνω από όλα.
Ώσπου κουδούνισε το τηλέφωνό της.  Αυτός. Βαριά ανάσα, κοφτές προτάσεις, λαχανιασμένη απόγνωση. Σε μισή ώρα χτυπούσε το κουδούνι. Πάλι αυτός. Χλωμός, με μάτια πρησμένα απ´ το κλάμα, βραχνιασμένος από τις κραυγές, τρέμουλο κι ιδρώτας στις παλάμες, βήμα αδέξιο.
Κάθησε. Να σου φτιάξω κάτι να τσιμπήσεις; Να βάλω να πιεις;
Ούτε να φάει, ούτε να πιει. Δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή του αλλά ζήτησε ένα τσιγάρο. Δεν του δώσαμε από τα βιομηχανικά. Του στρίψαμε ένα να το φχαριστηθεί.  Άφησε πλάι στην καρέκλα, μια πλαστική σακούλα που είχε μέσα μια οδοντόβουρτσα τυλιγμένη σε χαρτί κουζίνας, ένα σώβρακο, το παντελόνι της πιτζάμας, τον φορτιστή του κινητού, ένα κουκλάκι πάνινο της κόρης του και δυο μετάλλια. Το ένα αργυρό, το άλλο χάλκινο.
Τον έδιωξε απόψε η γυναίκα του από το σπίτι. Δεν είχε πού να πάει. Κι ούτε λεφτά για ξενοδοχείο. Τηλεφώνησε στην πρώην του, που κάτι γιόρταζε απόψε μαζί μας και τον υποδεχτήκαμε στο σπίτι. Κάπνιζε ρουφώντας ελαφρά τον καπνό. Χλώμιασε κι άλλο. Του έδωσα ένα ποτήρι νερό. Δεν μιλούσε. Και τι να πει; Τα ξέραμε όλα ήδη και ήξερε πως ξέραμε.
Πως δηλαδή πήγε και παντρεύτηκε μια γυναίκα που ποτέ δεν ερωτεύτηκε, πολλά χρόνια μεγαλύτερή του, δεσποτική, αδιάφορη γι' αυτόν και τον πρωταθλητισμό του, κλεισμένη σε ένα σπίτι- φρούριο των 95 τετραγωνικών, ψυχαναγκαστική με την καθαριότητα και τα ωράρια, που είχε την πρόνοια, πριν τα ωάριά της κατεβάσουν ρολά να μείνει έγκυος με τον αθλητή του άλματος επί κοντώ.
Όταν τον γνώρισε η φίλη μας, αυτός ήδη προπονούταν επαγγελματικά, ενώ εκείνη ήταν γυμνάστρια σε σχολείο. Είχαν συναντηθεί σε κάποιον σύλλογο και ενώ ήταν ήδη παντρεμένος, λίγους μήνες πριν, της την έπεσε στεγνά και λίγο καιρό μετά σχεδόν συζούσαν, ενώ η τροφός του περίμενε καρτερικά να τελειώσει το ειδύλλιο και να επιστρέψει σε κείνη. Ήξερε πως καμία γυναίκα δεν θα έπαιζε το ίδιο καλά το ρόλο της, να παρέχει στέγη (νεόδμητο σε καλή περιοχή), τροφή (μαγειρευτό της πεθεράς του στον κάτω όροφο), χαρτζιλίκι (ο πρωταθλητισμός είναι όλα ή τίποτα και προς το παρόν ήταν κοντά στο τίποτα από οικονομική άποψη) και όλη την ασφάλεια που ζητούσε ένας απένταρος αθλητής προκειμένου  από φέρελπις να μετατραπεί σε πρωταθλητή. Σε αντάλλαγμα θα της πρόσφερε το σπέρμα του και ένα στέρνο να κουρνιάζει το κεφάλι της τους χειμώνες.
Όμως αυτός κάθε μέρα έβλεπε γυμνασμένα μπούτια σε καυτά σορτσάκια, τουρλωτά κωλαράκια, γραμμωμένες κοιλιές που πρόβαλλαν γυμνές, στητά στήθη, ιδρωμένα κορμιά, ασθμαίνοντα στην εξάσκηση. Αλλά κυρίως έβλεπε το όμοιό του, σώματα που έδιναν μάχη με την αντοχή και είχαν προορισμό την υπέρβαση του ορίου τους. Όπως στο Συμπόσιο του Πλάτωνος, όπου εκθειάζεται η ομοφυλοφιλία, που' ναι η αγάπη για το όμοιό μας: "Λένε βέβαια μερικοί γι΄αυτούς ότι είναι αναίσχυντοι, αλλά δεν το κάνουν αυτό από αναισχυντία, αλλά από θάρρος και ανδρεία και αρρενωπότητα, προτιμώντας το όμοιό τους".
Αυτός δεν ένιωθε ομοφυλόφιλος αλλά ομοψυχόφιλος. Ένιωθε πως με τις συναθλήτριές του κάτι τον έδενε, κάτι βαθύ. Κι έτσι το ένα αίσθημα έγινε δύο και ο μονοψήφιος αριθμός ερωμένων έγινε διψήφιος. Και όσο αυξανόταν η καταπίεση στο σπίτι, τόσο ξέδινε σε ξένα κορμιά, κι όσο ξέδινε, τόσο περισσότερο δεν κέρδιζε ούτε τα προς το ζην, κι όσο έμενε άφραγκος, τόσο μεγάλωνε η εξάρτησή του από την τροφό και τόσο θεωρούσε αδιανόητο είτε να χωρίσει, είτε να σταματήσει το σήριαλ φάκιν.
Ώσπου κάποτε έκανε κι αυτό που θεωρούσε ταμπού μέχρι τότε, να πηδήξει κάποια γκομενα στις τουαλέτες της προπόνησης. Για την ακρίβεια, με αυτή τη γυναίκα είχε διατηρηθεί η σχέση για καιρό, το σκέφτονταν κι οι δυο να ζήσουν μαζί, ήταν η πρώτη φορά που του περνούσε από το μυαλό να δραπετεύσει από την μέγγενη της οικογενειακής εστίας, που είχε μπει με τη θέλησή του - αλλά και τι είναι η βούληση όταν δεν έχεις άλλη επιλογή με κάτι γονείς που ποτέ δε μπόρεσαν να τον στηρίξουν  στα μεγάλα του όνειρα και μια φυσική προδιάθεση στην ανημποριά ο ίδιος.
Όμως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτό από τον συναθλητή της ερωμένης του, έναν Χρυσαυγίτη, που δεν θα μάθουμε ποτέ αν έδρασε έτσι επειδή την ποθούσε, ή αν στο ταραγμένο του κεφάλι ήταν ηθικά κατακριτέο αυτό που έκανε ο παντρεμένος και όφειλε να τιμωρηθεί.
Έτσι ώστε όχι μόνο ανέβηκε στη λεκάνη και κατέγραψε στο κινητό του το ζευγάρι που έκανε σεξ, αλλά φρόντισε να ενημερώσει την απατημένη σύζυγο με το πιο κατάλληλο πειστήριο.
Τώρα μπροστά μας δεν ήταν πια ένας μπρατσωμένος άντρακλας, για τις σεξουαλικές επιδόσεις του οποίου είχαμε πληροφορηθεί παλιότερα από την φίλη μας που μάλιστα μεγάλη καρδιά εκείνη, μας άφηνε να τον ζαχαρώνουμε. Μπροστά μας ήταν ένα ερείπιο. Ένα υπέροχο εξωτικό πουλί που το είχαν διώξει απ΄το κλουβί και που φαινόταν πως δεν ηξερε να ζήσει εκτός φυλακής.
Καθώς γυρνούσα απ' την κουζίνα με μια ποικιλία ούζου για πάρτη του, την ακούμπησα μπροστά του κι έπειτα βρήκα την ευκαιρία να τον πλησιάσω απο πίσω, χούφτωσα τα δυο του μπράτσα, έσκυψα κοντά στο αυτί του, μύρισα θέλοντας και μη το άρωμά του ώστε να μου κοπούν τα γόνατα και του είπα:
Η Χρυσή Αυγή θα μας κλείσει και τα σπίτια.
Γέλασε αυθόρμητα και στράφηκε κατά το μέρος μου, έτσι ώστε η ανάσα του πέρασε από τα ρουθούνια μου καρφί στο σημείο του εγκεφάλου που εκκρίνει την ορμόνη του έρωτα. Κι εκείνος είδε στο δικό μου χαμόγελο ένα ακόμη φιλόξενο κλουβί διαθέσιμο για την σπάνια ομορφιά του.
Μια από τις επόμενες μέρες μια ομάδα νταγλαράδων, ομοϊδεατών του καταδότη, θα του έστηνε ενέδρα έξω από το στάδιο για να μετατρέψουν το παραδείσιο πτηνό σε κάτι που μόνο αποστροφή προκαλεί. Δεν είδε ποιοι τον χτύπησαν. Του έκαναν κεφαλοκλείδωμα, του πέρασαν πισώπλατα, πάντα πισώπλατα, στο κεφάλι μια πλαστική σακούλα σούπερμαρκετ ίδια με κείνη που' χε το πάνινο κουκλάκι της κόρης του και τον χτυπούσαν παντού. Παραγγελιά της γυναίκας του στον καταδότη. Μόνο που την κουκούλα, την πλαστική, τη φορούσε τώρα το θύμα όχι ο καταδότης.
Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο μας παρέδωσαν τα υπάρχοντά του σε μια άλλη πλαστική σακούλα.
Δεν ήταν ο άντρας που θα έφερνε στο σπίτι πλαστικές σακούλες με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Ήταν αυτός που ήθελε να φέρει το χρυσό μετάλλιο αλλά έφερνε σακούλες ματωμένες, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο.

2 σχόλια:

Jimmy Rose είπε...

εξαιρετικό...

sunCoater είπε...

Μια καλά δομημένη πινακοθήκη αξιολύπητων. Και επιτέλους, καιρός ήταν: η ΧΑ και το άλμα επί κοντώ στη λογοτεχνία!