14/11/12

"Να' ρθεις τυχαία στο 8ωρο να σταματήσουν να πονάνε τα πόδια μου."

στην Ξ.Τ.

Μετά ήταν κάπως έτσι. Χορτάτος: πλαγίως και καλλιγραφικώς σε ξύλινη ταμπέλα απέξω. Μέσα μύριζε σφολιάτα και λιωμένο τυρί. Οι αποστάσεις του κόσμου εξωφρενικά μεγάλες. Μια βόλτα για ψώνια στο κέντρο μπορούσε να με εξουθενώσει. Να σπιθίζουν κούραση οι πατούσες μου. Ήταν ο διασκελισμός μου πεντάχρονος. Μια πολύ μεγαλόσωμη γυναίκα με κερνάει μια εξωτική λέξη με ωραία πικάντικη γεύση: πιροσκί. Την έβλεπα από χαμηλά και χωρίς λεφτά στην τσέπη. Πέντε χρονών δεν είχα τίποτα άλλο από το χέρι της μάνας μου να κρατηθώ. Να κρατηθώ, να μη με πάρει ο αέρας και να με στροβιλίσει, όπως τα πεσμένα φύλλα των δέντρων και τα πεταμένα εισιτήρια των μικρών διαδρομών τις νύχτες που φυσάει πολύ. Πέντε χρονών είσαι ένα μικρό τίποτα. Την ευχαρίστησα, μου απάντησε "τίποτα" και την αποχαιρέτισα προσωρινά. Θα την ξανάβλεπα αργότερα. Την άφησα να στέκεται πίσω απ΄τη τζαμαρία του μικροσκοπικού τυροπιτάδικου. Όρθιοι κατευοδώνουμε τους άλλους και έπειτα σωριαζόμαστε βαθιά ανάλογα πόσο βαραίνει ο αποχωρισμός. 

Τριάντα χρόνια μετά. 'Εχεις χορτάσει απ' όλα. Και έρωτες, τόσους που έχασες το μέτρημα, και φίλους από τη Νέα Ζηλανδία, ως το Ισραήλ, την Κένυα, την Τσεχία και την Ουρουγουάη, και ταξίδια σ' όλη την ήπειρο, κι αγάπη από αυτούς τους ίδιους που αγάπησες, και σαξές εδώ κι εκεί, και γέλια στα όρια της ύβρης. Και πόνο. Πολύ πόνο, κάθε είδους, ό,τι πόνο θες. Αλλά θα διαλέξεις τον γελωτοποιό και τον βασιλιά για τη βόλτα σου, θα σου πει εκείνη στην πολυθρόνα πίσω σου, ενώ βρίσκεσαι σωριασμένος ανάσκελα σε μια ψυχαναλυτική σχεδία ανάμεσα στα μνημικά κύματα. Κλάμα ναι, κλάψα πουθενά και για κανένα λόγο. Θα λες είμαι χορτάτος και θα το εννοείς. Το μόνο που στερήθηκες είναι η στέρηση.

Μετά πρέπει να κρύβεις την κοιλιά σου, μη δουν οι στερημένοι άνθρωποι πως την έχεις κάνει ταράτσα. Καλοπέραση και ευωχία. Κάθε σάρκα που απόλαυσες, του άλλου η λευκή νύχτα. Κάθε απογείωση για άλλο τόπο, του άλλου το ρουτινιάρικο, μίζερο πηγαινέλα. Κάθε γάργαρο γέλιο, του άλλου η παγωμένη κατήφεια. Κάθε κατόρθωμα, του άλλου η καθήλωση στα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Ναι; Όχι. Στατικότητα. Λιμνάζοντα ύδατα. Βούρκο. Θα σε κάνει να βουρκώσεις αργά ή γρήγορα. Και τα δάκρυα; Κι αυτά τελικά ποταμάκι που θα σε πάρει παρακάτω σα χάρτινο καραβάκι. Ο άλλος δε βλέπει χαρτί. Ατσάλι ίσως.

Και μόνο η ψυχαναλυτική σχεδία μετά πάει κόντρα στο χρόνο. Μεγάλωσες τόσο που βλέπεις αυτή τη γυναίκα απο ψηλά. Και με λεφτά στην τσέπη. Και κάθησες και στέκεται ακόμη. Και ντρέπεσαι που έχεις και δεν έχει. Που έζησες και δεν έζησε. Που χόρτασες κι έμεινε νηστική. Αν κάνεις πως  την κερνάς τυρόπιτα θα σου δαγκώσει το χέρι. Πρέπει να πεις: εγώ, εγώ σου χρωστάω για να το δεχτεί. Κι αλληλεγγύη μόνο σ΄αυτούς που μας βλέπουν από το ίδιο ύψος. Σ΄αυτούς που καταλαβαίνουν πως ο εργάτης δεν είναι κανενός περιουσία, ούτε του αφεντικού, ούτε του κόμματος. Ο εργάτης είναι μια θεία σου που δούλευε παλιά σε τυροπιτάδικο και μετά λαντζιέρισα και μετά καμαριέρα και μετά βοηθός μάγειρα και κάθε δουλειά του ποδαριού, όρθια, πάντα όρθια. Και μετά τρίψε-τρίψε, καθάρισε κι άλλη πατάτα, κι άλλη πατάτα να φάνε τριακόσιοι, θα σακατέψει και μέση και πόδια και χέρια. Και δισκοκήλη και φλεβίτιδα και τενοντίτιδες. Και δε μπορείς πια να την κεράσεις μια τυρόπιτα γιατί θα σε δαγκώσει. Και δεν είναι ένα σκυλί να του χαϊδέψεις έστω το κεφάλι. Εδώ είμαστε.

5 σχόλια:

Nefosis είπε...

Πόσο δίκιο!

arkoudos είπε...

Σπουδαίο κείμενο.

Δεν είμαι σίγουρος αν βλέπω τα όρια μεταξύ φαντασίας-πραγματικότητας, αν υπάρχουν, αλλά δεν έχει σημασία:

Σπουδαίο κείμενο.

Μανώλης Λυδάκης είπε...

Το κείμενό σου με τάραξε κι έγινε η αφορμή να θυμηθώ πράγματα που είχα ξεχάσει. Πραγματικά σπουδαίο.

Ανώνυμος είπε...

αυτο το να ρθεις τυχαια στο 8ωρο ποιος το εχει πει? ποιημα?

Ανώνυμος είπε...

έχεις γράψει πολλά τα έχω διαβάσει σχεδόν όλα δεν σου απάντησα σε κανένα.. (βούρκωσα)
είναι αλήθεια δεν είναι ιστορία…