18/5/13

Επωάζοντας το αβγό του φιδιού

Αναρωτιέσαι καμιά φορά πώς προέκυψε η βαρβαρότητα, σε ποιες τρύπες και με ποια τροφή εκκολάφθηκε το αβγό του φιδιού, με ποια αναγνώσματα, ποια τέχνη, ποια ΜΜΕ. 
Τα φρικαλέας αισθητικής και εμβληματικής ιστορικής παραχάραξης βιβλία των τηλεπλασιέ καθώς και οι αρχαιόπληκτες εκπομπές στα διάφορα ακροδεξιά κανάλια όπου καλτ μορφές διατράνωναν παρανοϊκές θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων από τον Σείριο, δεν επαρκούν ως εξηγήσεις. Η δε τέχνη των νεοναζί περιορίζεται στα χωρίς απήχηση ρατσιστικά εμέσματα σε ήχους μπλακ μέταλ του κάθε Καιάδα. Κι όσο για τα ΜΜΕ, οι ελάχιστες φασιστοειδείς φυλλάδες και οι αντίστοιχες πλατφόρμες στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, δεν αποτελούσαν παρά γραφικά και περιθωριακά μέσα, και ως τέτοια δεν θα μπορούσαν να έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στον εκφασισμό της κοινωνίας.
Ας ανοίξουμε λίγο το πλάνο. Στην ταινία «This is England», ο σκηνοθέτης Shane Meadows, με ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό σενάριο, επικεντρώνεται στη θατσερική Αγγλία μετά το τέλος του πολέμου των Φόκλαντ, το 1983. Η οικονομική ύφεση, η αυξανόμενη ανεργία, η μεγάλη είσοδος των μεταναστών και η φθορά του μεγαλείου της μητρόπολης δυναμιτίζουν το ρατσισμό και μεταλλάσσουν τους σκίνχεντ σε νεοναζί, που μάλιστα στρατολογούν ένα δωδεκάχρονο πιτσιρίκι δηλητηριάζοντάς του το μυαλό με μίσος και εθίζοντάς το στην ξενοφοβική βία και τον τραμπουκισμό.
Αρχές της δεκαετίας του '90, σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο -αν και δεν υπάρχει ανύποπτος χρόνος αλλά μόνο ανυποψίαστο βλέμμα- ο Βασίλης Ραφαηλίδης περιέγραφε με τη γνωστή του παρρησία και οξυδέρκεια την «Ψυχολογία του φασίστα» στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους». Τότε, σε ένα κλίμα τάξης, ασφάλειας και οπωσδήποτε εθνικής συμφιλίωσης, ελάχιστοι είχαν τη διορατικότητα και την τόλμη να θίξουν τις εστίες της Ακροδεξιάς με εξαίρεση τον «Ιό» -τότε- στην «Ελευθεροτυπία». Και έμοιαζαν στους πολλούς αλλόκοτα τα έντυπα του δρόμου, τα αφισάκια και τα συνθήματα στους τοίχους που μιλούσαν για φασίστες.
Την ίδια περίοδο, ο ημεδαπός θατσερισμός έκανε τη δουλειά του: άνοιγε τα σύνορα σε φτηνά εργατικά χέρια, έκλεινε «προβληματικές» επιχειρήσεις αφήνοντας περίπου δέκα χιλιάδες οικογένειες στο δρόμο, ενώ συμπράττοντας οι «φιλελεύθεροι» με την... Εκκλησία -ο ορισμός του οξύμωρου- οργάνωναν συλλαλητήρια για τα Σκόπια, συσπειρώνοντας με εθνικιστικές κορόνες και νεο-ορθόδοξες παρλάτες στην επινοημένη, όπως φάνηκε αργότερα, απειλή από τα βόρεια τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» που περιέγραψε ακριβέστατα ο Βολφ Μπίρμαν.
Το 1993 προβάλλεται στους κινηματογράφους το «Πάνω, κάτω και πλαγίως», όπου ο Μιχάλης Κακογιάννης σχολιάζει με τον πιο παραστατικό κι ευθύβολο τρόπο τα αντανακλαστικά του φιλήσυχου πολίτη σε μία σκηνή: Κάποιο μικροσυμβάν αναστατώνει μέσα στη νύχτα τη μεσοαστική γειτονιά, ώστε να συγκεντρωθούν στο πεζοδρόμιο με τις ρόμπες και τις πιζάμες οι νοικοκυραίοι, οπότε και βρίσκουν ευκαιρία να ξεσπαθώσουν πως «γέμισε η Αθήνα πόρνες, ναρκομανείς, επαμφοτερίζοντες, κίναιδους» μέχρι πως «φοβάσαι πια να κυκλοφορήσεις στο κέντρο μη φας καμιά ρουκέτα στο κεφάλι στις 13 (!) του Νοέμβρη»...
Αργότερα, το 2004, σε ένα κλίμα επίπλαστης ευφορίας και ευημερίας, όταν πια το λάιφσταϊλ είχε αλώσει για τα καλά το δημόσιο λόγο, όταν πλέον ο πολιτικός λόγος είχε εκχωρηθεί ή οικειοποιηθεί από «σταλινικά απολιθώματα», όπως αποκαλούσαν το ΚΚΕ, και από τους «γνωστούς-αγνώστους», οι φιέστες του Euro 2004 και η αίγλη των Ολυμπιακών αναζωπύρωναν ανενόχλητα τον εθνικισμό που αποτυπωνόταν στα «Αλβανέ, Αλβανέ, δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ» και άλλα τέτοια συνθήματα. Να μην ήταν και τόσο αθώα η συμμετοχή, η ανοχή ή η αδιαφορία μας εκείνα τα χρόνια σ' αυτά τα φαινόμενα;
Αλλά τώρα, ποιος να δυσαρεστήσει με μομφές τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο», όταν αποτελεί την κρίσιμη μάζα που θα καθορίσει με την ψήφο της τα αυριανά εκλογικά αποτελέσματα; Αυτό το γιγάντιο τέρας του φιλήσυχου πολίτη ποιος να το ενοχλήσει, όταν είναι απόλυτα βέβαιο πως μόνο την οργή του θα δρέψει; Μόνο παραληρηματικά ο Βίλχελμ Ράιχ θα του απευθύνει το βιβλίο «Ακου Ανθρωπάκο». Και η ποίηση το ίδιο παραληρηματικά με τον Αζίζ Νεσίν στο «Σώπα, μη μιλάς» και τον Μάρτιν Νίμελερ στο αντιναζιστικό «Πρώτα ήρθαν...». Κι όσο για μας, που αρθρώνουμε δημόσιο λόγο, ας γινόμαστε και λίγο δυσάρεστοι στους εαυτούς μας και στους δικούς μας. Η αυτοκριτική είναι επώδυνο, αλλά πολύτιμο δώρο. Ή όπως το έγραφε ο Γιώργος Μανιάτης στα Εξεργα: «Αυτός που έχει φίλους δεν πρέπει να γράφει. Και αν πρόκειται οπωσδήποτε να ενδώσει, ας φροντίζει να τους χάνει πρώτα».

2 σχόλια:

kostasnik είπε...

οι ήρωες στις ταινίες του Οικονομίδη, πάσχουν όλοι από βασικές ελλείψεις. Δουλειά, υγεία, κοινωνική αποδοχή, μόρφωση. Ο αγώνας τους, κατά μια έννοια, είναι να καλύψουν τις ελλείψεις τους, και συνήθως καταλήγει μάταιος. Βρίσκονται συνεχώς σε άμυνα και είναι γεμάτοι ενοχές. Το κυρίαρχο λάηφστάηλ της εποχής τους θέλει φραγκάτους (αφού τότε λεφτά υπήρχαν), καλοντυμένους, γκομενιάρηδες, κοσμοπολίτες και πληθωρικούς. Το εναλλακτικό, το (ας το πούμε αριστερό) τους ήθελε μορφωμένους, καθηγητές κατά προτίμηση, καλλιτέχνες της υψηλής διανόησης, αγωνιστές των κινημάτων, κοσμογυρισμένους και εν γένει "ευαίσθητους". Κανένα από τα δυο πρότυπα-συμπώματα κάθε δυτικής κοινωνίας σε αυτό το στάδιο της "ανάπτυξης"- δεν μπορούσαν να αγγίξουν. Και η ενοχή αυτή εύκολα γεννά την αντίδραση. Αν κάτι δεν μπορείς να φτάσεις το απαξιώνεις και το πολεμάς. Δύσκολο να ειπωθεί η αλήθεια, ότι και τα 2 λάηφστάηλ γεννούσαν μονάχα κόμπλεξ και ψευδαισθήσεις γιατί και τα 2 ήταν προϊόντα της μηχανής παραγωγής φουσκωμένου χρήματος. Αυτό το κομμάτι της Ελλάδας ελάχιστοι καλλιτέχνες το έφεραν στο φως πριν τη κρίση. Υπήρχε όμως, ήταν κρυμμένο στο περιθώριο, έδινε τον αγώνα για τα βασικά όταν οι άλλοι καλοπερνούσαν. Δεν είχε την ευκαιρία να μετεγκατασταθεί χάρη στα φτηνά δάνεια από την Αθήνα στα Βόρεια Προάστεια, και το Σάββατο να πιεί το καφέ του είτε στο "Φίλιον" με τους διανοούμενους αριστερούς είτε στη "Βιβλιοθήκη" με τους αστούς. Στο σπίτι την έβγαζε βρίζοντας τη σκατοκοινωνία. Υπήρχε όμως, ήταν εκεί, και τη γλώσσα του μπορούσαν να τη μιλήσουν μόνο τα "παιδιά της νύχτας", ο Τάκης τσουκαλάς και Βίκυ Μιχαλονάκου. Μετά τα μεσάνυχτα πάντα, όταν τελείωνε η δουλειά, και γυρνώντας σπίτι άναβε το χαζοκούτι.

J95 είπε...


Έτσι ώστε εκχωρήσαμε στους εθνικιστές, από τα κείμενα του Θουκυδίδη ως τα κλαρίνα του Σαλέα. Τα προηγούμενα χρόνια, απενοχοποίησε για χάρη μας την αρχαιότητα ένας Ρένος Αποστολίδης, ήρθε ένας ιρλανδός, ο Ross Daly, για να μας εξοικειώσει πάλι με τη λύρα, οι Δυνάμεις του Αιγαίου, για να ξαναπιάσουμε το Κόκκιν' αχείλι φίλησα στα χείλη, η Σαββίνα Γιαννάτου για την καλυμνιώτικη υποδοχή της καινούργιας μέρας, ο Τζιμάκος για να πούμε χωρίς συστολή ένα μικρασιάτικο της προσφυγιάς, και όσοι άλλοι, για να φτάσουμε στους Mode Plagal, τους βλαχοτζαζίστες που έλεγα χαριτολογώντας σε κάποια παλιά μου αγάπη για να διασκεδάσουμε την ανατριχίλα που μας προξενούσε από κοινού η Πικροδάφνη και την οποία συγκίνηση, ακόμη και στο πειραγμένο τραγούδι, με δυσκολία ομολογούσαμε
.

newflash: δεν τους εκχωρήσατε τίποτα. Απλά δανειστήκατε.