Μια ανθρώπινη φιγούρα ανοίγει το παράθυρο λίγο πριν χαράξει. Η πολιτεία κοιμάται καθώς τα απορρίμματά της στροβιλίζονται στους άδειους δρόμους. Ρίχνει με πολύ γρήγορες κινήσεις ένα δίχτυ. Κι έπειτα ακουμπάει το σαγόνι ανάμεσα στις παλάμες, περιμένοντας καρτερικά να αλιεύσει από τα υπολείμματα του χαμένου χρόνου. Ήταν πολύ αργά για όλα και χρειαζόταν να ζει από τα αποφάγια των άλλων.
Φοράει στο πέτο ένα καρτελάκι με τον τίτλο και το λογότυπο της οργάνωσης. Πλησιάζουν γιορτές και διακοπές. Υπάρχει άφθονος ελεύθερος χρόνος. Χτυπάει πόρτες. Κάνει έρανο αγάπης. Συγκεντρώνει χρόνο για όσους δεν πρόφτασαν ν' αγαπηθούν πολύ.
Ήταν συστηματικός συλλέκτης. Όταν του αφιέρωναν χρόνο, ξεκολλούσε επιδέξια το χρονόσημο, το ύγραινε τρυφερά και το κολλούσε στο παρόν του. Κάποτε, όταν η συλλογή χρονοσήμων πλημμύρισε το χώρο, έκανε τα χέρια κουπιά και ταξίδεψε σ' ό,τι απεικόνιζε η συλλογή του.
Χτύπησα το θυροτηλέφωνο. Με είδε από την κάμερα. Με κοιτούσε περιμένοντας να πέσουν οι υπότιτλοι. Αλλά εγώ ήμουν ασπρόμαυρη και του βωβού κινηματογράφου. Έφαγα τη σόλα του παπουτσιού μου και κοιμήθηκα στα σκαλοπάτια του περιμένοντας να τελειώσει η βαρυχειμωνιά. Κι εκείνος με έβλεπε περιμένοντας να τελειώσει το σήριαλ. Αλλά δεν είχε άλλο επεισόδιο. Ο χρόνος δεν είναι ανεξάντλητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου