Βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω μερικές πατάτες από το καλάθι. Τις βρίσκω σκεπασμένες με μια καρώ πετσέτα.
Θυμάμαι το μάθημα βιολογίας στο σχολείο, κάτι γνώσεις τσακισμένες από τον χρόνο αλλά κυρίως από το σιχαμερό apparatus που συνέθλιψε τη γεωγραφία των πίσω θρανίων, για την τοξικότητα της σολανίνης στις πατάτες. Ανακαλώ στη μνήμη κάτι σαν οδηγίες πως θα πρέπει να φυλάσσονται σε δροσερό και σκιερό μέρος για να μην πρασινίζουν. Αναλογίζομαι για μια στιγμή την απρονοησία μου να τις αφήνω κάτω απ΄τον ήλιο, κι από την άλλη, αναρωτιέμαι αν ξέρω έστω κι έναν να έχει πάθει δηλητηρίαση από πατάτα.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Σημασία έχει πως δεν ήταν καθόλου στα καθήκοντα της γυναίκας που έρχεται μια φορά τη βδομάδα και με βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού να μας προστατεύει από μια πιθανή τροφική δηλητηρίαση. Σκέπασε τις πατάτες να μην τις πρασινίσει ο ήλιος. Κι όπως τραβάω την πετσέτα νιώθω σαν αγκαλιά την τρυφερότητα της πράξης της.
Μετά, θέλοντας ν' ανταποδώσω άρρητα την αβροφροσύνη της, θα την κατεβάσω με το αυτοκίνητο ως το σπίτι, γιατί είχα δήθεν κάποια δουλειά που δεν έπαιρνε αναβολή στο κέντρο.
Και στο δρόμο θα μου αφηγηθεί εν είδει ανδραγαθίας το ξεπάστρεμα των μεταναστών της νυν ευρύτερης μέσης ανατολής από τους νεοναζήδες, κι ας είναι εκείνη μετανάστρια του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Τώρα πια μπορεί, λέει, να βρει παγκάκι να καθήσει στην πλατεία Αττικής. Τώρα πια, δε φοβάται να περπατήσει στη γειτονιά της, εκεί γύρω.
Μετά, θα αναρωτηθεί πού να κρύβονται τώρα και δεν εμφανίζονται στην πλατεία και θα συμφωνήσει πως είναι στιβαγμένοι στα σαράντα τετραγωνικά που συγκατοικούν δέκα άτομα μαζί, και θα τους συμπονέσει το ίδιο αναγνωρίζοντας πως τρώνε όλοι μαζί σκέτο ρύζι από το καζάνι.
Δεν είναι καν οι πατατοφάγοι του Βαν Γκογκ που τρώνε σαν οικογένεια γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι. Είναι πολυτέλεια οι πατάτες γι' αυτούς. Είναι πολυτέλεια τα τραπεζομάντηλα και τα σερβίτσια γι' αυτούς. Είναι πολυτέλεια το λάδι που χρειάζεται για να ψηθεί η πατάτα. Τα στρωμένα τραπέζια χρειάζονται και μια οικογένεια γύρω. Κι αυτοί δεν έχουν.
Τρώνε ρύζι με τις χούφτες τους και κοιμούνται στρωματσάδα δέκα άντρες μαζί. Το ξέρει. Και ξέρει πως αν δικαιούνται κι αυτοί λίγο οξυγόνο, δε θα το βρουν στο διαμέρισμα που είναι ασφυκτικά συγχρωτισμένοι. Θα το βρουν έξω στην πλατεία.
Αλλά ποιος θέλει να βλέπει λεκέδες στα πλακάκια; Έμαθε κι εκείνη, όπως οι περισσότεροι, πως τη βία που δέχεσαι από τους από πάνω την εκτονώνεις στους από κάτω. Αυτό το μάθημα το διδάσκουν τα σχολεία όλου του κόσμου και μάλιστα τόσο καλά, που είναι απίθανο να το ξεχάσεις ποτέ. Κι είναι πιο τοξικό από κάθε σολανίνη.
Θυμάμαι το μάθημα βιολογίας στο σχολείο, κάτι γνώσεις τσακισμένες από τον χρόνο αλλά κυρίως από το σιχαμερό apparatus που συνέθλιψε τη γεωγραφία των πίσω θρανίων, για την τοξικότητα της σολανίνης στις πατάτες. Ανακαλώ στη μνήμη κάτι σαν οδηγίες πως θα πρέπει να φυλάσσονται σε δροσερό και σκιερό μέρος για να μην πρασινίζουν. Αναλογίζομαι για μια στιγμή την απρονοησία μου να τις αφήνω κάτω απ΄τον ήλιο, κι από την άλλη, αναρωτιέμαι αν ξέρω έστω κι έναν να έχει πάθει δηλητηρίαση από πατάτα.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Σημασία έχει πως δεν ήταν καθόλου στα καθήκοντα της γυναίκας που έρχεται μια φορά τη βδομάδα και με βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού να μας προστατεύει από μια πιθανή τροφική δηλητηρίαση. Σκέπασε τις πατάτες να μην τις πρασινίσει ο ήλιος. Κι όπως τραβάω την πετσέτα νιώθω σαν αγκαλιά την τρυφερότητα της πράξης της.
Μετά, θέλοντας ν' ανταποδώσω άρρητα την αβροφροσύνη της, θα την κατεβάσω με το αυτοκίνητο ως το σπίτι, γιατί είχα δήθεν κάποια δουλειά που δεν έπαιρνε αναβολή στο κέντρο.
Και στο δρόμο θα μου αφηγηθεί εν είδει ανδραγαθίας το ξεπάστρεμα των μεταναστών της νυν ευρύτερης μέσης ανατολής από τους νεοναζήδες, κι ας είναι εκείνη μετανάστρια του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Τώρα πια μπορεί, λέει, να βρει παγκάκι να καθήσει στην πλατεία Αττικής. Τώρα πια, δε φοβάται να περπατήσει στη γειτονιά της, εκεί γύρω.
Μετά, θα αναρωτηθεί πού να κρύβονται τώρα και δεν εμφανίζονται στην πλατεία και θα συμφωνήσει πως είναι στιβαγμένοι στα σαράντα τετραγωνικά που συγκατοικούν δέκα άτομα μαζί, και θα τους συμπονέσει το ίδιο αναγνωρίζοντας πως τρώνε όλοι μαζί σκέτο ρύζι από το καζάνι.
Δεν είναι καν οι πατατοφάγοι του Βαν Γκογκ που τρώνε σαν οικογένεια γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι. Είναι πολυτέλεια οι πατάτες γι' αυτούς. Είναι πολυτέλεια τα τραπεζομάντηλα και τα σερβίτσια γι' αυτούς. Είναι πολυτέλεια το λάδι που χρειάζεται για να ψηθεί η πατάτα. Τα στρωμένα τραπέζια χρειάζονται και μια οικογένεια γύρω. Κι αυτοί δεν έχουν.
Τρώνε ρύζι με τις χούφτες τους και κοιμούνται στρωματσάδα δέκα άντρες μαζί. Το ξέρει. Και ξέρει πως αν δικαιούνται κι αυτοί λίγο οξυγόνο, δε θα το βρουν στο διαμέρισμα που είναι ασφυκτικά συγχρωτισμένοι. Θα το βρουν έξω στην πλατεία.
Αλλά ποιος θέλει να βλέπει λεκέδες στα πλακάκια; Έμαθε κι εκείνη, όπως οι περισσότεροι, πως τη βία που δέχεσαι από τους από πάνω την εκτονώνεις στους από κάτω. Αυτό το μάθημα το διδάσκουν τα σχολεία όλου του κόσμου και μάλιστα τόσο καλά, που είναι απίθανο να το ξεχάσεις ποτέ. Κι είναι πιο τοξικό από κάθε σολανίνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου