Την πρώτη φορά που άκουσα τον Παούλ Τσελάν να απαγγέλει την φούγκα του θανάτου ένιωσα να κατανοώ κάθε λέξη, κάθε φράση, κάθε παύση, κάθε συλλαβή.
Εγώ, που από γερμανικά ξέρω μόνο το ψευδώνυμό μου και το άουσγκανγκ, κι εκείνο για να βρίσκω την έξοδο στο μετρό του Βερολίνου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ανακουφίστηκα όταν διάβασα στη βιογραφία του ποιητή "Όταν οι Γερμανοί, αλλά και μη γερμανόφωνοι, ακούν την ηχογραφημένη σε δίσκο φωνή του Τσελάν, αισθάνονται να παγιδεύονται από την γοητεία των στίχων." (σ.55) αλλά και παρακάτω "[...] άκουσα εκατοντάδες φορές τον Τσελάν να απαγγέλει το ποίημα και πάντοτε διέκρινα στα πρόσωπα των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν γερμανικά την έκφραση της σιωπηρής ταύτισης [...]" (σελ. 62, John Felstiner "Paul Celan: ποιητής, επιζών, εβραίος", εκδ. Νεφέλη).
Κι όταν περιδιαβαίναμε τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια της Λισαβόνας, κι έχοντας λίγο πιει τα χύμα, τα βυσσινιά κρασιά τους, κι έχοντας λίγο καπνίσει τα καρέλια στην άλλη άκρη της Μεσογείου, και κουβαλώντας λίγο αυτό το υπαρξιακό που κόβεις μαζί με κάθε εισιτήριο για ξένους τόπους, χωρίς να γνωρίζω μια λέξη πορτογαλικά, βλέποντας τις τραγουδίστριες των fado, με το χέρι στη μέση, τα μαύρα μαλλιά, τις χτένες, τις αυστηρές αλλά πληθωρικές μορφές τους, δε μπορούσα παρά να συναισθάνομαι τα σπαραχτικά τους ακαπέλα, αφού μια φορά να έχεις ερωτευτεί βαθιά, καταλαβαίνεις το "του έρωτα μέγα κακό", που έγραφε ο Γιώργος Χειμωνάς, σε κάθε γλώσσα.
Το ίδιο συναίσθημα ξανά και ξανά. Να πέφτει μέσα σου σαν πόσιμο, δροσερό νεράκι η ξένη γλώσσα. Να χύνεται με έναν τρόπο φυσικό μέσα σου, ρίχνοντας τα σποράκια της, να μη σε βρίσκει χέρσο χωράφι η άγνοια για κείνη, να σε βρίσκει από πάντα έτοιμο να τη δεχτείς, να καρποφορεί μέσα σου.
Και κάποτε η μητρική σου γλώσσα, μοιάζει ακατάληπτη, άγνωστη, ακατανόητη κι απεχθής. Δεν την αναγνωρίζεις, δεν την έχεις ξανακούσει ποτέ. Είναι μια φριχτή γλώσσα, διχαλωτή σαν του φιδιού, σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας σαν έχιδνα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, στάζει το δηλητήριό της σε κάθε φράση, κλείνω τα αυτιά μου και την ακούω στους εφιάλτες μου, δε θέλω τίποτα άλλο από το να σωπάσει.
Εγώ, που από γερμανικά ξέρω μόνο το ψευδώνυμό μου και το άουσγκανγκ, κι εκείνο για να βρίσκω την έξοδο στο μετρό του Βερολίνου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ανακουφίστηκα όταν διάβασα στη βιογραφία του ποιητή "Όταν οι Γερμανοί, αλλά και μη γερμανόφωνοι, ακούν την ηχογραφημένη σε δίσκο φωνή του Τσελάν, αισθάνονται να παγιδεύονται από την γοητεία των στίχων." (σ.55) αλλά και παρακάτω "[...] άκουσα εκατοντάδες φορές τον Τσελάν να απαγγέλει το ποίημα και πάντοτε διέκρινα στα πρόσωπα των ανθρώπων που δεν γνωρίζουν γερμανικά την έκφραση της σιωπηρής ταύτισης [...]" (σελ. 62, John Felstiner "Paul Celan: ποιητής, επιζών, εβραίος", εκδ. Νεφέλη).
Ο τούρκος ποιητής
και συγγραφέας Χαλίτ Φακρί κατά την περιοδεία της Ελένης Παπαδάκη στην
Ισταμπούλ το 1931, είχε πει: «Αν και δε γνωρίζω λέξη ελληνική, ούτε και είχα
διαβάσει το έργο στο πρωτότυπο, οι κινήσεις, η μιμική και οι στάσεις της
καλλιτέχνιδος αυτής, με τη φλογερή ψυχή, έρχονταν έως εμέ σαν λόγια.»
Κι όταν περιδιαβαίναμε τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια της Λισαβόνας, κι έχοντας λίγο πιει τα χύμα, τα βυσσινιά κρασιά τους, κι έχοντας λίγο καπνίσει τα καρέλια στην άλλη άκρη της Μεσογείου, και κουβαλώντας λίγο αυτό το υπαρξιακό που κόβεις μαζί με κάθε εισιτήριο για ξένους τόπους, χωρίς να γνωρίζω μια λέξη πορτογαλικά, βλέποντας τις τραγουδίστριες των fado, με το χέρι στη μέση, τα μαύρα μαλλιά, τις χτένες, τις αυστηρές αλλά πληθωρικές μορφές τους, δε μπορούσα παρά να συναισθάνομαι τα σπαραχτικά τους ακαπέλα, αφού μια φορά να έχεις ερωτευτεί βαθιά, καταλαβαίνεις το "του έρωτα μέγα κακό", που έγραφε ο Γιώργος Χειμωνάς, σε κάθε γλώσσα.
Το ίδιο συναίσθημα ξανά και ξανά. Να πέφτει μέσα σου σαν πόσιμο, δροσερό νεράκι η ξένη γλώσσα. Να χύνεται με έναν τρόπο φυσικό μέσα σου, ρίχνοντας τα σποράκια της, να μη σε βρίσκει χέρσο χωράφι η άγνοια για κείνη, να σε βρίσκει από πάντα έτοιμο να τη δεχτείς, να καρποφορεί μέσα σου.
Και κάποτε η μητρική σου γλώσσα, μοιάζει ακατάληπτη, άγνωστη, ακατανόητη κι απεχθής. Δεν την αναγνωρίζεις, δεν την έχεις ξανακούσει ποτέ. Είναι μια φριχτή γλώσσα, διχαλωτή σαν του φιδιού, σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας σαν έχιδνα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, στάζει το δηλητήριό της σε κάθε φράση, κλείνω τα αυτιά μου και την ακούω στους εφιάλτες μου, δε θέλω τίποτα άλλο από το να σωπάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου