Ο παππούς και η γιαγιά μου ζουν σε ένα ορεινό χωριό της κρητικής επαρχίας. Κάθε καλοκαίρι, από παιδί, τους επισκέπτομαι, επιστρέφοντας στον παράδεισο των παιδικών μου χρόνων, μια πολύχρωμη αυλή που μοσχολοβολάει.
Το χωριό ερημώνει, η στατιστική για τον μέσο όρο ζωής ανάμεσα στα φύλα επιβεβαιώνεται περίτρανα. 'Εκλεισαν τα καφενεία, λιγοστοί πια οι άντρες, "εγέμισε χήρες το χωριό" παρατηρεί ο παππούς κοιτώντας τη γιαγιά πονηρά για το υπονοούμενο.
Η κληματαριά έχει πια χαλάσει και ο ίσκιος περιορίστηκε, κάνοντας λιγάκι πιο άβολο το αραλίκι στην Εδέμ.
"Γιατί δε φωνάζεις κανένα εργάτη να στη φτιάξει ρε παππού;" αναρωτιέμαι μεγαλοφώνως.
Στο χωριό είχαν ριζώσει δύο οικογένειες μεταναστών, μία από τη Βουλγαρία και μία από την Αλβανία και είχε ξερημάξει ο τόπος. Τις βαριές αγροτικές δουλειές που δε μπορούσαν πια να επωμιστούν τα αποδεκατισμένα έτσι κι αλλιώς γεροντάκια, τις αναλάμβαναν οι δύο εργάτες του χωριού. Οι γυναίκες τους φρόντιζαν κατάκοιτες ηλικιωμένες κι έκαναν κι άλλες δουλειές. Η παρουσία νέων ανδρών έδινε και μια αίσθηση ασφάλειας στους κατοίκους.
Με τη σειρά του το χωριό, φρόντισε τις οικογένειες, τους έδωσε στέγη και ρούχα, τους έδωσε μεροκάματα.
"'Εφυγαν, παιδί μου", μού απάντησε ο παππούς, "γυρίσανε στα μέρη τους..."
"Και τις ελιές ποιος τις μαζεύει τώρα;" απόρησα.
"Έρχονται εργάτες από τα γύρω χωριά και συνοριζόμαστε ποιος θα τσι πρωτοπάρει".
Στη δεκαετία του '90, το κύμα μετανάστευσης από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ έδωσε ζωή στην ύπαιθρο, οι αγροτικές καλλιέργειες είχαν πάρει να μαραζώνουν γιατί κόβαμε τις γέφυρες με το παρελθόν στην παραζάλη της επίπλαστης ευημερίας. Και τις ζωντάνεψαν τα χέρια των μεταναστών, που με τον καιρό έγιναν τα στηρίγματα των γέρων χωρικών.
Ελάτε μετά να μου πείτε πως δε χωράμε, πως περισσεύουν οι ξένοι στη χώρα.
Το χωριό ερημώνει, η στατιστική για τον μέσο όρο ζωής ανάμεσα στα φύλα επιβεβαιώνεται περίτρανα. 'Εκλεισαν τα καφενεία, λιγοστοί πια οι άντρες, "εγέμισε χήρες το χωριό" παρατηρεί ο παππούς κοιτώντας τη γιαγιά πονηρά για το υπονοούμενο.
Η κληματαριά έχει πια χαλάσει και ο ίσκιος περιορίστηκε, κάνοντας λιγάκι πιο άβολο το αραλίκι στην Εδέμ.
"Γιατί δε φωνάζεις κανένα εργάτη να στη φτιάξει ρε παππού;" αναρωτιέμαι μεγαλοφώνως.
Στο χωριό είχαν ριζώσει δύο οικογένειες μεταναστών, μία από τη Βουλγαρία και μία από την Αλβανία και είχε ξερημάξει ο τόπος. Τις βαριές αγροτικές δουλειές που δε μπορούσαν πια να επωμιστούν τα αποδεκατισμένα έτσι κι αλλιώς γεροντάκια, τις αναλάμβαναν οι δύο εργάτες του χωριού. Οι γυναίκες τους φρόντιζαν κατάκοιτες ηλικιωμένες κι έκαναν κι άλλες δουλειές. Η παρουσία νέων ανδρών έδινε και μια αίσθηση ασφάλειας στους κατοίκους.
Με τη σειρά του το χωριό, φρόντισε τις οικογένειες, τους έδωσε στέγη και ρούχα, τους έδωσε μεροκάματα.
"'Εφυγαν, παιδί μου", μού απάντησε ο παππούς, "γυρίσανε στα μέρη τους..."
"Και τις ελιές ποιος τις μαζεύει τώρα;" απόρησα.
"Έρχονται εργάτες από τα γύρω χωριά και συνοριζόμαστε ποιος θα τσι πρωτοπάρει".
Στη δεκαετία του '90, το κύμα μετανάστευσης από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ έδωσε ζωή στην ύπαιθρο, οι αγροτικές καλλιέργειες είχαν πάρει να μαραζώνουν γιατί κόβαμε τις γέφυρες με το παρελθόν στην παραζάλη της επίπλαστης ευημερίας. Και τις ζωντάνεψαν τα χέρια των μεταναστών, που με τον καιρό έγιναν τα στηρίγματα των γέρων χωρικών.
Ελάτε μετά να μου πείτε πως δε χωράμε, πως περισσεύουν οι ξένοι στη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου