12/5/20

"αυτό ποιος το άναψε;"

Έλεγαν πως τη στιγμή που πρόβαλε στον κόσμο τα άστρα ήσαν μαλωμένα. 

Έτσι γεννήθηκε με αργό μυαλό, τό’ να του μάτι σχιστό, τ΄ άλλο αμυγδαλωτό. Κι όταν πια άρχισε να μιλάει χυνόταν απ΄ το στόμα του μια τόσο ένρινη και μπάσα λαλιά, στραμπουλούσε τόσο πολύ το λάμδα, ώστε κι αν ακόμα κουβαλούσε ένα υπέρλαμπρο μυαλό, δυο μάτια ίδιας κοπής- όπως όλοι μας-, κανένας δεν θα το έπαιρνε στα σοβαρά.

Η αδερφή του ντρεπόταν πολύ για το ζαβό μικρό τους. Κι όσο ντρεπόταν τόσο διάβαζε και διάβαζε και κάποτε με το μυαλό της έφτασε πολύ ψηλά, αν και κορίτσι. Γνώρισε τους άρχοντες, τους πλούσιους και τους σοφούς της μεγάλης πολιτείας όπου ζούσε μακριά πολύ μακριά.

Μια νύχτα, όταν ακόμα ήσαν παιδιά, εκείνη κι ο μικρός της αδερφός, είχαν σταθεί στην πίσω αυλή, εκεί όπου δεν είχε κληματαριά κι ο ουρανός φαινόταν ολοκάθαρα. Του έδειχνε τα αστέρια, που άλλοι έλεγαν πως το λάβωσαν σαν η κακή του μοίρα, μα εκείνη μονάχα τα έλεγε με τα ονόματά τους. 

Τότε, το αδερφάκι της σήκωσε το χέρι του και, δείχνοντας το φεγγάρι, τη ρώτησε  “Αυτό ποιος το άναψε;”

Κάποτε η αδερφή του γέρασε. Καθόταν σε μια καρέκλα κουνιστή κι αναπολούσε τη γεμάτη της ζωή ώσπου νύχτωσε. Κοίταξε στον ουρανό κι αναρωτήθηκε “Αυτό ποιος το άναψε;”

Ξέροντας πια πως όλοι οι σπουδαίοι, ισχυροί, φανταχτεροί που γνώρισε δεν έφταναν ίσαμε το γόνατο του μικρού ζαβού της αδελφού, έκλεισε ήσυχα τα μάτια της για πάντα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: