Καλοκαίρι, τέλη της δεκαετίας του 80. Σάββατο απόγευμα στη Gonzaga, ένα μικρό χωριό της Βραζιλίας. Ο μικρός Ζαν Τσάρλς γυρνάει από το χωράφι κουρασμένος και βρώμικος σέρνοντας ένα δεμάτι σανό.
Ο πατέρας, λίγο πιο πίσω, φοράει ψάθινο καπέλο και έχει στους ώμους μια τσάπα και μια γκράνα χιαστί. Πάντα, όταν τελειώνει μια δουλειά χτυπά τον μικρό στην πλάτη και του λέει "να ζήσεις Ζαν Τσάρλς!" χαμογελώντας με καμάρι. Όταν μετά ο μικρός προχωράει μπροστά ο πατέρας σκύβει το κεφάλι και φτύνει στο χώμα ψελλίζοντας κάποια βρισιά για τη μοίρα που θέλει αυτόν και το γιο του να ζουν στη φτώχεια.
Η μητέρα, εκείνη την ώρα, έχει μαγειρέψει τη σπεσιαλιτέ της, frango recheado, για βραδινό. Φτιάχνει πουτίγκα καραμέλα για τον μικρό. Ζεσταίνει νερό για το μπάνιο και ετοιμάζει τα καλά τους ρούχα. Γιορτή απόψε της Παναγίας στο διπλανό χωριό και θα πήγαιναν οικογενειακώς στο πανηγύρι. Σκέφτεται πόσο ψήλωσε ο Ζαν Τσαρλς από το προηγούμενο καλοκαίρι καθώς του σιδερώνει το υφασμάτινο παντελόνι και δακρύζει από συγκίνηση για το μικράκι της που γίνεται άνδρας.
Ίσα που τα φέρνουν βόλτα στο σπίτι. Οι γονείς δουλεύουν όλη την εβδομάδα στο εργοστάσιο και τα σαββατοκύριακα στα χωράφια. Έχουν όμως τον αληθινό πλούτο στα χέρια τους όπως έλεγε ο παππούς Ζαν Τσαρλς, την υγεία και την αγάπη τους.
Αφού δείπνησαν στην αυλή του σπιτιού με τα κεραμίδια, η μητέρα μάζεψε βιαστικά τα πιάτα και έδωσε το παράγγελμα στους άνδρες να ετοιμαστούν. Ο Ζαν Τσαρλς κατέβασε τα μούτρα και τύλιξε τα χέρια γύρω από το στήθος λέγοντας αποφασιστικά "εγώ δεν έρχομαι".
Οι μεγάλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι. Δεν ήταν συνηθισμένοι να τους φέρνει αντίρρηση ο μικρός. Όμως ο Ζαν Τσαρλς δεν αστειευόταν. Στο πανηγύρι της Παναγίας δε θα πήγαινε-πάει και τελείωσε. Δε του έφεραν αντίρρηση. "Να προσέχεις, ναι; Μην ανάψεις καμιά φωτιά! Μη βγάλεις νερό από το πηγάδι! Και μη βάλεις τίποτα καλώδια στη χαλασμένη πρίζα!" είπε με μια φωνή η μάνα του καθώς τον αποχαιρετούσε για πρώτη φορά στα δώδεκα χρόνια του...Μετά σκέφθηκε που ο Ζαν Τσάρλς δεν ήταν πια παιδί και πόσο ανώφελες ήταν οι συμβουλές της και σκούπισε βιαστικά άλλο ένα δάκρυ.
Ο Ζαν Τσάρλς ήταν χαρούμενος που για πρώτη φορά έμενε μόνος στο σπιτικό τους, αλλά ένιωθε κι ένοχος που δεν ακολούθησε τους γονείς. Οι τύψεις δε κράτησαν για πολύ. Στη τηλεόραση είχε εκπομπή-αφιέρωμα στους Beatles και ξετρελάθηκε από τη χαρά του. Η αγάπη για τους Beatles και ό,τι έχει να κάνει με τη βρετανική κουλτούρα ήταν επιρροή του θείου Fabio που αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία, στη τρίτη στρατιωτική δικτατορία (1964-1985). Κι ο Ζαν Τσάρλς το είχε όνειρο να ταξιδέψει κάποτε στο Λονδίνο.
Κι ενώ ήταν χαμένος ανάμεσα στο ονειροπόλημα και στο ντοκιμαντέρ για τους Beatles, ξαφνικά η οθόνη της ασπρόμαυρης τηλεόρασης κάνει νερά και αρχίζει να βουίζει σα δώδεκα χιλιάδες μέλισσες μαζί. Της ρίχνει μια καρπαζιά μπας και συνέλθει, αλλά τίποτα. Τότε αποφασίζει να εφαρμόσει όσα είχε διαβάσει στα βιβλία Ηλεκτρονικής που του είχε χαρίσει ένας ξάδερφος. Παιδεύτηκε αρκετά, ώσπου ο Ζανίτο κατάφερε και επιδιόρθωσε προσωρινά την σαραβαλιασμένη τηλεόραση. Εκείνο το βράδυ πήρε απόφαση να γίνει ηλεκτρονικός και να ταξιδέψει στην Αγγλία των ονείρων του. Στους γονείς δεν είπε τίποτα. Κοιμόταν σαν αγγελούδι όταν γύρισαν.
Το μυστήριο της επισκευασμένης τηλεόρασης λύθηκε όταν λίγο καιρό αργότερα ο Ζαν Τσάρλς κατασκεύασε ένα ραδιόφωνο-παιχνίδι με υλικά που πήρε από τα παιχνίδια του. Πήρε ένα κουτάκι και σχεδίασε μερικά κουμπιά και ένα πίνακα ελέγχου που θα μπορούσε να μοιάζει σαν αληθινό ραδιόφωνο. Μετά, έκανε μια τρύπα στην κορυφή του κουτιού και έβαλε δυο ξυλαράκια για κεραία. Αφού ήταν όλα έτοιμα, έβαλε ένα σκαθάρι μέσα στο κουτί και το καημένο έκανε θορύβους σαν τα παράσιτα των FM. Όλη η γειτονιά διασκέδασε με την κατασκευή του μικρού. Τώρα κατάλαβαν οι γονείς ποιος έφτιαξε τη χαλασμένη τηλεόραση.
Το μεθεπόμενο καλοκαίρι, ο Ζαν Τσαρλς, 14 χρονών πια, αποχαιρετούσε την οικογένειά του για να πάει στο Belo Horizonte να σπουδάσει Ηλεκτρονική και από κει μετά στο Sao Paulo για να δουλέψει.
Τα χρόνια πέρναγαν δύσκολα στην πρωτεύουσα, ώσπου ο Ζαν Τσάρλς πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα μετανάστευε Αμερική ή Αγγλία. H φτώχεια, η εξαθλίωση, η καθημερινή βία στους δρόμους του Sao Paulo. Δε πήγαινε άλλο. Είχε ταλέντο, αγαπούσε τη δουλειά του και στη Βραζιλία ίσα που κέρδιζε πενταροδεκάρες. Έκανε αιτήσεις για βίζα. Εγκρίθηκε η αίτηση για Μ.Βρετανία. Ο Ζαν Τσάρλς ήταν πολύ ευτυχισμένος. Το όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα και θα αποχαιρετούσε τη μιζέρια της χώρας του.
Στο Νότιο Λονδίνο τον περίμεναν τα ξαδέρφια του. Συγκατοίκησαν και οι τρεις μαζί σε δυάρι βικτωριανής εποχής, κάπου στο Stockwell. Ο Ζαν Τσάρλς βρήκε δουλειά σχεδόν αμέσως. Τρία χρόνια κύλησαν στο Λονδίνο σα νερό μέσα από τα χέρια του, τα μπλεγμένα σε καλώδια, λυχνίες και πυρίτιο. Τα ξαδέρφια και οι φίλοι του τον πείραζαν που καμιά φορά έμοιαζε με ρομπότ έτσι όπως τα σύνεργα της δουλειά του ξεχύνονταν από τις τσέπες των ρούχων του.
Στις 22 Ιουλίου 2005 ο Ζαν Τσαρλς ξύπνησε κακοδιάθετος. Εκείνες τις μέρες το Λονδίνο πενθούσε τα θύματα από τη βομβιστική επίθεση στο μετρό, ο κόσμος φοβόταν για νέο τρομοκρατικό χτύπημα. Θλίψη και φόβος είχαν απλωθεί στην άλλοτε πολύβουη μητρόπολη. Ήπιε καφέ και πήρε το λεωφορείο για τη δουλειά. Κάποιοι άγνωστοι άνδρες με πολιτικά ρούχα τον ακολούθησαν και επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο. Ο Ζαν Τσαρλς κατέβηκε στο Brixton και αφού είδε πως ο σταθμός ήταν κλειστός παίρνει άλλο λεωφορείο. Οι άνδρες των ακολουθούσαν. Ο Ζαν Τσάρλς τηλεφωνεί στο συνάδελφό του ότι θα αργήσει. Στις 10 το πρωί ο Ζαν Τσαρλς μπαίνει σε άλλο σταθμό του μετρό, παίρνει μια δωρεάν εφημερίδα, χτυπάει το εισιτήριό του και κατεβαίνει από την κυλιόμενη σκάλα. Μπαίνει στο βαγόνι του τρένου. Τότε τρείς άγνωστοι άνδρες περικύκλωσαν τον Ζαν. Ένας από αυτούς φώναξε "αυτός είναι!" Τον ακινητοποίησαν, ουρλιάζοντας "αστυνομία", τον έριξαν στο πάτωμα και του κάρφωσαν εφτά σφαίρες στο κεφάλι. Ήταν αστυνομικοί της Metropolitan Police που στο πρόσωπό του είδαν έναν τρομοκράτη.
Καλοκαίρι, του 2005. Σάββατο απόγευμα στη Gonzaga. Οι γονείς του Ζαν Τσαρλς έχουν κηδεύσει το γιο τους στα 28 του χρόνια.
Η αστυνομία παραδέχεται το λάθος της και πρόσφερε στην οικογένεια του Ζαν Τσαρλς 500.000 λίρες αποζημίωση. Την αρνήθηκαν. Ο πλούτος στη Βραζιλία λογαριάζεται αλλιώς, μαλάκες.
Αφιερωμένο στη μνήμη του Ζαν Τσάρλς Ντε Μενέζ.
25 σχόλια:
Εξαιρετικό!
πολλά δώσαν όντως!!
αυτος δεν θα λεγόταν Ζουαου Καρλος στην πατρίδα του?
syglonistiko...
!!!!
Εξαιρετικό !!! (και αυτό)
Καλα,μιλαμε εσυ εισαι..βαλτη!!
Με την καλη εννοια παντα!!
Guten Abend Niemandsrose!!
Ich wünsch dir was!!
Αν ήταν αμερικάνος (ΗΠΑ) θα τον είχαν ήδη κάνει ταινία. Μα δεν ήταν.
χαλαλι το χαρακιρι στο παλιο μπλογκ... οπως παντα φοβερη :-)
πω πω,να ένα ποστ που πρέπει να σοβαρευτώ.....
υγ τι μου κάνατε τώρα,ξέρετε?
και να σκεφτεις οτι σε διαβασα γιατι με εκνευρισες.
και να σκεφτεις οτι τα πραματα δεν ειναι οπως δειχνουν απο την Ελλαδα
ουτε οπως δειχνουν απο την Αγγλια
Ουτε καν οπως δειχνουν
Ο άδικος θανατος ενός Βραζιλιάνου στην Αγγλία είναι γεγονός που συγκλόνησε όλο τον κόσμο.
Οι χιλιάδες άδικοι θάνατοι στην ίδια την Βραζιλία από την Αστυνομία που ξεκαθαρίζει τα ορφανα από τους δρόμους δεν αναφέρονται καν σαν είδηση.
μπράβο ρε συ που τον θυμήθηκες...
και μόνο αυτό φτάνει...
(τώρα γίνομαι μίζερος, το ξέρω, αλλά βλέποντάς το κείμενο ως τέχνη του λόγου, δεν ξέρω αν στην ιστορία είναι αληθινές οι λεπτομέρειες του παρελθόντος, όπως και να χει όμως μου τη σπάει αυτή η κραυγαλέα αντίθεση ενός
ειδυλλιακού κόσμου κι ενός καταραμένου)
vasilis, θες και τα βλέπεις αυτά. Ποιος είναι ο ειδυλλιακός κόσμος; Εκεί που το πιτσιρίκι δουλεύει από τα 11 του, η χωρα εχει περασει απο 3 απανωτες δικτατορίες, η εξαθλιωση ειναι στο ζενίθ κλπ κλπ;
Ή μήπως όταν σε καθεστώς αστυνομοκρατίας, τρομοϋστερίας, ανελευθερίας, ξεσπάει η κρατική βία σε έναν αθώο μετανάστη;
Και σαν απάντηση στον αθεόφοβος, ζούμε, θαρρώ, σε ένα κόσμο ταυτόχρονα ειδυλλιακό και καταραμένο.
...κι αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω στο κείμενο. Άλλο αν τα κατάφερα.
anemos, padrazo, mpoumpoula, nag, kostas vrakas, σας ευχαριστώ πολύ!
_st_, καλή η παρατήρηση. Πάντως ό,τι κι αν διάβασα για αυτόν, Jean Charles τον ανέφερε.
espoir, βλέπεις, δεν υπάρχει βραζιλιάνο Holywood.
kaltsovrako, συμφωνώ.
exiled, και με σένα συμφωνώ.
tsaperdona, τι σας έκανα ωραιοτάτη;
stragali, καλά κατάλαβες: τα φαινόμενα απατούν. Καλώς μας ήρθες.
επιμένω: εύκολη συγκίνηση.
όντως περιγράφεις έναν ειδυλλιακό κι έναν καταραμένο κόσμο, ταυτόχρονους, μα επίσης χωριστούς κι αυτό το τελευταίο δεν είναι η αλήθεια
Diabazw to blog sou edw kai ena mina peripou...mou aresei, an kai synithws “myrizei” apo athinea, 30 something, me spoudes sto eksoteriko kai oligo kserola. Auto to keimeno omws einai perifimo...poly kali douleia...
Kαταπληκτικό κείμενο, και η ιστορία θα μπορούσε να ειναι αληθινή.
Το πρόσωπο ηταν αληθινό.
Εύχομαι την ωρα που έφευγε, να είδε σε όνειρο τα παιδκά του χρόνια στην πατρίδα του...
Ενα αθώο θύμα βρετανικής και όχι μόνο βλακίας.
@vasilis, έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
@ανώνυμος, έ, όχι και αθηναία! ;)
@tzonakos,με 7 σφαίρες στο κεφάλι δε φαντάζομαι ούτε να πρόλαβε να καταλάβει γιατί τον σκότωναν...Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Αυτοί οι Βραζιλιάνοι είναι πιο πλούσιοι από την Βασίλισσα της Αγγλίας...
Εξαιρετική ιστορία.
Να σε μπασω λιγο στο κλιμα, πριν 4 μερες "ανακαλυψα" το Blog. Ακομα δεν εχω παρει αποφαση αν μ'αρεσει το σκηνικο ή οχι. Δε ξερω δηλαδη αν προτιμω μια ντουζινα βιβλια ή αυτο το παρε δωσε...
Με εκνευριζουν ορισμενες αποψεις και ορισμενα "αξιωματα", βλεπεις, που θες δε θες θα τα δεις οταν εχεις να καμεις με ανθρωπους.
Ακομα περισσοτερο μου δινει στα νευρα ο καφες...
Αλλα οπως ολοι, τον... Πινω.
@stragali, κι εγώ παρόμοιους προβληματισμούς έχω. Αλλά δε μου πάει να τα συζητάω κάτω από το ποστ για τον ΝτεΜενέζ, το γείτονά μου. Στείλε μέιλ αν θες.
Και τι να τα κάνουν τα χρήματα; Θα τους αναπληρώσουν το κενό του παιδιού τους μήπως;
@μαρία, εσύ πες μου...
...
Δημοσίευση σχολίου