Γιατί κλαις;
Συ δεν είσαι που κλώτσαγες χτες;
Πήγαινε και του μιλούσε. Το Διζ και το Δατ. Το Διζ κουράστηκε και βρέθηκε χωρίς να το σκεφτεί ή να το θελήσει να αναπαύεται στην αγκαλιά του Δατ. Τι καλά! Θα μπορούσε να είναι εκεί χρόνια. Λάμψεις, σπίθες, αδιαίρετα, έντονα, χρωματισμοί, αρμονικά, ήχοι, άρωμα, παράφορα. Μετά όμως σηκώθηκε, πήρε μια ανάσα και άρχισε πάλι να περπατά. Δυο βήματα πιο πέρα το μετάνιωσε. Ξαναγύρισε στο Δατ. Ωστόσο, το Δατ είχε κρυφτεί κάτω από μια πετρούλα. Γονάτισε το Διζ. «Έλα έξω να σε δω!!Πριν δε σε είδα καλά, τώρα κρύφτηκες! Βγες να σε δω....» είπε χαμογελαστά και ενθουσιασμένα προσπαθώντας με λαχτάρα να δει μέσα από τις χαραμάδες το Δατ.
Το Δατ άφηνε λίγο τη μυρωδιά του, λίγο τον ήχο από το γέλιο του, λίγο τη λάμψη από τα μάτια του να ξετρυπώσουν αλλά δε φανερωνόταν στο Διζ.
Το Διζ απογοητεύτηκε και κάθισε ακουμπώντας στην πετρούλα σιωπηλό και στεναχωρημένο. Το Δατ νομίζοντας πως το Διζ έφυγε, γέμισε μουσικές την κρυψώνα του και τσουπ-τσουπ βγήκε έξω. Αντίκρισε ξαφνικά το Δατ, έκανε μία πως δεν το γνώρισε, δύο πως δε το καλοθυμόταν, τρεις το αδιάφορο- πώς απ’τα μέρη μας; - αλλά τελικά το πήραν τα γέλια. Πετάχτηκε σαν ελατήριο και το Διζ και πήγε κοντά του. Τι μαγνήτης! Όλο το πεδίο γύρω τους τα έσπρωχνε το ένα κοντά στο άλλο. Ένταση. Ηλεκτρισμός. Χιλιάδες σωματίδια σε μια κίνηση.Αρσενικό-θηλυκό. Θετικό-αρνητικό. Και μετά έγινε κάτι και χάθηκαν όλα τα φωτάκια και τα τζιιιιζζζ που χόρευαν δίπλα τους.
Πάλι κάτω από την πέτρα το Δατ, πάλι να περιμένει το Διζ.
«Μα δε θα βγεις πάλι; Σε περιμένω...» Τίποτα. Τικ-τακ , τικ-τακ χτυπούσε η καρδιά του Διζ και αντηχούσε στην κρυψώνα του Δατ.
«Καλά, εγώ θα πάω μια βόλτα ως το ποτάμι. Αν θέλεις έλα» είπε το Διζ και σηκώθηκε. Ακούστηκε μια σειρά ακατάληπτων λέξεων μαζί με βαθιές ανάσες, διακοπές και κάτι λαμπάκια αναβόσβησαν ώσπου το Διζ πήρε αυτό: «αμαιναπαλβγςεωλαφοβγωθαλαμαασεθ».
«Ουφ! Αν δεν το έχω μπροστά μου δε καταλαβαίνω τίποτα!Κι όταν το βλέπω τα καταλαβαίνω όλα χωρίς να μου μιλάει!Πώς γίνεται;» και τελικά χάλασε το κέφι του και χωρίς ενέργεια όπως ήταν ξάπλωσε δίπλα στη πετρούλα και την πήρε αγκαλιά αντί το Δατ...Και νύχτωσε. Ψιλόβροχο, ο ήχος από καποιο μυστικό ποτάμι, η μυρωδιά από κάποια φωτιά....«Βγες έξω...θέλω να κάνουμε έρωτα...» ψιθύρισε το Διζ εξαντλημένο από την τόση ένταση πριν... «Βγες....» ξανάπε μισολιπόθυμο σαν εκλιπαρώντας το Δατ κι αγκάλιαζε πιο σφιχτά την πετρούλα που κρυβόταν. Το Δατ άνοιξε τα ματάκια του και πρόσθεσε ακόμα δυο λαμπερά ουράνια σώματα στο στερέωμα, χωμένα κάτω απ’την πετρούλα. Άκουγε με προσοχή το Διζ που η ενέργεια του τέλειωνε. «Έχω να πάω στους Άλτρι» είπε και ξεγλίστρησε τρέχοντας από μια άλλη χαραμάδα.
Το Διζ αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε τη νύχτα από το κρύο. Πήγε και βρήκε καταφύγιο κάτω από τη ρίζα ενός δέντρου.
Μετά ήρθε το μεσημέρι. Κι εν δυο εν δυο κορδωμένο, θαρρετά και αποφασιστικά στέκεται έξω από την πετρούλα του Δατ και του λέει «τώρα κι εγώ φεύγω». Καμιά απάντηση δεν ακούστηκε από κει κάτω.
«Καλύτερα που έφυγε.Πολύ γελούσε...» μονολόγησε το Δατ ενώ το Διζ απομακρυνόταν. Το Διζ συνέχισε να προχωρά ενώ κάθε τόσο γυρνούσε και κοιτούσε πίσω του ελπίζοντας να δει το Δατ να το ακολουθεί. Μάταια όμως. Ένιωθε πολύ άδειο ξαφνικά το Διζ, λες και όλη την ενέργεια που είχε του την μετέδιδε το Δατ. Και όπως προχωρούσε μπροστά, όρθιο αλλά με αργό βήμα, άφηνε πίσω του μόνο σταλαγματιές από τις λιμνούλες του. Ο άνεμος ήταν ο μόνος που το ακολουθούσε και το συντρόφευε και μάζευε μία-μία τις σταλαγματιές κρυφά...Κι αφού στέρεψαν οι λιμνούλες, πήγε πάλι κρυφά και τις άφησε έξω από το καταφύγιο του Δατ. Το Δατ μες στην κρυψώνα του μια ριγούσε, μια πνιγόταν, μια καιγόταν, μια διψούσε...Όταν δίψασε για τα καλά ήπιε το νερό που βρήκε έξω. Το Διζ ήταν πια μακριά αλλά ένιωσε που το Δατ έπινε τις σταγόνες του και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σα τρελή, σα τρελή! Άρχισε να διαγράφει αλλόκοτα σχήματα στον ουρανό λες και ξαφνικά ξαναβρήκε όλη του τη χαμένη ενέργεια. Είδε τότε και τον άνεμο που το είχε πάρει ξοπίσω από τότε που έφυγε. «Θέλεις να σου πω όλη την ιστορία μου;» ρώτησε ξετρελαμένο από χαρά τον άνεμο. Έγνεψε καταφατικά. Κι έτσι ξεκίνησε το Διζ να λέει, να λέει, να λέει. Κι ενώ μιλούσε βαφόταν σε χρώματα το ένα μετά το άλλο.
Το Δατ χασμουριόταν όταν κατέφθασε ο άνεμος, τρύπωσε μέσα από τις χαραμάδες και δίχως να ρωτήσει καθόλου άρχισε να του διηγείται την ιστορία με τη φωνή του Διζ.
Αυτό άκουγε τον άνεμο πότε με κομμένη ανάσα βουτώντας στην αφήγηση, μισοφευγάτο στις σκέψεις του , άλλοτε, έχανε λέξεις, στιγμές ένιωθε αιχμάλωτο και οργάνωνε νοερά την απόδραση από την αφήγηση και κάπου-κάπου έφερνε στο νου του το χαμόγελο του Διζ κι αφηρημένο χαμογελούσε κι εκείνο. Μετά χτυπούσε η καρδιά του και δυνάμωνε η έντασή του. Πολλά τζιιιιιζζζζζ καίγονταν γύρω του και τότε ήταν που άρχισε να τρέμει. Κάτι «ξένος» «φο..» «αν πάλι» και «θέλω» «ρωμπο» με «νεδ» ξεστόμισε αν κι αυτά προσπάθησε να τα πάρει πίσω…
«Εντάξει! Μπορεί και να πάω. Αλλά δε γίνεται να πηγαίνω πάντα εγώ. Κι ούτε να είναι όλο κάτω απ΄την πέτρα κι εγώ απέξω!!» απάντησε το Διζ αποφασιστικά στον άνεμο και άναψε ένας κεραυνός. «Μα αφού του είπα την ιστορία, είπε να πας πάλι» ανταπάντησε ο άνεμος. «Σου είπε να πάω; Σου είπε έτσι;» ρώτησε έτοιμο για θυμό το Διζ. Ο άνεμος ζάρωσε σε μια γωνία και κοκκίνισε από ντροπή και ψιθυριστά είπε «Ε, όχι… αλλά κατάλαβα πως θέλει να πας….»
Ένας καπνός είχε τυλίξει το Διζ από τα πολλά τζιιιιιζζζζ που κάηκαν μπροστά σ’ αυτές τις λέξεις. Φόρεσε τα βζζιιιιιν και έγινε το ίδιο καπνός.
Έμεινε μόνος του και ο άνεμος. Όλοι μόνοι τους ήταν τώρα. Και πήγε να βρει το Δατ στη κρυψώνα του. Εκείνο είχε βγει έξω και καθόταν πλάι στην πέτρα. Ο άνεμος έκανε ένα φύσημα πίσω από την έκπληξη που το βρήκε έξω. «Άσε, μη μου λες τίποτα! Το είδα που έγινε καπνός μες στους καπνούς του!» είπε χαμογελώντας ειρωνικά. «Δε στο είχα πει πως αυτό όλο φεύγει; Έτσι ξέρει να κάνει» συμπλήρωσε και εκτοξεύτηκε στον αέρα. Ξανάπεσε όρθιο στο έδαφος. «’Εχω να δω τους Άλτρι και τους Χομ και τους Φλιοι και τους Σπέιν και τους...και τους....και τους....» κι άρχισε να κατεβάζει ονόματα στη σειρά. Την άλλη στιγμή είχε κιόλας φύγει με τις ρόδες του.
Το σημείο και η μνήμη. Το Διζ δε θα ξαναγύριζε αλλά θυμόταν. Το Δατ ξέχασε αλλά θα ξαναγύριζε. Η’ αντίστροφα. Κι έτσι τέλειωσε η ιστορία του Διζ με το Δατ που συναντήθηκαν μαγικά και χάθηκαν άδικα. Γιατί δε βρήκαν από πού πήγαινε για το Ινσιέμε.