18/10/08

αυτός, αυτή, αυτοί, αυτισμός

Το πλοίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Οικογένειες με πιτσιρίκια, ζευγαράκια, φοιτηταριό, συνταξιούχοι ευκατάστατοι, αλλοδαποί τουρίστες, προσκυνητές, το πλήρωμα, ο κύριος Σράιμπερ και η Μαρίτσα. Το πλοίο σάλπαρε. Το βουουουου - βουουουουν της κόρνας απλωνόταν στο λιμάνι. Το αυγουστιάκο δειλινό στο κατάστρωμα. Η ανθρώπινη οχλοβοή στο σαλόνι.

Ο κύριος Σράιμπερ καθόταν μόνος σε ένα τραπεζάκι. Μόνος μια που κανένας δεν τον συνόδευε. Το ίδιο τραπεζάκι όμως μοιραζόταν με άλλους τρεις συνεπιβάτες που άλλος άναυδος, άλλος έντρομος και άλλος εμβρόντητος τον παρατηρούσαν να κινεί σαν εκκρεμές τον κορμό του σώματός του. Τα μάτια του φαίνονταν απόλυτα καρφωμένα σε ένα ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι, τόσο που κάποιος φαντασιόπληκτος θα έλεγε πως ο κύριος Σράιμπερ επιχειρούσε να σηκώσει το ποτήρι με το βλέμμα του, καταργώντας το νόμο της βαρύτητας και θυμίζοντας την Ματίλντα του Ρόαλντ Νταλ. Ενώ κάποιος πιο ρεαλιστής θα έλεγε πως ο κύριος Σράιμπερ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη σκέψη να πετάξει το ποτήρι στο πλήθος των συνεπιβατών ή να μην το πετάξει, καταργώντας τις κοινωνικές συμβάσεις και θυμίζοντας τον Bedgie από το Trainspotting.

Όμως κανείς από τους δύο δεν θα μπορούσε να παραβγεί σε ερμηνεία τη διερχόμενη ψυχολόγο που, παρατηρώντας με την άκρη του ματιού της τον κύριο Σράιμπερ, γνωμάτευσε ταχύτατα πως πρόκειται για μία περίπτωση αυτισμού. Είχε δει δεκάδες περιπτώσεις στο κέντρο αυτιστικών παιδιών στην Αγγλία, όπου δούλευε, και ήταν σε θέση να ξεχωρίσει ένα άτομο με αυτισμό από χιλιόμετρα, όπως έλεγε συχνά. Βέβαια δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει τη θέση της στη συγκεκριμένη δουλειά γιατί τα νεύρα της είχαν γίνει καρμπονάρα. Γι' αυτό παράτησε τη δουλειά της και κατέβηκε για ένα μήνα στην πατρίδα για μπάνια, καλό φαΐ, ρέγκλα και γκομενιλίκια. Αυτός, ο μαλάκας ο Ιταλός, που την κεράτωσε με μία ηλίθια (μελαχρινή κουκλάρα) συμπατριώτισσά του της είχε κάνει τα νεύρα σπαγγέτι. Παρ' όλα αυτά, μαθημένη στους μηχανισμούς άμυνας του εγώ, ενεργοποίησε την προβολή και τά 'ριξε όλα στα αυτιστικά. Αυτά έφταιγαν. Ξανακοίταξε τον τύπο που κουνιόταν μπρος- πίσω και διέκρινε πως είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής των παρακαθήμενών του. Θα μπορούσε να τους εξηγήσει δυο-τρία πράγματα προκειμένου να τον αφήσουν στην ησυχία του αλλά προτίμησε να ακολουθήσει το βρετανικό της μότο "live and let others live". Δε χέζονται κι αυτοί; Το πρόβλημά της ήταν αυτός.

Τον κύριο Σράιμπερ πάλι δεν τον απασχολούσαν οι έρωτες. Έβγαλε το μπλοκάκι του και άρχισε να γράφει κάτι ακαταλαβίστικα. Ακαταλαβίστικα γιατί κανείς από τους γύρω του (που τον παρατηρούσαν κρυφογελώντας πλέον και κουτσομπολεύοντάς τον μπροστά του στα ελληνικά) δεν καταλάβαιναν ούτε γερμανικά, ούτε εφαρμοσμένα μαθηματικά. Ούτε ο κύριος Σράιμπερ καταλάβαινε τη συμπεριφορά τους. Όχι γιατί μιλούσαν ελληνικά, ούτε γιατί συμπεριφέρονταν σαν πίθηκοι, αλλά γιατί ο εγκέφαλός του ήταν κλειδωμένος ως προς κάθε είδους κοινωνικότητα, αποδεικνύοντας πως δεν ήταν ζώο κοινωνικό. Τα κοινωνικά ζώα ωστόσο είχαν επεκτείνει το δίκτυό τους στα κοινωνικά ζώα των γειτονικών τραπεζιών με κοινό θέμα απασχόλησης : τον Γερμανό (που έμοιαζε με τον Βιτγκεντστάιν όπως θα παρατηρούσαν εύστοχα αν δεν αγνοούσαν τον εν λόγω φιλόσοφο, εκτός από τα γερμανικά και τα μαθηματικά σύμβολα). Σιγά- σιγά τα χάχανα ενώθηκαν με τις λαϊκές διαγνώσεις και τις αφηγήσεις για παρόμοια περιστατικά, έτσι ώστε το πολύβουο δίκτυο των άλλων ηχούσε πια σαν βομβαρδιστικό στο κεφάλι του κυρίου Σράιμπερ που άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές του τους κροτάφους προκειμένου να διώξει τον απαίσιο κρότο των συνομιλιών. Αυτή η ενέργεια άφησε αυτούς που τον περιγελούσαν άφωνους. Προπάντων αυτούς. Την επόμενη στιγμή ο κύριος Σράιμπερ σηκώθηκε από την καρέκλα του, φόρεσε το καπέλο του και βγήκε στο κατάστρωμα να πάρει αέρα και να απολαύσει το πέρασμα από τα νησιά του Αιγαίου. Θα' ταν η έκτη φορά που επισκεπτόταν την Ελλάδα. Οι σπουδές του στα Μαθηματικά υπήρξαν αφορμή αρχαιολατρείας για τον κύριο Σράιμπερ που απήγγειλε από μνήμης εδάφια των σοφών της αρχαιότητας. Φέτος θα έκανε διακοπές στην Πάρο.

Η αποχώρησή του έδωσε το έναυσμα να γίνουν τα γύρω τραπεζάκια αρένα αναλύσεων της περίπτωσης του Γερμανού. Η μητέρα της Μαρίτσας απλώς κούνησε πάνω-κάτω το κεφάλι. Μη λεκτική επικοινωνία ήταν, από αυτές που δεν σκάμπαζε η κόρη της, στερεοτυπική κίνηση δεν ήταν, από αυτές που έκανε η κόρη της. Κούνησε το κεφάλι σα νά 'λεγε "τον κακομοίρη κι αυτόν...τι να πεις..." και έσκυψε ξανά στο πλεκτό της. Αφού δεν έμελλε να προικίσει την Μαρίτσα της, 35 χρονών και με το "πρόβλημα" ποιος να την έπαιρνε, θα προίκιζε την Παναγία. Είχε τάμα μια μεγάλη δαντέλα, καταπληκτική, στη θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης και ήταν στα τελειώματα. Σε μερικές ώρες έφτανε το πλοίο στην Τήνο και έπρεπε πάση τη θυσία να την έχει έτοιμη. Γι' αυτό δε σήκωσε κεφάλι να πει για την Μαρίτσα της, να μοιραστεί κι εκείνη τον πόνο της που είχε παιδί σακάτικο. Σωματικώς δηλαδή ήταν καλά, δόξα τω Θεώ, αλλά στα μυαλά του το καημένο δεν ήταν όπως έπρεπε. Είχε κάνει με τον Πατέρα Νεκτάριο και εξορκισμούς κρυφά, μη πουν στο χωριό πως το παιδί το είχε καβαλήσει ο Εξαποδώ, αλλά δεν έπιασαν τόπο. Το αντίθετο δηλαδή εδώ που τα λέμε: χειρότερα έγινε το κορίτσι της. Αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι. Αλλά ο εξορκισμός δεν ήταν η αιτία που κόντεψε να ανοίξει το κεφάλι του το καημένο χτυπώντας το στον τοίχο μετά; Δεν είναι πως ήταν ζαβό το παιδί. Καταλάβαινε. Αλλά δε μπορούσε να συνεννοηθεί με τον κόσμο. Ήθελε. Δεν είναι πως δεν ήθελε. Αλλά δε μπορούσε το έρμο. Άλλα έπρεπε να πει και άλλα έλεγε. Απροσάρμοστο ήταν, που είχε πει και μια δασκάλα στο Δημοτικό. Και αν δε σκοτιζόταν η Μαρίτσα, θα ήταν καλά. Αλλά όσο δεν έπιανε φιλίες, τόσο τά 'βαζε το άμοιρο με τον εαυτό του και δώστου να χτυπάει το κεφάλι του στο τοίχο, να ξεριζώνει τούφες από τα μαλλιά της, μέχρι που μια φορά... Θέ μου και να μπορούσε να τη ξεχάσει εκείνη τη μαύρη μέρα. Αν δεν την προλάβαινε ο πατέρας της θα είχε χαρακώσει όχι μόνο τα χέρια της αλλά και το λαρύγγι της με τα ξυράφια. Μη τα σκέφτεται τώρα, η δύναμη του Θεού είναι μεγάλη και μπορεί φέτος να γινόταν το θαύμα. Κι ας έλεγε ό,τι ήθελε εκείνος ο γιατρουδάκος πως η Μαρίτσα έπασχε από αυτισμό και πως ο αυτισμός δε γιατρεύεται. Άμα θέλει ο Κύριος όλα γίνονται.

Η Μαρίτσα, με υπνηλία από τα αντιεπιληπτικά και εν πλω, κοιμόταν στον καναπέ και δεν είδε τον κύριο Σράιμπερ. Ούτε αυτούς που τον σχολίαζαν είδε. Ούτε τη μάνα της που έπλεκε συλλογισμένη είδε. Είδε στον ύπνο της πως είχαν ανεβεί σε ένα μοναστήρι πολύ ψηλά και από κάτω απλωνόταν τα χρώματα του δειλινού και δεν ακουγόταν παρά μόνο ο αχός της θάλασσας και το κρώξιμο ενός γλάρου. Αυτή την εικόνα έβλεπε κι αυτός στην κουπαστή. Αυτή, αυτός κι ο αυτισμός. Χωρίς αυτούς. Προπάντων χωρίς αυτούς...


7 σχόλια:

kioy είπε...

Έχεις θέμα και έχεις και ταλέντο...
Μεγάλο ταλέντο στο να περιγράφεις αυτές τις ιδότυπες κοινωνίες που υπό τη σφαίρα του συνηθισμένου αυτοαποκαλούνται φυσιλογικές...

Άραγε πια λύτρωση παιδική να επιφυλάσσει και σε εμάς το ταξίδι; Πολύ φοβούμαι την απάντηση, πολύ...

Ανώνυμος είπε...

Ωραία Νίμαν. Η παλιά καλή αφηγήτρια :)

Ανώνυμος είπε...

είναι πολύ όμορφ το κείμενό σου.
χωρίς να θέλω να σας γειώσω, ρίξτε μια ματιά εδώ:
http://partyfor5.blogspot.com/

Swell είπε...

Ή do the day and let the day do you.

Spy είπε...

Γαμώ το κέρατό μου, για αυτιστική κοινωνία που ζούμε!
Αυτιστική λαίλαπα.
Γαμίδια...

(να με συγχωρείτε, συνήθως δε βρίζω, το ξέρετε, αλλά με σακατέψατε πρωί πρωί, και έχω λόγους... και πάλι συγγνώμη)

lakis είπε...

Υπέροχη ιστορία, όμορφα και με ευαισθησία γραμμένη. Πολλές φορές η άγνοια κι οι εμμονές είναι οι χειρότεροι εχθροί του ανθρώπου. Μέρα καλή

Ο άλλος είπε...

Τι εξαιρετική ιστορία είναι αυτή; Πώς έδωσες ένα τέτοιο πρόβλημα τόσο συγκινητικά, πραγματικά και με τις διαστάσεις του κοινωνικού μας αυτισμού; Μπράβο.Υποκλείνομαι