Μόλις είχαμε θάψει τη γιαγιά μας. Στον γυρισμό για το σπίτι κρατούσαμε η μία την άλλη αγκαλιά να μην καταρρεύσουμε. Από τα γέλια. Πιο δύσκολο από τον βήχα και τον έρωτα, είναι να κρύβεις τα χάχανα σε κηδεία. Με σχεδόν άδειο στομάχι το τελευταίο εικοσιτετράωρο, λίγο το κονιάκ, λίγο ένα μονοφυλλάκι που είχαμε μοιραστεί στο πλυσταριό, στην ταράτσα, δεν ήθελε και πολύ. Μισή ατάκα είπε η αδελφή μου και άνοιξε η τάπα του γέλιου. Μετατρέψαμε το τελευταίο κατευόδιο της συνονόματης υπεραιωνόβιας σε φάρσα.
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι σωριαστήκαμε με την αδελφή μου σε κάτι κούτσουρα που είχαμε από πιτσιρίκια για σκαμνάκια. Εντάξει, είχε γούστο η γρια. Κάτι κούτσουρα από δω, κάτι φανάρια από κει, κάτι μυστήρια πουλιά από λαμαρίνες, δικές της κατασκευές. Ωραία ήταν η αυλή. Και καταπράσινη. Είχε τόσες γλάστρες, που κάποια στιγμή, επιχειρήσαμε με τα ξαδέρφια να φυτέψουμε και κανένα πιο πονηρό χορταράκι.
Μάλλον διάβασε το συννεφάκι της σκέψης μου κι εγώ το δικό της. "Ρε λες;" Εκτινάσσομαι σαν ελατήριο από τη θέση μου και της δίνω το χέρι και στην μικρή αδελφή. Εγώ την πίσω αυλή, εσύ την μπροστά. Μοιράσαμε την περιουσία και ξαμοληθήκαμε να βρούμε καμιά γλάστρα φυτεμένη και φροντισμένη από τα ξαδέλφια για να την πιούμε.
Καθώς ψάχναμε εδώ κι εκεί αρχίσαμε κι οι δύο να ανακαλύπτουμε πως μέσα στις γλάστρες της γιαγιάς ήταν σφηνωμένα ρολόγια. Κρατούσαμε τα ρολόγια στα χέρια μας και δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Εκτός από το μέτρημα του χρόνου, πατημένα τα 102, πρέπει να είχε χάσει και τα λογικά της η γιαγιά. "Ρε τι κουφά έκανε η γρια!" Και αλήθεια, ήταν κουφά, γιατί κάποιος της ψιθύρισε "κρύβε λόγια" αλλά εκείνη παράκουσε κρύβε ρολόγια. Κι οι εγγονές της έμελλε να ανακαλύψουν το μυστικό της μακροζωίας. Μια μέρα πριν το τέλος του κόσμου.
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι σωριαστήκαμε με την αδελφή μου σε κάτι κούτσουρα που είχαμε από πιτσιρίκια για σκαμνάκια. Εντάξει, είχε γούστο η γρια. Κάτι κούτσουρα από δω, κάτι φανάρια από κει, κάτι μυστήρια πουλιά από λαμαρίνες, δικές της κατασκευές. Ωραία ήταν η αυλή. Και καταπράσινη. Είχε τόσες γλάστρες, που κάποια στιγμή, επιχειρήσαμε με τα ξαδέρφια να φυτέψουμε και κανένα πιο πονηρό χορταράκι.
Μάλλον διάβασε το συννεφάκι της σκέψης μου κι εγώ το δικό της. "Ρε λες;" Εκτινάσσομαι σαν ελατήριο από τη θέση μου και της δίνω το χέρι και στην μικρή αδελφή. Εγώ την πίσω αυλή, εσύ την μπροστά. Μοιράσαμε την περιουσία και ξαμοληθήκαμε να βρούμε καμιά γλάστρα φυτεμένη και φροντισμένη από τα ξαδέλφια για να την πιούμε.
Καθώς ψάχναμε εδώ κι εκεί αρχίσαμε κι οι δύο να ανακαλύπτουμε πως μέσα στις γλάστρες της γιαγιάς ήταν σφηνωμένα ρολόγια. Κρατούσαμε τα ρολόγια στα χέρια μας και δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Εκτός από το μέτρημα του χρόνου, πατημένα τα 102, πρέπει να είχε χάσει και τα λογικά της η γιαγιά. "Ρε τι κουφά έκανε η γρια!" Και αλήθεια, ήταν κουφά, γιατί κάποιος της ψιθύρισε "κρύβε λόγια" αλλά εκείνη παράκουσε κρύβε ρολόγια. Κι οι εγγονές της έμελλε να ανακαλύψουν το μυστικό της μακροζωίας. Μια μέρα πριν το τέλος του κόσμου.
1 σχόλιο:
Ρε τι γρια τι εκανε!!! Τα συλλυπητήρια μου ωστόσο.
Δημοσίευση σχολίου