Nα βγω έξω ξημερώματα,
την ώρα που η σιωπή έχει απλωθεί πυκνό δίχτυ σ’ όλο το προάστιο, εκεί που
σέρνεις τα βήματά σου απαλά μη σκοντάψεις πάνω της, είναι ένα δίχτυ από ανάσες
κι από σιωπές, τα ροχαλητά, τίποτα-τίποτα, υπόκωφα, η σιωπή είναι η πιο βαριά,
η σιγαλιά της νύχτας που έλεγαν οι ποιητές, παλιοκαίρισαν όλα, να πεις σιγαλιά,
να πεις δείλι, δεν έχει, αλλά το λες, γιατί σηκώνεται ο Καρυωτάκης, σαν σκηνή
στο backwards, σηκώνεται,
φεύγει ο λεκές από το αίμα, το πιστόλι μπαίνει στην τσέπη, ο Καρυωτάκης
περπατάει τώρα με την όπισθεν, ο Καρυωτάκης δεν αυτοκτόνησε ποτέ.
Να βγω έξω
ξημερώματα, με ένα μανταλάκι στη μύτη, για να μπορώ, μόνο έτσι θα μπορώ να δραπετεύσω
από την μυρωδιά τους, ο τρόπος που μυρίζουν τα μωρά σε καθηλώνει, σε παραλύει,
σου κόβει τα πόδια, σου κόβει και τη μήτρα, η μήτρα δεν είναι πια παρά φωλιά
τους, σου κόβει τα βυζιά, τα βυζιά δεν είναι παρά μόνο η τροφή τους, σου κόβει
τον πόθο, ο πόθος δεν είναι παρά για να συλλάβεις, σε έχουν συλλάβει την ώρα
που τα συνέλαβες, σε δένουν με μολυβένια σφαίρα από τον αστράγαλο, τον πρησμένο
αστράγαλο, οπωσδήποτε σε λένε Οιδίποδα.
Να βγω έξω
ξημερώματα και να καθήσω μέχρι να φέξει στα σκαλάκια του φοιτητικού μου σπιτιού
στην Κυψέλη, να της χτυπήσω το κουδούνι, να μου ανοίξει, να πέσω στην αγκαλιά
της, δεν είναι πια εκεί, αλλά το ξέρω πως έζησε εκεί, να πέσω στην αγκαλιά της
και να κλαίμε, αυτή δε θα καταλαβαίνει, ζούσε τον μύθο της παντοδυναμίας της,
νόμιζε ο χρόνος θα έμενε στο pause, νόμιζε άτρωτη την ταινία στην κασέτα, την μάσησε ο χρόνος, μασάει τα λόγια της, να καθήσω στα
σκαλάκια, να καπνίζω, εγώ που καπνίζω μόνο με παρέα, ποτέ μόνη, και να καπνίζω
μόνη μου, αφού δε θα μου ανοίξει ποτέ, κοιτώντας το ερειπωμένο ταβερνάκι με τα
ξύλινα πατζούρια που κρέμονται ετοιμόρροπα, να το κοιτάω, να με κοιτάει κι
αυτό, και να περάσει πάλι αυτός, αυτός που δεν είχα δει τότε, ποτέ, να περάσει
αυτός από μπροστά μου και να ανεβαίνει τη Σπετσών.