Περιμένοντας το μετρό στον σταθμό του Waterloo ρεμβάζω τον τρέχοντα κόσμο. Γραβατωμένοι γιάπηδες με παντοδύναμο χαρτοφύλακα, υπάλληλοι με κουστούμι με πίστη στο dress code, εργάτες με φωσφοριζέ στολές, μετανάστες με ιρανικά ρούσαρι, ινδικά τουρμπάνια , αφρικανικές κελεμπίες . Ένας κόσμος που υπακούει σε γελοίες ανακοινώσεις από τα εκκωφαντικά μεγάφωνα: πρόσεχε το κενό, μην πλησιάζεις την κίτρινη γραμμή, Γιωργάκη, πρόσεχε, θα πέσεις ! Από τον αυτισμό των εντολών ενός οργανωμένου κράτους στις μέρες της τρομοϋστερίας. Από τη μια ασθένεια στην άλλη. Τη τσάντα σου και τα μάτια σου. Μην την αφήνεις μόνη της γιατί θα στην πάρουμε. Στο λέμε, θα στήσουμε στο απόσπασμα το σακκίδιό σου και θα το κάνουμε μπαμ. Στο background δεσπόζουν γιγαντιαία “αντιτρομοκρατικά” δηλαδή τρομοκρατικά πόστερ: Μια κοπέλα κοιτάζει με απορία ένα εγκαταλελειμένο σακ βουαγιάζ ενώ η καίρια ερώτηση “who owns this bag?” σε fonts theorata διψά για απαντήσεις. Για πες εσύ τουρίστα, είδες καμία ύποπτη κίνηση; Εσύ μετανάστη, έχεις κάτι να καταδώσεις στην αστυνομία; Τηλεφώνησέ μας τώρα. Φαντάζομαι μία αφίσσα με περισσότερη ευθύτητα και ειλικρίνεια με λεζάντα “Η ρουφιανιά είναι αρετή”. Μία από τις δεκάδες κάμερες που με καταγράφουν μειδιά στο διάβασμα της σκέψης μου.
Περιμένω ένα μέσο να με μεταφέρει αλλού, μακριά από το Βατερλώ του δυτικού πολιτισμού. Φέρνω στο νου μου τον Banksy, έναν διάσημο και ευπώλητο πλέον εικαστικό (?)καλλιτέχνη. Το Μπάνκσυ είναι το ψευδώνυμο ενός γκραφιτά που κρατά καλά κρυμμένη την πραγματική (ή μήπως αστυνομική ;) του ταυτότητα και χρησιμοποιώντας ως εκφραστικό μέσο ένα σπρέυ, λερώνει με τα graffiti και τα stencil του το τοπίο των βρετανικών εμμονών : την αδιαπραγμάτευτη υποταγή στην αστυνομοκρατία και στην πανοπτική επιτήρηση, την αυτοματοποίηση της καθημερινότητας μέχρι εκεί που δεν πάει, τη βασιλική οικογένεια,τον καταναλωτισμό, το χαζοπανηγύρι της υποτιθέμενης κατάργησης των τάξεων και πολλά άλλα. Δεν είναι όμως γνωστός μόνο για τα έργα του , αλλά και για τις φάρσες που σκαρώνει για τις οποίες του έχουν περάσει χειροπέδες αρκετές φορές. Όπως όταν έφτιαξε γκράφιτι πάνω σε αγελάδες, πρόβατα και γουρούνια. Ή όταν τοποθέτησε ως έκθεμα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας έναν ψόφιο αρουραίο με γυαλιά ηλίου, χωρίς οι επισκέπτες ή οι σεκιουριτάδες να καταλάβουν πως πρόκειται για φάρσα. Το 2004 έφτιαξε κάποια πακέτα πλαστών δεκάλιρων αντικαθιστώντας το κεφάλι της βασίλισσας -που απεικονίζεται στα χαρτονομίσματα- με το κεφάλι της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Τα σκόρπισε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για το Notting Hill Festival με αποτέλεσμα πολλοί να προσπαθήσουν να τα ξοδέψουν στα γύρω μαγαζιά. Όταν κατάλαβαν ότι επρόκειτο για φάρσα δια χειρός Banksy, κράτησαν τα δεκάλιρα και τα πούλησαν στο ebay πιάνοντας μέχρι και 200 λίρες για το κάθε αντίγραφο! «Το καλό στον καπιταλισμό είναι πως έχει βίδα./Άμα πιάσεις τον μηχανισμό από τα αυτιά τον πιάνεις τον λαγό» . Ακόμα και η εικαστική σάτιρα του Μπάνκσυ έχει τρόπο να εξαργυρωθεί σε ένα Λονδίνο. Και σίγουρα ένας Μπάνκσυ δεν φέρνει την άνοιξη.
Την άνοιξη μπορώ να την ανασαίνω κάθε εποχή στα Εξάρχεια και στους δρόμους γύρω από το Πανεπιστήμιο. Όπου οι τοίχοι είναι κατάστικτοι από στένσιλ και γκράφιτι . Όπου οι γκραφιτάδες δεν χαίρουν ούτε της φήμης του Μπάνκσυ, ούτε της καλλιτεχνικής του αξίας, αλλά ούτε και το έργο τους χαίρει όμοιας αγοραστικής αξίας (Ο Μπάνκσυ πουλιέται πανάκριβα στο Χόλλυγουντ). Αλλά είναι πολλοί, δεν είναι ένας. Και τα στένσιλ στο κέντρο της Αθήνας μάλλον δε νιώθουν μοναξιά σε αποστειρωμένα, επιτηρούμενα και βασιλευόμενα ντουβάρια. Έχουν παρέα συνθήματα και αφίσσες. Όχι τρομολάγνες αφίσσες που απεικονίζουν ύποπτα σακίδια και απευθύνονται σε πρόθυμους καταδότες. Οι δρόμοι των Εξαρχείων είναι τα γεμάτα τατού μπράτσα ενός πελώριου άντρα που μαζί του νιώθω ασφάλεια. Όχι τη δημόσια ασφάλεια που υπόσχονται τα τρομολάγνα πόστερ στο μετρό του Λονδίνου. “Και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά/ με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει”. Για να μπορώ να βλέπω πέρα από τα σύνορα του κέντρου.
POST-MEDIA, τέυχος 2