I may live in a terribly rough place, but I have a luxury house in Pet Society.
I may don't have a clue how to plant a seed, but I'm a mega farmer in FarmVille.
I may cannot cook scrambled eggs, but I'm a rich top Chef in Restaurant City.
Worst of all, I may not have a friend to spend some quality time together, but I have hundreds of friends on Facebook.
Reasons why it should be renamed to Fakebook.
18/1/10
12/1/10
αποκτήνωση
Ο εγκέφαλός μου γίνεται ένας παχουλός και πλαδαρός κυριούλης. Ευγνωμονώ δε σύσσωμο το σύμπαν επειδή είναι ακόμα κύριός μου, έστω και με υποκοριστικά.
Το mind building είναι όμοιο του body building. Αν σταματήσεις απότομα την άσκηση θα ξεφουσκώσεις σα σαμπρέλα. Ευγνωμονώ δε σύσσωμο το σύμπαν επειδή ο κυριούλης μου κρύβεται ανάμεσα στο σύμπλεγμα των κρανιακών μου οστών και δεν είναι ορατή η κατιούσα του.
Είναι απλό. Πρώτα πέφτεις το βράδυ στο κρεβάτι εξοντωμένη από την πιο μαύρη και περιφρονημένη εργασία του κόσμου, τα οικιακά. Την άλλη μέρα λες θα εξοικονομήσω χρόνο από το μαγείρεμα, συμμάζεμα, ξεσκάτισμα, ντάντεμα και δε ξέρω τι άλλα, για να διαβάσω, να απομονωθώ, να γράψω κάτι. Όμως η άλλη μέρα δεν έρχεται.
Γιατί κανένα χέρι βοηθείας δεν εμφανίζεται μαγικά απ' το πουθενά, γιατί οι ενοχές σου δε σου επιτρέπουν να παρκάρεις μωρό παιδί σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, γιατί το φιλότιμό σου δε σου επιτρέπει να τρως και να ταϊζεις το σύντροφό σου ετοιματζίδικα, γιατί τα οικονομικά σου δε σου επιτρέπουν οικιακή βοηθό, γιατί η γυναικεία σου φιλαρέσκεια δε σου επιτρέπει να ρημάξεις ως θηλυκό.
Στη χρονική κρίση που βιώνω δεν υπάρχουν δάνεια. Μόνο περικοπές. Πρώτα κόπηκε η ποίηση - ποιος κατάκοπος διαβάζει ποίηματα. Έπειτα κόπηκε η λογοτεχνία -ποια νυσταγμένα βλέφαρα στέκονται προσοχή στην ανάγνωση. Μετά κόπηκαν τα blogs -ποια στερημένη χρόνου οντότητα πηδάει σα βατράχι από νούφαρο σε νούφαρο την αχανή μπλογκόσφαιρα. Κατόπιν κόπηκαν οι εφημερίδες -πια τίποτα. Δε σε σε νοιάζει αν σφάζονται στη Γάζα- λες πάντα σφάζονταν-, ούτε αν υλοτομείται ο Αμαζόνιος - λες πάντα καταστρέφουμε τη φύση για να χτίσουμε.
Πρώτα στερείσαι το χρόνο, έπειτα το εγκεφαλικό ερέθισμα, μετά την ευαισθησία σου και τέλος ό,τι υπήρξες. Αποκτηνώνεσαι αργά και σταθερά ώστε να είσαι πια σίγουρη πως ο ύψιστος σκοπός στη ζωή της γυναίκας είναι να αναπαράγει το είδος. Το είδος των αποκτηνωμένων.
Το mind building είναι όμοιο του body building. Αν σταματήσεις απότομα την άσκηση θα ξεφουσκώσεις σα σαμπρέλα. Ευγνωμονώ δε σύσσωμο το σύμπαν επειδή ο κυριούλης μου κρύβεται ανάμεσα στο σύμπλεγμα των κρανιακών μου οστών και δεν είναι ορατή η κατιούσα του.
Είναι απλό. Πρώτα πέφτεις το βράδυ στο κρεβάτι εξοντωμένη από την πιο μαύρη και περιφρονημένη εργασία του κόσμου, τα οικιακά. Την άλλη μέρα λες θα εξοικονομήσω χρόνο από το μαγείρεμα, συμμάζεμα, ξεσκάτισμα, ντάντεμα και δε ξέρω τι άλλα, για να διαβάσω, να απομονωθώ, να γράψω κάτι. Όμως η άλλη μέρα δεν έρχεται.
Γιατί κανένα χέρι βοηθείας δεν εμφανίζεται μαγικά απ' το πουθενά, γιατί οι ενοχές σου δε σου επιτρέπουν να παρκάρεις μωρό παιδί σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, γιατί το φιλότιμό σου δε σου επιτρέπει να τρως και να ταϊζεις το σύντροφό σου ετοιματζίδικα, γιατί τα οικονομικά σου δε σου επιτρέπουν οικιακή βοηθό, γιατί η γυναικεία σου φιλαρέσκεια δε σου επιτρέπει να ρημάξεις ως θηλυκό.
Στη χρονική κρίση που βιώνω δεν υπάρχουν δάνεια. Μόνο περικοπές. Πρώτα κόπηκε η ποίηση - ποιος κατάκοπος διαβάζει ποίηματα. Έπειτα κόπηκε η λογοτεχνία -ποια νυσταγμένα βλέφαρα στέκονται προσοχή στην ανάγνωση. Μετά κόπηκαν τα blogs -ποια στερημένη χρόνου οντότητα πηδάει σα βατράχι από νούφαρο σε νούφαρο την αχανή μπλογκόσφαιρα. Κατόπιν κόπηκαν οι εφημερίδες -πια τίποτα. Δε σε σε νοιάζει αν σφάζονται στη Γάζα- λες πάντα σφάζονταν-, ούτε αν υλοτομείται ο Αμαζόνιος - λες πάντα καταστρέφουμε τη φύση για να χτίσουμε.
Πρώτα στερείσαι το χρόνο, έπειτα το εγκεφαλικό ερέθισμα, μετά την ευαισθησία σου και τέλος ό,τι υπήρξες. Αποκτηνώνεσαι αργά και σταθερά ώστε να είσαι πια σίγουρη πως ο ύψιστος σκοπός στη ζωή της γυναίκας είναι να αναπαράγει το είδος. Το είδος των αποκτηνωμένων.
5/1/10
Μετέωρο
Κάπου στο λύκειο είχα επιτέλους εντοπίσει -μέσα στον σωρευόμενο τότε λεξιλογικό μου πλούτο- τη λέξη που με εξέφραζε: μετέωρη. Με άλλα λόγια είχα απομυθοποιήσει το ανήκειν και το to being popular και ένιωθα να κρέμομαι πάνω στο πουθενά, κρεμασμένη από το τίποτα. Δεν άλλαξαν και πολλά από τότε. Μόνο που τώρα έχω και ένα παιδί. Πέραν τούτου, ουδέν. Στο πουθενά και από το τίποτα.
Όταν φέτος για πρώτη φορά αντίκρυσα τα Μετέωρα ένιωσα δέος και συγκίνηση. Όχι τόσο για το τοπίο, αλλά επειδή από την Καλαμπάκα έλκει την καταγωγή της η πρώτη και πιο αγαπημένη δασκάλα μου, η κυρία Ε. Οδήγησα σαν υπνωτισμένη ως την πόρτα του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης, που' χει τα χρώματα της ώχρας και του τιρκουάζ. (Τα λέω έτσι τα χρώματα γιατί στην κυρία δε θα άρεσε να τα πω μουσταρδί και οινοπνευματί). Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του κτιρίου. Θέλησα να πάρω το τρένο, εικάζω τώρα, που θα με πήγαινε πίσω στον χρόνο. Εκεί, στο Α2, όπου η κυρία Ε. μου μάθαινε γραφή και ανάγνωση.
Κάπου έγινε το λάθος. Κάτι δεν έμαθα να συλλαβίζω, όπως έπρεπε, και γράφτηκε μέσα μου εκείνο το "μετέωρη" που μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Χωρίς λόγο ίσως. Ο λόγος, κυρία, με δυσκολεύει περισσότερο κι από τη ζωή.
Όταν για πρώτη φορά φέτος βρέθηκα να διδάσκω, ήμουν ξενυχτισμένη, τα μαλλιά μου μύριζαν τσιγαρίλα και το στομάχι μου γουργούριζε απ' τα πολλά κρασιά. Το προηγούμενο βράδυ ήμουν με την τελευταία αγαπημένη μου παρέα στα Εξάρχεια. Πολύ περασμένα μεσάνυχτα, σχεδόν ξέγνοιαστοι, περπατούσαμε στους γύρω δρόμους και στο πάρκο Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ο Α1, πιο χαρούμενος από ποτέ, σχεδόν ιπτάμενος, μας ξεναγούσε σε κάθε γωνιά της περιοχής. Ο Α2 με ρώτησε έξαφνα αν έχω προετοιμαστεί για το αυριανό μάθημα. Όχι δεν είχα. Παρόλο που είχα. Γιατί το ίδιο ξαφνικά κατάλαβα πως δεν είχα απάντηση για τίποτα. Κι αυτό είναι το μόνο που αληθινά μπορώ να προσφέρω στους δικούς μου μαθητές.
Όταν φέτος για πρώτη φορά αντίκρυσα τα Μετέωρα ένιωσα δέος και συγκίνηση. Όχι τόσο για το τοπίο, αλλά επειδή από την Καλαμπάκα έλκει την καταγωγή της η πρώτη και πιο αγαπημένη δασκάλα μου, η κυρία Ε. Οδήγησα σαν υπνωτισμένη ως την πόρτα του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης, που' χει τα χρώματα της ώχρας και του τιρκουάζ. (Τα λέω έτσι τα χρώματα γιατί στην κυρία δε θα άρεσε να τα πω μουσταρδί και οινοπνευματί). Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του κτιρίου. Θέλησα να πάρω το τρένο, εικάζω τώρα, που θα με πήγαινε πίσω στον χρόνο. Εκεί, στο Α2, όπου η κυρία Ε. μου μάθαινε γραφή και ανάγνωση.
Κάπου έγινε το λάθος. Κάτι δεν έμαθα να συλλαβίζω, όπως έπρεπε, και γράφτηκε μέσα μου εκείνο το "μετέωρη" που μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Χωρίς λόγο ίσως. Ο λόγος, κυρία, με δυσκολεύει περισσότερο κι από τη ζωή.
Όταν για πρώτη φορά φέτος βρέθηκα να διδάσκω, ήμουν ξενυχτισμένη, τα μαλλιά μου μύριζαν τσιγαρίλα και το στομάχι μου γουργούριζε απ' τα πολλά κρασιά. Το προηγούμενο βράδυ ήμουν με την τελευταία αγαπημένη μου παρέα στα Εξάρχεια. Πολύ περασμένα μεσάνυχτα, σχεδόν ξέγνοιαστοι, περπατούσαμε στους γύρω δρόμους και στο πάρκο Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ο Α1, πιο χαρούμενος από ποτέ, σχεδόν ιπτάμενος, μας ξεναγούσε σε κάθε γωνιά της περιοχής. Ο Α2 με ρώτησε έξαφνα αν έχω προετοιμαστεί για το αυριανό μάθημα. Όχι δεν είχα. Παρόλο που είχα. Γιατί το ίδιο ξαφνικά κατάλαβα πως δεν είχα απάντηση για τίποτα. Κι αυτό είναι το μόνο που αληθινά μπορώ να προσφέρω στους δικούς μου μαθητές.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)