Πριν λίγες μέρες πέθανε κατά τη μεταγωγή της στις γυναικείες φυλακές Νεάπολης Λασιθίου η Κατερίνα Γκουλιώνη. Ή μάλλον, ας είμαστε πιο ακριβείς: μεθόδευσαν την φυσική εξόντωση της, επειδή, ανάμεσα στα άλλα, η Κατερίνα Γκουλιώνη αρνήθηκε να υποβληθεί σε εξευτελιστικές κολπικές εξετάσεις. Η Κ.Γ. είχε το σθένος να αντισταθεί σε μια φασιστική χρήση των ιατρικών μέσων πληρώνοντας τελικά το τίμημα με την ίδια της τη ζωή. Αν και η κολπική εξέταση στις γυναικείες φυλακές έχει ρόλο σωματικής έρευνας και όχι προληπτικής εξέτασης, ωστόσο δεν παύει να είναι μία προληπτική εξέταση που χρησιμοποιείται με άθλιο τρόπο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Όμως, η φασίζουσα εφαρμογή των μεθόδων της προληπτικής ιατρικής δε σταματά εδώ. Χρόνια τώρα, το ελληνικό κράτος απαιτεί από διοριστέους δημόσιους υπαλλήλους, ασφαλιζόμενους, κάποιες κατηγορίες ιδιωτικών υπαλλήλων, πρωτοετείς φοιτητές στα κρατικά ΑΕΙ και φαντάρους να υποβάλλονται σε άσκοπες και επικίνδυνες ακτινογραφίες θώρακος (Α/Θ). Παραδόξως κανένας ποτέ από εμάς τους ελεύθερους και νομοταγείς πολίτες, αντίθετα με τις Κατερίνες αυτού του κόσμου, δε διαμαρτυρήθηκε.
Η σύγχρονη βιοηθική επιβάλλει τη λήψη ενήμερης (ή ενημερωμένης) συγκατάθεσης (informed consent) για την εφαρμογή οποιασδήποτε ιατρικής πράξης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που έχει υιοθετήσει η UNESCO, η ενήμερη συγκατάθεση ορίζεται ως εξής:
"Any preventive, diagnostic and therapeutic medical intervention is only to be carried out with the prior, free and informed consent of the person concerned, based on adequate information. The consent should, where appropriate, be express and may be withdrawn by the person concerned at any time and for any reason without disadvantage or prejudice."
Στην Ελλάδα, το ζήτημα της ενήμερης συγκατάθεσης φαίνεται ότι απασχολεί κυρίως την ακαδημαϊκή κοινότητα σε θεωρητική βάση, και ενώ αποτελεί κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη σε πρακτικό επίπεδο, σπανίως εξασκείται.
Η περίπτωση της επιβολής ακτινολογικής εξέτασης είναι πολύ χαρακτηριστική.
Informed
1. Ως πολίτης έχω το δικαίωμα να πληροφορηθώ τον σκοπό της συγκεκριμένης εξέτασης. Όμως το ελληνικό κράτος, λειτουργώντας αυταρχικά και καταχρηστικά ως εντολέας, δε φαίνεται να παράσχει ενημέρωση ως προς το σκοπό της συγκεκριμένης εξέτασης. Έτσι, θα αναγκαστούμε να κάνουμε σπέκουλα ώστε να ανακαλύψουμε το σκοπό της εξέτασης, ως δια της ατόπου.
Αν ας πούμε οι αιματολογικές εξετάσεις και τα καρδιογραφήματα έχουν ένα σαφές ζητούμενο, σε τι αποσκοπεί η Α/Θ.;
Μήπως για την ανίχνευση καρκίνου του πνεύμονα; Μα τότε θα έπρεπε να ζητούν και από όλες τις γυναίκες Τεστ Παπ για τον καρκίνο της μήτρας και Test Mayer για τον καρκίνο του παχέος εντέρου κ.ο.κ.
Μήπως για την ανίχνευση πνευμονίας; Μα πρόκειται για ιάσιμη ασθένεια και κίνδυνος επιδημίας δεν τίθεται.
Μήπως για την ανίχνευση μυοσκελετικών προβλημάτων; Δεν είναι καθόλου σαφές γιατί μη εμφανείς μυοσκελετικές παθήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα πχ πρόσληψης στο δημόσιο τομέα, ή έγγραφης σε παν/μιο κ.λ.π.
Υποθέτω, επομένως, ότι ο σκοπός της Α/Θ είναι να αποκαλύψει εάν ο πολίτης πάσχει από επιδημική νόσο. Και ποια επιδημική νόσο μπορεί να ανιχνεύσει μία Α/Θ;
Την ενεργή φυματίωση! Ο νόμος φαίνεται πως έχει ξεμείνει σε ισχύ από τη δεκαετία του '50 που το ελληνικό κράτος είχε επιδοθεί στον γνωστό αντιφυματικό αγώνα. Σήμερα, εν έτει 2009, για ποιο λόγο θα πρέπει να υποβάλλεται ο πολίτης σε αυτή την εξέταση αναγκαστικά, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει η εναλλακτική εξέταση δερμοαντίδραση Mantoux που δείνει ασφαλή αποτελέσματα για τη διάγνωση της φυματίωσης.
Consent
2. Εάν αποφασίσουμε ότι δεν συναινούμε στη συγκεκριμένη μέθοδο, τι εναλλακτικές δυνατότητες μας δίνονται;
Ως τώρα η εξαίρεση υποβολής σε ακτινολογικό έλεγχο αφορά μόνο στην περίπτωση εγκύων. Οι υπόλοιποι θα πρέπει να παραχωρήσουμε μη ενημερωμένη συγκατάθεση, αν δε θέλουμε να έχουμε μπελάδες. Φαντάζομαι, οι στρατεύσιμοι προσέρχονται στα στρατόπεδα σαν πρόβατα επί σφαγή και μάλλον το τελευταίο που τους απασχολεί είναι η άρνηση Α/Θ. Οι δε διοριστέοι κρατικοί λειτουργοί και οι πρωτοετείς φοιτητές προσέρχονται ως υπερτυχεροί του τζακ-ποτ στις υπηρεσίες και στις ανώτατες σχολές, που και πάλι η άρνηση Α/Θ δε θα ήταν αναμενόμενη. Ομοίως οι ασφαλιζόμενοι και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Θριαμβεύει δηλαδή το who cares έναντι του informed consent. Ας γίνω λίγο ακόμη πιο γραφική: θριαμβεύει ο ατομικισμός και ο ωχαδελφισμός έναντι της συλλογικής δράσης και της αντίστασης.
Πέρα από την καταπάτηση, όπως φαίνεται, της ενήμερης συγκατάθεσης δύο επιπλέον προβλήματα εντοπίζονται σε σχέση με την κατάχρηση της Α/Θ στον πληθυσμό.
Πρώτο, είναι γνωστό πως η ακτινοβολία που δέχεται έναν άτομο δρα αθροιστικά μέσα στον χρόνο και ενοχοποιείται ως παράγοντας καρκινοπάθειας. Έτσι ώστε η επανειλημμένη (1 α/θ για το ΑΕΙ+1 α/θ για το στρατό+ 1 α/θ για το διορισμό= 3 άσκοπες α/θ για πλάκα) και μάλλον άσκοπη τελικά έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία θα πρέπει να αποφεύγεται. Συντρέχουν δηλαδή λόγοι ουσιαστικής πρόληψης.
Δεύτερο, το κόστος της εξέτασης θα πρέπει να είναι τεράστιο δεδομένης της συχνότητας με την οποία γίνεται αφού αφορά σε πολλές πληθυσμιακές ομάδες τη στιγμή μάλιστα που γίνονται περικοπές δαπανών στο ΕΣΥ για πολύ πιο ουσιαστικές υπηρεσίες(cost-cutting). Ακόμη, το κόστος διενέργειας Α/Θ σε αυτή τη συχνότητα φαίνεται να μη δικαιολογείται στις παρούσες συνθήκες όπου η φυματίωση (cost-benefit) δεν αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία πλέον.
Το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο; Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να κινηθούμε νομικά ενάντια στο ελληνικό κράτος σε περίπτωση μη αποδοχής της άρνησης Α/Θ; Ή θα μπορούσαμε να κινηθούμε συλλογικά προκειμένου να καταργηθεί μία άσκοπη, δαπανηρή, επικίνδυνη και τελικά καθόλου δικαιολογημένη ιατρική εξέταση;
Η επανάσταση του καναπέ έχει αρχίσει από καιρό.
26/3/09
23/3/09
northalgia
Coldplay -Life in Technicolor II
Kate Nash- Foundations
Camera Obscura- Teenager
Amy Winehouse- Rehab
I guess I'm fucking missing England.
Kate Nash- Foundations
Camera Obscura- Teenager
Amy Winehouse- Rehab
I guess I'm fucking missing England.
21/3/09
ποίηση και επικαιρότητα γένους θηλυκού
Χθες, κοιτούσα την οθόνη σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, το παραμύθι του Άντερσεν. Δηλαδή λυπημένη σαν ορφανή. Σαν ξαφνικά να με εγκατέλειψε ό,τι με γαλούχησε: ένα κάποιο ενδιαφέρον για τη γνώση, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ποίηση και προπάντων την ουσιαστική επικοινωνία. (Ας αφήσουμε τις μικρότητες στην άκρη. Ούτε εγώ καμώνομαι την πολύξευρη, ούτε εσύ μειδιάς ειρωνικά για αυτό που σου λέω πως με γαλούχησε).
Η οθόνη ήταν όπως το πλουσιόσπιτο με τον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο, τα λαχταριστά εδέσματα, την θαλπωρή και την καλοπέραση. Στην οθόνη έβλεπα να σερβίρονται το ένα μετά το άλλο ζεστά-ζεστά τα νέα της επικαιρότητας και τα ενδιαφέροντα άρθρα αλλά και να αναπτύσσονται συναρπαστικές συζητήσεις μεταξύ των θαμώνων του εκλεκτού καφενέ του buzz.Και εγώ, είπαμε, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ξεροστάλλιαζα απ' έξω, μόνη μου δηλαδή στερημένη από την επικοινωνία.
Αφού δεν είμαι πια κοριτσάκι. Αλλά έχω ένα κοριτσάκι. Αφού η επείγουσα ανάγκη δεν είναι να γαλουχούμαι. Αλλά να γαλουχώ. Αφού αν αποφάσιζα να κοινωνήσω τα άλλα ενδιαφέροντά μου και να επικοινωνήσω και με άλλους ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα ήμουν μες στην οθόνη και όχι απέξω. Αλλά θα έμενε απέξω να με κοιτά λυπημένο το πραγματικό κοριτσάκι, περιμένοντας την αγκαλιά, τη φροντίδα, τη γαλουχία, τη διαπαιδαγώγηση.
Σήμερα όμως, αφού τάισα, άλλαξα και κοίμισα το μωρό μου (αυτά που σε κανένα καφενέ δεν επιτρέπεται να κουβεντιάζονται) και ενώ έκανα κάποια φροντίδα ομορφιάς στον εαυτό μου (αυτά και αν είναι απαγορευμένες όψεις της ζωής, της ζωής της ραμμένης στα μέτρα του άνδρα), άκουγα Γ' πρόγραμμα.
Οπότε, το σπίρτο άναψε. Γίνονται τελικά θαύματα. Η μέρα μπορεί να γεμίσει με απαγγελίες Ελλήνων και ξένων ποιητών,να θυμηθείς πως υπάρχουν μεγάλοι ποιητές εν ζωή, πως υπάρχει ζωή πέρα από τη ζωή εν τάφω που με κάθε κόστος θέλουν να σου επιβάλλουν, και από τους ζωντανούς ποιητές να ακούς ζωντανά έναν απ' αυτούς. Ο Τίτος Πατρίκιος να συνομιλεί στο ραδιόφωνο και στο τέλος να διαβάζει ο ίδιος τα "Ρόδα αειθαλή" με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Για μια στιγμή βλέπεις τη μορφή που επιθύμησες: τον εαυτό σου και την μητέρα που έγινες και το κοριτσάκι που διάλεξες να ήσουν. Και μ' αυτή τη μορφή, να θέλεις να ζήσεις το παραμύθι σου.
Αύριο, θα μπορείς να επικρίνεις τις παγκόσμιες ημέρες ως αμερικανιές. Σήμερα είναι η μέρα της. Και θα' ταν ασέβεια.
Η οθόνη ήταν όπως το πλουσιόσπιτο με τον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο, τα λαχταριστά εδέσματα, την θαλπωρή και την καλοπέραση. Στην οθόνη έβλεπα να σερβίρονται το ένα μετά το άλλο ζεστά-ζεστά τα νέα της επικαιρότητας και τα ενδιαφέροντα άρθρα αλλά και να αναπτύσσονται συναρπαστικές συζητήσεις μεταξύ των θαμώνων του εκλεκτού καφενέ του buzz.Και εγώ, είπαμε, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ξεροστάλλιαζα απ' έξω, μόνη μου δηλαδή στερημένη από την επικοινωνία.
Αφού δεν είμαι πια κοριτσάκι. Αλλά έχω ένα κοριτσάκι. Αφού η επείγουσα ανάγκη δεν είναι να γαλουχούμαι. Αλλά να γαλουχώ. Αφού αν αποφάσιζα να κοινωνήσω τα άλλα ενδιαφέροντά μου και να επικοινωνήσω και με άλλους ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα ήμουν μες στην οθόνη και όχι απέξω. Αλλά θα έμενε απέξω να με κοιτά λυπημένο το πραγματικό κοριτσάκι, περιμένοντας την αγκαλιά, τη φροντίδα, τη γαλουχία, τη διαπαιδαγώγηση.
Σήμερα όμως, αφού τάισα, άλλαξα και κοίμισα το μωρό μου (αυτά που σε κανένα καφενέ δεν επιτρέπεται να κουβεντιάζονται) και ενώ έκανα κάποια φροντίδα ομορφιάς στον εαυτό μου (αυτά και αν είναι απαγορευμένες όψεις της ζωής, της ζωής της ραμμένης στα μέτρα του άνδρα), άκουγα Γ' πρόγραμμα.
Οπότε, το σπίρτο άναψε. Γίνονται τελικά θαύματα. Η μέρα μπορεί να γεμίσει με απαγγελίες Ελλήνων και ξένων ποιητών,να θυμηθείς πως υπάρχουν μεγάλοι ποιητές εν ζωή, πως υπάρχει ζωή πέρα από τη ζωή εν τάφω που με κάθε κόστος θέλουν να σου επιβάλλουν, και από τους ζωντανούς ποιητές να ακούς ζωντανά έναν απ' αυτούς. Ο Τίτος Πατρίκιος να συνομιλεί στο ραδιόφωνο και στο τέλος να διαβάζει ο ίδιος τα "Ρόδα αειθαλή" με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Για μια στιγμή βλέπεις τη μορφή που επιθύμησες: τον εαυτό σου και την μητέρα που έγινες και το κοριτσάκι που διάλεξες να ήσουν. Και μ' αυτή τη μορφή, να θέλεις να ζήσεις το παραμύθι σου.
Αύριο, θα μπορείς να επικρίνεις τις παγκόσμιες ημέρες ως αμερικανιές. Σήμερα είναι η μέρα της. Και θα' ταν ασέβεια.
Ρόδα Αειθαλή
Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.
Τίτος Πατρίκιος, «Η αντίσταση των γεγονότων», Κέδρος, Αθήνα 2000.
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι` αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμα τους
ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.
Τίτος Πατρίκιος, «Η αντίσταση των γεγονότων», Κέδρος, Αθήνα 2000.
20/3/09
η ζωή εν τάφω
"Την επιβολή του νόμου και της τάξης θα συνεχίσω να την υπερασπίζομαι με κάθε κόστος".
Κυριάκο, πρόταξε τα γυμνασμένα με personal trainer στήθη σου κόντρα στο επαναστατικό κατεστημένο. Επίβαλέ μας το νόμο και την τάξη. Δώσε και τη ζωή σου ακόμα αν χρειαστεί. Δεν έχει νόημα η ζωή αν διαταράσσεται η ασφάλεια και η τάξις. Η αταραξία είναι το συνώνυμο της ζωής. Της ζωής εν τάφω, Κυριάκο.
Κυριάκο, πρόταξε τα γυμνασμένα με personal trainer στήθη σου κόντρα στο επαναστατικό κατεστημένο. Επίβαλέ μας το νόμο και την τάξη. Δώσε και τη ζωή σου ακόμα αν χρειαστεί. Δεν έχει νόημα η ζωή αν διαταράσσεται η ασφάλεια και η τάξις. Η αταραξία είναι το συνώνυμο της ζωής. Της ζωής εν τάφω, Κυριάκο.
16/3/09
μεταγραφές
Διάλογος μεταξύ του αδελφού μου του Γαύρου και εμένα της Γαυρίνας.
-Πότε τελειώνει το Πρωτάθλημα ρε;
-Σε 3-4 αγωνιστικές.
-Και θα το πάρουμε;
-Έτσι δείχνει...
-Και το Κύπελλο, πότε τελειώνει;
-Παίζουμε στα ημιτελικά εμείς με τον Αστέρα Τρίπολης και η ΑΕΚ με τον Πανσερραϊκό.
-Α! Μάλλον θα πάμε για τελικό με την ΑΕΚ, ε;
-Μάλλον.
-Και θα το πάρουμε και το Κύπελλο;
-Μπορεί και να το πάρουμε...
-Πάλι νταμπλούχοι θα είμαστε ρε;
-Πάλι! Χαχα!
-Και οι μεταγραφές πότε είναι;
-Μες στο καλοκαίρι.
-Και δε μου λες ρε μαλάκα, στις μεταγραφές θα ανακοινώσουμε και τους διαιτητές που πήραμε;
-Πότε τελειώνει το Πρωτάθλημα ρε;
-Σε 3-4 αγωνιστικές.
-Και θα το πάρουμε;
-Έτσι δείχνει...
-Και το Κύπελλο, πότε τελειώνει;
-Παίζουμε στα ημιτελικά εμείς με τον Αστέρα Τρίπολης και η ΑΕΚ με τον Πανσερραϊκό.
-Α! Μάλλον θα πάμε για τελικό με την ΑΕΚ, ε;
-Μάλλον.
-Και θα το πάρουμε και το Κύπελλο;
-Μπορεί και να το πάρουμε...
-Πάλι νταμπλούχοι θα είμαστε ρε;
-Πάλι! Χαχα!
-Και οι μεταγραφές πότε είναι;
-Μες στο καλοκαίρι.
-Και δε μου λες ρε μαλάκα, στις μεταγραφές θα ανακοινώσουμε και τους διαιτητές που πήραμε;
11/3/09
γλύπτης των ανθρώπων
Σήμερα γίνεται 62 χρονών. Πώς στην ευχή πέρασαν τα χρόνια; Με ευχές. Πες- πες χρόνια πολλά, καβάτζαρε τα εξηνταφεύγα. Δεν του φαίνεται όμως. Έχει μια φυσική αρχοντιά -είναι βλέπεις και τα πλούσια κυματιστά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Είναι λεπτός -τρώει ελαφρά και υγιεινά. Είναι και αυτό που λένε γυμνασμένος- αφού περπατάει πολύ καθημερινά και είναι χειμερινός κολυμβητής. Κρύβει και η γενειάδα θαρραλέα ρυτίδες και χαλάρωση.
Σήμερα, θες η επιρροή των γενεθλίων, θες το αστροποβρόντι που του αναστάτωσε τον ύπνο, ένιωθε μια κάποια κούραση, μια αδιόρατη μελαγχολία. Αφού έκανε το πρωινό του μπάνιο στις 7, έσκυψε και παρατήρησε το σώμα του."Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος". Θυμήθηκε και ψιθύρισε στον εαυτό του το στίχο του Ελύτη. Μετά, σκέφθηκε πως είναι συνάδελφος με τον χρόνο και χαμογέλασε κατεργάρικα. Ο Διογένης είναι γλύπτης. Με υλικό το ξύλο, εργαλεία τα σκαρπέλα, τη ματσόλα και σφυριά, και μοντέλα όμορφες κοπέλες κατασκευάζει τα ιδιόμορφα γλυπτά του. Ιδιόμορφα για τους κάτοικους του ακριτικού νησιού όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Για τον υπόλοιπο κόσμο, τουρίστες, μοντέλα, αγοραστές και φρικιά τα έργα του ήταν ιδιοφυή. Το ίδιον παρέμενε ίδιο.
Σήμερα, δεν είχε κέφι για δουλειά. Έβαλε να ψήνεται ένας τούρκικος καφές και έπιασε να ξεσκονίζει τον πάγκο της ξυλογλυπτικής που είχε στήσει κάτω από το μεγάλο δέντρο. Χαμόγελασε πάλι καθώς σκέφθηκε "κάθε κατεργάρης στον πάγκο του" και φαντάστηκε τον εαυτό του στον ένα πάγκο και τον συνάδελφό του, τον χρόνο, στον άλλο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο τραπεζάκι και κάθισε στην πολυθρόνα που είχε μόνος του κατασκευάσει και την οποία ένας Ρώσος επέμενε να αγοράσει όσο-όσο πέρυσι το καλοκαίρι. Απ' αυτή τη θέση του άρεσε κάθε πρωί να αγναντεύει το πέλαγος και να μη σκέφτεται τίποτα.
Σήμερα, όφειλε ένα δώρο στον εαυτό του. Έβαλε το κασκόλ και την τραγιάσκα και κατέβηκε στην πόλη περπατώντας. Σήμερα, μετά τη χθεσινοβράδινη καταιγίδα, το μουσκεμένο χώμα ανέδυε την άνοιξη. Ο ουρανός καταγάλανος και ένα ουράνιο τόξο απ' άκρη σ' άκρη. Τι άλλο δώρο να θελήσω, αναρωτήθηκε και ένιωσε μια κάποια αγαλλίαση. Το γουργουρητό της γάτας, το γνωστό, που ένιωθε πολλές φορές. Ήταν βέβαια και το γουργουρητό της πείνας, που' χε πιει σκέτο καφέ.
"Που' σαι ρε Διογένη;" ακούστηκε η φωνή του καφετζή που έκοψε απότομα την αφηρημάδα του καλλιτέχνη μας. "Πότε θα' ρθεις ρε να μου κάνεις το μερεμέτι πού μού 'ταξες στο μαγαζί;Ε; " εξακολούθησε ο καφετζής σε πιο επιτακτικό τόνο. "Πότε θέλεις;" αντιρώτησε ο Διογένης. "Α, ρε! Εγώ πότε θέλω για εσύ που με κοροϊδεύεις ένα μήνα τώρα; Ρε σου λέω, έχω μείνει από πιατοθήκη τόσο καιρό. Παρακάλια δηλαδή θες να' ρθεις να μου τη φτιάξεις;" Ο Διογένης κούνησε αόριστα το κεφάλι. "Θα' ρθείς τη Κυριακή το πρωί που' χω κλειστά;" ξαναρώτησε ο καφετζής. "Θα' ρθώ", απάντησε ο Διογένης και απομακρύνθηκε απ' το καφενείο. Ευτυχώς. Διαφορετικά θα άκουγε τη γκρίνια της καφετζούς που κατηγορούσε τον άντρα της πως τάχα ήταν χαζομάρα να αφήσουν τον "ξυπόλητο" στο μαγαζί να μαστορεύει, ενώ εκείνοι θα βρίσκονταν οικογενειακώς στην Εκκλησία. Όμως ο καφετζής, αν και δε διαφωνούσε πως ο Διογένης ήτανε ένα λέσι και μισό, του είχε εμπιστοσύνη. Τόσα χρόνια στο νησί δεν είχε ακουστεί το παραμικρό.
Στάθηκε στο δρόμο να κάνει ένα τσιγάρο. Ο Μάρτης είναι μήνας παλαβός, παρατήρησε ο Διογένης, καθώς ο μέχρι πριν δυο λεπτά καταγάλανος ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα με λυμένο το ζωνάρι για καυγά. Ωστόσο δεν ήταν της βροχής ψιχάλες αυτό που του΄ σταζε στο πέτο αλλά η κυρα-Νίτσα που σφουγγάριζε το μπαλκόνι από πάνω του. "Α, εκεί στέκεσαι κυρ- Διογένη; Με συγχωρείς, δε σ' είδα" είπε και συνέχιζε να ρίχνει άτσαλα νερά και να τον καταβρέχει. "Καλέ, θα βρέξει αφού. Τι παιδεύεσαι με τα μπαλκόνια;" της είπε γελώντας με πειραχτικό ύφος ο Διογένης αλλά η κυρα Νίτσα έκανε πως δεν άκουσε και τρύπωσε στο σπίτι. Πέταξε κι εκείνος το σβησμένο από τα απόνερα τσιγάρο στον υπόνομο και προχώρησε κατά το βιβλιοπωλείο.
Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο μαγαζί, εκτός από μια γάτα εφτάψυχη που είχε χουχουλιάσει δίπλα στη ταμειακή μηχανή. "Πού' σαι συ κουκλίτσα μου;" τη χαιρέτισε ο Διογένης και έσκυψε να την χαϊδέψει. Εκείνη την ώρα βγήκε απ' το WC ο Τάκης ο βιβλιοπώλης που μη μπορώντας να συγκρατήσει τις υποψίες και το θυμό του φώναξε "Τι κάνεις εκεί ρε;" Ο Διογένης τον κοίταξε εμβρόντητος και ίσα που ψέλλισε κάτι "τη γάτα..." Ο Τάκης όμως δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Έπρεπε μια και καλή να κόψει παρτίδες με τον Διογένη. Εντάξει, καλός άνθρωπος, καλλιτέχνης, σύντροφος, αν και της εξωκοινοβουλευτικής, αλλά δε μπορούσε να το παίζει και φιλανθρωπική οργάνωση για να σπονσοράρει εφ' όρου ζωής τις αναγνωστικές ορέξεις του Διογένη. Του χρωστούσε πληρωμές για καμιά δεκαριά βιβλία. Και μετά, καλός χρυσός αλλά το μόνο μπάνιο που έκανε ήταν στη θάλασσα. Το βιβλιοπωλείο μια στάλα. Αν βρίσκονταν πάνω από πέντε άτομα εκεί μέσα, κουτουλούσε ο ένας τον άλλο. Του είχανε παραπονεθεί κάποιες πελάτισσες πως...μύριζε. Κομμένα τα πολλά-πολλά. Άσε που πλησίαζαν οι εκλογές και έκανε το κορόιδο. Δε ξεκαθάριζε ότι θα τον ψηφίσει. Από τον ορυμαγδό των θυμωμένων σκέψεων του Τάκη, ευτυχώς δεν ακούστηκε τίποτα. Παρά μόνο η ερώτηση "Τι θες;"
"Σήμερα, είπα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου." απάντησε ο Διογένης αν και με κάποια συστολή.
"Να σου κάνω δώρο εννοείς", αντέταξε ο Τάκης τονίζοντας το σου.
Ο Διογένης σα να μη κατάλαβε τον κοίταξε με απορία.
"Καλά, τελοσπάντων", συνέχισε ο βιβλιοπώλης, "και προς τι η αυτο-επιβράβευση σήμερα ειδικά;"
"Γενέθλια, φίλε μου", απάντησε σχεδόν κοκκινίζοντας ο Διογένης.
"Α,μπα. Χρόνια πολλά" είπε κάπως σαν πιο μαλακωμένος ο βιβλιοπώλης. "Και τι σου μύρισε δηλαδή σήμερα; Τι τραβάει η όρεξή σου;" συνέχισε με προφανή ειρωνία.
"Είναι ένας στίχος του Ελύτη... Αν μπορούμε να βρούμε σε ποια συλλογή είναι..."
"Για πες τον να δούμε" πρότεινε ο βιβλιοπώλης που είχε αρχίσει ήδη να κορδώνεται.
"Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος".
"Μαρίνα των βράχων" απάντησε όλος αυτοπεποίθηση ο υποψήφιος βουλευτής και ιδιοκτήτης του μοναδικού βιβλιοπωλείου του νησιού και έστειλε το Διογένη στο σχετικό ράφι.
Το εντόπισε και επέστρεψε στο ταμείο. Ο Τάκης περίμενε να δει τι δικαιολογία θα του βρει για να πάρει πάλι το βιβλίο χωρίς να πληρώσει. Ο Διογένης έβγαλε απ΄την τσέπη μια θήκη για αναπτήρα σκαλισμένη απ' τον ίδιο. Παρίστανε ένα ξωτικό που έπαιζε φλογέρα.
"Λοιπόν, κράτα αυτό ενέχειρο, φίλε μου, και την Κυριακή που θα κάνω μια δουλειά στον καφετζή, θα πάρω προκαταβολή. Από Δευτέρα θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω."
Ο Τάκης πήρε τη ξυλόγλυπτη θήκη και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Στην επιστροφή για το σπίτι, δέχθηκε άλλο ένα δώρο. Η μικρούλα που ερωτεύτηκε σφόδρα πέρυσι το καλοκαίρι θυμήθηκε τα γενέθλιά του. "Δι(ο)γένη Ακρίτα, σου εύχομαι να χαράζεται όλο και πιο βαθιά το Νόημα στον κορμό της ύπαρξής σου. Σε φιλώ, Μ." Ξαφνικά η οθόνη του κινητού ανταγωνιζόταν σε κάλλος το προηγούμενο δώρο, το ουράνιο τόξο. Ήταν διπλά χαρούμενος. Τον είχε θυμηθεί και επιτέλους είχε κόψει τον πληθυντικό! Της απάντησε: "Σ' ευχαριστώ για όλα". Του απάντησε: "Όλα;" Της έγραψε: "Που με θυμήθηκες, που μου ευχήθηκες και που μου μιλάς στον ενικό!" Του απάντησε: :)
Λίγες ώρες αργότερα, ξαπλωμένος στα στρωσίδια του, της ξανάστειλε μήνυμα "Μαρίνα, από τότε που μου μίλησες στον ενικό, νιώθω πολύ έντονη στύση..." Σε λίγα λεπτά έλαβε απάντηση "Λυπάμαι πολύ για το θράσος σου. Σε παρακαλώ μην επικοινωνήσεις ξανά μαζί μου."
Ο Διογένης ένιωσε ξαφνικά τη σπηλιά να τον πλακώνει. Έσειρε την αυτοσχέδια πόρτα και βγήκε έξω. Έβρεχε πάλι και φυσούσε άγρια ο αέρας. Τράβηξε τον μουσαμά που χρησιμοποιούσε σαν υπόστεγο. Στάθηκε όρθιος αντίκρυ στη θάλασσα. Άνοιξε το βιβλίο, εντόπισε το στίχο και τον διάβασε χαμηλόφωνα.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Κρύωνε. Είχε πάρει να βραδιάζει και τίποτα δε θα έδινε τη θέση του στη νύχτα. Μπήκε μέσα και άναψε το φαναράκι του. Για μια στιγμή ήθελε να μη ζει σε σπηλιά, να μη νυχτώνει, να μην τον λένε Διογενή, να είναι κυνικός, να μην είναι γλύπτης κι ο χρόνος να μην είναι γλύπτης των ανθρώπων παράφορος. Αλλά τίποτα πια δε μπορούσε να αλλάξει. Γιατί έτσι τον δημιούργησα.
Σήμερα, θες η επιρροή των γενεθλίων, θες το αστροποβρόντι που του αναστάτωσε τον ύπνο, ένιωθε μια κάποια κούραση, μια αδιόρατη μελαγχολία. Αφού έκανε το πρωινό του μπάνιο στις 7, έσκυψε και παρατήρησε το σώμα του."Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος". Θυμήθηκε και ψιθύρισε στον εαυτό του το στίχο του Ελύτη. Μετά, σκέφθηκε πως είναι συνάδελφος με τον χρόνο και χαμογέλασε κατεργάρικα. Ο Διογένης είναι γλύπτης. Με υλικό το ξύλο, εργαλεία τα σκαρπέλα, τη ματσόλα και σφυριά, και μοντέλα όμορφες κοπέλες κατασκευάζει τα ιδιόμορφα γλυπτά του. Ιδιόμορφα για τους κάτοικους του ακριτικού νησιού όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Για τον υπόλοιπο κόσμο, τουρίστες, μοντέλα, αγοραστές και φρικιά τα έργα του ήταν ιδιοφυή. Το ίδιον παρέμενε ίδιο.
Σήμερα, δεν είχε κέφι για δουλειά. Έβαλε να ψήνεται ένας τούρκικος καφές και έπιασε να ξεσκονίζει τον πάγκο της ξυλογλυπτικής που είχε στήσει κάτω από το μεγάλο δέντρο. Χαμόγελασε πάλι καθώς σκέφθηκε "κάθε κατεργάρης στον πάγκο του" και φαντάστηκε τον εαυτό του στον ένα πάγκο και τον συνάδελφό του, τον χρόνο, στον άλλο. Ακούμπησε τον καφέ στο ξύλινο τραπεζάκι και κάθισε στην πολυθρόνα που είχε μόνος του κατασκευάσει και την οποία ένας Ρώσος επέμενε να αγοράσει όσο-όσο πέρυσι το καλοκαίρι. Απ' αυτή τη θέση του άρεσε κάθε πρωί να αγναντεύει το πέλαγος και να μη σκέφτεται τίποτα.
Σήμερα, όφειλε ένα δώρο στον εαυτό του. Έβαλε το κασκόλ και την τραγιάσκα και κατέβηκε στην πόλη περπατώντας. Σήμερα, μετά τη χθεσινοβράδινη καταιγίδα, το μουσκεμένο χώμα ανέδυε την άνοιξη. Ο ουρανός καταγάλανος και ένα ουράνιο τόξο απ' άκρη σ' άκρη. Τι άλλο δώρο να θελήσω, αναρωτήθηκε και ένιωσε μια κάποια αγαλλίαση. Το γουργουρητό της γάτας, το γνωστό, που ένιωθε πολλές φορές. Ήταν βέβαια και το γουργουρητό της πείνας, που' χε πιει σκέτο καφέ.
"Που' σαι ρε Διογένη;" ακούστηκε η φωνή του καφετζή που έκοψε απότομα την αφηρημάδα του καλλιτέχνη μας. "Πότε θα' ρθεις ρε να μου κάνεις το μερεμέτι πού μού 'ταξες στο μαγαζί;Ε; " εξακολούθησε ο καφετζής σε πιο επιτακτικό τόνο. "Πότε θέλεις;" αντιρώτησε ο Διογένης. "Α, ρε! Εγώ πότε θέλω για εσύ που με κοροϊδεύεις ένα μήνα τώρα; Ρε σου λέω, έχω μείνει από πιατοθήκη τόσο καιρό. Παρακάλια δηλαδή θες να' ρθεις να μου τη φτιάξεις;" Ο Διογένης κούνησε αόριστα το κεφάλι. "Θα' ρθείς τη Κυριακή το πρωί που' χω κλειστά;" ξαναρώτησε ο καφετζής. "Θα' ρθώ", απάντησε ο Διογένης και απομακρύνθηκε απ' το καφενείο. Ευτυχώς. Διαφορετικά θα άκουγε τη γκρίνια της καφετζούς που κατηγορούσε τον άντρα της πως τάχα ήταν χαζομάρα να αφήσουν τον "ξυπόλητο" στο μαγαζί να μαστορεύει, ενώ εκείνοι θα βρίσκονταν οικογενειακώς στην Εκκλησία. Όμως ο καφετζής, αν και δε διαφωνούσε πως ο Διογένης ήτανε ένα λέσι και μισό, του είχε εμπιστοσύνη. Τόσα χρόνια στο νησί δεν είχε ακουστεί το παραμικρό.
Στάθηκε στο δρόμο να κάνει ένα τσιγάρο. Ο Μάρτης είναι μήνας παλαβός, παρατήρησε ο Διογένης, καθώς ο μέχρι πριν δυο λεπτά καταγάλανος ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα με λυμένο το ζωνάρι για καυγά. Ωστόσο δεν ήταν της βροχής ψιχάλες αυτό που του΄ σταζε στο πέτο αλλά η κυρα-Νίτσα που σφουγγάριζε το μπαλκόνι από πάνω του. "Α, εκεί στέκεσαι κυρ- Διογένη; Με συγχωρείς, δε σ' είδα" είπε και συνέχιζε να ρίχνει άτσαλα νερά και να τον καταβρέχει. "Καλέ, θα βρέξει αφού. Τι παιδεύεσαι με τα μπαλκόνια;" της είπε γελώντας με πειραχτικό ύφος ο Διογένης αλλά η κυρα Νίτσα έκανε πως δεν άκουσε και τρύπωσε στο σπίτι. Πέταξε κι εκείνος το σβησμένο από τα απόνερα τσιγάρο στον υπόνομο και προχώρησε κατά το βιβλιοπωλείο.
Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο μαγαζί, εκτός από μια γάτα εφτάψυχη που είχε χουχουλιάσει δίπλα στη ταμειακή μηχανή. "Πού' σαι συ κουκλίτσα μου;" τη χαιρέτισε ο Διογένης και έσκυψε να την χαϊδέψει. Εκείνη την ώρα βγήκε απ' το WC ο Τάκης ο βιβλιοπώλης που μη μπορώντας να συγκρατήσει τις υποψίες και το θυμό του φώναξε "Τι κάνεις εκεί ρε;" Ο Διογένης τον κοίταξε εμβρόντητος και ίσα που ψέλλισε κάτι "τη γάτα..." Ο Τάκης όμως δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Έπρεπε μια και καλή να κόψει παρτίδες με τον Διογένη. Εντάξει, καλός άνθρωπος, καλλιτέχνης, σύντροφος, αν και της εξωκοινοβουλευτικής, αλλά δε μπορούσε να το παίζει και φιλανθρωπική οργάνωση για να σπονσοράρει εφ' όρου ζωής τις αναγνωστικές ορέξεις του Διογένη. Του χρωστούσε πληρωμές για καμιά δεκαριά βιβλία. Και μετά, καλός χρυσός αλλά το μόνο μπάνιο που έκανε ήταν στη θάλασσα. Το βιβλιοπωλείο μια στάλα. Αν βρίσκονταν πάνω από πέντε άτομα εκεί μέσα, κουτουλούσε ο ένας τον άλλο. Του είχανε παραπονεθεί κάποιες πελάτισσες πως...μύριζε. Κομμένα τα πολλά-πολλά. Άσε που πλησίαζαν οι εκλογές και έκανε το κορόιδο. Δε ξεκαθάριζε ότι θα τον ψηφίσει. Από τον ορυμαγδό των θυμωμένων σκέψεων του Τάκη, ευτυχώς δεν ακούστηκε τίποτα. Παρά μόνο η ερώτηση "Τι θες;"
"Σήμερα, είπα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου." απάντησε ο Διογένης αν και με κάποια συστολή.
"Να σου κάνω δώρο εννοείς", αντέταξε ο Τάκης τονίζοντας το σου.
Ο Διογένης σα να μη κατάλαβε τον κοίταξε με απορία.
"Καλά, τελοσπάντων", συνέχισε ο βιβλιοπώλης, "και προς τι η αυτο-επιβράβευση σήμερα ειδικά;"
"Γενέθλια, φίλε μου", απάντησε σχεδόν κοκκινίζοντας ο Διογένης.
"Α,μπα. Χρόνια πολλά" είπε κάπως σαν πιο μαλακωμένος ο βιβλιοπώλης. "Και τι σου μύρισε δηλαδή σήμερα; Τι τραβάει η όρεξή σου;" συνέχισε με προφανή ειρωνία.
"Είναι ένας στίχος του Ελύτη... Αν μπορούμε να βρούμε σε ποια συλλογή είναι..."
"Για πες τον να δούμε" πρότεινε ο βιβλιοπώλης που είχε αρχίσει ήδη να κορδώνεται.
"Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος".
"Μαρίνα των βράχων" απάντησε όλος αυτοπεποίθηση ο υποψήφιος βουλευτής και ιδιοκτήτης του μοναδικού βιβλιοπωλείου του νησιού και έστειλε το Διογένη στο σχετικό ράφι.
Το εντόπισε και επέστρεψε στο ταμείο. Ο Τάκης περίμενε να δει τι δικαιολογία θα του βρει για να πάρει πάλι το βιβλίο χωρίς να πληρώσει. Ο Διογένης έβγαλε απ΄την τσέπη μια θήκη για αναπτήρα σκαλισμένη απ' τον ίδιο. Παρίστανε ένα ξωτικό που έπαιζε φλογέρα.
"Λοιπόν, κράτα αυτό ενέχειρο, φίλε μου, και την Κυριακή που θα κάνω μια δουλειά στον καφετζή, θα πάρω προκαταβολή. Από Δευτέρα θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω."
Ο Τάκης πήρε τη ξυλόγλυπτη θήκη και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Στην επιστροφή για το σπίτι, δέχθηκε άλλο ένα δώρο. Η μικρούλα που ερωτεύτηκε σφόδρα πέρυσι το καλοκαίρι θυμήθηκε τα γενέθλιά του. "Δι(ο)γένη Ακρίτα, σου εύχομαι να χαράζεται όλο και πιο βαθιά το Νόημα στον κορμό της ύπαρξής σου. Σε φιλώ, Μ." Ξαφνικά η οθόνη του κινητού ανταγωνιζόταν σε κάλλος το προηγούμενο δώρο, το ουράνιο τόξο. Ήταν διπλά χαρούμενος. Τον είχε θυμηθεί και επιτέλους είχε κόψει τον πληθυντικό! Της απάντησε: "Σ' ευχαριστώ για όλα". Του απάντησε: "Όλα;" Της έγραψε: "Που με θυμήθηκες, που μου ευχήθηκες και που μου μιλάς στον ενικό!" Του απάντησε: :)
Λίγες ώρες αργότερα, ξαπλωμένος στα στρωσίδια του, της ξανάστειλε μήνυμα "Μαρίνα, από τότε που μου μίλησες στον ενικό, νιώθω πολύ έντονη στύση..." Σε λίγα λεπτά έλαβε απάντηση "Λυπάμαι πολύ για το θράσος σου. Σε παρακαλώ μην επικοινωνήσεις ξανά μαζί μου."
Ο Διογένης ένιωσε ξαφνικά τη σπηλιά να τον πλακώνει. Έσειρε την αυτοσχέδια πόρτα και βγήκε έξω. Έβρεχε πάλι και φυσούσε άγρια ο αέρας. Τράβηξε τον μουσαμά που χρησιμοποιούσε σαν υπόστεγο. Στάθηκε όρθιος αντίκρυ στη θάλασσα. Άνοιξε το βιβλίο, εντόπισε το στίχο και τον διάβασε χαμηλόφωνα.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Κρύωνε. Είχε πάρει να βραδιάζει και τίποτα δε θα έδινε τη θέση του στη νύχτα. Μπήκε μέσα και άναψε το φαναράκι του. Για μια στιγμή ήθελε να μη ζει σε σπηλιά, να μη νυχτώνει, να μην τον λένε Διογενή, να είναι κυνικός, να μην είναι γλύπτης κι ο χρόνος να μην είναι γλύπτης των ανθρώπων παράφορος. Αλλά τίποτα πια δε μπορούσε να αλλάξει. Γιατί έτσι τον δημιούργησα.
10/3/09
Το Γέλιο Ημών Το Επιούσιον
Την έχω παρατηρήσει.
Κάθε βράδυ ψάχνεται να γίνει κάτι να ρίξει ένα κακαριστό γέλιο.
Δε χρειάζεται καν να παραστήσω τον κλόουν.
Γελάει πια με ασήμαντα σκηνικά.
Αρκεί να κουνήσω ένα παιχνίδι της.
Κάθε βράδυ είμαι πολύ κουρασμένη αφού τη φροντίζω μόνη μου μέρα- νύχτα.
Βλέπεις, ο άντρας μας, μυαλωμένος, προκομένος αλλά διόλου λαμόγιο.
Γι' αυτό έγινε Έλληνας του εξωτερικού.
Έχουμε μείνει τα γυναικόπαιδα στα μετόπισθεν.
Δεν έχουμε οικονομική κρίση.
Έχουμε πόλεμο.
Μη το γελάς μωρό μου.
Ρίξε πάλι το γέλιο ημών το επιούσιον.
Κάθε βράδυ ψάχνεται να γίνει κάτι να ρίξει ένα κακαριστό γέλιο.
Δε χρειάζεται καν να παραστήσω τον κλόουν.
Γελάει πια με ασήμαντα σκηνικά.
Αρκεί να κουνήσω ένα παιχνίδι της.
Κάθε βράδυ είμαι πολύ κουρασμένη αφού τη φροντίζω μόνη μου μέρα- νύχτα.
Βλέπεις, ο άντρας μας, μυαλωμένος, προκομένος αλλά διόλου λαμόγιο.
Γι' αυτό έγινε Έλληνας του εξωτερικού.
Έχουμε μείνει τα γυναικόπαιδα στα μετόπισθεν.
Δεν έχουμε οικονομική κρίση.
Έχουμε πόλεμο.
Μη το γελάς μωρό μου.
Ρίξε πάλι το γέλιο ημών το επιούσιον.
8/3/09
γυ(μ)νή
Τον βρήκα μετά από τρία γεμάτα χρόνια, ταραγμένα. Καθήσαμε σε ένα άδειο μπαράκι, νηφάλιοι. Σα να μην είχαν μεσολαβήσει ούτε ο χρόνος, ούτε οι αποστάσεις, ούτε η προδοσία, ούτε ο χωρισμός, ούτε, το κυριότερο, τα τιποτένια λόγια. Τα λόγια που αντάλλαξαμε μέσω πρόθυμων τρίτων, μετά την καταστροφή. Όμως. Κανείς απ' τους δύο, δεν είχε το θάρρος ή μήπως την ανοησία να ξεστομίσει λόγια ποταπά κατά πρόσωπο. Εκείνα τα λόγια σύρθηκαν σαν φίδια από στόμα σε στόμα, πλήγωσαν και δηλητηρίασαν, αλλά έπειτα έπεσαν σε χειμερία νάρκη και δεν ξύπνησαν ξανά.
Μετά από τρία χρόνια που δεν ήμαστε πια ζευγάρι, καθήσαμε πλάι-πλάι, σα δυο ξένα σώματα. Είπαμε για τούτο και τ' άλλο. Κάτι είπα για ένα παραμύθι που είχα γράψει πρόσφατα. Μεγάλη κοπέλα. Κοντά 30. Κι εκείνος, περασμένα 35, γύρισε αργά κατά το μέρος μου, με κοίταξε με κάποια έκπληξη, σήκωσε τους ώμους όπως οι ανήξεροι, κατέβασε τις άκρες των χειλιών όπως οι λυπημένοι και με ρώτησε με την πιο αθώα απορία "Γράφεις ακόμα παραμύθια; Μπράβο σου, ειλικρινά".
Τώρα σηκωνόμαστε όλοι όρθιοι και τηρούμε ενός λεπτού σιγή. Μόλις θάψαμε ένα τόσο δα κομματάκι της αθωότητας. Γράφεις ακόμα παραμύθια κοτζάμ γυναίκα; Μα κάθεσαι και γράφεις παραμύθια στην ηλικία σου; Τι να πω; Μπράβο σου...
Ένα χρόνο μετά συνέχισα να γράφω παραμύθια και στιχάκια. Ήμουν πια 30-1. Κατά σύμπτωση τότε ήταν που αποφάσισα να δημοσιεύσω για πρώτη φορά. Κατά σύμπτωση, όπου έστειλα γραπτά μου έγιναν δεκτά. Τότε ήταν που τα καμάρωσα πρώτη φορά στο Εντευκτήριο και αλλού. Τότε ήταν που συνεργάστηκα με έναν συνθέτη και που απήγγειλε κάτι που έγραψα ο Δημήτρης Καταλειφός. Τότε ήταν που μου ζήτησε στίχους ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Και τότε ήταν που έτυχε να ξαναμιλήσουμε με μια παλιά φίλη. (Παλιά ποιήτρια κι εκείνη. Στα σχολικά χρόνια. Τότε που όλοι υπήρξαμε ποιητές. Ο μόνος λόγος που λυπάμαι για το απολυτήριο λυκείου. Για την απώλεια.) Βρισκόταν στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης. Έτυχε να τηλεφωνήσω, έτυχε να είναι εκεί. Στο δίλεπτο συνομιλίας που μας αναλογούσε, λίγο η αμηχανία που φέρνει ο χρόνος που πέρασε, λίγο η δικαιολογία για τις χρεώσεις κλήσης απ' το εξωτερικό, είπαμε τα απολύτως τετριμμένα. Όταν πήρε το ακουστικό η φίλη στην οποία τηλεφώνησα, η πάλαι ποτέ ποιήτρια φώναξε "Μα πότε θα εκδώσεις κανένα απ' τα παραμύθια σου να το αγοράσουμε;"
Όρθιοι πάλι. Ημέρα πένθους. Θάψαμε σχεδόν τη μισή απ' την αθωότητά μας. "Σιγά να μην στα εκδώσουνε!"
Ένα χρόνο μετά, και είκοσι χρόνια απ' το πρώτο μου ποιηματάκι, έπαψα να γράφω στίχους. Αλλά ήταν πια η γραφομανία τόσο προχωρημένης μορφής που άνοιξα αυτό εδώ το ιστολόγιο. Και έγραφα ιστορίες. Γράφω ιστορίες από ανία. Όπως άλλοι λύνουν σταυρόλεξα. Γράφω ιστορίες από αγωνία. Όπως άλλοι τρώνε τα νύχια τους. Γράφω ιστορίες για επικοινωνία. Όπως άλλοι πιάνουν κουβέντα στο διπλανό τους στο λεωφορείο.
Τότε ήταν που ανακάλυψε το μπλογκ μου ο αγαπημένος Άρης Μαραγκόπουλος και μου πρότεινε να εκδώσει τις ιστορίες μου. Αλλά είχα κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς με την ματαιοδοξία και αρνιόμουν. Από τη μία να παλεύεις με το τέρας της ματαιοδοξίας για να βρεις το δρόμο σου και από την άλλη να έρχονται οι φίλοι να σου μεταφέρουν πικραμένα λόγια, να σε πικράνουν με πούστικες ερωτήσεις. Όπως χτες που ένας φίλος μου πρότεινε να συμμετέχω σε διαγωνισμό λογοτεχνίας που διοργανώνει μια εφημερίδα. Και ας ξέρει πως δεν το κυνηγάω. Δε κυνηγάω ούτε συνεργασίες με μμε, ούτε διακρίσεις, ούτε εκδόσεις.
Όρθιοι όλοι. Τέλειωσε και αυτό το post. Τη θάψαμε την αθωότητα. Αιωνία της η μνήμη. Πάμε....Πάμε να πλύνουμε κανένα πιάτο...
Μετά από τρία χρόνια που δεν ήμαστε πια ζευγάρι, καθήσαμε πλάι-πλάι, σα δυο ξένα σώματα. Είπαμε για τούτο και τ' άλλο. Κάτι είπα για ένα παραμύθι που είχα γράψει πρόσφατα. Μεγάλη κοπέλα. Κοντά 30. Κι εκείνος, περασμένα 35, γύρισε αργά κατά το μέρος μου, με κοίταξε με κάποια έκπληξη, σήκωσε τους ώμους όπως οι ανήξεροι, κατέβασε τις άκρες των χειλιών όπως οι λυπημένοι και με ρώτησε με την πιο αθώα απορία "Γράφεις ακόμα παραμύθια; Μπράβο σου, ειλικρινά".
Τώρα σηκωνόμαστε όλοι όρθιοι και τηρούμε ενός λεπτού σιγή. Μόλις θάψαμε ένα τόσο δα κομματάκι της αθωότητας. Γράφεις ακόμα παραμύθια κοτζάμ γυναίκα; Μα κάθεσαι και γράφεις παραμύθια στην ηλικία σου; Τι να πω; Μπράβο σου...
Ένα χρόνο μετά συνέχισα να γράφω παραμύθια και στιχάκια. Ήμουν πια 30-1. Κατά σύμπτωση τότε ήταν που αποφάσισα να δημοσιεύσω για πρώτη φορά. Κατά σύμπτωση, όπου έστειλα γραπτά μου έγιναν δεκτά. Τότε ήταν που τα καμάρωσα πρώτη φορά στο Εντευκτήριο και αλλού. Τότε ήταν που συνεργάστηκα με έναν συνθέτη και που απήγγειλε κάτι που έγραψα ο Δημήτρης Καταλειφός. Τότε ήταν που μου ζήτησε στίχους ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Και τότε ήταν που έτυχε να ξαναμιλήσουμε με μια παλιά φίλη. (Παλιά ποιήτρια κι εκείνη. Στα σχολικά χρόνια. Τότε που όλοι υπήρξαμε ποιητές. Ο μόνος λόγος που λυπάμαι για το απολυτήριο λυκείου. Για την απώλεια.) Βρισκόταν στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης. Έτυχε να τηλεφωνήσω, έτυχε να είναι εκεί. Στο δίλεπτο συνομιλίας που μας αναλογούσε, λίγο η αμηχανία που φέρνει ο χρόνος που πέρασε, λίγο η δικαιολογία για τις χρεώσεις κλήσης απ' το εξωτερικό, είπαμε τα απολύτως τετριμμένα. Όταν πήρε το ακουστικό η φίλη στην οποία τηλεφώνησα, η πάλαι ποτέ ποιήτρια φώναξε "Μα πότε θα εκδώσεις κανένα απ' τα παραμύθια σου να το αγοράσουμε;"
Όρθιοι πάλι. Ημέρα πένθους. Θάψαμε σχεδόν τη μισή απ' την αθωότητά μας. "Σιγά να μην στα εκδώσουνε!"
Ένα χρόνο μετά, και είκοσι χρόνια απ' το πρώτο μου ποιηματάκι, έπαψα να γράφω στίχους. Αλλά ήταν πια η γραφομανία τόσο προχωρημένης μορφής που άνοιξα αυτό εδώ το ιστολόγιο. Και έγραφα ιστορίες. Γράφω ιστορίες από ανία. Όπως άλλοι λύνουν σταυρόλεξα. Γράφω ιστορίες από αγωνία. Όπως άλλοι τρώνε τα νύχια τους. Γράφω ιστορίες για επικοινωνία. Όπως άλλοι πιάνουν κουβέντα στο διπλανό τους στο λεωφορείο.
Τότε ήταν που ανακάλυψε το μπλογκ μου ο αγαπημένος Άρης Μαραγκόπουλος και μου πρότεινε να εκδώσει τις ιστορίες μου. Αλλά είχα κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς με την ματαιοδοξία και αρνιόμουν. Από τη μία να παλεύεις με το τέρας της ματαιοδοξίας για να βρεις το δρόμο σου και από την άλλη να έρχονται οι φίλοι να σου μεταφέρουν πικραμένα λόγια, να σε πικράνουν με πούστικες ερωτήσεις. Όπως χτες που ένας φίλος μου πρότεινε να συμμετέχω σε διαγωνισμό λογοτεχνίας που διοργανώνει μια εφημερίδα. Και ας ξέρει πως δεν το κυνηγάω. Δε κυνηγάω ούτε συνεργασίες με μμε, ούτε διακρίσεις, ούτε εκδόσεις.
Όρθιοι όλοι. Τέλειωσε και αυτό το post. Τη θάψαμε την αθωότητα. Αιωνία της η μνήμη. Πάμε....Πάμε να πλύνουμε κανένα πιάτο...
6/3/09
Μύρισε άνοιξη στην πόλη
Μύρισε άνοιξη στην πόλη.
Μύρισε. Άνοιξη. Πόλη. Παίρνω μία-μία τις λέξεις στα χέρια και τις χαϊδεύω απαλά πολύ. Μη μου ξυπνήσουν, οι ακριβές. Μετά, τις ανεβάζω πάλι στα πιο ψηλά ράφια. Στα αζήτητα της καθημερινότητας. Να σκονίζονται όμορφα και να γίνονται πιο ουσιαστικές.
Κάποιος που πληρώνεται για να αμπαλάρει την ασχήμια και το ψεύδος θα τις μεταχειριστεί με τρόπο απρεπή. Θα πει "Πολιτική Άνοιξη", θα πει "Αθήνα, πόλη της ζωής μας".
Οι λέξεις μου δε βιάζονται. Περιμένουν καρτερικά τη σπάνια στιγμή που θα έρθουν να ντύσουν το βίωμά μου.
Οι λέξεις μου βιάζονται. Από τους προσκυνητές μιας παράφορης θεότητας. "Πιστεύω εις μία αγορά, μεγάλη παντοπώλισσα".
Οι λέξεις είναι διττές. Αθώες και τσούλες.
Αναρωτιέμαι αν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Την ίδια γλώσσα μιλάμε. Τη νέα ελληνική. Και ψηφίζουμε τους ίδιους μεγάλους Έλληνες, το Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και τον Παπανικολάου.
Αλλά εγώ ντρέπομαι πολύ. Γιατί τα βήματά μου στη γη, τις λέξεις μου σε πίξελ και ηχητικά κύματα, τις μυρωδιές των εποχών μου, δε μπόρεσα να τα υπερασπιστώ γενναία.
Οι εθνικιστικές κορώνες και η πολιτική ρητορεία, σεσημασμένες εγκληματίες, πάλι θα νικήσουν.
Μύρισε. Άνοιξη. Πόλη. Παίρνω μία-μία τις λέξεις στα χέρια και τις χαϊδεύω απαλά πολύ. Μη μου ξυπνήσουν, οι ακριβές. Μετά, τις ανεβάζω πάλι στα πιο ψηλά ράφια. Στα αζήτητα της καθημερινότητας. Να σκονίζονται όμορφα και να γίνονται πιο ουσιαστικές.
Κάποιος που πληρώνεται για να αμπαλάρει την ασχήμια και το ψεύδος θα τις μεταχειριστεί με τρόπο απρεπή. Θα πει "Πολιτική Άνοιξη", θα πει "Αθήνα, πόλη της ζωής μας".
Οι λέξεις μου δε βιάζονται. Περιμένουν καρτερικά τη σπάνια στιγμή που θα έρθουν να ντύσουν το βίωμά μου.
Οι λέξεις μου βιάζονται. Από τους προσκυνητές μιας παράφορης θεότητας. "Πιστεύω εις μία αγορά, μεγάλη παντοπώλισσα".
Οι λέξεις είναι διττές. Αθώες και τσούλες.
Αναρωτιέμαι αν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Την ίδια γλώσσα μιλάμε. Τη νέα ελληνική. Και ψηφίζουμε τους ίδιους μεγάλους Έλληνες, το Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και τον Παπανικολάου.
Αλλά εγώ ντρέπομαι πολύ. Γιατί τα βήματά μου στη γη, τις λέξεις μου σε πίξελ και ηχητικά κύματα, τις μυρωδιές των εποχών μου, δε μπόρεσα να τα υπερασπιστώ γενναία.
Οι εθνικιστικές κορώνες και η πολιτική ρητορεία, σεσημασμένες εγκληματίες, πάλι θα νικήσουν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)