30/5/11

vintage

Η μητέρα μου πέθανε,
η αγαπημένη μου έφυγε,
οι σύντροφοί μου με πρόδωσαν
τα χρόνια πέρασαν.
Τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.
Όλα
έγιναν.
Τάσος Λειβαδίτης



Δε μας αφήνουν, Ρόμπσον, να τραγουδάμε
Δε μας αφήνουν, καναρίνι,
πώχεις φτερά αετού
Μαύρε αδερφέ μου
δόντια που έχεις
μαργαριτάρια
Δε μας αφήνουν να ψηλώσουμε φωνή
Φοβούνται Ρόμπσον
Φοβούνται την αυγή
ν' ακούσουνε φοβούνται
και να αγγίξουν
φοβούνται να αγαπήσουν [...]
Ναζίμ Χικμέτ


"Είπαμε πολλά κείνη τη νύχτα, κατάφερε ο Μιχάλης και μας έκανε να ξεχάσουμε πως το πρωί θα τον ρίχνανε. Ήταν ατόφιος άνθρωπος, ζεστός, ίσως και να' ταν τυχερός που σκοτώθηκε τότε, τι να πω... Τα ξημερώματα, λίγο πριν έρθουν να τον πάρουν το ρίξαμε στο τραγούδι. Μπα, ούτε επαναστατικά, ουτε αντάρτικα. Είπαμε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, νομίζω, κείνο που λέει
Μπορεί να τό 'χουν πλανέψει
ακρογιαλιές, δειλινά
μα σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε
τη δόλια καρδιά...
Έτσι πέθανε ο Μιχάλης. Λες κι ήξερε ο Χάρος και διάλεγε τους καλύτερους."(σελ.21)




Διάβασα κάπου πως σ΄ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δυο αγόρια και δυο κορίτσια όμοια σα δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάστες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, το δικό του εαυτό, το δικό του "μπορώ". Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες. Και την Ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κουμμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας από αυτούς δε μπόρεσε να ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σε ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δε κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία... (σελ.85)

Χρόνης Μίσσιος "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" (σελ.21).




Την ίδια ώρα μες στο Πολυτεχνείο επικρατούσε πανηγυριώτικος ενθουσιασμός. Κανονικά συνεργεία οργανώθηκαν. Κορίτσια ανέβηκαν στο κυλικείο και στρώθηκαν να βράσουν μακαρόνια και ρύζι, από τα αποθέματα που βρήκαν στην κουζίνα. Άλλη ομάδα έφτιαχνε καραβάνες καφέδες και τσάγια για τα ξαγρυπνισμένα παιδιά, αλλά κι όλα τ' άλλα πουκαταφτάνανε. Ένα αίσθημα μητρικής αλληλεγγύης κι αλληλοεξυπηρέτησης, δεν άφηνε κανέναν να πιει ένα ολόκληρο καφέ, ή να φάει τη φρυγανιά μόνος του. Τα μοιράζονταν όλα, όλοι. (σελ. 80)
Λιλή Ζωγράφου "17 Νοεμβρίου 1973: Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής"



Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στό λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα νά βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα
μην τυχὸν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα
τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τά σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
Μανόλης Αναγνωστάκης

23/5/11

VIII. Ναι

Ι.
Άνοιξη του 2011. Τα κείμενα που γράφτηκαν γι' αυτήν την ξεπέρασαν σε ομορφιά. Τι ήθελε και ήρθε; Καλύτερα ο χειμώνας. Να βρέχει, να μην έχει μια αχτίδα ήλιο, να λες αυτό φταίει που δεν είμαι καλά. Σα δε ντρέπεται η άνοιξη. Έρχεται πανέμορφη, μυρωδάτη, μεγαλοπρεπής να σου επιδειχτεί. Άσε μας κυρά μου. Ούτε που ρώτησες για να' ρθεις. Παίρνω το ποδήλατο και βγαίνω στους δρόμους. Αυτή τη συμπαιγνία της φύσης ενάντια στον άνθρωπο που δε θέλει καμιά μυρωδιά από ανθισμένους κήπους να τρυπώνει στα ρουθούνια του. Κανένα πολύχρωμο παρτέρι να εισβάλλει στο οπτικό του πεδίο. Κανένα ανοιξιάτικο αεράκι να τον χαϊδεύει. Αυτή τη συμπαιγνία γιατί κανείς δε την καταγγέλλει;
ΙΙ.
"Αυτή η άνοιξη καθόλου δε μ' αγγίζει"... τραγουδούσε ένας που μετά έγινε καρικατούρα. Ένας που μας αρέσει να τον κοροϊδεύουμε και να λέμε, για κοίτα πόσο ξεφτίλα έγινε. Αυτό είναι το χόμπι μας. Να λέμε για κοίτα τον πώς κατάντησε. Τον άκουγε βλέπεις ο κουκουές θείος μας από τα μεγάφωνα σε κάθε διαδήλωση. "Τα αγροτικά". Και εμείς είμαστε άλλου τύπου αριστεροί. Δε μας αρέσουν τα μεγάφωνα. Είναι πολύ εκκωφαντικά. Θέλουμε ήπιους τόνους. Τα πλακάτ. Είναι πολύ ξεπερασμένη και η κόκκινη και η μαύρη μπογιά. Εμείς βλέπουμε αποχρώσεις. Τα συνθήματα. Είναι ανυπόφορο να ενώνεις τη φωνή σου στην ίδια φράση με χιλιάδες άλλους. Εμείς θέλουμε να λέμε ο καθένας τη δική του φράση. Οι αφίσες. Είναι σπατάλη χαρτιού. Κι εμείς αγαπάμε τα δέντρα. Και εμάς ποιος μπορεί να μας κατηγορήσει που δεν θελήσαμε να γίνουμε ίδιοι με τους γέρους μας;
ΙΙΙ.
Και θα πιάσουμε ένα-ένα όσες δημόσιες περσόνες συμβολίζουν τους γέρους μας και θα τους κανιβαλίσουμε. Persona non grata. Πώς τον λένε; Στέφανο Ληναίο ξέρω'γω; Ποιος; Αυτός που κατέβηκε με το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές; Μίκη Θεοδωράκη; Ποιος; Αυτός που έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου με τη ΝΔ; Διονύση Σαββόπουλο; Ποιος; Αυτός που έβγαζε την Καλομοίρα από τις τούρτες και τόλμησε και είπε για τους μετανάστες σα φασίστας; Μελίνα Μερκούρη; Ποια; Αυτή που κατέβαινε με το ΠΑΣΟΚ; Κι έχουμε άδικο; Γιατί δεν αποκαθηλώσαμε το Βασίλη Διαμαντόπουλο; Γιατί όταν το '95 ήμαστε 18χρονα και το ΠΑΣΟΚ έκανε μαζικές συλλήψεις στα τότε γεγονότα του Πολυτεχνείου, εκείνος βγήκε στη τιβί να πει για το πανί του ράφτη, την ελληνική σημαία που έκαιγε τότε ένας σχεδόν συνομίληκός μας. Και του ασκήθηκε δίωξη για εγκωμιασμό αξιόποινων πράξεων.
ΙV.
Είμαστε μια γενιά μαμόθρεφτη. Γι' αυτό ο Κυνόδοντας θα είναι ταινία ορόσημο. Θα ακούμε μέχρι τα βαθιά γεράματα τη μάνα μας να μας λέει "στα' λεγα εγώ" και "πρόσεχε!". Θα ακούμε μέχρι τα βαθιά γεράματα την εκκωφαντική σιωπή και τα απεστραμμένα βλέμματα του πατέρα μας. Γι' αυτό ό,τι τους συμβολίζει θα γίνει κουρέλι. Θα το ξεσκίσουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Αλλά η διαδικασία του απογαλακτισμού, που έχει φτάσει ως τα 30 και 40 μας, πού θα καταλήξει; Έχει παρατραβήξει αυτό το αστείο. Θα μας θυμούνται τα παιδιά μας σαν σε μια διαρκή υπόκωφη εφηβεία, σε μια διαρκή μανία ενηλικίωσης, χωρίς αποτέλεσμα.
V.
Είμαστε το παιδί του διευθυντή και του προϊστάμενου. Είμαστε όλοι ένας καθαρόαιμος οργανισμός. Αν είχαμε ανάμεσά μας τά παιδιά του εργάτη και του αγρότη θα ήταν παράταιρο. Μα τι λέω; Υπάρχουν εργάτες και αγρότες σήμερα; Σε λίγο θα μας περιγράψεις και φολκλορικά σκηνικά σαν αυτά που έδειχνε στην "εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων". Οι σταφίδες είναι τούρκικες, τα αχλάδια ιταλικά και τα πορτοκάλια ισπανικά. Εδώ παράγουμε μόνο δάνεια.
VI.
Η αισθητική μας θα είναι ομοιόμορφη. Άκου να σου πω. Δε θα μου χαλάς τη μέρα με τη γκρίνια σου. Αν έχεις νεύρα, μέτρα προβατάκια, πάρε βαθιές ανάσες, κάνε σεξ. Δε θα μου λες όμως πράγματα που να με δυσαρεστούν. Θα μας αρέσουν τα ίδια ρούχα, τα ίδια μπιχλιμπίδια, τα ίδια αστεία, η ίδια εκφορά λόγου, τα ίδια κουρέματα, τα ίδια τραγούδια, οι ίδιες ταινίες, τα ίδια iPhone apps, τα ίδια καφέ, οι ίδιοι δρόμοι, τα ίδια avatar. Θα σκέφτεσαι όπως σκέφτομαι και θα σκέφτομαι όπως σκέφτεσαι. Κανείς δε θα ξεφύγει από τη μεγάλη του γένους σχολή. Μια μέρα θα φορέσουμε όλοι μαζί μαύρα ρούχα και θα σταθούμε άλαλοι έξω απ΄την κλειστή Βουλή. Κάποιοι θα ρίχνουν φάσκελα. Αυτό είναι εντός του καταστατικού. Θα γεράσουμε μαζί. Το ακούς; Διάβασε το καταστατικό. Είναι γραμμένο παντού. Με σύμβολα.
VII.
Δε γράφουμε για να κάνουμε φίλους, αλλά για να χάσουμε κι αυτούς που έχουμε. Κάπως έτσι δε το είχε πει ο ποιητής που μετά εμείς βέβαια κανιβαλίσαμε; Μα δεν καταλαβαίνω την ειρωνεία σου σήμερα. Έχουμε μαλώσει με κάθε τι το ελληνικό. Πού είναι το κακό; Τα μισά θυμίζουν την -ευρύτερη- οικογενειακή μέγγενη και το ευνουχιστικό σχολείο, και τα υπόλοιπα τους χρυσαυγίτες. Εμείς μπορεί να έχουμε κάνει δυο ταξίδια στο εξωτερικό, ή και κανένα, αλλά όμως είμαστε πιο ευρωπαίοι από τους ευρωπαίους. Για δες γύρω σου. Είναι δυνατόν να βάζεις στίχους του Ρίτσου στην κουβέντα; Πού ζεις;
VIII.
Δε ζεις. Δε μυρίζεις. Οι οθόνες δεν αναδύουν ούτε μισή φερομόνη. Πώς να σε ερωτευτώ; Δε ζεις. Δε σκέφτεσαι. Το "ανήκειν" σου κλαδεύει τα πιο δροσερά κλαδιά της σκέψης σου. Πώς να αφομοιωθώ; Δε ζεις. Δε θα εξελιχθείς. Θα μείνεις προσκολλημένος σε έναν απογαλακτισμό, που μάλιστα δε θα ολοκληρώσεις ποτέ, ως το τέλος της ζωής σου. Δε θα αφήσεις τίποτα πίσω σου. Θα ψάχνει το παιδί ένα έρεισμα για να σε θαυμάσει, μια λαβή να εξοργιστεί και δε θα βρίσκει τίποτα.
IV.
Πάμε στις πλατείες. Πάμε να καθήσουμε χωρίς συνθήματα, χωρίς μεγάφωνα, χωρίς αφίσες, χωρίς πλακάτ, χωρίς ινστρούχτορες, χωρίς κομματικές γραμμές, χωρίς μπογιές. Πάμε χωρίς το τραγούδι που λέει η πλατεία είναι γεμάτη. Το είχε γράψει ο φασίστας. Ούτε που το ξέρεις; Πάμε να καθήσουμε όλοι μαζί και να κοιτάμε. Αν θες μπορούμε και να κοιταζόμαστε. Είναι εξτρημ, το ξέρω. Δε θέλω να σε πιέσω. Πάμε να κουβεντιάσουμε ήσυχα και απλά. Χωρίς τον ξύλινο λόγο τους. Χωρίς την κομματική πειθαρχία. Χωρίς καμιά μαρξιστική ή άλλη θεωρία. Να βγούμε έξω.
V.
Πάμε. Μόνο να περάσει η άνοιξη. Μη λες ΠΑΜΕ. Είναι πασσέ. Πάμε. Να φέρω και τηλεόραση μαζί; Για να έχεις κάτι να γράφεις μωρέ στο twitter. Να φέρω;
VI
Φέρε ό,τι θες μόνο άφησε την ειρωνεία σπίτι σου. Να φέρω διλήμματα; Όχι, θα τα φέρω εγώ. Ώστε έχουμε δυο επιλογές. Να καθήσουμε στα σπίτια μας ή να βγούμε στις πλατείες. Να μείνουμε κλεισμένοι στα τέσσερα ντουβάρια μιμούμενοι τους μικροαστούς γονείς μας που ο αντίλαλος του κάθε βλέμματός τους θα μας συνοδεύει ως το τέλος.
VII.
Να φέρω αντιρρήσεις; Φέρε. Τα διλήμματα, από οποιονδήποτε και αν τίθενται, είναι εξαιρετικά αντιπαθητικά. By default. Είτε άκουσες παλιότερα το Τζώρτζ Μπους Jr να απευθύνει στον πλανήτη το δίλημμα "όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εχθρός μας" σε μια προσπάθεια να εντείνει την τρομοϋστερία. Είτε άκουσες έπειτα φαιδρότητες τύπου "Καραμανλής ή χάος". Είτε τώρα ακούω εσένα. Θα τα φέρεις τελικά; Θα τα φέρω.
VIII.
Ναι. Τι ναι; Θέλεις κάπου να καταλήξεις; Όχι. Ανήκω βλέπεις στη γενιά μου. Δε θέλω να καταλήξω πουθενά. Μα πώς μπορείς να μιλας για γενιά; Είμαστε ο καθένας μόνος του. Με αυστηρά ίδια αισθητική ωστόσο. Die Wielle. Με έναν αρχηγό φάντασμα. Θα το ποστάρεις αυτό; Ναι. Πιστεύεις θα καταλάβει κανείς αυτό το παραλήρημα; Ναι. Το ξέρεις πως θα εκτεθείς; Ναι. Πώς θα δυσαρεστήσεις κάποιους; Ναι. Πώς θα σε ειρωνευτούν; Ναι. Πώς θα χάσεις; Ναι. Πως έχει καταργηθεί το α' πληθυντικό το ξέρεις; Ναι. Πως μας νοιάζει η μορφή περισσότερο από το περιεχόμενο, το γνωρίζεις; Ναι. Και θα πατήσεις publish post; Ναι. Μα γιατί; Ναι είπαμε. Όλα ναι.

22/5/11

θέλουμε να ξεχυθούμε στις πλατείες

Όλοι θέλουμε να βγούμε στις πλατείες, σαν τους Ισπανούς. Προπάντων εμείς οι άνθρωποι των social media.
Ας πούμε, ο τέτοιος, που έχει ένα μπλογκ και βγάζει γκόμενες, θέλει να βγει να γνωρίσει καμιά ακόμα στο live, τώρα που έχει γίνει πια διάσημος.
Ο άλλος, ο τέτοιος, που έχει μια μπάντα και παίζει ντραμς θέλει να βγει να παίξει κανένα τραγουδάκι στο κοινό.
Η τέτοια, που μετά από 12 μπλογκζ έφτιαξε και ένα ηλεκτρονικό μαγαζάκι και πουλάει μπιχλιμπίδια, θέλει να βγει να κάνει κονσομασιόν.
Η τέτοια, η άλλη, που έχει αγοράσει φουλάρια και funky ρούχα από το Mall, κι έχει χτυπήσει και ένα ωραίο τατού στο σβέρκο, θέλει να βγει να τα επιδείξει.
Η άλλη, η απαυτή που χώρισε και τώρα ψάχνει γκόμενο αλλά τους έχει πάρει όλους τους διαδικτυακούς θέλει να βγει live να γνωρίσει και όσους δεν γνώρισε ήδη.
Ο άλλος ο αποτέτοιος που δεν έχει φίλους στην πραγματική ζωή θέλει να βγει να γνωρίσει καμιά παρέα που μιλάει καιρό τώρα μαζί τους στο ίντερνετ.
Η άλλη η αποτέτοια που βρίσκει τρε πασσέ τις διαδηλώσεις τύπου ΚΚΕ, θέλει να βγει να νιώσει ευρωπαία διαμαρτυρόμενη.
O άλλος ο απαυτός που είναι πια επιφανής ιστοαριστερογράφος θέλει να βγει και να δημιουργούνται γύρω του πηγαδάκια να δρέπει κολακείες.
Ο τέτοιος, ο άλλος που χρησιμοποιούσε τόσα χρόνια το μπλογκ να βγάζει ψήφους για το κόμμα, θέλει τώρα να βγει να βγάλει ψήφους και live.
Το κίνητρό μας είναι καθαρά πολιτικό γιατί είμαστε αμιγώς πολιτικά ζώα. Όποιος βγει και πει ότι έχουμε άλλα κίνητρα να του βγει το μάτι. Να μη βλέπει.

20/5/11

να πάνε να καλλιεργήσουν

Και δε σου λέω πως εγώ δεν είμαι ελληνίδα. Εδώ γεννήθηκα, αυτή τη γλώσσα έμαθα να μιλώ, αυτόν τον λόγο έμαθα να χρησιμοποιώ, αυτή την επικοινωνία να εξασκώ. Όμως για τον ίδιο λόγο έφυγα έξω. Και για, εκτός των πολλών άλλων, να μη γίνω φαιδρή καρικατούρα της αμετροέπειας, του ελλείμματος λογικής, της φανατικής αγκύλωσης σε ιδεολογήματα (και εκπροσώπους τους), της αδιάλειπτης βεβαιότητας ή κατ' αντιπαραβολή της διαρκούς σύγχυσης, της αγκίστρωσης στο δίπολο δράση-αντίδραση. Και γι' αυτό, επειδή απομακρύνθηκα από όλα αυτά, έζησα όμορφα χρόνια στο Λονδίνο. Για τον ίδιο λόγο τώρα ασφυκτιώ στην Ελλάδα και φαντασιώνομαι την επιστροφή μου σ'εκείνον τον τόπο.

Λοιπόν ας το παραδεχτούμε με όρους ελληνικούς: δεν ξέρουμε, δε μάθαμε, δε θελήσαμε να μάθουμε να συζητάμε. Θα βγει ο Σαββόπουλος και θα εκτοξεύσει χονδροειδώς την πρότασή του για μια κατάσταση που όλοι λίγο πολύ παραδεχόμαστε ότι είναι προβληματική. Θα βγούμε κι εμείς από τα social media να εκτοξεύσουμε χονδροειδώς τους χαρακτηρισμούς μας στο πρόσωπό του. Όχι. Ούτε να τον κατηγορήσω θέλω, ούτε και να τον υπερασπιστώ. Όχι. Οι μετανάστες δεν είναι ούτε σκουπίδια, ούτε και σύγχρονοι άγιοι.

Δε συνομιλώ με χρυσαυγίτες όμως. Δε γνωρίζω κανέναν. Με ανθρώπους που ανήκουν στον ευρύτερο αριστερό-αντεξουσιαστικό-ή-και-ανένταχτο χώρο συνομιλώ. Μ' αυτούς γνωρίζομαι. Όμως ούτε μ' αυτούς μπόρεσα να συνομιλήσω. Γιατί είναι κι αυτοί έλληνες, σαν εμένα, το είπαμε αυτό, αν και μέσα στη γενικότερη μεταμοντέρνα σούπα έχουν εσκεμμένα απωλέσει την αναγνώριση ότι τόσο το βίωμα όσο και οι προσλαμβάνουσές τους προέρχονται από αυτόν τον τόπο, ίσως για να μην συνυφανθεί με την ταυτότητά τους. Μη μας πουν ελληναράδες. Μόνο αυτοί εξάλλου δικαιούνται να έχουν ταυτότητα. Όμως δεν γαλουχήθηκαν μόνο αυτοί με τους όρους του ελληνικού δημόσιου διαλόγου. Και εμείς, κι αυτοί οι άλλοι, είτε είναι δηλωμένοι φασίστες, είτε τους κατηγορούμε εμείς ως τέτοιους, δεν έχουμε ιδέα τι πάει να πει διάλογος.

Μα είναι τρόπος αυτός να εκφράζομαι, την ίδια στιγμή που μας μέμφομαι ότι στερούμαστε μιας κάποιας διαλεκτικής κουλτούρας ως λαός; Μα είναι αυτές επιτρεπτές γενικεύσεις; Όχι. Αλλά αναγνωρίζω ότι είμαι θυμωμένη. Και αυτό είναι το context για να καταλάβεις αυτά που λέω. Θέλω κι εσύ να μου λες το context σου. Για να μην ακούγονται αυτά που λες βαρύγδουπες αερολογίες. Είμαι θυμωμένη με την αγιοποίηση των μεταναστών από μια μερίδα των ανθρώπων που έχουν παρουσία στα social media.

Δεν είναι και δε μπορεί να είναι όλοι οι μετανάστες άδολες και αθώες ψυχούλες που η κακή τύχη ξέβρασε σε κάθε διασταύρωση της Αθήνας για να καθαρίζουν παρμπρίζ. Δε μπορεί να έχεις σκυλοπνιχτεί διασχίζοντας δυο ηπείρους για να έρθεις στην Ελλάδα και να έχεις ταχτεί να καθαρίζεις τζάμια αυτοκινήτων και να πουλάς χαρτομάντηλα για το υπόλοιπο του βίου σου. Δε μπορεί να είσαι αρτιμελής, να ήρθες σ' αυτή τη χώρα για να δουλέψεις και η μόνη σου δεξιότητα να είναι να τείνεις ως επαίτης το χέρι σου. Δε μπορεί σε μια χώρα που η αγροτοκτηνοτροφική ανάπτυξη είναι όρος επιβίωσης της οικονομίας, να θεωρείται επονείδιστη παρότρυνση να απασχοληθούν οι μετανάστες σε αυτόν τον τομέα. Δε μπορεί από την άλλη να εκκενωθεί καμιά πρωτεύουσα από μετανάστες όταν οι 500 που έκαναν την κατάληψη της Νομικής προήλθαν όχι από την ίδια την πρωτεύουσα αλλά από ένα ευημερεύον νησί, όπως η Κρήτη. Δε μπορεί ο Σαββόπουλος να έχει διαγράψει μια τέτοια πορεία -ανεξάρτητα από αν σε εκφράζει το συγκεκριμένο μουσικό είδος- και να τον κατηγορείς με ευκολία ως φασίστα. Δε μπορεί από την άλλη ο ίδιος ο Σαββόπουλος σε συνθήκες που η ιντελλιτζέντσια σιωπά, εκείνος να μιλά με τόσο εκκωφαντικό τρόπο. Και τέλος, δεν μπορεί να συζητάμε για μια πρόταση που έκανε ένας τραγουδοποιός σαν να είναι μείζον ζήτημα.

Να πάνε όλες οι απολυτότητες, τα στερεότυπα, οι γενικεύσεις, η πόλωση, οι αγκιστρώσεις, οι φανατισμοί, οι παραλογισμοί, οι αμετροέπειες, οι αερολογίες να ζήσουν σε αραιοκατοικημένους εγκεφάλους. Να πάμε να καλλιεργήσουμε το δημόσιο διάλογο. Γιατί έχει ρημάξει.

15/5/11

ο αξιωματούχος έχει στύση

Ο αξιωματούχος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ξύπνησε ανάμεσα στους έρωτες της ζωής του.Η Χλίδα αναδεύτηκε φιλήδονα στο ξύπνημα του Άνδρα. Σηκώθηκε όρθια και απλώθηκε ανυπέρβλητα επιβλητική σε όλη τη σουίτα, στα αξεσουάρ του, τα ρούχα του, την κολώνια του, παντού. Μέχρι κάτω στο γκαράζ που' χε παρκαρισμένο κάποιο απο τα πολυτελή αυτοκίνητά του απλώθηκε. Η Εξουσία, στην αφύπνιση του Άνδρα, του δάγκωσε απαλά το λοβό του αυτιού, ως υπενθύμιση της χτεσινής νύχτας, της χτεσινής μέρας, κάθε ώρας και στιγμής που τον συνοδεύει ως μια ατέλειωτη μέθη.

Στην έγερσή του από το κρεβάτι συνάντησε στον μεγάλο καθρέφτη το είδωλο μιας ανεπιθήμητης γκόμενας. Μιας που επέμενε να προσκολλάται πάνω του, όσο και αν της έδειχνε πως εκείνος τις άλλες δύο ποθούσε, με τις άλλες δύο ζούσε. Τη λέγανε μάλλον Μοναξιά και ήταν αποκρουστική.

Ο αξιωματούχος γδύθηκε. Τα γερασμένο κρέας, οι άσπρες τρίχες στο στέρνο, οι κηλίδες στο δέρμα, οι ρυτίδες στο πρόσωπο, το κατσουφιασμένο πέος. Βυθίστηκε στη μπανιέρα με τα αφρόλουτρα και τα αιθέρια έλαια. Η Χλίδα του έτριβε την πλάτη με το σφουγγάρι και του έκανε μασάζ στις πατούσες. Ο Άνδρας λατρευόταν. Της ζήτησε να ασχοληθεί με το ψόφιο πέος του. Ασχολήθηκε. Μάταια. Ο αξιωματούχος δεν είχε στύση. Ο Άνδρας ματαιώθηκε.

Ζήτησε να έρθει μέσα στο μπάνιο η άλλη. Ήρθε με άγριες διαθέσεις. Του έκλεισε με μια αβρή κίνηση τα μάτια. Ο αξιωματούχος αφέθηκε. Του ζήτησε να φανταστεί το επόμενο ταξίδι του. Του ψιθύριζε στο αυτί τις φαντασιώσεις της. Θα πήγαινε κάπου στην κεντρική Ευρώπη και χωρίς όπλα, με ένα μάτσο έγγραφα θα γαμούσε έναν ολόκληρο λαό. Του ψιθύρισε σκηνές από το splatter "αισθηματικό μυθιστόρημα" του Αλέν Ρόμπ-Γκριγιέ. Βασανιστήρια, όργια, αίμα, οδύνη. Πόνος, πόνος, πόνος. Λαός, εργάτες, άνεργοι, αξιοπρέπεια, επαίτες, χαμηλόμισθοι, καταχρωμένα νοικοκυριά, υποτελής πολιτική ηγεσία, ξεπουλημένοι συνδικαλιστές, ακροδεξιό μίσος, παρίες, ξύλο, σπασμένα κεφάλια, μπάτσοι, φασίστες, νεκροί. Νεκροί! Ο αξιωματούχος επιτέλους είχε στύση.

Εγκαταλείπει τη μπανιέρα, αρπάζει το μπουρνούζι, ανοίγει την πόρτα. Μια καμαριέρα έστρωνε το κρεβάτι του. Ήθελε οπωσδήποτε να τη γαμήσει. Να γαμήσει άγρια μια δούλα τώρα. Αυτή τη στιγμή, το 2011 μ.Χ.

13/5/11

στον άσφαλτο δρόμο του καθενός

Υπάρχει πια κανείς που αγοράζει χαρτομάντηλα από τα σούπερ μάρκετ; Τα πακέτα κυκλοφορούν με μηνύματα ανημποριάς. Είμαι άνεργος, δεν έχω σπίτι, τα παιδιά μου δεν έχουνε να φάνε. Όπως τα πακέτα των τσιγάρων. Κυκλοφορούν με προειδοποίηση. Το κάπνισμα σκοτώνει, προκαλεί καρκίνο. Αλλά κανένα μήνυμα δε θα σου κόψει μαχαίρι το ρατσισμό, κανένα την έξη. Θα θέλεις να γεμίζεις την ψυχή σου μίσος και τον πνεύμονά σου νικοτίνη. Το μήνυμα του πακέτου των τσιγάρων θα σε αφορά έτσι κι αλλιώς, αν αγαπάς να καπνίζεις. Το μήνυμα του πακέτου των χαρτομάντηλων θα πέσει στο πάτωμα της πρώτης θαλπωρής, είτε αγαπάς είτε μισείς.

Τη βλέπω από τον καθρέφτη. Ανοίγει το παράθυρο του αυτοκινήτου. Νεύει καταφατικά με το κεφάλι της. Το χέρι προτάσσει το πακέτο. Δίνει το κέρμα, παίρνει τα χαρτομάντηλα. Αγαλλιάζει.Τη βλέπω στο επόμενο φανάρι. Νεύει αρνητικά με το αριστερό της χέρι. Το μουσκεμένο αφρολέξ στο κοντάρι έχει ήδη κυλήσει ένα αυλάκι νερό στο παρμπρίζ. Ανοίγει το παράθυρο πάλι. Δίνει μια εντολή, παίρνει ενα βλέμμα αποδοκιμαστικό. Ενοχλείται. Τη βλέπω στο επόμενο φανάρι από τον καθρέφτη. Καλεί κάποιον με το χέρι της. Ανοίγει το παράθυρο, δίνει το χαρτονόμισμα, παίρνει τα λουλούδια. Και το πλατύ χαμόγελο. Η φιλανθρωπία είναι το ράφτιγκ μας στα ποτάμια των αθλίων. Έχεις συνεπιβάτες, έχεις κουπιά, έχεις στολές και κράνος. Έχεις ανθρώπους που σ' αγαπούν, έχεις πολιτικά δικαιώματα, έχεις ασφάλιση, έχεις λογαριασμό τραπέζης. Είναι πια εξτρήμ σπορ να οδηγείς στους δρόμους της Αθήνας.

Κοιτάει το καθεφτάκι της. Είναι ερωτευμένη; Εμείς δε θα το πούμε. Ο καθρέφτης θα πει, τι υπερλαμπρη, γαλήνια, ερωτική μορφή εμφανίζεται μπροστά μου το πρωινό μετά τον έρωτα που σου έχει κάνει εκείνος. Και θα εναλλαχθεί η μορφή της στο κάτοπτρο με μια σκηνή από την Καζαμπλάνκα. Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ αγκαλιά με την Ίνγριντ Μπέργκμαν σε κάποιο υπόστεγο και γύρω η βροχή. Η Illsa θα πει «With the whole world crumbling, we pick this time to fall in love». Και ο Rick θα απαντήσει «Yeah, it's pretty bad timing. Where were you, say, ten years ago?»

Είναι δυνατόν να ερωτεύεται κανείς, να διακρίνει την ομορφιά του κόσμου και να αγαπά ολο τον κόσμο μέσα σε συνθήκες πολέμου; Είναι δυνατόν ένας τόπος με τόση ηλιοφάνεια να έχει σκοτεινιάσει από τα μαύρα σύννεφα του ακροδεξιού μίσους, του καθημερινού ρατσισμού, της εξαθλίωσης, του νεοσυντηρητισμού, της τσακισμένης αξιοπρέπειας; Να πει κάποιος στα σύννεφα να συγκρουστούν. Να πέσει μια λυτρωτική βροχή σαν τίτλοι τέλους. Να συγκρουστούμε επιτέλους.

Να βγούμε στους δρόμους των αθλίων σα σήριαλ κίλλερ. Όπως τα πιτσιρίκια στα κράτη- δανειστές, που μεγαλώνουν με μια οθόνη μάνα και κάνουν μόνα τους το λουτρό. Το λουτρό αίματος στο σχολείο. Να βγούμε στις λεωφόρους, τις κατάστικτες από μελαμψές κουκκίδες, που’ρθαν λαθραίοι και με καραβάνια από χώρες που ξέρουν καλά τι πά’ να πει κοινωνικές ανισότητες. Να βγούμε και να λιώνουμε τις ρυπαρές κουκκίδες με τις ρόδες των χρεωμένων οχημάτων μας. 200 πόντοι ο κουλός, 350 ο κουτσός, 450 ο αρτιμελής με το δόρυ, 300 η τσιγγάνα. Να τους ξεπαστρέψουμε. Είναι κι αυτοί ερωτευμένοι με μια άλλη ζωή. Ειναι γλυκός ο έρωτας για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Έλα να τους σκοτώσουμε.

Να βγούμε κι όπως οι μανιακοί δολοφόνοι στα States, να πυροβολούμε τα φρικιά με τα μούσια, τα ταττού και το στυλ. Κάθε δέκα αντεξουσιαστές ανεβαίνεις πίστα. Ελάτε να τους κάνουμε σουρωτήρια. Σκοπεύσατε. Πυρ. Είναι κι αυτοί ερωτευμένοι με μια άλλη ζωή. Είναι γλυκός ο έρωτας για την ουτοπία. Έλα να τους σκοτώσουμε.


Να βγούμε να στοχεύσουμε σε κάθε μπάτσο με στολή, όπως τις μοιχαλίδες στο Ιράν και στη Σομαλία. Να τον γαργαλήσουμε, να του πέσει η ασπίδα. Και μετά να τον πετροβολήσουμε μέχρι θανάτου. Αφού ειναι μισθωτοί, δικοί μας άνθρωποι, και πάνε με τους ισχυρούς απέναντι. Μοιχεία. Είναι κι αυτοί ερωτευμένοι. Είναι γλυκός ο έρωτας για την εξουσία και προπαντός για την κατάχρησή της. Έλα να τους σκοτώσουμε.

Και έπειτα να βγούμε με χατζάρες, να αποκεφαλίσουμε όλους τους φασίστες και να παίζουμε μπάλα με τα ξυρισμένα κεφάλια τους. Όπως θα έκαναν κάποιοι ένδοξοι πρόγονοι αλλά η Ιστορία που διδάσκεται στους απόγονους ποτέ δε θα το μνημόνευε. Είναι κι αυτοί ερωτευμένοι με μια άλλη ζωή. Είναι γλυκός ο έρωτας για την ψευδαίσθηση που λέγεται έθνος. Έλα να τους σκοτώσουμε.

Ας γεφυρώσουμε την βία, παγκόσμια και διαχρονικά. Είμαστε πια πολλοί δε μας χωράει ο τόπος. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έλα, να τους συνθλίψουμε τις μαύρες λερές σάρκες, να κάνουμε διάτρητες τις σάρκες με τα πίρσινγκ, να μελανιάσουμε τις σάρκες των ενστόλων, να ξεσκίσουμε τις σάρκες με τις σβάστικες. Έλα, να γίνουμε ένας χυλός σ’ αυτή τη μάχη για την επιβίωση, σ’ αυτή τη ζωή. Έλα και θα δεις πως έχει ίδιο χρώμα το αίμα μας και τα σπλάχνα μας. Έλα να δεις πόσο μοιάζουμε από μέσα. Ένας χυλός στον άσφαλτο δρόμο του καθενός.

8/5/11

όπως και νά 'χει

Σήμερα, μόνο σήμερα, δε θα γράψω απολύτως τίποτα για τη μητρότητα, τη συνθήκη που ήρθε να ανατρέψει και να επαναπροσδιορίσει όλες τις συνθήκες του πρότερου βίου μου. Σήμερα, ειδικά σήμερα, δε θα γράψω για την ύπαρξη που ήρθε να διαπεράσει και να αναμορφώσει με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο τη δική μου ύπαρξη. Γιατί σήμερα το πρωί ήρθε και με ξύπνησε ένα ξανθούλικο όμορφο κοριτσάκι αγκαλιασμένο από τον πατέρα του φωνάζοντας γελαστό "χρόνια πολλά, μαμά!" ενώ έσκυβε και με φιλούσε. Σήμερα πρέπει να ονειρευόμουν. Πώς ήταν η ζωή πριν το σήμερα; Πώς ήταν η σημερινή μέρα, πριν σε ξυπνήσει με ευχές αυτό το εμβρυάκι που έβλεπες μέσω υπερήχων να κολυμπάει στη μήτρα σου; Υπήρχε ζωή πριν τον έρωτα ενσαρκωμένο στη μορφή ενός κοριτσιού;

"Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως/ πριν απ' τον έρωτα, έρωτας" έγραφε ο βραβευμένος ποιητής, ένας ποιητής υπερεκτιμημένος και κουραστικός για τα δικά μου γούστα, που βρίσκω τον Τσελάν αληθινό ποιητή. Αυτόν που κατάργησε τους άχρηστους βερμπαλισμούς, το πλεόνασμα των επιθετικών προσδιορισμών, που έγραψε ως γερμανοεβραίος γιος δολοφημένων από το ναζιστικό καθεστώς γονέων. Που τη δική του μάνα τη πυροβόλησαν στο μέτωπο σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η περίσσεια ομορφιάς του κόσμου συναντά τον υμνωδό της και η περίσσεια κτηνωδίας τον τραγικό της. Διαλέγεις και παίρνεις.

Πώς θα ήταν τα βαγόνια του συρμού στο μετρό αν αντί στίχους του Ελύτη, αυτές τις μέρες, πλημμύριζανε με στίχους του Τσελάν. Θα απέπνεαν σίγουρα λιγότερη Ελλάδα, απέραντο γαλάζιο, θαλασσινή αύρα, αυγουστιάτικες φεγγαράδες, γοργονοκόριτσα και ηλικοκαμμένα παλικάρια με στιβαρά μπράτσα και καρδιά τρυφερή εν τω βάθει. Πώς θα ήταν αν σβήναμε με ένα σφουγγάρι μια για πάντα τα ελπιδοφόρα 60s από τη συλλογική μας μνήμη; Αν σταματούσαν πια οι διπλοπενιές του μπουζουκιού, αν μάκραινε η μίνι φούστα της πρωταγωνίστριας, αν δεν κατέληγαν τα ζευγάρια με ανθοδέσμη στα μαρμάρινα σκαλιά μιας χριστιανορθόδοξης εκκλησίας, αν ο τίμιος μεροκαματιάρης με το καρώ πουκάμισο δεν ήλπιζε να γίνει αφεντικό, αν η χαριτωμένη δεσποινίδα δεν ονειρευόταν έναν πλούσιο και αρρενωπότατο γαμπρό, αν ο φτωχός Γεωργίτσης δε φλέρταρε την πλούσια Χρονοπούλου, αν ο φτωχός Παπαμιχαήλ δε παντρευόταν την κόρη βιομηχάνου Βουγιουκλάκη;

Πώς θα ήταν η ελληνίδα μάνα αν της αφαιρούσες όλη την κουτοπονηριά, το άχτι, την υστερία, την παρεμβατικότητα, τον αυταρχισμό, την προσκόλληση, τη συντήρηση, την καπατσοσύνη, την κλεισούρα; Πώς θα ήταν η ελληνίδα μάνα αν της φορούσες βερμούδες και σανδάλια τα καλοκαίρια και την αμολούσες σαν την ευρωπαία μάνα να ταξιδεύει τον κόσμο διαθέτοντας τα χρήματά της όχι στα προικώα των παιδιών της, στις συνθήκες που θα τα κλείσουν κι εκείνα σε τέσσερις τοίχους, στην άκρη της βαλκανικής χερσονήσου, αλλά στις συνθήκες που θα διεύρυναν εκείνης και εκείνων τους ορίζοντες; Πώς θα ήταν η ελληνίδα μάνα αν της φορούσες λάγνο βλέμμα και πόθο και ερωτισμό για τον άνδρα της ή και εραστές, αν την υποχρέωνες να κάνει έρωτα απελευθερωμένα μέχρι το τέλος της ζωής της; Πώς θα ήταν η ελληνίδα μάνα αν της έδιωχνες μακριά τα παιδιά μόλις πατούσαν τα 18 τους, αν της απαγόρευες να χτίζει διπλοκατοικίες για να μένουν μαζί της για πάντα, αν της αφαιρούσες τη δυνατότητα να επηρεάζει τις επιλογές των παιδιών για τους ερωτικούς συντρόφους τους, την άσκηση πίεσης στα παιδιά της να σπουδάσουν ετούτο ή το άλλο και βέβαια να την κάνουν γιαγιά, γιατί αλλιώς θα μαραζώσει; Πώς θα ήταν η ελληνίδα μάνα αν δεν έσερνε σα φυλακισμένος σε κάθε της βήμα το βαρίδι του στερεότυπου της ελληνίδας μάνας;

Η Μέρυλ Στρηπ στην ταινία "Η εκλογή της Σόφι" είναι μια γυναίκα χειραφετημένη που ζει σε ένα menage a trois με δύο άνδρες. Τίποτα δε μαρτυρά ότι αυτή η ωραία και μοιραία γυναίκα έχει υπάρξει μητέρα. Τίποτα εκτός από την ίδια την μαρτυρία της, ότι έχει υπάρξει μητέρα ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Που όταν έπρεπε να διαλέξει ποιο από τα δύο θα κρατούσε εκείνη και ποιο οι ναζί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκείνη έκανε την επιλογή της, για την οποία τιμωρήθηκε και δεν εξιλεώθηκε ποτέ. Αν δε γινόταν μητέρα δε θα είχε καμία εκλογή. Δεν θα ζούσε το απόλυτο δράμα. Ούτε εκείνη, ούτε η Ζυλιέτ Μπινός στο Μπλε του Κισλόφσκι, ούτε η Τζολί στο Changeling του Ίστγουντ, ούτε η τζάνκι μάνα στο Gone baby gone, ούτε καν η Μήδεια στην εκδοχή του Μποστ. Αν δε γίνονταν μητέρες...

Θα ήταν χτες σαββατόβραδο και δε θα κλείνονταν στο σπίτι. Θα τριγυρνούσαν στα σινεμά, τις ταβέρνες και τα μπαράκια πίνοντας, καπνίζοντας, γελώντας, τραγουδώντας, κουβεντιάζοντας, φλερτάροντας, χορεύοντας. Θα τριγυρνούσαν χωρίς τη βαριά έγνοια ενός τόσο δα ανθρωπάκου που έχει απόλυτη ανάγκη την παρουσία, τη φροντίδα, την αγάπη σου. Θα τριγυρνούσαν χωρίς την μόνιμη και αδιαπραγμάτευτη αγάπη ενός ανθρωπάκου που είσαι για κείνον τα πάντα. Θα τριγυρνούσαν σαν τα παιδιά μιας μάνας, που είτε την εκτέλεσαν ναζί, είτε τα εγκατέλειψε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, είτε τα παραμελούσε, είτε τα καταπίεσε. Θα τριγυρνούσαν σαν παιδιά μιας μάνας που δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ στο λόγο τους που αρθρώνεται στα social media, στα sms, στις καθημερινές κουβέντες. Θα τριγυρνούσαν σαν παιδιά που έπεσαν σα μάννα εξ ουρανού. Από καμιά μάνα.

Ζούμε και μιλάμε, κυρίως μιλάμε, σαν να μη μας έχουν γεννήσει. Σα να μην έχουμε θηλάζει από το στήθος της. Σα να μη μας έχει ξεσκατίσει. Σα να μη μας έκανε μπάνιο. Σα να μην έχει ξενυχτήσει στο πλευρό μας στην κάθε μας ίωση. Σα να μη μας ετοίμασε το πρωινό, το κολατσιό, το μεσημεριανό, το βραδινό, το κάθε μας φαγητό. Σα να μη μας έπλυνε και να μη σιδέρωσε το κάθε μας ρούχο. Σα να μην έχει τρελαθεί από αγωνία στο χτύπημα, στον καυγά, στην εξαφάνισή μας. Απουσιάζουν από το λόγο μας οι γονείς μας και πιο πολύ οι μανάδες μας. Δε μιλάμε για κείνες. Είναι ταμπού. Είναι θεότητες μαζί και δυνάστες. Δε μιλάμε όχι γιατί δεν τις αγαπάμε, ούτε γιατί τις λατρεύουμε. Δε μιλάμε γιατί η δική τους ύπαρξη διαπερνά για πάντα τη δική μας. Δε μιλάμε για κείνες γιατί γερνάνε. Γιατί δεν μας αρέσει να μιλάμε για γριες. Δε μιλάμε για κείνες γιατί δεν είμαστε πια παιδιά. Γιατί θέλουμε να τις ρίξουμε επιτέλους από το θρόνο τους. Δε μιλάμε για κείνες γιατί δε μιλά κανείς για κείνο που τον σιγοκαίει πιο πολύ από όλα. Δε μιλάει κανείς για τη μάνα του όταν η ύπαρξή της δε παύει ποτέ να διαπερνά τη δική του ύπαρξη. Να μας ζήσουν να μας χαίρονται. Να μας ζήσουν να μας παιδεύουν. Να μας ζήσουν, όπως και να'χει.

7/5/11

trovarando

Μου κρυβόταν καιρό. Την έψαχνα με αγωνία σε κάθε περίσταση. Μου φαινόταν πως όσο αυξανόταν η αγωνία μου να τη βρω, τόσο μειώνονταν οι πιθανότητες να συμβεί αυτό που επιθυμούσα. Σαν η αγωνία να μου θόλωνε το βλέμμα και να μη μπορούσα να διακρίνω καθαρά τη φιγούρα της. Όμως όσο τα δυο συγκοινωνούντα δοχεία αγωνίας και πιθανοτήτων έδιναν το ίδιο μονότονο θέαμα, τόσο αυξανόταν παράλληλα το πείσμα μου. Δε το έβαζα κάτω. Ήθελα απεγνωσμένα να τη συναντήσω. Απεγνωσμένα. Γιατί χωρίς αυτή, δεν γνώριζα τίποτα· ήμουν στην απόγνωση. Στον τόπο εκεί που μπορεί να ζήσει άνθρωπος, λίγο παραπάνω από ό,τι ζει χωρίς οξυγόνο, νερό και τροφή. Αλλά όχι πολύ παραπάνω. Χωρίς καθόλου γνώση, λογάριασε πως θα σε κατασπαράξει ένα κοπάδι άγνοιες.
Λοιπόν την αναζητούσα παντού. Στα λόγια μου τα ίδια πρώτα πρώτα. Στο βλέμμα μου. Μετά περνούσα απέναντι και την αναζητούσα στις λέξεις και τα μάτια του άλλου. Μάταια. Ανάμεσα στη μια λέξη και την άλλη, στο τόσο δα space που χτυπάς με ένα κλίκ, καταβαραθρωνόταν. Ανάμεσα στη μια διασταύρωση και μια αναδίπλωση των δυο βλεμμάτων έπεφτε και τσακιζόταν. Ώστε δεν έβλεπες τη μορφή της. Όχι, ποτέ. Μόνο την πτώση της. Μπορείς να πεις πως είδες και κατέγραψες εντός σου τη φυσιογνωμία κάποιου που μόνο σε ελεύθερη πτώση από ψηλά είδες; Έτσι, δε την γνώρισα. Η φευγαλέα της όψη όμως επέτεινε την αγωνία μου να τη δω καθαρά, ενέτεινε την επιθυμία μου να ανταμώσουμε. Επιτέλους.
Την αναζητούσα ακόμα κι όταν τα μάτια και τα στόματα έκλειναν. Όταν κόπαζε η βοή των βλεμμάτων και των λόγων. Στο REM. Αλλα κι εκεί ερχόταν μεταμφιεσμένη. Αδύνατο και πάλι να πεις πως τη γνώρισες. Και πώς της άρεσαν τα μασκαρέματα.!... Με έκανε να τρέχω ξοπίσω της, όπως σε βενετσιάνικο αποκριάτικο όργιο. Την ποθούσα πια. Κάποιος που κάπως τη γνώρισε λίγο καλύτερα, έτσι ισχυριζόταν, μου ψιθύρισε βιαστικά στο αυτί έναν χρησμό. Θα έρθει να σε βρει την ώρα που θα θάβεις τον πόθο σου για κείνη βαθιά στη γη των μη συντελεσμένων.
Τριγύρω μουσικές, χοροί, αναστεναγμοί και χάχανα, επευφημίες, βροντερά κοιτάγματα, πανδαισία αρωμάτων, παλίρροια χρωμάτων. Ένα ανελέητο κυνηγητό στη μέση μιας σκανδαλωδώς ζωντανής γιορτής. Τριγύρω η ζωή και εγώ κάθησα σε μια άκρη κι έκλαψα. Την ήθελα. Να τη δω μια στιγμή κι άλλο τίποτα. Έκλεισα τα αυτιά με τα χέρια, το στόμα με τα δόντια και τα μάτια με τα βλέφαρα και γύρεψα τη μήτρα. Να πέσω και να κοιμηθώ. Να την ξεχάσω. Να επιστρέψω στον χρόνο που δεν είχα δεί ούτε έστω την ιδέα της. Βρέθηκα μπροστά στο κρεβάτι. Να πέσω και να κουκουλωθώ έμβρυο μες στα παπλώματα. Αλλά ένας μπόγος κρύβονταν στα στρωσίδια μου. Ένας εισβολέας στο ύστατο καταφύγιό μου. Οι κρότοι της καρδιάς μου κάλυψαν την ηχώ της ατέλειωτης ξέφρενης γιορτής, για μια στιγμή.
Όρμησα στα σκεπάσματα, τα γράπωσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει από την κορυφωμένη αγωνία, με τα κομμένα γόνατα και τα τρεμάμενα χέρια, χίμιξα να αποκαλύψω το περιεχόμενο του σχήματος που έβλεπα μπροστά μου. Το σημαίνον και το σημαινόμενον. Και τότε την είδα. Μια ανυπόφορα φριχτή οντότητα. Μια πολύπροσωπη ύπαρξη με σάρκες που κρέμονταν στις μάχες όσων πάσχισαν να τη κρατήσουν. Η ασχήμια ενσαρκωμένη. Κι ακόμα χειρότερα, μόλις ορθώθηκε ολόγυμνη μπροστά μου γκρεμίστηκε ό,τι γνώριζα. Η αλήθεια κατεδάφισε την πραγματικότητα. Είπε θα ζήσει λίγο μαζί μου και θα χαθεί πάλι. Πώς να ζήσει κανείς με ένα τόσο αποκρουστικό πλάσμα; Κι όμως η παρουσία της για μια στιγμή , τόσο κράτησε η συμβίωσή μας, στη φρενήρη μου γιορτή, την κατάμεστη ανθρώπους και έμπλεη μοναξιάς, ζέστανε βαθιά με νόημα την ψυχή μου.
Ψυχή, αλήθεια, ύπαρξη, αναζήτηση, ζωή, νόημα. Τις έκλεισα μετά όλες μαζί στο πιο ψηλό ράφι και άπλωσα ξανά στο χώρο μου τις λέξεις που επιτρέπονται. Μνημόνιο, αναδιάρθωση, δουνουτού, έλλειμμα, χρεοκωπία, σπρέντ, εισοδηματική πολιτική, νομισματική πολιτική, κερδοσκόποι, αγορές, πληθωρισμός και επιτόκια. Μη με περάσουνε για αντικαθεστωτική.

3/5/11

επιδημία

Πριν από ενάμιση μήνα πέθανε ο Μανώλης Ρασούλης, πριν δυο βδομάδες περίπου ο Νίκος Παπάζογλου, πριν τέσσερις μέρες ο Λάκης Σάντας και σήμερα ο Θανάσης Βέγγος. Η χολέρα, η πανούκλα, η λέπρα και οι άλλες επιδημίες τουλάχιστον χτυπούσαν καλούς και κακούς αδιακρίτως. Η τελευταία επιδημία φαίνεται χτυπάει μόνο ωραίους ανθρώπους. Εγώ δεν κινδυνεύω. Για σένα φοβάμαι, καλέ μου άνθρωπε.

1/5/11

να σου πω μια παραμύθα...

Σκόρπιες σκέψεις και παρατηρήσεις από τα χρόνια που έζησα στο Λονδίνο. Με αφορμή τον γάμο. Η βασιλεία είναι ένας θεσμός ταμπού. Στα τόσα χρόνια εκεί μια φορά θυμάμαι να έχουμε θίξει το θέμα σε μια κουβέντα με έναν ακαδημαϊκό, αναπληρωτή καθηγητή κοινωνιολογίας, ο οποίος αν και αριστερός θεωρούσε ότι η βασίλισσα είναι αυτή που κρατάει το έθνος ενωμένο και είναι άρα απαραίτητη. United Kingdom. Οι ανισότητες μεταξύ Σκοτίας και Αγγλίας (Λονδίνου δηλαδή γιατί και τα middlelands Αγγλία είναι αλλά υπάρχει και ένας Ken Loach να μας θυμίζει τι Αγγλία είναι) είναι ιδιαίτερα οξυμένες και οι σκοτσέζοι είχαν αποσχιστικές τάσεις. Ιδιαίτερα την εποχή που μετακόμισα εγώ στο UK, το 2002, έπαιζε πολύ το θέμα του ευρώ. Ως αποικιοκράτες, ως νησιώτες (την υπόλοιπη Ευρώπη τη λένε απλώς continent), με μια ιμπεριαλιστική παράδοση, είναι κάποια πράγματα που δε τα διαπραγματεύονται. Η Queen Elizabeth συμβολίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι όμως και η ηγετική μορφή της (βρετανικής) κοινοπολιτείας, είναι η φάτσα της τυπωμένη όχι μόνο στα βρετανικά αλλά και τα αυστραλέζικα χαρτονομίσματα. Το 2002-3 πήγαινες σινεμά και έβλεπες προπαγανδιστική διαφήμιση κατά του ευρώ και υπέρ της στερλίνας προφανώς. Ένα επιχείρημα απο τα πολλά, στο να παραμείνουν στη λίρα, ήταν το κεφάλι της γριάς, που είναι ιερό σύμβολο. Στα γενέθλιά της γίνονται πολεμικές επιδείξεις. Γεμίζει ο ουρανός σμήνη πολεμικά αεροσκάφη που κάνουν ταρζανιές. Ο βρετανικός λαός -φαίνεται να- μη δυσανασχετεί -σε γενικές γραμμές- που φορολογείται αδρά για τη βασιλική οικογένεια. Συγκινείται, χαίρεται, συρρέει αθρόα στις βασιλικές τελετές: γενέθλια, γάμους, κηδείες. Έχει πεισθεί πως του φέρνει τουρισμό. Βούλιαξε το Λονδίνο από τουρίστες αυτές τις μέρες με τον γάμο του πρίγκηπα. Ένιωθα λοιπόν πως έχουν αποδεχτεί τη βασιλεία για λόγους Ιστορίας, παράδοσης, πολιτικής και οικονομίας. Κατά διαστήματα πέφτει κανένα πυροτέχνημα επικοινωνιακό για κατάργηση της βασιλείας αλλά εξαφανίζεται γρήγορα. Κι ακόμα, ο κόσμος διψάει για παραμύθι. Οι βρετανοί, που με τo market έχουν ερωτική σχέση, ξέρουν να το εκμεταλλεύονται αυτό. Και το παραμύθι ταιριάζει σε μια χώρα με πανύψηλα δέντρα που και στα όρια της διαταραχής να είσαι ορθολογιστής νιώθεις θα πεταχτούν νεράιδες και ξωτικά, μια χώρα με ελάφια, σκίουρους, αλεπούδες, κύκνους και λίμνες (ακόμα μέσα στα πάρκα της ίδιας της πρωτεύουσας, για φαντάσου), με έφιππους μπάτσους (μπάτσοι μεν έφιπποι δε), κόκκινα διώροφα λεωφορεία, με τα μαύρα Hackney carriage ταξί. Και έναν μολυβί ουρανό, ένα βαρύ προτεσταντικό ήθος που τα χρωματίζει το όνειρο, η παραμύθα. Η παραμύθα πως με σκληρή δουλειά, αν είσαι έξυπνος, τίμιος, εργατικός, μπορεί να γίνεις σπουδαίος. Και σου προσφέρεται η ευκαιρία. Η παραμύθα πως αν είσαι όμορφη, σεμνή και κλασσάτη κοπέλα, μπορεί να γίνεις η γυναίκα του ήδη σπουδαίου. Και σου παρέχεται η ευκαιρία. Saint Opportunity. Έχει κι ο καπιταλισμός τους αγίους του.Όπου διαλυθεί το παραμύθι, διαβάζεις για μαχαιρώματα. Κάθε μέρα μαχαιρώνονται μαυράκια στο Camberwell. Όπου διαλυθεί το παραμύθι, βλέπεις μεθυσμένους ήδη από τις 6 το απόγευμα. Κάθε μέρα εργαζόμενοι με dress code, υπαλληλάκια όμως, θα πίνουν το ένα pint μπύρα μετά το άλλο ώσπου να γίνουν γκολ. Τα ξέρεις τώρα. Κάθε χώρα έχει τον ιδανικό της ήρωα. Εμάς ήταν ο Βελουχιώτης ή ο Βενιζέλος, ας πούμε; Ναι, μη το γελάς. Τι σημασία έχει η απόχρωση; Ένα προτεκτοράτο είμαστε, έναν αγωνιστή θέλουμε που να συμβολίζει την ανεξαρτησία. Τώρα δεν έχουμε κανέναν και έχουμε πέσει σε απελπισία. Αντίθετα, οι βρετανοί ελπίζουν. Έχουν αυτό που -μάθανε να- θέλουν. Οι βρετανοί είναι στους G8, είναι αποικιοκράτες, είναι οικονομικά ισχυροί. Πληρώνουν για να είναι στο επίκεντρο της προσοχής όλου του κόσμου. Saint Publicity. Ένα βασιλιά στρατιωτικό θέλουν (αυτός ο μούργος ο Γουίλ δεν έχει σπουδάσει τίποτα), να αντιπροσωπεύσει την ισχύ τους. Μια βασιλοπούλα όμορφη θέλουν αλλά όχι θεά, να ταυτιστούν τα κοριτσόπουλα, να δουλέψει το beauty και το fashion industry να γίνουν κι αυτές σικάτες δεσποινίδες. Μια βασιλοπούλα αστή αλλά όχι μεγαλοαστή θέλουν να ελπίζουν οι μεσαίας τάξης κοπέλες πως θα ανέβει με το όχημα του social mobility σε πιο πριγκιπικά σκαλοπάτια. Το ζεύγος αυτό των νέων ανθρώπων αντιπροσωπεύει τίμια και ειλικρινά την ελπίδα ενός λαού που ούτε έρμαιο είναι, που ούτε έπαψε να ελπίζει, που ούτε όμως δεν τον καψάλισε η κρίση. Το θέμα είναι σε τι ελπίζει. Στο να είναι Πρωτομαγιά και εμείς να μιλάμε για τους γάμους του royal family...