30/3/11

the great consent new age

Ζούμε σε μια εντελώς ξεφτιλισμένη εποχή. Αυτό δεν είναι καμια σπουδαία διαπίστωση. Όλα γύρω μας το μαρτυρούν.Ένας λόγος όμως παραπάνω που η περίοδος του νέου great depression είναι και η εποχή του great consent. Μια γιγάντια συγκατάθεση στέκει όρθια πάνω από τα κεφάλια μας επισκιάζοντας με την πελώρια φιγούρα της κάθε μας ενέργεια.

Ζορίζει η κατάσταση από παντού, μας την πέσανε και τα βούρλα του new age. Διαλογισμός, γιόγκα και άλλοι λάιτ νεοφονταμενταλισμοί. Αν τους έχεις προσέξει, είναι ταλιμπάν μεταμφιεσμένοι σε σαμάνους. Θα τους έχεις δει τους ζαβλακωμένους από το πολύ το διαλογίζεσθαι πώς αγριεύουν όταν τους θίξεις το θρήσκευμα. Κι εξάλλου αν δεν είχαν τόση επιθετικότητα μέσα τους, τόσο θυμό, θα κατέφευγαν στη διαφραγματική αναπνοή και τα χαζο-ινστρουμένταλ cd με κάτι ρυάκια που τρέχουν, κάτι αεράκια, κάτι γάργαρες πηγές στο αρμόνιο; Πέθανε ο μπάρμπας σου; Breathe in. Πέθανε η μάνα σου; Breathe out. Κάηκε το σπίτι σου; Breathe in. Σε διώξανε απ΄τη δουλειά; Breathe out.

Και δε λέω καν ότι όλα αυτά είναι άχρηστα. Κάθε άλλο. Κάποια διαχείριση του στρες, κάποια διαχείριση του θυμού μάλλον μας χρειάζεται. Αλλιώς βγαίνεις έξω, παίρνεις το καλογυαλισμένο όχημα, το δοσατζίδικο, και βρίζεις όλη τη Κηφισίας και από τα δυο ρεύματα. Αλλιώς κάνεις bullying στον ίδιο σου τον σύντροφο, βαλσαμώνεις τα παιδιά σου να μη σε ενοχλούν και καλείς τους μπάτσους τρεις φορές τη μέρα γιατί σε εκνευρίζουν οι γείτονες.

Ούτε να πλακωνόμαστε σε πρώτη αφορμή λέω, ούτε να αναθεματίσουμε όμως και τη σύγκρουση. Να τη δούμε ως αυτό που είναι: ένα εν δυνάμει γόνιμο πράμα. Από τη σύγκρουση ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου προκύψαμε. Από ένα Big Bang (μάλλον). Τώρα, πώς θα γίνει; Θα ζορίζουν τα πάντα όλα γύρω μας και εμείς δε θα πρέπει ποτέ να υψώσουμε τον τόνο της φωνής; Να ψιθυρίζουμε μονίμως δηλαδή λες και βρισκόμαστε στην Επίδαυρο; Και ποιο δράμα προβάλλεται μπροστά στα μάτια μας για να αξίζει τη σιωπή μας;

Στο δράμα αυτό δε χρειάζεται άλλη συναίνεση. Δε χρειάζεται άλλο μάλιστα κύριε συνάδελφε, βεβαίως κύριε διευθυντά, οπωσδήποτε θα το φροντίσουμε κύρια μου, όπως επιθυμείτε εσείς αγαπητέ, ό,τι πεις εσύ αγάπη μου. Δε χρειάζεται άλλο τσανακογλύψιμο, άλλοι τεμενάδες, άλλο φίλημα στο χέρι που δε μπορείς να δαγκώσεις, άλλη κολακεία, άλλες γλυκανάλατες προσφωνήσεις, άλλη υποκρισία. Δε χρειάζεται άλλο να παίρνουμε βαθιές ανάσες, να μετράμε προβατάκια, να λέμε κάνε πως δε το άκουσες, άσε και μια κουβέντα να πέσει κάτω. Δε χρειάζεται άλλο να εσωτερικεύουμε την οργή μας. Η οργή όταν γυρνάει προς τα μέσα γίνεται κατάθλιψη. Όταν έχεις μάθει όλα να απωθείς για να μη θυμώσεις γίνεσαι ασπόνδυλο. Σιγά-σιγά τίποτα δε θα σε αγγίζει. Θα γίνονται μπροστά σου τα χειρότερα εγκλήματα, κι εσύ θα κάθεσαι οκλαδόν, θα κλείνεις τα μάτια, θα ενώνεις δείκτη, μέσο και αντίχειρα και θα λες ομμμ ομμμμμ, βλέποντας το λευκό φως. Όμως το έγκλημα θα έχει συντελεστεί, έτσι κι αλλιώς.

27/3/11

αύριο στην χτεσινή πρωτεύουσα

Τριήμερο 25ης Μαρτίου. Στο Ναύπλιο. Εδώ η παλιά πρωτεύουσα. Εδώ το πρώτο φαρμακείο του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Εδώ το κελί που φυλάκισαν τον Κολοκοτρώνη. Εδώ το πρώτο γυμνάσιο του νεοελληνικού κράτους. Εδώ η πρώτη Βουλή των Ελλήνων. Εδώ κι ο θαλασσόπυργος που από φρούριο, τόπος εκτέλεσης θανατοποινιτών και τόπος κατοικίας των δημίων μετατράπηκε σε ιδιωτική τουριστική επιχείρηση και συναυλιακός χώρος.

Εδώ τίποτα δε μαρτυρά πως αυτή η χώρα διέρχεται οικονομικής κρίσης. Στα γραφικά σοκάκια γίνεται το αδιαχώρητο από τουρίστες, εκδρομείς και ντόπιους. Τα εμπορικά μαγαζάκια, με τα καλλιτεχνήματα, φαίνεται να έχουν αρκετή κίνηση. Τα καφέ είναι κατάμεστα. Στις ταβέρνες βρίσκεις δύσκολα άδειο τραπέζι. Πεντέξι ξενοδοχεία και πανσιόν που ρωτήσαμε αν έχουν διαθέσιμα δωμάτια, μας δήλωσαν πλήρη. Τα βαρκάκια που σε πάνε γύρω - γύρω από το Μπούρτζι είναι φίσκα. Στο πάρκιν στο λιμάνι και στο σχολείο δε βρίσκεις κενή θέση. Τη νύχτα πέφτουμε για ύπνο στο νοικιασμένο δωμάτιο. Από τις γρύλλιες ακούμε ζωντανή μουσική. "Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί". Κάποιοι σιγοντάρουν. Θά ' θελα να ανοίξω την μπαλκονόπορτα και να δω τα πρόσωπα όσων εκφράζονται μέσα από αυτό το τραγούδι. Άραγε ανήκουν στη γενιά μου; Και αν ανήκουν, τραγουδάνε τα πουλάκια μου μέσα από τα κλουβιά τους;

Εδώ στην πρωτεύουσα. Εδώ οι ασπιρίνες για πληγωμένη αξιοπρέπεια. Αύριο πάλι θα δουλεύουμε αμισθί υπερωρίες και θα κάνουμε γαργάρα τις παράλογες απαιτήσεις του κάθε αφεντικού με το φόβο μιας επαπειλούμενης απόλυσης. Εδώ το φρούριο του ιδιωτικού μας βίου. Αύριο πάλι θα μας καταγράφουν κάμερες, θα συλλέγουν τα διαδικτυακά μας ίχνη, θα μας τηλεφωνούν μεσημεριάτικα οι τράπεζες στα σπίτια μας. Εδώ το σχολείο της ημιμάθειας. Αύριο πάλι θα ενημερωνόμαστε τυχάρπαστα από τα social media, θα διαβάσουμε ακόμα λιγότερη ποίηση, ακόμα λιγότερη Ιστορία, ακόμα λιγότερη λογοτεχνία. Εδώ το κελί της μη ζωής του κάθε facebook. Αύριο θα κρεμάμε τις φωτογραφίες μας στα μανταλάκια όχι του σκοτεινού δωματίου αλλά της ταράτσας: δε ψάχνουμε να εμφανίσουμε το είδωλό μας στο χαρτί, ψάχνουμε να εμφανιστούμε ως είδωλο σε χάρτινες σχέσεις. Εδώ η βουλή των Ελλήνων να περνάνε καλά τραγουδώντας θα ζήσω ελεύθερο πουλί. Αύριο πάλι θα υπομένουμε το ζυγό ενός ανυπόφορου συζύγου, αλλά θα λέμε πάλι καλά που δεν είμαστε μόνοι και θα'χουμε παράνομες σχέσεις, το ζυγό μιας ανυπόφορης δουλειάς, αλλά θα λέμε πάλι καλά που δεν είμαστε άνεργοι και θα φοροδιαφεύγουμε σκύβωντας τον αδούλωτο τράχηλο, το ζυγό μιας ανυπόφορης κοινωνικής ζωής, αλλά θα λέμε πάλι καλά που έχουμε φίλους και θα πλήττουμε ομαδικά. Εδώ η κατοικία του δήμιου. Αύριο θα ψάξουμε στα google maps πού ζουν οι εργοδότες κάθε εργατικού ατυχήματος, οι υπουργοί κάθε διασπαθισμένης δημόσιας περιουσίας, οι μπάτσοι κάθε μεμονωμένου περιστατικού ωμής βίας, οι επιχειρηματίες κάθε επικίνδυνης ουσίας στα προϊόντα που αγοράσαμε. Εδώ ο τόπος εκτέλεσης των βαρυποινιτών. Αύριο θα ψάξουμε να δούμε ποια ποινή εκτίει ο καθένας και τραγουδήσουμε μαζί σε πρώτη εκτέλεση το θα ζήσω ελεύθερο πουλί. Αύριο, πουλάκια μου. Σήμερα έχουμε πάρει αναβολή.

Σήμερα πίνουμε χύμα κόκκινο κρασί, τρώμε σαρδέλλες στη σχάρα, καπνίζουμε καρέλια, τρώμε αναπλιώτικο παγωτό χωνάκι, φιλιόμαστε στους δρόμους, περπατάμε αγκαλιά, παίρνουμε τα παιδιά μας απ' το χέρι, κοιτάμε τα αρχοντικά, κόβουμε ένα κλαδί βασιλικό, μυρίζουμε τη θαλασσινή αύρα, ανεβαίνουμε στο λόφο. Σήμερα βλέπουμε τον κόσμο από ψηλά, σαν έργο τέχνης, όπως του πρέπει.


23/3/11

τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα

Η πιο δυνατή στιγμή στην κοινή μας ζωή, και για μένα και για εκείνη, τη λιγοστή ζωή που έχουμε ως τώρα ζήσει μαζί, αλλά που είναι οι πιο συγκλονιστικοί τριάντα μήνες της ζωής μου, οι τριάντα πιο καθοριστικοί μήνες της δικής της ζωής, είναι όταν τη γέννησα, την είδα, την αγκάλιασα, τη θήλασα. Που όλα μαζί λογαριάζονται ως τη μία ενιαία και αδιαίρετη ευτυχία της μητρότητας.

Η επόμενη πιο δυνατή στιγμή στη ζωή μας, για μένα, ήταν μια νύχτα του περσινού καλοκαιριού. Μια νύχτα στα παράλια της νότιας Κρήτης. Είχαμε στήσει τη σκηνή μας. Πιο δίπλα είχαν ανάψει μια μικρή φωτιά. Εγώ κι εκείνη πιο παράμερα. Την πήρα αγκαλιά και ξαπλώσαμε σ' ένα ψαθάκι παράλληλα με την ακτογραμμή. Εγώ με την πλάτη στην άμμο. Εκείνη με την πλάτη στην κοιλιά μου. Έτσι είναι και έτσι πρέπει να' ναι η σχέση μας: η μαμά πιο κοντά στο χώμα, στο θάνατο, το παιδί πιο κοντά στη μήτρα, στη ζωή. Κοιτούσαμε μια τα αστέρια εκεί ψηλά, μια το βουνό στα δεξιά μας, μια τη θάλασσα στ' αριστερά μας. Της έδειχνα τον ουράνιο θόλο τη νύχτα, την κορυφογραμμή της γης, το κύμα της θάλασσας στα βράχια. Που όλα μαζί λογαριάζονται ως τη μία, ενιαία και αδιαίρετη ομορφιά του κόσμου.

Ανασηκώθηκα. Την έβαλα να καθήσει ανάμεσα στα πόδια μου και τα τύλιξα γύρω απ' το κορμάκι της. Η πλάτη μου στους αγαπημένους, η πλάτη της στην αγαπημένη της. Πίσω απ' τη πλάτη μας πρέπει να βρίσκεται αγάπη. Με τα βλέμματά μας στραμμένα κατά τον ορίζοντα. Γύρισα το κεφάλι μου, αναζητώντας στο σκοτάδι που έσπαγαν οι φλόγες, το πρόσωπο του αδελφού μου. Θυμάσαι ρε όταν ήμαστε μικρά που μας έλεγαν οι γέροι πως φαίνεται η Λιβύη από 'δω; Το θυμόταν. Κοιτούσα λαίμαργα το απέραντο μαύρο προσπαθώντας να διακρίνω τα φωτάκια μιας άλλης ηπείρου. Τα είδαμε ποτέ τα φώτα της Λιβύης; Η μνήμη δεν βοηθούσε. Τα είδαμε ποτέ; Ο καιρός δε βοηθούσε. Τα είδαμε ποτέ; Θα μπορούσαν να φαίνονται; Τα είδαμε ποτέ; Μπορεί τα φωτάκια να μη φαίνονταν έτσι κι αλλιώς. Μπορεί να φαίνονταν μόνο αν είχε απανεμιά και καθαρό ουρανό. Μπορεί να τα είδες και να μη τα θυμάσαι. Μπορεί και να μην τα είδες. Τι σημασία είχε; Η λογική βοηθούσε λίγο. Το συναίσθημα τελικά βοήθησε περισσότερο.

Κάπου εκεί απέναντι, στο βάθος του ορίζοντα ζούσαν κάποιοι ξένοι. Από άλλη χώρα, άλλη ήπειρο, με άλλο θεό, με άλλη γλώσσα, με άλλο χρώμα, με άλλο πολίτευμα, με άλλα προβλήματα. Όλα αλλιώς. Κάποιοι αλλιώτικοι, τη στιγμή που εσύ ανακαλείς στη μνήμη αυτό που προσκυνούσες, τον κόσμο και την ομορφιά του, τη ζωή και τον άνθρωπο, που είναι ενιαία και αδιαίρετα ως μια δύναμη, τη μόνη άξια να προσκυνήσεις, κάποιοι, γείτονες, μια θάλασσα ανάμεσα, σφάζονται. Κάποια μητέρα απ' τη Λιβύη, έναν πολιτισμό μακριά και μια θάλασσα κοντά, έρχεται ως αντικατοπτρισμός. Θα κρατάει κι εκείνη κάποιο παιδί στην αγκαλιά, θα ψάχνει κάποιον αδελφό μες στο σκοτάδι. Η πλάτη του παιδιού της δε πρέπει να είναι στο χώμα ποτέ. Πίσω απ' τη πλάτη δε πρέπει να' ναι μαχαίρια ποτέ. Έρχεται σαν ανώτερος αντικατοπτρισμός, όπως οι Δροσουλίτες, μπροστά στα μάτια σου. Εκεί στα νότια παράλια του νησιού, αναπαρίσταται μπροστά στα μάτια σου ο πόλεμος των πιο κοντινών σου ξένων. Και τα φώτα ξαφνικά φαίνονται. Ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί πρέπει οπωσδήποτε να φαίνονται. Γιατί πρέπει το παιδί μου να τα βλέπει. Και τα φωτάκια της Λιβύης και του κόσμου όλου. Για να' ναι ο κόσμος, ο άνθρωπος και η Ιστορία ένα, ενιαίο και αδιαίρετο.

21/3/11

παγκόσμια ημέρα πολτοποίησης

Οι εκδοτικοί οίκοι έχουν πια εγκαταλείψει τη συμβατική ποίηση και ασχολούνται ενθέρμως με ένα νέο είδος: την πολτοποίηση. Του χρόνου τέτοια μέρα ας γιορτάσουν την Παγκόσμια Ημέρα Πολτοποίησης τιμώντας τις επιλογές τους εξάλλου.

19/3/11

διασταύρωση

"Θα πρέπει να σας επιστρέψω την εργασία που μου δανείσατε" της πρότεινα. Συμφώνησε γιατί θα πρέπει να τοποθετήσει το αντίγραφο της εργασίας στο αρχείο της. Απορρίψαμε αρκετούς από τους συμβατικούς τρόπους επιστροφής ενός εγγράφου εκατό πενήντα σελίδων. Να το στείλω με ταχυδρομείο; Κρίμα να ξοδέψω χρόνο και χρήμα σε μια υπηρεσία που δε ξέρεις ποτέ αν θα έχει επιτυχή έκβαση. Να το στείλω με κούριερ; Κρίμα να ξοδέψω χρήμα σε μια υπηρεσία που είναι δυσανάλογα ακριβή για το έργο της και για την αξία του μεταφερόμενου δέματος. Να συναντηθούμε κάπου στα μισά της διαδρομής για να της το παραδώσω η ίδια; Δεν είχε χρόνο. Να της το παρέδιδα η ίδια στο γραφείο της στην άλλη άκρη της πόλης; Δεν είχα χρόνο.

Βρήκε τη λύση. Ο άνδρας, της που είναι στρατιωτικός, έχει πολύ χρόνο. Τα πρωινά του είναι ελεύθερα. Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου να του δώσω την εργασία, πρότεινε. Και τα απογεύματα ήταν διαθέσιμος, αν με εξυπηρετούσε καλύτερα. Συνταξιούχος πριν πατήσει τα πενήντα. Τα πρωινά κατεβαίνει βόλτα στο κέντρο. Πηγαίνει για ψώνια. Κρέας και ψάρι απ' τη Βαρβάκειο, φρούτα και λαχανικά από τη λαϊκή. Τα υπόλοιπα από το σούπερ μάρκετ, τα πρωινά που είναι ήσυχα. Πληρώνει λογαριασμούς, στη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, την ΕΥΔΑΠ. Ένας άνδρας ούτε πενήντα χρόνων τριγυρνά άεργος εισπράττοντας ωστόσο μια κιμπάρικη σύνταξη από το χρεωμένο μέχρι τα μπούνια ελληνικό κράτος. Ώστε τελικά, δεν είναι πλάσματα που υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Σε κάποιους περισσεύει ο χρόνος και το χρήμα, στ' αλήθεια. Στο ασανσέρ πρόβαρα το πιο μπλαζέ μου προσωπείο. Όταν συναντηθούμε δε θα πρέπει να καταλάβει πως τον θεωρώ μυθικό πλάσμα. Δε πρέπει να αντιληφθεί ότι τον κοιτάζω με περισσότερο δέος από το λιοντάρι στο ζωολογικό κήπο του Άμστερνταμ.

Βγαίνω έξω. Μια γυναίκα με κακό σουλούπι, γύρω στα 30, αλλά ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη, με πλησιάζει πάρα πολύ. Με ενοχλεί αυτό. Με κοιτάει μες στα μάτια. Έχει ωραία ρετσινί μάτια. Είναι δακρυσμένα. Μιλάει σπαστά ελληνικά. Τη λένε Ιρίνα και είναι απ' την Ουκρανία. Έχει τρία παιδιά. Μου ζητάει δουλειά. Να μου καθαρίζει το σπίτι. Μα δεν έχω τη δυνατότητα να φέρνω καθαρίστρια προσπαθώ να της εξηγήσω. Με πιάνει απ' το χέρι, λίγο πιο πάνω από τον καρπό. "Σε παρακαλώ", μου λέει. Ανεβαίνουμε μαζί στο σπίτι. Της το δείχνω. Τη ρωτάω πόσο θα ήθελε την ώρα. Εξευτελιστικά χαμηλή τιμή. Μου ζητάει αν έχω τώρα να της δώσω κάποια προκαταβολή. Με ενοχλεί κι αυτό. Μήπως θα μπορούσα τότε να της δώσω κάτι να πάει στα παιδιά της; Δεν έχουν να φάνε μου λέει. Της δίνω κάτι ρύζια, κάτι μακαρόνια, κάτι όσπρια. Την καλώ από το κινητό μου στο δικό της για να ανταλλάξουμε τηλέφωνα. Επαφή καταχωρήθηκε.

Κατεβαίνουμε μαζί έξω. Σχεδόν τα έχουμε συμφωνήσει. Να την πάρω στο τηλέφωνο. Πηγαίνω να συναντήσω τον συνταξιούχο στρατιωτικό. Φτάνω στο κέντρο, στο καφέ που μου είπε. Ωραίο μέρος. Ήσυχο, γουστόζικο, με ενδιαφέρουσα μελωδία. Αυτός πρέπει να είναι. Φοράει ένα γκρίζο πουλόβερ με καρώ πουκάμισο από μέσα. Κοτλέ παντελόνι σκούρο μπλε. Και ωραία παπούτσια. Τον βρήκα να διαβάζει ένα βιβλίο. Το ακουμπάει με αργές, ήρεμες κινήσεις πλάι στον καπουτσίνο του, όταν έσκυψα πάνω απ' το κεφάλι του για να επιβεβαιώσω ότι είναι αυτός. Μου προτείνει να με κεράσει κάτι μετακινώντας συγχρόνως το παλτό του από τη διπλανή, και μοναδική εξάλλου, καρέκλα στο τραπεζάκι. Εχει μια μειλίχια και ευγενική φυσιογνωμία. Μια γλυκιά φωνή. Αρνούμαι δανειζόμενη από την ευγένειά του. Του άφησα τελικά την εργασία. Αποχώρησα χωρίς να καταλαβαίνω.

Μια βδομάδα μετά, ενώ συνέχιζε να μη μου περισσεύει το χρήμα, αλλά πολύ περισσότερο ο χρόνος, αποφασίζω να καλέσω την γυναίκα να με βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού επ' αμοιβή.΄Εχει φραγή εισερχομένων κλήσεων. Ξαναδοκίμασα μερικές μέρες μετά. Φραγή εισερχομένων κλήσεων. Δεν της έδωσα τελικά την εργασία που μου ζήτησε.' Εκλεισα τηλέφωνο χωρίς να καταλαβαίνω.

Μήνες μετά σταμάτησα με το όχημα στα φανάρια. Σε κάποια διασταύρωση. Είχε κόκκινο για τους πεζούς. Διέκρινα από μακριά δυο γνωστές φιγούρες. Από τη μια μεριά μου φάνηκε πως είδα τον μεσήλικα αλλά γοητευτικό συνταξιούχο να στέκεται άεργος και από την άλλη μεριά τη νέα αλλά ταλαιπωρημένη μετανάστρια να στέκεται άνεργη. Κανείς δε τριγυρνάει. Στέκονται σαν αγάλματα. Σα μνημεία της εποχής μας. Ώσπου να φτάσω είχε ανάψει πράσινο για τους πεζούς. Κοίταξα δεξιά-αριστερά για να επιβεβαιώσω ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι διασχίζουν το δρόμο, αλλά δεν υπήρχε κανείς απ' τους δυο. Άναψε το πράσινο για τα οχήματα και κόκκινο για τους πεζούς. Πάτησα το γκάζι για να ξεκινήσω. Κοίταξα δεξιά και αριστερά. Ο ένας στεκόταν απ΄τη μεριά και η άλλη από την άλλη. Όταν άναβε πράσινο για τους πεζούς θα εξαφανίζονταν. Και όταν άναβε κόκκινο θα επανεμφανίζονταν. Η αεργία απ'την ανεργία απέχει ένα Ν. Κοιτάζω στο πίσω παρμπρίζ του μπροστινού οχήματος και το βλέπω κολλημένο κόκκινο και κεφαλαίο.


17/3/11

the monsters

«Πού τριγυρνάτε, παιδιά;» μας ρώτησε ο παλαιότερος και ως εκ τούτου υψηλοβαθμότερος με την ευρεία έννοια συνάδελφος, συναντώντας μας στο διάδρομο του νοσοκομείου. Εκείνος όδευε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τον προαυλισμό του, με σκοπό παράλληλα να συνεισφέρει έμπρακτα στην καπνοβιομηχανία που περνά δύσκολες μέρες, όσο νά 'ναι, μετά την απαγόρευση του καπνίσματος στα μεταμοντέρνα στρατόπεδα συγκέντρωσης μη καπνιστών.

Δε χρειαζόταν καν να κοιταχτούμε εγώ κι ο συνάδελφός μου, με την στενότερη έννοια, πριν απαντήσουμε. Τα συνομίληκα , ισοχαμηλόβαθμα, και πρώην συμφοιτώντα «παιδιά», τα νεούδια δηλαδή, όπου υπάρχει ιεραρχία βασισμένη στο seniority προπαντός, έχουμε φτάσει πια σε προχωρημένα επίπεδα μη λεκτικής επικοινωνίας. Δε χρειαζόταν καν να κοιταχτούμε για να γεμίσει το κοινό συννεφάκι της σκέψης «θέλει να μας ψαρώσει». Δε χρειαζόταν καν να κοιταχτούμε για να του απαντήσουμε εν χορώ, αλλά με διαφορετικά λόγια (μια δραματουργική καινοτομία πραγματικά), το ίδιο πράγμα: ότι για κάποια δουλειά τρέχουμε. Αλλά εκείνος, μη έχοντας ακούσει, επιλεκτικά ή αντικειμενικά, τις απαντήσεις μας προτίμησε να μας υπενθυμίσει χαμογελώντας συνωμοτικά και αυστηρά συγχρόνως (μια στιγμή υψηλής υποκριτικής τέχνης πραγματικά), την τρόικα. «Αν ερχόταν τώρα η τρόικα και σας έβλεπε να τριγυρνάτε στους διαδρόμους, τι θα έλεγε;»

Εκείνη τη στιγμή μου γεννήθηκε η επιθυμία να αποκτήσω ένα μαντρόσκυλο που θα το ονομάσω Τρόικα. Το φάντασμα ενός μυθικού σκυλιού που αλυχτά με λύσσα, φυλάσσοντας τις πύλες του ΑδηΜοσίου (ξέρω, έχω κάνει και καλύτερα λογοπαίγνια, μωρό μου), από τον έξω κόσμο, πλανάται πια ανάμεσά μας. Συνήθως γίνεται ορατό σε νομοταγείς, σε νέοπες, σε παρανοϊκούς, σε όσους δεν είναι τυφλοί στα κεκτημένα τους που χάνονται και σε όσους έχουν κάπως λερωμένη τη φωλιά τους αλλά δεν έχουν -πια- πρόσβαση σε κάποιο συνεργείο καθαρισμού διαθφοράς. Ο κύριος, που ψαρωτικά αλλά και χαριεντιζόμενος, μας υπενθύμισε τον φάλτσο αντικατοπτρισμό του τέρατος στα βαλτωμένα ύδατα του δημόσιου τομέα, θα πρέπει να ανήκει στους νομοταγείς, σε όσους δεν έπαψαν να ελπίζουν πως θα έρθει η Τρόικα ως Τίσις μετά από μια ιστορική πορεία ύβρεως. Όμως η τρόικα δεν ήρθε για να σώσει κανέναν. Κι ούτε να τιμωρήσει ήρθε. Ούτε καν να ελέγξει.

Η τρόικα είναι το μυθικό τέρας που ποτέ δε θα δει τη φιγούρα του η αθλία καθαρίστρια του αδημοσίου που κάθεται και αναπαύεται 5 ώρες τη μέρα, γιατί τόσο διαρκεί το 8ωρο για κείνη. Το τρομακτικό πλάσμα της φανταστικής μας πραγματικότητας δε θα το δει η αθλία που εμμέσως πλην σαφώς πληρώνεται από τους γονείς για να διατηρεί καθαρό έναν χώρο που επισκέπτονται τα άρρωστα, κατά βάση, παιδάκια τους. Δε θα δει καμία τρόικα, παρά μόνο εμένα, περνώντας έξω από το δωματιάκι που έχει οικειοποιηθεί κάτι ως cleaner's station, και για το οποίο θα συμφωνούσα αναφανδόν να της έχει διατεθεί, αν είχαμε και οι υπόλοιποι ένα γραφείο να καθήσουμε. Δε θα δει καμια τρόικα, παρά διερχόμενους εργαζομένους για να χαφιεδίσει στους διευθυντάδες για το τι κάνουμε και τι δεν, όπως είναι γνωστό. Τη τρόικα δε θα τη δει αλλά κι ούτε εμένα θα δει να παίρνω βαθιά ανάσα και να περνώ σαν μακροβούτι έξω απ' την ανοιχτή πόρτα της. Δε θα με δει να κλείνω την αναπνοή μου για να μη μυρίσω την τρομερή μπόχα που αναδύεται από το χώρο μιας...καθαρίστριας. Τη τρόικα δε θα τη δει γιατί παρεμβάλλονται μπροστά της τέσσερις γίγαντες που την προστατεύουν.

Ο βουλευτής, όχι ως πρόσωπο αλλά ως σύμβολο ενός διεφθαρμένου πελατειακού πολιτικού συστήματος, που τη διόρισε για ψηφοθηρικούς λόγους. Το διεθυντικό στέλεχος, όχι ως πρόσωπο αλλά ως διεφθαρμένη διοίκηση -επιλογή ενός διεφθαρμένου πελατειακού πολιτικού συστήματος, που έχει ανάγκη έναν χαφιέ. Το ηγετικό συνδικαλιστικό στέλεχος, όχι ως πρόσωπο αλλά ως διεφθαρμένο θεσμό που λειτουργεί πια ως βαστάζος της διεφθαρμένης διοίκησης που είναι επιλογή ενός διεφθαρμένου πελατειακού πολιτικού συστήματος, και ως ως εκκολαπτήριο βουλευτών για το διεφθαρμένο πελατειακό πολιτικό σύστημα, που χρειάζεται τη στήριξη των πιο αποκτηνωμένων και άρα πιο ισχυρών μελών του. Και τέλος θα την προστατεύσει το γιγάντιο αγκυλωμένο αριστερό reflex που θα υπερασπίζεται μια τέτοια εργαζόμενη, μόνο γιατί ανήκει στην εργατική τάξη, στη κατατρεγμένη πλέμπα. Την τρόικα δε θα τη δει ποτέ η καθαρίστρια. Κι ούτε η τρόικα θα τη δει. Το τερατώδες μαντρόσκυλο με τον τερατώδη κοπρίτη δε θα συναντηθούν. Εμείς οι άλλοι θα τα βλέπουμε και θα τα βλέπουμε και θα κοιτάμε, θα κοιτάμε. Ανήμποροι να διώξουμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

15/3/11

adieu II

Μεσημέρι. Κάτι γράφω. Έχει ξυπνήσει νωρίτερα από το αναμενόμενο το ανθρωπάκι των 30 μηνών. Πηγαινοέρχεται βαριεστημένο. Περιμένει να τελειώσω ό,τι κάνω. Στέκεται δίπλα μου. Το κεφάλι της είναι πια στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια του γραφείου. Με την άκρη του ματιού την βλέπω που με κοιτάει στην κοιλιά.

-Θα το κάνεις εσύ το παιδί σου, μαμά;
-Τι εννοείς;
-Το παιδί που έχεις στη κοιλιά σου. Θα το κάνεις;
-Μα δεν είπαμε πως έφυγε το μωρό αυτό;
-Και πού πήγε;
-Στον ουρανό δεν είπαμε πως πήγε;
-Και δε μπορούμε να το ψάξουμε;
-Δε μπορούμε.
-Μπορούμε με το αεροπλάνο. Και με το καράβι μπορούμε;


Χαμογέλασα. Πικρά. Πικρά για την υπενθύμιση της απώλειας. Αλλά χαμογέλασα. Σα να μου έδωσε μια ελπίδα πως η γενιά της θα βλέπει τους ουρανούς σαν αυτό που είναι. Πάντως όχι σαν την ανεξερεύνητη κατοικία κάποιου Θεού που έχει γύρω του παιδιά που δε γεννήθηκαν ποτέ.

13/3/11

"ζωή είναι και τελειώνει"- Μανώλης Ρασούλης

Νομίζω πως ακόμη και η κόρη μου, που' ναι δυόμισυ χρονών σήμερα, σήμερα που έφυγε απ' τη ζωή ο Μανώλης Ρασούλης, ως ενήλικη θα βρεθεί να κλαίει κάποιον έρωτά της με το "Αν πεθάνει μια αγάπη", να γελάει με τον έρωτα στο "Λεμόνι στην πορτοκαλιά" και το "Τροχαίο", να απογειώνεται ως γυναίκα με το "Τρελή κι αδέσποτη" και τη "Σφίγγα", να συγκινείται με το "Αχ, Ελλάδα σ' αγαπώ" και το "Στη ρωγμή του χρόνου", να ακονίζει το χιούμορ της με το "Μη μ' αποκαλείς τεμπέλη" και το "Κυρ Διευθυντά των δίσκων", να χορεύει το "Πότε Βούδας, πότε Κούδας" και το "Γύφτισσα τον εβύζαξε", να μελαγχολεί με το "Τίποτα δε πάει χαμένο" και το "Νιώσε με", να αναλογίζεται την ύπαρξη με το "Από περιέργεια υπάρχω" και το "Τραβώ καπνό, φυσώ καπνό".

Δε θα έχει δει τον Μανώλη Ρασούλη live, δε θα έχει βραχνιάσει σε καμια του συναυλία τραγουδώντας μαζί του όλο το βράδυ όλα του τα τραγούδια. Κι ακόμη δε θα έχει ενοχληθεί που ο Ρασούλης τσακωνόταν δημόσια με τους φίλους του, που έβγαινε στις τηλεοράσεις, που εκτόξευε κατά καιρούς εθνικιστικές αρλούμπες. Θα ξέρει το μόνο που χρειάζεται να ξέρει κανείς από έναν καλλιτέχνη: την αξία του έργου του. Δεν πέθανε ένας άγιος σήμερα. Ας μην ήταν άγιος. Με την ψυχική ανάταση που προκαλούσαν τα τραγούδια του μας έφερνε εμάς όλους ένα βήμα πιο κοντά στην αγιοσύνη. Ζεσταινε δηλαδή τις καρδιές μας, με το γέλιο, τη σκέψη, τη μελαγχολία, τον σπαραγμό, τον χορό, την μελαγχολία . Και τι άλλο να ζητήσεις από έναν στιχουργό. Να ζούσε κάποια χρόνια ακόμα. Αυτό θα του ζητούσα.




Τραβώ καπνό,φυσώ καπνό
ζωή είναι και τελειώνει
μα πριν κι εγώ χώμα γινώ
κάτι κρυφό με λιώνει.
Αρρώστια είναι ή έρωτας
σταμάτα πια να με ρωτάς
μην περιμένεις να σου πω
στον κόσμο να μιλήσω
για το στερνό μας μυστικό
μόνο θα τραγουδήσω
μην περιμένεις να σου πω
στον κόσμο να μιλήσω.

12/3/11

της μη-τέρας φύσης

Το σοκ και το δέος απέναντι στην μεγάλη φυσική καταστροφή είναι κοινό στον άνθρωπο. Υποθέτω ότι ακόμα και οι επιστήμονες που μελετούν αντίστοιχα φυσικά φαινόμενα, θα σαστίζουν μπροστά σε ένα τσουνάμι. Όμως ούτε ο πιο απαίδευτος δε θα στραφεί με ύβρεις ενάντια στη φύση, όπως σωστά παρατηρεί, ο Old Boy. Η φύση πάντα θα παραμένει στο "ακατάρατο". Ενώ αντίθετα, για κάθε αναποδιά, με πολύ πιο περιορισμένες επιπτώσεις στη ζωή μας από σεισμούς των 8,9 Ρίχτερ, βρίζουμε με ευκολία το Θεό και τα θεία.
Επειδή, συμπληρώνω εγώ, η σχέση μας με τη φύση είναι πιο διαλεκτική.
Η φύση, αντίθετα με τους θεούς, υφίσταται αναμφισβήτητα. Και πιο εύκολα βρίζεις κάτι που δε σου έχει φανερώσει το πρόσωπό του αλλά παριστάνει πως έχει πρόσωπο.
Η φύση, αντίθετα με τους θεούς, μας τρέφει. Και πιο εύκολα βρίζεις κάτι που το όφελλός του στον άνθρωπο είναι μάλλον αμφιλεγόμενο.
Η φύση είναι μεν πιο ισχυρή από τον άνθρωπο και τις δυνατότητές του, αλλά του επιτρέπει να τη τιθασεύσει σε κάποιο βαθμό, αντίθετα με τους θεούς που θεωρούνται "ανωτέρα δύναμη", χωρίς όμως περιθώριο να τα βρούμε μαζί τους. Και πιο εύκολα βρίζεις έναν αυταρχικό.
Η φύση είτε εκδικείται επειδή δε σεβαστήκαμε το περιβάλλον κλπ, οπότε πώς να τη βρίσεις, είτε κι όταν ακόμα η καστροφική της μανία δεν φαίνεται να έχει νομοτελειακή σχέση ως προς την ανθρώπινη δράση, είναι τόσο σπάνια, που πάλι δε μπορείς να τη βρίσεις.
Όμως αυτά που χρεώνουμε στους θεούς, από το θάνατο ενός μικρού παιδιού, μέχρι την επικράτηση ενός ισχυρού καθάρματος, στηρίζονται σε μια άρρωστη σχέση με μια οντότητα αμφιλεγόμενης ύπαρξης, to say the least. Αν ο Θεός δεν υπάρχει είμαστε γελοίοι που τον καταριόμαστε για κάθε κακό που μας συμβαίνει. Αν ο Θεός υπάρχει για κάθε αναίτιο μεγάλο κακό που μας συμβαίνει καλά κάνουμε και τον καταριόμαστε. Σε κάθε περίπτωση η σχέση μας με τη θολή έννοια του Θεού είναι άρρωστη. Γιατί δεν έχει λογική και δεν είναι διαλεκτική. Είτε η πίστη μας προς αυτόν, είτε οι ενέργειές του προς εμάς. Η φύση, ακόμα και τώρα που σκότωσε εκατοντάδες ανθρώπους σε δυο λεπτά, είναι και πρέπει να είναι στο "ακατάρατο". Γιατί υφίσταται, γιατί μας ζει, γιατί, τελικά, για να προστατευθεί από αυτήν έχτισε ο άνθρωπος τον πολιτισμό του. Ενώ απ' τους Θεούς, που ούτε ξέρουμε αν υφίστανται, ούτε μας ζουν, δε γεννήθηκε πολιτισμός. Μόνο σκοταδισμός, μίσος, ιερές εξετάσεις, πόλεμοι, φονταμενταλισμός, φανατισμός και τέτοια ωραία. Χωρίς Θεό μπορούμε, χωρίς Φύση δε μπορούμε. Γι' αυτό ακόμα και τώρα στέκεται ως μητέρα και όχι ως τέρας. Ακόμη και τώρα.



10/3/11

adieu

Κοιμάται δίπλα μου. Ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα της. Έχει μια κάποια δυσκολία στον ύπνο. Σ' όλα τα άλλα έχει μια ευκολία. Στο να μιλάει, να αντιλαμβάνεται, να θυμάται, να τρώει, να γελάει, να τραγουδάει, να παίζει, να κάνει αστεία. Κάθε μέρα μου δίνει χαρά. Κάθε μα κάθε μέρα. Κι ευτυχία. Αλλά φοβάμαι να το ομολογήσω. Γι' αυτό, τις νύχτες που με εξοντώνει ώσπου να την κοιμίσω, που ξυπνάει μες στον ύπνο της και κλαίει, που απαιτεί με τον τρόπο της να χωθεί ανάμεσα στο ζευγάρι, χαίρομαι. Ακόμα και τότε χαίρομαι. Γιατί με ταλαιπωρεί επιτέλους. Για να μη σκάσω από ευτυχία. Για την ισορροπία.

Ξυπνάω δίπλα της και τη μυρίζω στο λαιμουδάκι. Της φιλάω το στρουμπουλό μάγουλο. Ξανατρυπώνω τη μύτη μου στο προγουλάκι ανάμεσα και στο στέρνο της, στη σχισμή που φυλάσσει την μοναδική μυρωδιά του μωρού. Όλα μπορεί κανένας να τα περιγράψει. Τη μυρωδιά των μωρών, ούτε ο Ζίσκιντ στο Άρωμα. Η απερίγραπτη μυρωδιά τους σε παραλύει. Όμως πρέπει να πάρω τα πόδια μου τα παραλυμένα και να σηκωθώ.

Ετοιμάζομαι για τη δουλειά. Φτάνω στο νοσοκομείο των παιδιών. Περπατώ βιαστική στους δαιδαλώδεις διαδρόμους. Κοιτάζω κάπου-κάπου το είδωλό μου σε όσο καθρέφτισμα μου επιτρέπουν οι τζαμαρίες. Για να ελέγξω το μακιγιάζ, το μαλλί, ή από φιλαρέσκεια. Ποιος ξέρει.

Και τότε, η ματιά μου διαπερνά την αντανάκλασή μου σε κάποιο παράθυρο και καρφώνεται εκεί. Στη νεκροφόρα που περιμένει μ' ανοιχτή την πόρτα, 8 το πρωί, τον επιβάτη της. Ένα παιδί χτες ξεψύχησε στο χώρο που εγώ εργάζομαι. Εγώ εκεί εργάζομαι. Εκεί που χτες ξεψύχησε ένα παιδί. Ένα μωρό. Ποιος ξέρει. Κι αν ήταν στην εντατική, θα το άφησαν να σβήσει νύχτα. Χτες τη νύχτα. Τα παιδιά στα νοσοκομεία τους δεν τ' αφήνουν να πεθάνουν μέρα. Για να μη δημιουργείται αναστάτωση σε εμάς τους ζωντανούς. Έσκυψα πιο κοντά στο παράθυρο. Ήμουν τρεις ορόφους πιο ψηλά. Αλλά ένιωσα πως το μυρίζω. Αντίο παιδάκι. Κι αν βρεις το Θεό, πες του πως είναι μεγάλος μαλάκας.



8/3/11

to be a woman

12:30. Ανησυχούσε πως όταν μείνει έγκυος θα πάρει πολλά κιλά και δε θα καταφέρει έπειτα να τα χάσει. Συχνά παραπονιόταν πως εκείνη καταβρόχθιζε τον άμπακα. Κι όμως δήλωνε ερωτευμένος. Κι όμως εκείνος ήταν που ήθελε παιδί πριν ακόμα τη γνωρίσει. Κι όμως εκείνος ήταν ο παχουλός. Το μέγα θαύμα της ζωής και το μέγα αίσθημα του έρωτα σε μια ζυγαριά. Κι εκείνη μονίμως σε μέτρηση. Μέσα- έξω.

14.50. Μεγάλωσε χωρίς να την ερωτευτεί κανένας. Βέβαια, παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά. Αλλά δεν την πόθησε κανένας πιο πολύ κι απ' τη ζωή του, δεν τη φαντασιώθηκε σκορπώντας το γενετικό του υλικό στο χώμα για πάρτη της. Ήταν άσχημη. Η μητέρα της την μεγάλωσε σαν άσχημη. Και εκείνη το πίστεψε. Μια γυναίκα φτυστή εκείνη, η αδελφή που δεν είχε, με ίδια παράξενα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, όμοια σωματοδομή, κάθεται σε ένα μπαρ και καπνίζει αυτάρεσκα, ενώ κάθε της κύτταρο φλερτάρει τον άντρα πλάι της. Λίγο μετά θα φιληθούν κι ο κόσμος θα έχει χαθεί στα άκρα των χειλιών τους. Για κείνον είναι ωραία, για την ίδια είναι ωραία και για εμάς τον κόσμο που δεν υφίσταται πέρα απ΄το φιλί τους είναι ωραία. Κι όμως είναι τόσο ίδιες. Τόσο ίδιες.

18.25. Εργαζόταν σε κάποια εφημερίδα ώσπου να βρει καποια πιο μόνιμη δουλειά. Ίσως γιατί ήταν περαστική και δε θα χρειαζόταν να δείξει υπερβάλλοντα ζήλο στην εκπλήρωση των καθηκόντων της, ίσως γιατί δε χρειαζόταν να επενδύσει χρόνο και ενέργεια στο χτίσιμο της συνεργασίας με τους συναδέλφους της, είχε έναν αέρα ελαφρότητας, έναν αέρα ταξιδιάρικο. Και πράγματι σκόπευε να μετοικήσει σε πιο βόρεια κλίματα. Γι' αυτό, ίσως, αλλά και επειδή ήταν νέα και κάπως χαριτωμένη, είχε γίνει το αντίκειμενο του πόθου για πολλούς. Οι αρχισυντάκτες, του πολιτικού και του αθλητικού ρεπρτάζ, τη φλέρταραν, ο καθένας με τον τρόπο του. Αλλά δεν ενέδωσε σε κανέναν απ´ τους δύο. Μια λεσβία δακτυλογράφος της αφιέρωνε ποιήματα και της είχε χαρίσει κι ένα σετάκι εσώρουχα. Αλλά δεν ενέδωσε. Ένας γκαίη γραφίστας, από καλός φίλος ξαφνικά θέλησε να γίνει εραστής της, καθώς της ρίχτηκε αγριως ένα βράδυ στο πάρκιν της εφημερίδας. Αλλά δεν ενέδωσε. Κι ένας επιμελητής κειμένων, από επίδοξος εραστής έγινε φίλος όταν αντιλήφθηκε πως δεν θα ενέδιδε, οπότε και της ομολόγησε, καιρό μετά το πέρασμα στη φιλία, πως του είχε συμβεί το εξής εκπληκτικό μαζί της. Καθόταν δίπλα του, της είπε, μιλούσαν για άσχετα θέματα κι όμως εκείνος είχε στύση. Η κοπέλα ερωτεύτηκε τελικά κάποιον ρεπόρτερ, έκαναν σχέση αλλά ούτε μαζί του κατάφερε να ξεπεράσει το σεξουαλικό της πρόβλημα. Το αντικείμενο του πόθου ήταν ανοργασμικό. Και αυτό ούτε το γνώριζε, ούτε μπορούσε να το φανταστεί, και πολύ περισσότερο να το φαντασιωθεί κανένας και καμία από όσους την επιθύμησαν. Ίσως τελικά να έγινε ηθοποιός, έχοντας εκπαιδευτεί χρόνια στο να προσποιείται οργασμούς. Ίσως να βρήκε στην υποκριτική την πιο μόνιμη δουλειά που αναζητούσε.

20.45. Ήθελε πολύ να κάνει ένα παιδί. Όμως λίγο το άγχος της δουλειάς, λίγο οι κακές σχέσεις με το οικογενειακό περιβάλλον, λίγο η ιδιοσυγκρασία της, την εμπόδιζαν να μείνει έγκυος. Η κοπέλα ήταν φρικιό. Control freak. Ερχόταν σε επαφή με το σύντροφό της απαραιτήτως και αποκλειστικά στις γόνιμες μέρες. Η επαφή έπρεπε να συντελεστεί ανεξαρτήτως επιθυμίας, στρες, κούρασης και λοιπών παραγόντων. Όμως όταν ήταν να συνερευθεί το ζευγάρι, μόνο που δεν έπλενε με betadine το σύζυγό της, όπως οι γυναίκες τους πελάτες στα παλιά μπουρδέλα του λιμανιού. Κάποτε, ο Θεός, στον οποίο πίστευε απαρέγκλιττα, της χάρισε ένα παιδάκι. Πριν το παιδάκι όμως έρθει στον κόσμο, η βουλή του Κυρίου ήταν να τη δοκιμάσει ακόμη μια φορά. Έπαθε αποκόλληση πλακούντα, κινδύνεψε να χάσει το κύημα. Ο μαιευτήρας της όμως την έσωσε. Της χορήγησε προγεστερόνη για κάποιους μήνες και απέφυγε την αποβολή που ετοίμαζε ο οργανισμός της. Λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα, εξουθενωμένη από την ανατροφή ενός παιδιού με πολλά προβλήματα συμπεριφοράς και απόδοσης στο σχολείο, αλλά και κάποια δυσμορφία, κατέφυγε στους ειδικούς. Κάποιος από την επιστημονική ομάδα στο κέντρο που προσήλθε για παρακολούθηση έκανε έρευνα για τη συσχέτιση της λήψης τεχνητής προγεστερόνης κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης με τις μαθησιακές δυσκολίες και κάποια σύνδρομα των παιδιών. Η μητέρα του παιδιού δέχτηκε να συμμετάσχει με αντίτιμο μια μικρή παράκαμψη μιας γιγάντιας λίστας αναμονής. Αναζητούσε εξάλλου κάποια αιτία σε αυτό που συνέβαινε στην κόρη της. Κι αυτός ο ερευνητής της ενέπνεε μια σιγουριά. Πως θα τη βοηθήσει να μάθει γιατί έτυχε αυτό στην κόρη της. Αυτό το γιατί που χάσκει λιμασμένο πάνω απ' τα κεφάλια όσων έχουν πονέσει, το λιμασμένο γιατί που περιμένει να το ταϊσουν για να μη τους πεθάνει από μαράζι, για να μη τους τρελάνει. Αυτό το "γιατί σε μένα" που φαντάζει ακόμα πιο πελώριο όταν γίνεται "γιατί στο παιδί μου"; Ο επιστήμονας κάποτε, θέλοντας να κατευνάσει την αγωνία της για μιαν απάντηση, της πρόσφερε την εκδοχή του. Ίσως δε θα έπρεπε να είχε παρέμβει τότε που ο οργανισμός της είχε ξεκινήσει τη διαδικασία να αποβάλλει ένα μη φυσιολογικό κύημα. Δηλαδή; Ίσως ήταν λάθος να κρατήσει το παιδί γιατί ήταν να γεννηθεί με πρόβλημα. Πώς διασταυρώθηκαν τότε όλα, το θέλημα του Θεού, η εντολή του γιατρού, η δική της απόφαση τότε, η εκδοχή του επιστήμονα, και η δική της η εξάντληση τώρα. Όρμησε πάνω του να τον λιντσάρει. Γλίτωσε με εκδορές και μώλωπες. Ήταν γνωστός στην πιάτσα την επιστημονική. Όρμησαν πάνω του τα δελτία των οχτώ και μισή. Αυτός δε γλίτωσε τη διαπόμπευση και εκείνη τα ψυχοφάρμακα. Όμως η διαπόμπευση έγινε σκόνη με μερικά συνέδρια και τιμητικές διακρίσεις για κείνον αλλά οι σκόνες δεν έγιναν ποτέ έπαινος για εκείνη.

23.10 Έπεφτε για ύπνο όταν πια καταλάβαινε πως η σπονδυλική της στήλη θα σκίζονταν στα δυο σαν κούτσουρο που το χτυπάει κάποιος με το τσεκούρι. Είχε δουλέψει οχτάωρο και είχε μείνει άλλη μιαν ώρα απλήρωτη για να μη χάσει τη δουλειά της που βρήκε μετά από πολύ καιρό στο ψάξιμο, έτρεχε στο σπίτι, στην άλλη άκρη της πόλης, αλλάζοντας δυο συγκοινωνίες, πάντοτε όρθια, για να παραλάβει τα μικρά απ' τα σχολεία, να τα ταϊσει, να κοιμίσει το ένα, να διαβάσει το άλλο, να μην τα αφήσει σε μια τηλεόραση να ζαβλακωθούν, να τα πάει για ποδήλατο και κούνιες, να περάσει απ' το μανάβικο και τον κρεοπώλη, να επιστρέψει να μαγειρέψει, να βάλει πλυντήριο, να σιδερώσει, να απλώσει τη μπουγάδα, να σερβίρει στον άνδρα της, να ετοιμάσει για αύριο μια παρουσίαση του αφεντικού, να συμμαζέψει, να κάνει μπάνιο τα παιδιά, να διαβάσει παραμύθι στο μικρό, να μπανιαριστεί, να φτιάξει τα μαλλιά της, να κάνει σεξ με τον άνδρα της ώστε τελικά από την κούραση να ξεχάσει το όνομά της. Κάποιοι την είπαν για πλάκα Μαίρη Παναγιωταρά. Αλλά δεν είναι. Είμαστε όλες συνονώματες. Χωρίς πλάκα.

1.58. Υπέφερε από αϋπνίες. Χρόνια τώρα είχε μια δυσκολία με τον ύπνο της. Όμως τελευταία το πρόβλημα είχε επιταθεί. Είχε φτάσει σκαλί-σκαλί ως την ανώτατη βαθμίδα. Πρόσφατα είχε ανακυρηχθεί Καθηγήτρια. Κι όμως, παρ'όλο τον κάματο της ακαδημαϊκής καριέρας στα κύτταρά της, θα έπρεπε να είναι το ίδιο παραγωγική και το ίδιο διατεθειμένη να αξιολογηθεί για το έργο της όπως δυο δεκαετίες πριν. Τα πρωινά έφθανε πάντοτε στην ώρα της στο Πανεπιστήμιο. Άυπνη και διαλυμένη ερχόταν να διδάξει νεαρά αρυτίδιαστα, κυρίως γυναικεία, πρόσωπα Παιδαγωγική. "You look tired" παρατήρησε κάποτε μία αλλοεθνής φοιτήτρια με όλη της την κινέζικη ευγένεια, θέλοντας να δείξει την έγνοια της για την προφεσσόρισα που θαύμαζε και σεβόταν μέχρι θέωσης. Όμως δεν γνώριζε πως το να πεις σε κάποιον εργαζόμενο πως δείχνει κουρασμένος πρωινιάτικα ισοδυναμεί με βρισιά. Πώς θα μπορούσε εξάλλου να εργάζεται κάποιος σε μια προηγμένη καπιταλιστική κοινωνία και να μην έχει φροντίσει να έχει κοιμηθεί σα πουλάκι ώστε να ξυπνήσει φρέσκος και αλλέγρος να πάει στη δουλειά του. Πώς θα μπορούσε ένα κουρασμένο και μουρτζούφλικο πρόσωπο να προσβάλλει το ιερό πρόσωπο της Εργασίας; Έτσι η Καθηγήτρια, χάνοντας κάθε ίχνος στωικότητας και ψυχραιμίας, δυο από τα πιο χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, αναλύθηκε σε κλάματα και σε αυτοανάλυση στα μάτια των μελλοντικών δασκάλων. Εκείνη τη στιγμή έπαιρναν εκείνη κι εκείνοι το πιο δυνατό τους μάθημα. Το βράδυ που γύρισε σπίτι δεν την περίμενε όπως πάντα κανείς. Αλλά ένιωθε πως απόψε είχε κάποια παρέα.

7.45. Έφτιαξε καφέ για εκείνη και για εκείνον. Έφτιαξε πρωινό για τα παιδιά. Έφτιαξε το κέφι της. Κοιτάχτηκε στα μάτια του. Δεν ήταν πια η κοπέλα που ερωτεύτηκε. Κοιτάχτηκε στα μάτια τους. Δεν ήταν πια η θεά-μητέρα-τροφός που ερωτεύτηκαν. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Και ήταν πια αυτή. Μια γυναίκα που έζησε ό,τι έζησε. Που έζησε όσο έζησε. Που ζούσε. Έφτιαξε λίγο το σουτιέν που δυσκολευόταν να συνηθίσει μετά τη μαστεκτομή. Άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ. Είχε κατέβει όσο πιο χαμηλά χρειαζόταν για να πει ένα μεγάλο ευχαριστώ στη ζωή. Ένιωθε πολύ τυχερή, παρόλαυτα.


6/3/11

χωρίς χορό

Είχα ξυπνήσει νωρίς. Να ψωνίσω από το μανάβικο τα πιο νόστιμα λαχανικά. Μάταια. Τα λαχανικά στο Λονδίνο είναι άοσμα. Και σχεδόν άγευστα. Όσο organic και να σου μοστράρονται, όσες λίρες και να τους διαθέσεις, η ντομάτα ποτέ δε θα θα έχει τη γεύση και τη μυρωδιά που πρέπει, ώστε να λογαριάζεται ως ντομάτα. Και δε σαπίζει ποτέ. Όπως οι κακοί άνθρωποι μετά θάνατον, κατά την προκατάληψη της ελληνικής υπαίθρου. Η εν πολλαίς αμαρτιαίς περισούσα ντομάτα.

Είχα συγκεντρώσει όλα τα υλικά για το γεύμα. Θα καλούσα το μεσημέρι κάποιους φίλους με αφορμή την επάνοδό μας στο Λονδίνο. Ευκαιρία να ξανανταμώσουμε. Είχα αποφασίσει να φτιάξω μεξικάνικο μενού. Το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο. Δεν ήμουν εξοικειωμένη με καμία από τις συνταγές, εκτός από το τσίλι κον κάρνε. Όμως τα καταφέραμε. Εγώ, το μωρό και ο μπαμπάς της. Η μικρή πρόβαλε εκείνη τη μέρα τις λιγότερες δυνατές απαιτήσεις. Ο πατέρας της έφτιαξε ωραία κοκτέιλ , γκουακαμόλε και τσίπς τορτίγιας. Κι εγώ όλα τα άλλα.

Είχα ετοιμάσει τα φαγητά, τα ποτά, το σπίτι, το μωρό, εμένα και όταν όλα ήταν έτοιμα, πανέτοιμα άρχισαν να έρχονται ένας-ένας. Ήρθαν όλοι. Περάσαμε πολύ όμορφα. Ή έτσι νομίζαμε.

Λίγες βδομάδες μετά, η γιαγιά της μικρής μας επισκέφθηκε στο Λονδίνο. Έτυχε να αναφερθούμε σ' εκείνο το τραπέζι. Της λέγαμε ότι περάσαμε πολύ όμορφα. Ότι ήρθαν οι φίλοι μας, φάγαμε, ήπιαμε, κουβεντιάσαμε, γελάσαμε. Μας ρώτησε αν μετά βάλαμε μουσική να χορέψουμε. Κοιταχτήκαμε το ζευγάρι των οικοδεσποτών εκείνου του γεύματος. Αμήχανα. Σαν η μητέρα μας, αυτός ο κατά τα άλλα πολύ λογικός άνθρωπος, να είχε ξεστομίσει την πιο αναπάντεχη, την πιο παράταιρη, την πιο παλαβή ερώτηση. Μετά, της απάντησα, όπως απαντάς σε τρελό, νηφάλια και με συγκαλυμμένο το σοκ, πως όχι δε χορέψαμε, ενώ ο εξ αγχιστείας γιος της προτίμησε να την πειράξει λιγάκι για την κοτσάνα που εκτόξευσε.

Κι όμως οι γονείς μας, όλης μου της γενιάς οι γονείς, έχουν φωτογραφίες στα άλμπουμ τους που χορεύουν. Είναι γιατροί, είναι εκπαιδευτικοί, είναι νοικοκυρές κι εργάτες. Δεν έχει σημασία. Χορεύουν μπροστά σε κάτι παραπήγματα στην εξοχή της Πρωτομαγιάς, χορεύουν στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, σε κάτι συρματοπλέγματα μπροστά σε ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια αρμυρίκια του Δεκαπενταύγουστου, σε κάποια σαλοτραπεζαρία της Πρωτοχρονιάς, σε κάποιο χορό εργαζομένων της Απόκριας. Είναι όλοι τους ερωτικοί, είναι όλοι όμορφοι, έχουν ωραία κορμιά, έχουν και παιδιά, δυο παιδιά τουλάχιστον κάθε οικογένεια, γελάνε διάπλατα, έχουν μάγουλα ροδαλά απ' το πιοτό, είναι ευχαριστημένοι από το φαγητό, έχουν τραπέζια στρωμένα στο πουθενά. Και χορεύουν. Κάθε σπίτι έχει μια μάνα που στη δεκαετία του '70 και του '80, χορεύει παραδοσιακούς χορούς και τσιφτετέλια. Η μάνα μας είναι cult με την καμμένη περμανάντ και την πουκαμίσα με τις βάτες, αλλά χόρεψε.

Σήμερα περπατούσα στον Τύρναβο. Μεσημέρι. Η πόλη σείονταν. Εκκωφαντικές μουσικές απ΄τα μεγάφωνα. Όλα προετοιμάζονταν για το αποκριάτικο καρναβάλι. Έβλεπα στους πάγκους όλα αυτά τα γλειφιτζούρια- φαλλούς και αναρωτιόμουν αν αυτό είναι που μας λείπει. Αν μας λείπει λίγο διονυσιακό πνεύμα. Αύριο, Καθαρή Δευτέρα, αν το επιτρέψει ο καιρός, μόνο οι μετανάστες ίσως χορέψουν κάπου υπαίθρια. Και οι γύφτοι. Στους καταυλισμούς. Εμείς που τα έχουμε όλα, όλα όμως υποθηκευμένα, θα κοιτάμε μόνο. Σαν σε ντοκιμαντέρ. Και θα σκουριάσουν τα σώματά μας αχόρευτα. Ήθελα σήμερα να ξεχυθώ στους αποκριάτικους δρόμους χορεύοντας. Αλλά έμεινα στο "θα ήθελα". Γιατί στη γενιά μου, ανήκω. Γιατί η δική μου η γενιά έχει μάθει μόνο να τη χορεύουν σε κάρβουνα αναμμένα.






3/3/11

το σπίτι τους μοίριζε

Το σπίτι τους μοίριζε πάντοτε. Μανταρίνι, τηγανητές πατάτες και ναφθαλίνη. Η μάνα τους έφτιαχνε κιλότες από παλιές φανέλες των πολλών παιδιών της. Δεν τη θυμάμαι ποτέ στα λογικά της. Δηλαδή να φτιάχνει μεν εσώρουχα από παλιόρουχα, αλλά να μην το λέει στη γειτονιά. Η τρέλα δε λογαριάζεται αν δεν υπάρχει τουλάχιστον άλλο ένα ζευγάρι λογικά μάτια να την βλέπουν ως τέτοια. Πότε τρελάθηκε; Δεν έκανα τον κόπο να ρωτήσω, ούτε και ως ενήλικας. Ως έφηβος ήξερα να κάνω τον μάγκα αμφισβητώντας σύγκορμο το «κατεστημένο», αλλά δεν εμπαινα στον κόπο να αμφισβητήσω τα πορτραίτα των ανθρώπων στο μυαλό μου.
Έτσι, η Κλαίρη ήτανε η τρελή της γειτονιάς, πριν ακόμα υπάρξω ως γειτόνισσά της ή ως ο,τιδήποτε άλλο. Ήταν τρελή, πριν ακόμα υπάρξουν γειτονιές. Όπως κι η μητέρα της, μια γηραιά κυρία, με κάποια χαμένη περιουσία, κάποια χαμένα προνόμια, κάποιο χαμένο status, αλλά πάντως αξιοπρεπής, στο εφηβικό κεφάλι μου, που όλα νόμιζε τα ήξερε και ακόμα πιο πολύ τα αμφισβητούσε, ήταν πάντοτε μια γρια.
Όμως δε μπορεί, θά' ταν και η Κλαίρη κάποτε μωρό, μετά παιδί, μετά κοπέλα. Μάλλον δε πρέπει να ήταν από γεννησιμιού πρησμένη απ' τα ψυχοφάρμακα. Κάποτε θα τη φλέρταρε κι εκείνη η ψυχική αρρώστια, κάποτε σάλταραν οι νευρώνες της. Αλλά σίγουρα όχι από πάντα.
Και έτσι είχα συμπονέσει πιο πολύ τον τύπο που μιλούσε με υπότιτλους μέσα απο μια τηλεοπτική οθόνη σε ένα ντοκιμαντέρ, τον άγνωστο που έλεγε και ξανάλεγε «δεν έχω χαρά, δεν έχω χαρά». Και μετά έπεφτε η απεικόνιση του εγκεφάλου που έδειχνε τους νευρώνες του φυσιολογικού. Κι από κάτω του ψυχασθενή. Μες στο κεφάλι σου, αν είσαι στα σύγκαλά σου, έχεις νευρώνες στατιωτάκια αυστηρά παραταγμένα. Αυτοί που δεν είναι καλά, αυτοί οι άλλοι, που είναι από πάντα έτσι, έχουν νευρώνες σκορπισμένους σα παιδάκια σε αποκριάτικο χορό. Σερπαντίνες, κομφετί, χυμένες πορτοκαλαδες, καραμούζες, πασαλειμένες μπογιές, αστερόσκονη, ρόπαλα. Τρελοκομείο.
Κι όμως ο νεαρός αυτός, σα πανικόβλητος αλλά ταυτόχρονα ακινητοποιημένος από απόγνωση μας έλεγε πως δεν είχε χαρά. Γιατί διαλύθηκε το στράτευμα. Γιατί ξετρελάθηκαν οι νευρώνες του σε κάποιο μπαλ ντ' ανφάν.
Μα είναι δυνατόν σκηνοθέτης άνθρωπος να προσφωνεί παναγιώτατο έναν παπά μόνο γιατί είναι ψηλά στην ιεραρχία και να δηλώνει στα μικρόφωνα συγκινημένος για την εκδήλωση αυτή για την Ορθοδοξία; Και είναι δυνατόν ο ραδιοσταθμός, ο ψαγμένος, το ball d'enfant του εντέχνου, να αναμεταδίδει απευθείας το προγράμμα; Κι είναι δυνατόν εγώ τώρα να το ακούω και να εκνευρίζομαι χωρίς να αλλάζω συχνότητα ενώ μέσα σ´ αυτή τη σύμπτωση να βρίσκω μια απάντηση; Είναι δυνατόν να βρίσκω απάντηση που είναι πάλι σαν ερωτηματικό και που λέει, μήπως σε δέκα χρόνια θα με μέμφομαι αναδρομικά που τώρα δα δεν έχω καμία ενσυναίσθηση για όσους έχουν την ανάγκη να θρησκεύονται, καθώς τότε πια ίσως κι εγώ θα έχω πάρει μυρωδιά από θεούς και τα λοιπά όπως τώρα μου μοιρίζει από κοντά η αρρώστια της ψυχής; Είναι δυνατόν το σπίτι μου να μοιρίσει ναφθαλίνη, τηγανητές πατάτες και λιβάνι;