Κάποιο Σάββατο βράδυ
βγήκα από τη μήτρα να δω τον κόσμο. Με σκούπισαν, ίσιωσα το μαλλί –το κρανίο δε
μπόρεσαν να το ισιώσουν άμεσα, ήταν πρωτότοκος η γυναίκα, φυσιολογικός ο
τοκετός της κι έπαθα ένα μικρό στραπάτσο. Ηπια ένα σφηνάκι γάλα από το βυζί και
μέθυσα, δεν έβλεπα μπροστά μου. Πολλά το φώτα. Γι’ αυτό καμιά φορά διψάω για το
έρεβος και πέφτω στη σύνθλιψη, που είναι η κατάθλιψη των φτωχών. Το κρεβάτι
είναι η μήτρα και τα σκεπάσματα το σάρκινο περίβλημά της. Παίρνω θέση εμβρύου
και καταριέμαι τους μαιευτήρες και τη μαμή της Ιστορίας. Γι΄αυτό ακόμα και
σήμερα δε θέλω να βγαίνω τα Σάββατα, από φόβο μήπως αναγκαστώ να γεννηθώ ξανά,
κι από φόβο για το σαββατογεννημένο εαυτό μου.
Περπατούσαμε ανάμεσα
στις δίπατες μονοκατοικίες με το κεραμίδι, το κόκκινο τούβλο, τους
φροντισμένους κήπους, όλες ίδιες στη σειρά, λίγο να διέφεραν τα λουλούδια στις
γλάστρες, η κουρτίνα και ο φωτισμός από το living room, τι living, τόση ησυχία, σα να περπατούσαμε ανάμεσα
σε μνήματα, του είπα κάποιο βράδυ. Περπατούσαμε και ήταν Μεγάλο Σάββατο, στην καρδιά
της εβραϊκής γειτονιάς, έψελνε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένας νεαρός παπάς. Πώς
νόμιζα πως ένας νέος δε θα γινόταν σήμερα πια λουστράκος, σαλεπιτζής, παπάς, γανωτής
ή ντελάλης. Περπατούσαμε και ήταν άνοιξη και μάλλον θα ήμουν πάλι ερωτευμένη με
κάποιο είδωλο, ποιος ξέρει, μόνο που τα δικά μου δεν ανασταίνονται, οι έρωτές
μου πεθαίνουν πιο πολύ κι από τα έμβια, κι ένιωθα τον Απρίλη στο πετσί μου,
ώσπου βγήκε μια γυναίκα, στα μαύρα, και διέκοψε τον περίπατο: ήθελε να της
ανάψουμε το κερί γιατί ήταν το εβραϊκό Σάββατο, της αργίας, δεν επιτρέπονται οι
εργασίες, δεν επιτρέπεται ν’ ανάψεις ένα κερί. Και στα μανουάλια άναβαν κεριά
οι βαφτισμένοι όπως εμάς. Λίγο καιρό μετά βαφτίστηκα με το στίχο του
γερμανοεβραίου ποιητή και ξέχασα πώς με λένε.
Τις Κυριακές ένιωθες
πως γίνεται κάποιου είδους διαδήλωση στην Όξφορντ Στρητ. Τέσσερις ανθρώπινες
λωρίδες φορτωμένες με σακούλες διέσχιζαν παράλληλα κι αντίστροφα τα πεζοδρόμια
εκατέρωθεν του δρόμου. Κάποιοι διέφευγαν από τις κινούμενες ουρές, για να
τρυπώσουν στα καταστήματα, να διασπαρούν σαν ιοί ανάμεσα στα σειρές με τις
κρεμάστρες και τους πάγκους με τα εμπορεύματα, να αλώσουν υφάσματα ραμμένα
από παιδικά χεράκια, να πατήσουν το πέλμα τους στις κυλιόμενες, να μεταφερθούν
στο δια ταύτα του πολιτισμού.
Αν ο Yann Arthus-Bertrand αποφάσιζε
να πετάξει με το ελικόπτερό του πάνω από την Όξφορντ Στρητ ώστε να φωτογραφίσει
το θέαμα για την περίφημη συλλογή του, Earth from above, τι θα απεικόνιζε το έργο του; Ποια
στιγμή της ανθρώπινης τραγωδίας θα απαθανάτιζε; Το έγκλημα γίνεται πάντα στα
παρασκήνια, μέσα σε ντουβάρια, αποκρυμμένα από το μάτι του ουρανού, το μάτι του
Γιν και του Yann, του
δημιουργού, γίνεται πάντα στα παρασκήνια, και μεταφέρεται το πτώμα σε
τροχήλατα, και κραδαίνουν τις τσάντες με τα ψώνια, σα σφάγια μιας μάχης χωρίς
τέλος.