31/8/11
τέλη Αυγούστου
Φοβόμουν για χρόνια τα μακροβούτια, κι ίσως, ως αντίδραση στο απαγορευτικό του φόβου, ο πόθος ήταν να πάρω μαθήματα καταδύσεων. Ποτέ δεν έχω φτάσει στο βυθό. Κι όσο περνάνε τα χρόνια τόσο εκμηδενίζονται οι πιθανότητες να πραγματώσω το εφηβικό μου όνειρο. Κι όσο με ξεφτιλίζουν, εμένα κι όλη μου τη γενιά, μειώνοντας τους μισθούς μας, τιμωρώντας μας για κάτι που δε φταίξαμε, τόσο η γνωριμία μου με τα κοράλια θα' ναι μια πολυτέλεια για την οποία δε θα μου επιτρέπεται καν να μιλήσω.
Τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, Δέσποινα, τις φαντάζομαι όπως το χώμα. Όπου φυτρώνουν και θεριεύουν οι νευρώσεις μας και το οποίο, συγχρόνως, μας υπενθυμίζει το θνητόν της ύπαρξής μας. Σ' αυτό το χώμα, πέφτουν, που λες, τα δάκρυά μας, και κάποτε ανθίζει ένα κομμάτι κείμενο ή μια συγκίνηση. Χωρίς αυτές τι θα'μαστε, Δέσποινα; Ένας υπάνθρωπος εστεμμένος με το λαμπερό χαμόγελο της επιτυχίας, ενδεδυμένος με ατσαλάκωτα υφάσματα, που αποπνέει ακριβό άρωμα και απονιά. Ξέρεις τι πάει να πει απονιά. Είναι από τις λέξεις που εξαφανίζονται. Όπως η λατέρνα και το φιλότιμο. Μόνο η φτώχεια επιστρέφει. Μέσα έξω. Αλλά εμείς έχουμε να καταβάλουμε πάλι τα τέλη Αυγούστου. Ένα καλοκαίρι πλουσιότεροι, ένα καλοκαίρι φτωχότεροι.
27/8/11
Ψευδωνυμία που διεγείρει
Η ψευδωνυμία στα blogs παρέχει μια ελευθερία έκφρασης πέρα από ταμπού, καθωσπρεπισμούς και στρογγυλεμένες πολιτικές θέσεις.
Συγχρόνως όμως, ως ιστογράφος, είσαι έκθετος και η ψευδωνυμία είναι το παλτό σου. Δεν είσαι συγγραφέας να σε προστατεύει η αίγλη ενός αντίτυπου με αντίτιμο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Δεν είσαι φτασμένος διανοούμενος ή καλλιτέχνης να σε προστατεύει η ισχύς της δημόσιας περσόνας σου. Δεν είσαι αρθρογράφος να θεωρείται καθήκον σου η κριτική στα κακώς κείμενα. Είσαι ένας ερασιτέχνης της γραφής, ένας ανώνυμος πολίτης.
Ο Τζακ Νίκολσον στο «Professione: Reporter» του Αντονιόνι οικειοποιείται την ταυτότητα ενός νεκρού εμπόρου όπλων και ζει μια δεύτερη εκδοχή του βίου του στο πεπερασμένο της ύπαρξής του. Είναι ελκυστική η ιδέα του μη μονοκόμματου βιώματος, της μη περιχαράκωσης σε συμβατικούς και όχι αντιφατικούς ρόλους. Να είσαι μητέρα αλλά και ερωτομανής, σαν ηρωίδα του Μπατάιγ, άριστος φοιτητής και επαναστατημένο πνεύμα, στην Αγανάκτηση του Φίλιπ Ροθ, αναρχικός και τραπεζίτης, όπως στο ομώνυμο διήγημα του Πεσόα, μικροαπατεωνίσκη και απλή νοικοκυρά του Ντάριο Φο, άθεος και παππούλης για τον Σεπούλβεδα, ομοφυλόφιλος και οικογενειάρχης γελαδάρης στο Brokeback Mountain, ταχυδρομικός υπάλληλος και περιθωριακός μέθυσος, μισάνθρωπος, τζογαδόρος, πορνόγερος στα αυτοβιογραφικά του Μπουκόφσκι.
Τώρα πια έχεις να διαλέξεις ρόλο και λόγο. Οι επιτροπές προληπτικής λογοκρισίας, στο πλαίσιο της μεγάλης καταστολής, θα σου επιβάλουν να υπογράφεις επωνύμως κείμενα που δεν θα διεγείρουν τα αντανακλαστικά μιας νεοσυντηρητικής κοινωνίας, συναινώντας -και έτσι- στο αίτημα της πολιτικής ορθότητας.
Η ψευδωνυμία στο Διαδίκτυο δεν είναι ταυτόσημη με τη σκανδαλοθηρική δημοσιογραφία, τη λάσπη και τις συκοφαντίες. Ο φόβος για όσους γράφουν με πάθος για τα προσωπικά τους πάθη δεν είναι η ποινική δίωξη (χωρίς πια να αποκλείεται). Η απειλή είναι η μήνις του αφεντικού, το πικραμένο βλέμμα του συγγενή σου, το κουτσομπολιό του παλιού συμμαθητή, το χολερικό σχόλιο του μικροαστού συναδέλφου σου. Δεν δικάζουν μόνο οι δικαστές.
Αδιανόητο να κυκλοφορείς μασκαρεμένος σαν τους Tiger Lillies ή με ψευδώνυμο σαν τον Αρκά, τη Μυρτιώτισσα, τον Νερούδα, τον Οργουελ και τον Banksy. Αδιανόητο.
(Ελευθεροτυπία, 27/08/2011)
21/8/11
in the net
Περίπου σαραντάρηδες. Κάθονται αντικριστά και πίνουν κοκτέιλ. Το χέρι και η παλάμη της μισός αμφορέας στηρίζει το κεφάλι της από το πηγούνι κι ως τη γνάθο. Τον κοιτάει υπνωτισμένη να μιλάει. Έχει ένα χαμόγελο αναγνωρίσιμο. Είναι της γλυκασμένης γυναίκας. Εκείνος κορδώνεται νομίζω, εκτός κι αν είναι έτσι η φτιαξιά του. Μιλάει, χειρονομεί, της ανταποδίδει τα χαμόγελα αλλά έχει έλεγχο του κόσμου έξω από το ενυδρείο τους. Έχει συναίσθηση πως είναι διαφανές. Εκείνης πάλι το όριο του κόσμου είναι το περίγραμμα του κορμιού του.
Το βλέμμα του πέφτει ξαφνικά πάνω μου. Παριστάνω την αδιάφορη και επιστρέφω στο κουβεντολόι για να θολώσω τα νερά. Αποστρέφει και κείνος το βλέμμα του. Τον κοιτάζω κλεφτά έπειτα. Το αρσενικό περισκόπιο διερευνά το περιβάλλον γύρω του. Κάνει νόημα στη γκαρσόνα. Παραγγέλνουν άλλα δυο ποτά, όπως φάνηκε αμέσως μετά. Απλώνεται προς το μέρος της παρτενέρ, παίρνει την παλάμη της στις δυο του χούφτες, της χαϊδεύει τα δάχτυλα, την κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια μ' ένα γοητευτικό υπομειδίαμα και κάποιο φιλήδονο βλέμμα, ακουμπάει την χούφτα της στο μάγουλό του, μισοκλείνει τα βλέφαρά του. Τώρα η γυάλα του έρωτά τους είναι θεοσκότεινη. Νομίζουν κανείς δε τους βλέπει. Κι έτσι έχω κολλήσει το μούτρο μου παρακολουθώντας σχεδόν με κομμένη την ανάσα.
Φτάνει το κορίτσι με τα ποτά. Εκείνος τραβιέται προς τα πίσω, αφήνει το χέρι που ως τώρα κρατούσε, αλλάζει ύφος, στρέφει όλο του το σώμα προς το μέρος της κοπέλας που σερβίρει. Κάτι της λέει και γελάνε. Τον κοιτάει με νάζι η όρθια. Η καθήμενη έχει ζαρώσει σε μια γωνιά. Το σώμα που έγερνε προς τα εκείνον τώρα έχει ακουμπήσει στη ράχη της καρέκλας. Η γκαρσόνα αποχωρώντας την κερνάει ένα κοκτέιλ, λίγο θρίαμβος, λίγο απαξίωση, και μια μεζούρα έλα τώρα, μη ζηλεύεις δουλειά μου είναι. Ανταποδίδει στο κοκτέιλ, σφίγγοντας τα χείλη της και ο ήχος από το σφίξιμο φτάνει στα δικά μου ύδατα. Αυτός την κοιτάει περιπαιχτικά και δρέπει τους καρπούς της ζήλειας της. Τους βαριέμαι.
Επιστρέφω στα λημέρια μου. Δε θα ξεμπλεχτούμε ποτέ από αυτό το δίχτυ, αναφωνώ. Γελάμε. Με είχαν ξεχάσει. Επιστρέφω στο ζευγάρι δίπλα μόνο όταν ο αρσενικός σηκώνεται από το τραπέζι. Προχωράει κατά το μπαρ. Το ψάρι μπάρμαν του δείχνει κάπου με το χέρι. Προβάλλει το ψάρι γκαρσόνα. Το ψάρι ασχημάνδρας κατευθύνεται προς το ψάρι γκαρσόνα σαν πεταλουδίτσα του νερού, αλαφροπατώντας με χαρωπά ερωτικά πηδηματάκια.
Τα ψάρια ποτέ δεν ακούγονται. Δεν είναι πως δε μιλάνε. Τα ψάρια πρέπει να είναι τα πιο φλύαρα ζώα του κόσμου γιατί η ζωή του βυθού είναι ανυπόφορα σαγηνευτική και αν δε μιλούσαν, ψου ψου ψου, τα ψάρια, θα πέθαιναν από ομορφιά. Και η ζωή στη στεριά είναι καμιά φορά συγκλονιστικά ωραία γι' αυτό ασχολούμαστε με οικονομικούς δείκτες και τιποτένια πράγματα. Για να την αντέξουμε.
Ο αρσενικός κάνει πως απομακρύνεται από τη σερβιτόρα αλλά ξαναγυρνάει στη γκαρσονόψαρο χαχανίζοντας. Το θηλυκό γοητευτικόψαρο, έχει αντιληφθεί αλλά προσπαθεί να παραστήσει το αδιάφορο. Περιστρέφει τη ματιά της στο χώρο και σκαλώνει πάνω μου, που περίμενα πώς και πώς να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Την κοιτάω: είδα, ξέρω, καταλαβαίνω. Ταράζεται, συνοφρυώνεται, κοιτάει πάλι κατά το μέρος του. Ο αρσενικός επιστρέφει στη γυάλα περιχαρής και καμαρωτός-καμαρωτός. Εκείνη καμώνεται πως δεν είδε. Βαδίζοντας έξω, εκείνος κάνει να την αγκαλιάσει από τη μέση, εκείνη τραβιέται και τυλίγει τα χέρια μπροστά στο στήθος, που μάλλον του δινόταν νωρίτερα, σε θέση οχυρού. Είναι κατηφής.
Χάνονται πια από το οπτικό μου πεδίο. Θα καυγάδισαν. Εκείνος θα την κατηγόρησε για ζηλοτυπία, που τον προσβάλλει γιατί δεν τον εμπιστεύεται, και εκείνη ότι φλερτάρει με άλλες, που την προσβάλλει γιατί δεν τη σέβεται. Και τα δυο ψάρια θα έχουν δίκιο. Είναι αγκιστρωμένα στο ίδιο δόλωμα: τα φθηνά κολπάκια των εραστών, τις ανασφάλειες των ερωτευμένων, το διαρκές παιχνίδι της κατάκτησης. Είναι αγκιστρωμένοι στον έρωτα μωρέ. Ερωτευμένα είναι. Ή έτσι νομίζουν. Όταν κοπάσει ο θυμός θα φιληθούν περιπαθώς και για κείνο το βράδυ, που ένα παρατηρόψαρο έπλεκε ιστορίες μες στην ανία του, θα τηρήσουν σιγή ιχθύος.
Όπως τη σιωπή που τηρούμε πια για τις ανθρώπινες και τις ερωτικές σχέσεις. Τα ύδατά μας είναι μολυσμένα από δηλητηριώδη απόβλητα μιας μίζερης οικονομικής γλώσσας. Ώσπου να διαλυθεί η ρυπαρή κηλίδα, θα έχουμε ξεχάσει να μιλάμε ο ένας για τον άλλο, να κοιταζόμαστε, να παρατηρούμε τους άλλους για να τους γνωρίσουμε, να αποκωδικοποιούμε τα αμίλητα, να λέμε σ΄αγαπάω, έτσι, ασυναίρετα. Θα κοιτάμε το ζευγαράκι δίπλα και θα μοιάζει ντοκιμαντέρ η γλώσσα του σώματός τους.
7/8/11
μια εποχή στη φύση
Παράτησε τη δουλειά της στο MS Office, ξενοίκιασε το Homepage.
Αλησμόνητη η στιγμή που έκλεινε μια για πάντα τα Windows XP και κλείδωνε την πόρτα πίσω της με τα keyboard.
Πήρε ένα κυνηγόσκυλο μαζί, τον Google. Έβρισκε ό,τι του ζητούσε.
Φύτεψε ένα δέντρο. Φώλιασαν πουλιά. Δε σταματούσαν να κάνουν tweet tweet.
Ακούμπησε στον κορμό του να διαβάσει ένα βιβλίο. Το Facebook.
Όταν κουράστηκε ξάπλωσε στη σκιά του και κοιτούσε τον skype.
Ξάφνου είδε οRAMα. Σκιάχτηκε.
Πήγε να ανάψει ένα κερί στο ξωκλήσι του iPhone, προσκύνησε τον iPad και έκανε τάμα στον IP.
Στο πανηγύρι των iTunes γνώρισε ένα android. Ερωτεύτηκαν.
Έζησαν ένα hotmail καλοκαίρι. Βρήκε το σημείο 3G της.
Μετά, πήγαιναν μαζί για ψάρεμα, μάζευαν το internet, άναβαν firewall στην παραλία και έψηναν τα bubble fish.
Άραζαν στην eBay, την τάιζε αφροδισιακά social media και αγνάντευαν τον ορίζοντα και τα thunderbirds στον ουρανό.
Ταίριαζαν. Διάβαζαν τα ίδια bookmarks, τους άρεσαν τα ίδια Photoshop.
Είχαν κοινό outlook στη ζωή.
Αποφάσισαν να συμβιώσουν.
Της πρότεινε για μήνα του μέλιτος να πάνε μαζί Safari 5.1.
Είχε πολλά χρήματα αυτός. Το κατάλαβε όταν είδε το blog επιταγών του.
Επιβεβαιώθηκε όταν άνοιξε το inbox με το μονόπετρο που της πρόσφερε.
Αγόρασε ένα παλιό tower σε άθλια κατάσταση: είχε mouse, web, wikileaks στα wall, δε δούλευε το statcounter.
To ανακαίνισαν όμως.
Έζησαν χρόνια μαζί και έκαναν δυο wikipedia.
Τα ανάθρεψαν με rss feeds, τα ταχτάριζαν στις laptop τους.
Είχαν κάποια προβλήματα με τη motherboard του, όλο command prompt τους έδινε.
Εκείνος είχε αρχίσει να τζογάρει. Από Windows Media Player είχε εξελιχθεί σε Real Player.
Kι ένα πρωί της είπε, θέλω myspace για τον εαυτό μου.
Παραδέχτηκαν και οι δυο πως τον τελευταίο καιρό είχαν άλλα favorites.
Η αλήθεια βέβαια ήταν πως αυτός είχε αρχίσει να βγαίνει με μια φλογερή αλεπού, μια firefox. Εκείνη όταν το ανακάλυψε, δε άντεξε το rapidshare.
Τον πυροβόλησε με τρία screenshots στo outbrain και κάπως ετσι εληξε μια εποχή στη φύση.