8/12/16

Η Πέλα Σουλτάτου στο Εργαστήρι του συγγραφέα



Ένα χρόνο μετά την έκδοση του “Ανκόρ” επιστρέφω στον τόπο του εγκλήματος. Η πόρτα είναι κλειστή. Σκύβω, κρυφοκοιτάω από την κλειδαρότρυπα. Βλέπω μία γυναικεία φιγούρα να κάθεται στο γραφείο μου. Έχει αλλάξει θέση στα έπιπλα. Ο χώρος είναι πιο σωστά διαρυθμισμένος,  ομολογώ λιγάκι πικαρισμένη. Έχει προσθέσει μία μικρή βιβλιοθήκη και μία πάνινη καρέκλα “σκηνοθέτη”. Αναρωτιέμαι μήπως γράφει κι εκείνη θέατρο. Μοιάζουμε, αν και βρίσκω πως έχουμε μια μικρή διαφορά ηλικίας, είναι μεγαλύτερη τρία χρόνια. Ξαφνικά πλησιάζει την πόρτα. Κρύβομαι. Δε γίνομαι αντιληπτή. Εισβάλλω στο χώρο της. Εκμεταλλευόμενη την απουσία της, σκαλίζω τον υπολογιστή, τα συρτάρια της. Και βρίσκω κάποιο σχετικό ημέιλ σε ένα φιλικό της πρόσωπο. Αρχίζω να το διαβάζω με το ενδιαφέρον αλλά και το φλέγμα ενός επιθεωρητή από νουάρ μυθιστόρημα.

 “Το Ανκόρ δεν ήταν ένα τίμιο βιβλίο”, γράφει. Χμ, δε μου έμοιαζε ο τύπος του ανθρώπου που αυτομαστιγώνεται, σκέφτομαι.

“Θα ήθελα να μην είχε τόση εκζήτηση ο λόγος μου. Θα ήθελα να μην βρίθει τόσων αναφορών σε βιβλία, τραγούδια, ταινίες κλπ, να μην έχει δηλαδή την ανάγκη να αποδείξει πως η συγγραφέας είναι καλλιεργημένη. Σκασίλα μας για την καλλιέργειά της. Θα ήθελα να μην έχει εισάγει βεβιασμένα την έννοια του φασισμού. Να μην έχει την αγωνία να αποδείξει πως η συγγραφέας είναι αντιφασίστρια. Επίσης σκασίλα μας. Θα ήθελα να μην είχα καθόλου στο νου μου πως πραγματοποιώ ένα πέρασμα στη μεγάλη φόρμα και άρα θα ήθελα να μην είχε γραφεί κάτω από το βάρος αυτής της πίεσης. Υπόσχομαι πως τα λάθη αυτά δε θα τα επαναλάβω. Θα κάνω ωστόσο καινούργια λάθη…”

Η φίλη-αναγνώστρια υπερασπίζεται το βιβλίο, πως είναι πρωτότυπο, πως έχει όμορφες στιγμές, πως διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή, πως είναι διάσπαρτο από μαγικές εικόνες, πως έχει χιούμορ. Μα η συγγραφέας δε φαίνεται να αποδέχεται τα καλά λόγια αν και αισθάνεται ευγνωμοσύνη. Στο τέλος η φίλη τη ρωτάει τι πραγματεύεται το επόμενο βιβλίο. Η συγγραφέας απαντάει πως διαδραματίζεται τις μέρες του καύσωνα του 1987 στο κέντρο της πρωτεύουσας και στην προσφυγοτεινιά μίας επαρχιακής πόλης.

“Μου έκλεψε την ιδέα!” μουρμουρίζω χωλωμένη. Αναζητώ και την υπόλοιπη αλληλογραφία της. Αναφέρει κάπου ότι παρακολουθεί μαθήματα θεατρικής γραφής, ότι έχει ολοκληρώσει έναν μονόλογο και έχει γράψει κάτι παραπάνω από το μισό μίας μαύρης κωμωδίας. Αυτή η γυναίκα μου κλέβει τις ιδέες, ακολουθεί την ίδια διαδρομή με εμένα. Έχω μία επιθυμία να την εξαφανίσω από προσώπου γης! Κι όμως, όταν επιστρέφει στο δωμάτιο και δε με βλέπει καν, καταλαβαίνω πως εγώ είμαι εκείνη που έχει εξαφανιστεί. Είμαι πλέον παρελθόν…

Fractal, "Στο εργαστήρι του συγγραφέα"